Στην Αριστερά είναι ο στόχος
Από το 2019 μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει οικοδομήσει ένα σταθερό πολιτικό προφίλ βασισμένο στον σκληρό νεοφιλελευθερισμό, τη λιτότητα, τον μιλιταρισμό —με εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ και φιλοπόλεμη ρητορική — και, πάνω απ’ όλα, τον αυταρχισμό. Ο τελευταίος δεν είναι ούτε παρεμπίπτων ούτε συγκυριακός. Είναι ο μηχανισμός-κλειδί που ενεργοποιείται για να επιβληθεί κάθε άλλη κυβερνητική επιλογή. Από τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι την «προστασία» επενδύσεων και της τουριστικής βιτρίνας στο κέντρο της Αθήνας, η καταστολή είναι σταθερό εργαλείο του κράτους.
Ο αυταρχισμός ως βασική συνιστώσα της κυβερνητικής πολιτικής
Κανείς και καμία δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κεντρικότητα της επιλογής του αυταρχισμού από την κυβέρνηση. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι πολύτιμη: κάθε διεκδίκηση θα αντιμετωπίζεται με τη ράβδο της αστυνομικής καταστολής, με την αυστηροποίηση θεσμικών πλαισίων και ποινικοποίηση των αγώνων. Αυτή η συνειδητοποίηση εξοπλίζει με την απαραίτητη επιμονή τα κινήματα και τους ανθρώπους που αγωνίζονται. Ωστόσο, τα συνεχόμενα χτυπήματα του αυταρχισμού μπορούν να θολώσουν τα κριτήρια για το ποιο είναι κάθε φορά το πραγματικό διακύβευμα.
Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση επιχειρεί με πολύ σκληρό και συστηματικό τρόπο να φέρει απανωτά χτυπήματα στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα (και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση), στα πανεπιστήμια και στη νεολαία. Η επίθεση ενορχηστρώνεται και υλοποιείται με πρωτοφανή τρόπο.
Η επίθεση ενάντια στους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχει προηγούμενο. Είναι δεκάδες οι περιπτώσεις πειθαρχικής δίωξης εργαζομένων για «παράβαση καθήκοντος», σέρνοντας ανθρώπους σε πολυέξοδες δικαστικές διαμάχες. Οι «παραβάσεις καθήκοντος» μπορεί να είναι η συμμετοχή σε μία απεργία, η διοργάνωση μιας σχολικής εκδήλωσης με θέμα την αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό ή ακόμα και μία ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης! Η κυβέρνηση έχει ενορχηστρώσει μια βιομηχανία διώξεων για την τρομοκράτηση των εκπαιδευτικών.
Αυτό που δεν είχε υπολογίσει ήταν η σθεναρή και με διάρκεια αντίσταση των εργαζομένων στο δημόσιο, με πολύ σημαντικό ρόλο των δασκάλων και των καθηγητών, με την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να κερδίσει εύκολα αυτή την πολιτική μάχη, στράφηκε στον ωμό αυταρχισμό.
Η κυβέρνηση έχει επιστρατεύσει τον αυταρχισμό και απέναντι στη νεολαία και ιδιαίτερα αυτή που σπουδάζει στα δημόσια πανεπιστήμια. Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο το θέμα «αντιμετώπιση της βίας στα πανεπιστήμια». Στημένα ρεπορτάζ βίας από υποψήφιους διδάκτορες (!), ποινικοποίηση της πολιτικής συζήτησης και του συνδικαλισμού (βλέπε απαγορεύσεις εκδηλώσεων στο ΕΜΠ, αυταρχισμός και εισβολές της αστυνομίας στο ΑΠΘ, διώξεις φοιτητών-τριών στο Πολυτεχνείο της Κρήτης), εκκενώσεις φοιτητικών καταλήψεων από την αστυνομία, προσπαθούν επί ματαίω να περιγράψουν μια εικόνα «βίας και ανομίας» για την οποία ευθύνεται το φοιτητικό κίνημα και ο συνδικαλισμός και η όποια πρέπει να παταχθεί. Έτσι, προτείνεται μέχρι και η απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας για 24 μήνες εάν υπάρξει ποινική δίωξη (για αφισοκόλληση;) πέρα από άλλα μέτρα όπως η ελεγχόμενη είσοδος και η αυταρχικοποίηση της εσωτερικής λειτουργίας των πανεπιστημίων.
Πολιτικός στόχος
Αυτό που ενοχλεί την κυβέρνηση είναι η Αριστερά και το πραγματικό της ρίζωμα σε μαζικούς χώρους. Τα ποσοστά των δυνάμεων της αριστεράς στη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ και πολύ μεγαλύτερα από εκείνα των εθνικών εκλογών. Αυτό δείχνει αφενός μία σημαντική συσπείρωση εργαζόμενων εκπαιδευτικών ενάντια στις πολιτικές διάλυσης της δημόσιας παιδείας. Αφετέρου, αυτό αναδεικνύει τη δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς να παίρνει πρωτοβουλίες για πολύ ευρύτερα ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα ΕΛΜΕ που έχουν οργανώσει σημαντικές δράσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, έχουν αντιμετωπίσει το ρατσισμό και την ακροδεξιά υπερασπίζοντας το δικαίωμα όλων των παιδιών (ντόπιων, μεταναστών και προσφύγων) στη δημόσια εκπαίδευση, έχουν αναδείξει ζητήματα έμφυλης βίας κ.ά.
Αντίστοιχα, ενοχλεί το φοιτητικό κίνημα και η Αριστερά μέσα στα πανεπιστήμια. Εδώ και τέσσερα χρόνια η κυβερνητική παράταξη έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία από την ΠΚΣ, ενώ συνολικά τα ποσοστά των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς είναι κοντά στο 50%, το οποίο αποτελεί ένα μόνιμο και διαχρονικό αγκάθι για το νεοφιλελευθερισμό. Πέρα όμως από τα εκλογικά ποσοστά και το φοιτητικό κίνημα έχει διαχρονικά αναδείξει κομβικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Αρκεί να δει κάποιος τις πολύ μεγάλες εκδηλώσεις των φοιτητικών συλλόγων για το έγκλημα τα Τέμπη, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και την προσπάθεια συγκάλυψης από την κυβέρνηση, με αποκορύφωμα την εκδήλωση που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το σχολείο και το πανεπιστήμιο είναι δύο πολύ μαζικοί κοινωνικοί χώροι με πολύ σημαντική την παρέμβαση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς. Και από την άλλη, σε λιγότερο ή περισσότερο δύσκολες στιγμές, το εκπαιδευτικό κίνημα έχει παίξει ρόλο είτε πυροδότη ευρύτερων διεκδικήσεων (κυρίως για το φοιτητικό κίνημα) είτε έχει αποτελέσει ένα ισχυρό στήριγμα των κοινωνικών αγώνων.
Η κυβέρνηση βλέπει αυτές τις μάχες, ως την προσπάθεια κατάρριψης των «κάστρων» της Αριστεράς και της «ιδεολογικής της ηγεμονίας», όπως συχνά αναφέρει ο γνωστός μισητός υπουργός Υγείας. Αυτές οι επιθέσεις στοχεύουν να τσακίσουν το φρόνημα, το κύρος και τις δυνατότητες της Αριστεράς στους μαζικούς χώρους. Και κυρίως στοχεύει να σπάσει την πραγματική και μαζική σχέση της Αριστεράς με ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και νεολαίας.
Εάν αυτές οι μάχες χαθούν, δε θα έχουν χάσει μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι/ες αλλά θα είναι μία συνολική – συλλογική ήττα για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Ίσως φανεί υπερβολική η σύγκριση αλλά υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο δημόσιο και τα πανεπιστήμια με τη μάχη που έχασαν οι ανθρακωρύχοι στην Αγγλία απέναντι στη Θάτσερ στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Αυτή η ήττα σηματοδότησε μία ιστορική υποχώρηση ενός πολύ ισχυρού εργατικού κινήματος και αποτέλεσε ταυτόχρονα μία εμφατική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την κοινωνία.
Το διακύβευμα σήμερα είναι ανάλογο. Συνεπώς για να αποκρουστεί αυτή η επίθεση στην Αριστερά, χρειάζεται μια πλατιά συσπείρωση δυνάμεων που για να μπορέσει να επιτευχθεί είναι αναγκαίο να αναδειχθεί η σοβαρότητα του διακυβεύματος. Αυτή η μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί από ηρωικές και αποφασισμένες μειοψηφίες, αλλά από την ενεργοποίηση και τη μαζική κινητοποίηση ανθρώπων, όχι μόνο στην εκπαίδευση αλλά ευρύτερα στο εργατικό κίνημα και τις δυνάμεις της Αριστεράς.