Μετά από 11 μήνες, οι εξεγερμένες πόλεις δεν κάμπτονται από την καταστολή, ενώ σταδιακά στον αγώνα περνάνε και οι μεγάλες πόλεις. Την ίδια ώρα που η εξέγερση ενισχύεται, το καθεστώς κλιμακώνει την καταστολή. Σε αυτό το φόντο, όπου είναι σαφές ότι δεν υπάρχει πια "επιστροφή", στον ΟΗΕ ξεδιπλώνεται ένα αδίστακτο πόκερ με έπαθλο την κηδεμονία της Συρίας μετά τον Άσαντ και "μάρκες" τις ζωές των Σύριων.
Ανυποχώρητες διαδηλώσεις, καταστολή, απειλή εμφυλίου και σχέδια ξένης επέμβασης
Η συριακή εξέγερση είναι κομμάτι της αραβικής άνοιξης και ξέσπασε στον απόηχο της ανατροπής του Μουμπάρακ. Όμως οι ρίζες της βρίσκονται στην «Άνοιξη της Δαμασκού», την περίοδο εισαγωγής μεταρρυθμίσεων από τον Μπασάρ Άσαντ, ο οποίος επεδίωκε να εισάγει νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συνοδευόμενες από κάποιες πολιτικές ελευθερίες. Το άνοιγμα στην αγορά και οι ιδιωτικοποιήσεις προχώρησε με σαρωτικούς ρυθμούς. Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις, άνοιξαν τους ασκούς του αιόλου ενάντια στη δικτατορία και διακόπηκαν βίαια από το τρομαγμένο καθεστώς. Σε εκείνη την περίοδο οφείλεται η φήμη του Μπασάρ ως «μεταρρυθμιστή» που τον περιορίζει μια «σκληροπυρηνική» κλίκα στο καθεστώς.
Αυτή η αντίληψη, μαζί με την ιδέα πως το άνοιγμα ενός «εσωτερικού μετώπου» αποδυναμώνει το εξωτερικό μέτωπο με το Ισραήλ, στήριζαν την πολιτική νομιμοποίηση του Άσαντ. Αυτά τα δύο ιδεολογήματα εξακολουθούν να είναι αυτά τα οποία έχουν «εγκλωβίσει» μια κρίσιμη μάζα Συρίων στην ουδετερότητα ανάμεσα στους δρόμους και το καθεστώς. Σε αυτούς απευθύνονται οι υποσχέσεις του Άσαντ για μεταρρυθμίσεις, αυτή η στάση εξηγεί εν μέρει την σιωπή (μέχρι πρότινος) των δύο μεγαλύτερων πόλεων, της Δαμασκού και της Αλέπο.
Ακόμα και μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, τα αιτήματα ήταν κυρίως γύρω από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Μεσολάβησαν χιλιάδες νεκροί, τραυματίες και συλληφθέντες, για να υιοθετήσει η συριακή εξέγερση το παναραβικό σύνθημα «ο λαός απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος».
Όξυνση
Έντεκα μήνες διαδηλώσεων, συγκρούσεων και αιματοχυσίας έχουν αλλάξει την κατάσταση δραματικά, καθώς οι δύο πλευρές δεν κάνουν βήμα πίσω και το έδαφος για «ουδετερότητα» εξαφανίζεται.
Ο Άσαντ επιχειρεί να εκτρέψει την εξέγερση σε σεχταριστική βία. Πολλοί Αλαουΐτες (μειονότητα στην οποία ανήκουν οι επιλέκτες δυνάμεις και οι ανώτεροι αξιωματούχοι του καθεστώτος) φοβούνται πως από την εξέγερση θα προκύψει ένα σουνιτικό καθεστώς. Δυνάμεις του καθεστώτος δολοφονούν σουνίτες διαδηλωτές και στοιβάζουν τα πτώματα σε αλαουιτικές συνοικίες, για να προκαλέσουν σεχταριστικό μίσος στους σουνίτες αλλά και να εντείνουν τους φόβους των αλαουϊτών για συλλογικά αντίποινα αν πέσει το καθεστώς. Παράλληλα, ο πυρήνας του καθεστώτος έχει καταλήξει πως δεν υπάρχει «ομαλή διέξοδος», έχει κλιμακώσει αποφασιστικά την καταστολή και προτιμά να οδηγήσει σε έναν εμφύλιο πόλεμο για να συντρίψει την εξέγερση στρατιωτικά.
Η εξέγερση θεριεύει
Ανάλογη αποφασιστικότητα δείχνει και η άλλη μεριά. Παρά την κρατική βία, οι τελευταίες διαδηλώσεις (στην επέτειο 30 χρόνων από τη σφαγή της Χάμα, όταν ο πατέρας Άσαντ ισοπέδωσε όλη την εξεγερμένη πόλη παραδειγματικά) ήταν οι μεγαλύτερες μέχρι σήμερα. Όσοι παρακολουθούν την εξέλιξη της εξέγερσης αυτούς τους μήνες, αναγνωρίζουν πως έχει ενισχυθεί πολύ από το Νοέμβρη του 2011 και μετά. Η εξέγερση έχει περάσει στις δύο μεγάλες πόλεις. Στην ήσυχη (είτε λόγω ουδετερότητας, είτε λόγω της έντονης παρουσίας δυνάμεων ασφαλείας) Δαμασκό, το καθεστώς έχει χάσει πια τον έλεγχο των προαστίων της. Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι κηδείες των μαρτύρων της Δαμασκού μετατρέπονταν σε μεγάλες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις μέσα στην πρωτεύουσα. Ένοπλοι αντάρτες δραστηριοποιούνται ακόμα και λίγα χιλιόμετρα μακριά από το προεδρικό παλάτι.
Στην Αλέπο, το κίνημα ξεκίνησε μέσα στα πανεπιστήμια, από καθηγητές και φοιτητές, αλλά σταδιακά εξαπλώνεται στις πολυπληθείς εργατικές συνοικίες. Στην υπόλοιπη χώρα, η πολύμηνη εξέγερση εξελίσσεται σε λερναία ύδρα. Εδώ και μήνες οι πιστές στο καθεστώς δυνάμεις μετακινούνται από πόλη σε πόλη, καταστέλλουν την τοπική εξέγερση και τη στιγμή που φεύγουν η πόλη ξεσηκώνεται και πάλι. Ένας -διαρκώς συρρικνούμενος από τις αποστασίες- στρατός έχει καταστείλει αυτούς τους μήνες τη Χομς, την Ντεράα, την Χάμα, την Λατάκια, την Μπανιάς, και μετά ξανά τη Χομς, ξανά την Ντεράα... Αυτή η αποτυχία της καταστολής έχει ενισχύσει την αυτοπεποίθηση της εξεγερμένης επαρχίας που σε συνδυασμό με τον ξεσηκωμό στις μεγάλες πόλεις, πιστεύει πως θα καταφέρει αργά ή γρήγορα να κυκλώσει το καθεστώς και να δώσει την «τελική μάχη» στη Δαμασκό.
Πλατιά συμμετοχή
Η ενίσχυση της εξέγερσης φαίνεται και από τον αριθμό των ανθρώπων που συμμετέχουν. Η ανθεκτικότητα απέναντι στην καταστολή, η επιτυχία των διαδοχικών «ημερών οργής», το πλήθος που συμμετέχει στις κηδείες των μαρτύρων γνωρίζοντας πως αποτελούν στόχο, η δυνατότητα περίθαλψης χιλιάδων τραυματιών χωρίς τα νοσοκομεία (καθώς σε αυτά συλλαμβάνονται οι τραυματίες), οι δυνατότητες επικοινωνίας και μεταφοράς μέσα σε ένα σχεδόν εμπόλεμο κλίμα είναι δείγματα ύπαρξης μιας πολύ πλατιάς κοινωνικής βάσης, χάρη στην οποία γίνονται όλα αυτά εφικτά.
Αυτή η κατάσταση έχει φέρει την εξέγερση στο σημείο «χωρίς επιστροφή». Αυτή συνοψίζεται στην ερώτηση του Ρόμπερτ Φρισκ στο άρθρο του στον Independent τις 1 Φλεβάρη: «Υπάρχει μια ερώτηση που δεν κάνει κανείς. Ας υποθέσουμε ότι το καθεστώς καταφέρνει και επιβιώνει. Τί είδους Συρία ακριβώς θα είναι αυτή την οποία θα κυβερνά;». Σε αυτό το φόντο, εξελίσσεται το διεθνές παζάρι και οι ανταγωνισμοί για το ενδεχόμενο επέμβασης, τη στάση της «διεθνούς κοινότητας», οι συζητήσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Αυτή η συζήτηση έχει προκαλέσει δύο διαφορετικές αφηγήσεις:
Συνωμοσία;
Η μία ισχυρίζεται πως η εξέγερση είναι μια διεθνής συνωμοσία των ΗΠΑ, των μοναρχιών του Κόλπου και της ΕΕ που κινητοποιούν και χρηματοδοτούν μια ένοπλη εξέγερση ενάντια στη Συρία για να καταστρέψουν το τελευταίο αραβικό αντι-ιμπεριαλιστικό οχυρό. Το καθεστώς βρίσκεται σε «άμυνα» και οι καταγγελίες για την καταστολή των διαδηλώσεων θεωρούνται δυτική κατασκευασμένη προπαγάνδα.
Η άλλη ισχυρίζεται πως μετά την αποτυχία του Αραβικού Συνδέσμου να εξασφαλίσει μια κατάπαυση του πυρός, είναι απολύτως αναγκαίο να αναλάβει δράση το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, και οι «δημοκρατικές δυνάμεις» της Δύσης να «προστατέψουν» τους διαδηλωτές. Σε αυτό το σενάριο, οι «κακοί» είναι η Ρωσία και η Κίνα που αρνούνται να εγκαταλείψουν τον Άσαντ για τα δικά τους συμφέροντα.
Η αλήθεια απέχει πολύ και από τα δύο σενάρια. Στον ΟΗΕ εξελίσσεται ένα σκληρό παζάρι με τις ζωές των Σύριων να χρησιμοποιούνται ως «μάρκες» στο «τραπέζι» από όλες τις μεριές. Όλες οι διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις παλεύουν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους στην έκβαση του αγώνα στη Συρία. Καμία από αυτές δεν νοιάζεται για το λαό ή την αυτοδιάθεση της Συρίας. Ο Χαφέζ Άσαντ επεδίωξε μια πολυδιάστατη πολιτική που θα έκανε τη Συρία πολύτιμη για όλες τις πλευρές, και επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πράγματι τα κατάφερε. Η Συρία έγινε χώρα-κλειδί για το τοπίο σε όλη την περιοχή και αυτό εξηγεί το πώς σήμερα η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο ενός διεθνούς ανταγωνισμού στον οποίο εμπλέκονται οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ...
Σε αυτό το πολύπλοκο φόντο, η θεωρία της δυτικής συνωμοσίας είναι τελείως άστοχη. Αφενός, υποτιμά βαθιά τον συριακό λαό τον οποίο αντιμετωπίζει ως ανίκανο να κινητοποιηθεί από μόνος του, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε και οι οποίες των οδήγησαν στην εξέγερση. Αφετέρου, δείχνει μια πολύ προβληματική αντίληψη του «αντι-ιμπεριαλισμού»: αρκεί ένας δικτάτορας να διατηρεί μια σχετικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική για να θεωρηθεί «σύμμαχος» στον οποίο δικαιολογούνται και τα παζάρια με τους ιμπεριαλιστές ως αναγκαία και -ακόμα χειρότερα- η καταστολή του λαού της χώρας του ως «δευτερεύον» ζήτημα.
Η πραγματική συνωμοσία δεν εξελίσσεται ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ, αλλά ενάντια στο συριακό λαό και τις ελπίδες του για αυτοδιάθεση. Στην πραγματικότητα όλες οι παραπάνω δυνάμεις μοιράζονται τον ίδιο στόχο: Τη θυσία του Άσαντ, την επιστροφή στην «ομαλότητα», αφού όμως διαμορφωθεί ένα διάδοχο σχήμα βολικό για τα συμφέροντά τους. Οι διαμάχες στον ΟΗΕ δεν έχουν να κάνουν τόσο με το τι θα λέει η απόφαση, όσο με το ποιος και πώς θα έχει την κηδεμονία της χώρας.
Προοπτική
Η εξέγερση δεν έχει ανάγκη από προστάτες. Οι Σύριοι αγωνιστές έχουν πρόσφατη τη συσσωρευμένη θετική και αρνητική εμπειρία της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, του Μπαχρέιν, της Υεμένης, για να κρίνουν «εχθρούς και φίλους», για να αποφύγουν λάθη και να βρουν θετικά παραδείγματα. Η πολιτική ανεξαρτησία των εξεγερμένων και η είσοδος της εργατικής τάξης στον αγώνα με συλλογικό τρόπο μπορούν να φέρουν τη νίκη ενάντια στον Άσαντ, αλλά και να δημιουργήσουν όρους, ώστε η διάδοχη κατάσταση να δικαιώνει τις ελπίδες του συριακού λαού, που είναι πολύ διαφορετικές από τα σχέδια όλων των επίδοξων «φίλων» της Συρίας…