9 κρίσιμα ερωτήματα και απαντήσεις που απασχολούν όλους τους αγωνιστές του κινήματος και της Αριστεράς

Φωτογραφία

Το ισχυρό ενδεχόμενο να σχηματιστεί, ύστερα από τις εκλογές στις 17 Ιούνη, κυβέρνηση της Αριστεράς σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή στην πάλη της Αριστεράς και του κινήματος ενάντια στο σύστημα. Ανάγκη, λοιπόν, να συζητήσουμε για την «επόμενη μέρα», προσπαθώντας να απαντήσουμε σε βασικά ερωτήματα για τις προοπτικές του αγώνα.Αναδημοσίευση από kokkino.org

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Κοσμάς

Η μάχη είναι ιστορική. Ποιο είναι το νικηφόρο σχέδιο;

Το ισχυρό ενδεχόμενο να σχηματιστεί, ύστερα από τις εκλογές στις 17 Ιούνη, κυβέρνηση της Αριστεράς σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή στην πάλη της Αριστεράς και του κινήματος ενάντια στο σύστημα. Το γεγονός και οι συνέπειές του ξεπερνούν σχέδια και προθέσεις ηγεσιών, στελεχών, κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Η έκβαση της μάχης αφορά όλους/ες και θα κρίνει τις τύχες του κινήματος και της Αριστεράς στο σύνολό τους για πολλά χρόνια. Ανάγκη, λοιπόν, να συζητήσουμε για την «επόμενη μέρα», προσπαθώντας να απαντήσουμε σε βασικά ερωτήματα για τις προοπτικές του αγώνα. 

1.    «Αφού δεν είμαστε έτοιμοι, μήπως είναι καλύτερα να βγούμε δεύτεροι»;

Η ανάπτυξη της εκλογικής δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ ξάφνιασε τους πάντες και πιο πολύ τον ίδιο. Την τελευταία βδομάδα πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου και στο διάστημα μεταξύ των δύο εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησε ένα εκλογικό άλμα αδιανόητο «υπό κανονικές συνθήκες»: ακόμη και με τις πιο συντηρητικές δημοσκοπικές προβλέψεις, γύρω στις 20 εκατοστιαίες μονάδες! Χαρακτηριστικό του τεράστιου δυναμικού που συσσωρεύτηκε στην κοινωνία και της μαζικής «ζήτησης» για πολιτική ανατροπή, χαρακτηριστικό επίσης των κοινωνικών και πολιτικών επιταχύνσεων που χαρακτηρίζουν την προεπαναστατική περίοδο στην οποία βρισκόμαστε, το δυναμικό αυτό έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ μία και μόνο εντολή: να ανατρέψει πολιτικά την κυβερνητική πολεμική μηχανή των μνημονίων και του κεφαλαίου.

Αυτή η εντολή με τη σειρά της, είναι ο ώριμος καρπός δύο χρόνων αγώνων ενάντια στο μνημόνιο. Στα δύο αυτά χρόνια, οι αγωνιστές/στριες του κινήματος έβγαλαν το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει νικηφόρο σχέδιο χωρίς την κορύφωση της πολιτικής ανατροπής. Ύστερα από περισσότερες από 15 γενικές απεργίες και τις αντίστοιχες μαζικές πορείες, ύστερα από τρεις μεγάλες στιγμές του αγώνα (5 Μάη 2010, 19 Οκτώβρη του 2011 και 12 Φλεβάρη του 2012), ύστερα από εκατοντάδες μικρούς και μεγάλους αγώνες, έγινε συνείδηση ότι χωρίς πολιτικό αγώνα και πολιτική ανατροπή, δεν μπορούμε να νικήσουμε. Η στροφή στον πολιτικό αγώνα έγινε από το ίδιο το κίνημα, πρώτα με το κίνημα των «αγανακτισμένων», ύστερα με τα «μπάχαλα» στις παρελάσεις τον Οκτώβρη του 2011, στη συνέχεια με τις μαζικές εξεγερτικές διαθέσεις στη διαδήλωση-«μίνι εξέγερση» της 12ης Φεβρουαρίου 2012. Ο δρόμος για την εκλογική-πολιτική «ανταρσία» της 6ης Μάη είχε προετοιμαστεί.

 

Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες εκλογές εκτοξεύτηκαν το τελευταίο δεκαήμερο, ύστερα από τη σαφή τοποθέτηση του στόχου για «ψήφο διακυβέρνησης και όχι διαμαρτυρίας» και για κυβέρνηση της Αριστεράς. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης του πολιτικού αγώνα οδηγήθηκε έτσι μέχρι τη λογική συνέπεια της ανάγκης του αγώνα για την εξουσία. Η συνθήκη «οι ‘‘από πάνω’’ δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πριν και οι ‘‘από κάτω’’ δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως πριν» οδήγησε στη δημιουργία ενός μαζικού λαϊκού πολιτικού ρεύματος. Το ρεύμα αυτό στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, η πολιτική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά γενικότερα, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αυτή η πολιτική σχέση δεν μπορεί να εμπεδωθεί παρά υπό την προϋπόθεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά θα «τιμήσουν» απόλυτα αυτή την πολιτική εντολή, ότι δεν θα την προδώσουν, ότι δεν θα φυγομαχήσουν. Σε αντίθετη περίπτωση, το ρεύμα αυτό θα διασκορπιστεί, θα γυρίσει την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά και θα στραφεί σε άλλες λύσεις: όχι μόνο τη μετεμφυλιακή Δεξιά του Σαμαρά, αλλά και τη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Άλλωστε, οι δύο αυτές αντίθετες πολιτικές επιλογές, ως δυνατότητες και εναλλακτικά πολιτικά σχέδια, ενυπάρχουν μέσα στο κίνημα από τον καιρό της μαζικής στροφής στον πολιτικό αγώνα με το κίνημα των «αγανακτισμένων» - γι’ αυτό το λόγο δικαιώθηκε απόλυτα πολιτικά η θέση ότι σε αυτό το κίνημα διεξαγόταν μια σκληρή μάχη για την ηγεμονία.

 

Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν ο ΣΥΡΙΖΑ φυγομαχούσε τώρα, όπως η υπόλοιπη Αριστερά; Αν έστελνε το μήνυμα ότι βολεύεται με ένα μεγάλο ποσοστό στη δεύτερη θέση;

Πρώτο, το μαζικό λαϊκό ρεύμα θα τον εγκατέλειπε και θα στρεφόταν σε μεγάλο του μέρος αλλού: στη λαϊκή Δεξιά και τους φασίστες. Το «άκρο» του φασισμού θα γινόταν μαζική λαϊκή επιλογή και ρεύμα. Δεύτερο, η αστική τάξη και το διεθνές σύστημα θα εκδικούνταν σκληρά το κίνημα και την Αριστερά: η ανασύνταξη του κράτους έκτακτης ανάγκης σε ακόμη πιο επιθετική για το κίνημα και την Αριστερά μορφή, η καταστολή, το ξεσάλωμα των φασιστών θα έπαιρναν τη μορφή μιας «μίνι αντεπανάστασης». Τρίτο, ο κόσμος θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι δεν έχει άξια πολιτική ηγεσία. Σε συνδυασμό με το συμπέρασμα ότι χωρίς πολιτικό αγώνα και πολιτική ανατροπή δεν «καθαρίζουμε» με το μνημόνιο, θα έχανε κάθε εμπιστοσύνη στις εκκλήσεις για «νέους αγώνες», για επιστροφή στη «δουλειά στους χώρους» κ.λπ. Η Αριστερά και το κίνημα θα υποχωρούσαν άτακτα, έχοντας χάσει μια ιστορική ευκαιρία και μια μάχη χωρίς καν να τη δώσουν.

Τέταρτο, η Αριστερά που θα φυγομαχούσε και θα πρόδιδε μια τέτοια λαϊκή εντολή θα έπεφτε για δεκαετίες στην πολιτική ανυποληψία και σε ακόμη πιο βαθιά κρίση.               

Δεν υπάρχει λοιπόν για τον ΣΥΡΙΖΑ η επιλογή της φυγομαχίας! Περάσαμε τον Ρουβίκωνα, η γέφυρα πίσω μας έχει γκρεμιστεί, είμαστε στο εχθρικό έδαφος και θα δώσουμε τη μάχη για τη νίκη ή την ήττα. Γιατί είναι χίλιες φορές προτιμότερο να χάσεις σε μια μάχη που έδωσες παρά να χάσεις επειδή απέφυγες να τη δώσεις. Εξάλλου, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι ποτέ δεν «ετοιμάζεσαι» έξω από τις μάχες παρά μόνο μέσα από αυτές. Αν το ΚΚΕ στην Κατοχή, μετρώντας τα μέλη και τις οργανωτικές του δυνατότητες, δεν έφτιαχνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τη σκέψη να ετοιμαστεί καλύτερα, τίποτε από όλα όσα ξέρουμε δεν θα είχε συμβεί - ούτε φυσικά θα είχε «προετοιμαστεί» ποτέ!

2.    Ρήξη ή συμβιβασμός;

Επειδή όμως το λαϊκό ρεύμα «δεν καταλαβαίνει τίποτε» και όπως έχει αυτοσαρκαστικά ειπωθεί «δεν υπάρχει τρόπος να ανακοπεί ούτε να βγούμε δεύτεροι…», μήπως επειδή δεν είμαστε έτοιμοι για τη ρήξη με το σύστημα, πρέπει να συμβιβαστούμε; Να μην καταγγείλουμε το μνημόνιο, να στρογγυλέψουμε το πρόγραμμα, να αφήσουμε για αργότερα τις μαζικές εθνικοποιήσεις με εργατικό και λαϊκό έλεγχο (γιατί «δεν έχουμε λεφτά» να τις επαναγοράσουμε από τους ιδιώτες), να περιοριστούμε σε κάποιο «δημόσιο έλεγχο» στις τράπεζες (γιατί «δεν υπάρχουν οι όροι» για εθνικοποίησή τους υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο), να μην πειράξουμε την Τράπεζα της Ελλάδος (για να μη διακινδυνεύσουμε την πλήρη ρήξη με το διεθνές σύστημα, αφού είναι μέλος του Συστήματος Ευρωπαϊκών Τραπεζών), να μην εφαρμόσουμε αποφασιστικά το πρόγραμμά μας (μετατρέποντας βασικά του σημεία σε «στρατηγικούς στόχους») κ.λπ. κ.λπ.

Σε τι θα μπορούσαν αν αποσκοπούν ή να ωφελήσουν όλα αυτά; Προφανώς, στο να βρεθεί ένας συμβιβασμός με την Ευρωζώνη και την τρόικα. Αφού «δεν είμαστε έτοιμοι» για τη ρήξη, να πετύχουμε έναν «αξιοπρεπή συμβιβασμό».

Εδώ δεν πρόκειται για ζήτημα τακτικής: αν πρώτα θα πάμε στη Σύνοδο Κορυφής, άρα και στη διαπραγμάτευση, και ύστερα θα καταργήσουμε το μνημόνιο. Πρόκειται για το εξής: αν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με την τρόικα και το εγχώριο και διεθνές σύστημα χωρίς υποχώρηση από το βασικό πυρήνα του προγράμματός μας, που είναι η ανατροπή της «συνταγής» της «εσωτερικής υποτίμησης». Εδώ, οι αυταπάτες θα ήταν πραγματικά καταστροφικές: όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός στο έδαφος της δικής μας πολιτικής, αλλά ακόμη χειρότερα δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού ούτε καν με σημαντικές υποχωρήσεις από τον πυρήνα του προγράμματός μας! Το διεθνές σύστημα και η ελληνική αστική τάξη δεν θα ξεχάσουν την απειλή και τον τρόμο που τους προκάλεσε ο ελληνικός λαός. Δεν θα παραδώσουν τα όπλα αμαχητί. Αντίθετα, ο ρεβανσισμός και η επιθετικότητά τους προς την κυβέρνηση της Αριστεράς, ακόμη και αν αυτή θα είχε διάθεση να συμβιβαστεί, θα χτυπήσει «κόκκινο». Ακόμη και αν υπάρξει ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός για να αποφευχθούν τα «σενάρια του χάους», η «ανταρσία» του συστήματος κατά μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ο ρεβανσισμός και τα χτυπήματα «κάτω από τη μέση» θα είναι ο κανόνας. Ποιοι είναι οι λόγοι που ένας «έντιμος συμβιβασμός» είναι ανέφικτος;

Πρώτο, οι αντοχές του συστήματος: Επειδή η κρίση του συστήματος είναι βαθιά, δομική και ιστορικών διαστάσεων, επειδή η Ευρωζώνη κρέμεται από μια κλωστή, επειδή η στροφή στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης δεν αφορά τον πυρήνα των πολιτικών λιτότητας αλλά χρηματοδοτικές και «αναπτυξιακές» όψεις αυτής της διαχείρισης, δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός για αλλαγή ουσίας στη «συνταγή». Το σύστημα δεν θα συμβιβαστεί με πολιτικές που ανατρέπουν τη λιτότητα. Χώρος για μια σύγχρονη, μεταρρυθμιστική και ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατική πολιτική δεν υπάρχει. Όποιος θέλει να παραμείνει συνεπής σερ αυτό το στόχο, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στη ρήξη με το σύστημα.   Δεύτερο, η απειλή του ντόμινο: Αν η «ανταρσία» του ελληνικού λαού και της ελληνικής Αριστεράς δικαιωθεί, θα οδηγήσει σε πανευρωπαϊκό ντόμινο ανατροπής των πολιτικών της λιτότητας και αντεπίθεσης του κινήματος και της Αριστεράς. Το σύστημα δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο χωρίς να δώσει σκληρή μάχη.  

Τρίτο, η «λογική» της ταξικής αντιπαράθεσης: Η πορεία της ταξικής αντιπαράθεσης τη διετία των μνημονίων έχει ενεργοποιήσει κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες ευρείας κλίμακας: το κράτος έκτακτης ανάγκης, η μαζικοποίηση του ναζιστικού ρεύματος, η καταστροφή πολλών εφεδρειών της αστικής τάξης. Μέσα στην κρίση, το κεφάλαιο ασφυκτιά και μάχεται για την επιβίωση των κερδών του. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μόνο και μόνο επειδή θα μπλοκάρει την ανασύνταξη του κράτους έκτακτης ανάγκης, επειδή θα απειλήσει το κεφάλαιο (τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους μιντιάρχες), θα αντιμετωπιστεί από όλους αυτούς με ταξικό μίσος. Οι εργοδότες και το βαθύ κράτος θα την υπονομεύσουν με κάθε μέσον, από την πρώτη κιόλας μέρα.        
Η τακτική του κατευνασμού, που θα αποσκοπούσε σε ένα «έντιμο συμβιβασμό», το μόνο που θα κατευνάσει είναι τις μαχητικές διαθέσεις του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων, το αγωνιστικό πνεύμα και την κατεπείγουσα προετοιμασία για τη μάχη. Θα αποθρασύνει τον αντίπαλο, θα αποθαρρύνει και θα σπείρει την ηττοπάθεια στις δικές μας γραμμές, θα γεννήσει την παραλυτική σκέψη ότι δεν μπορούμε να τα βάλουμε με το σύστημα. Θα υπονομεύσει το μεγάλο μας κεφάλαιο: το πνεύμα της «ανταρσίας», της αγωνιστικής ανάτασης, του θράσους να τα βάλουμε με το σύστημα.

Για να μιλήσουμε με το παράδειγμα της Κύπρου, που είναι σε όλα τα βασικά του σημεία διαφορετικό απ’ ό,τι της Ελλάδας αλλά είναι εξαιρετικά διδακτικό στις συνέπειες της πολιτικής του κατευνασμού: το ΑΚΕΛ σεβάστηκε απολύτως τα όρια του συστήματος, υιοθέτησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συνέπηξε συμμαχία με το «διάβολο» (Ισραήλ και ιμπεριαλιστές), αλλά δεν εξασφάλισε την ευμένεια του συστήματος. Ο πολιτικός ρεβανσισμός της δεξιάς αντίδρασης ενάντια στο ΑΚΕΛ που συμβιβάστηκε στα βασικά, παίρνει όλο και πιο επιθετικές μορφές. Και τώρα, είναι το αριστερό ΑΚΕΛ που μιλάει για την ανάγκη μηχανισμού στήριξης των κυπριακών τραπεζών, που θα εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος της Κύπρου σε επίπεδα… μνημονίου.

3.    Θα κάνουμε «μονομερείς ενέργειες»;

Η τακτική της ρήξης διαχωρίζεται από την τακτική του συμβιβασμού σε ένα κεντρικό ζήτημα: την ακύρωση του μνημονίου από τη Βουλή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτό το ζήτημα, που θεωρείται από τα παπαγαλάκια του συστήματος και τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις η επιτομή των «μονομερών ενεργειών», εστίασε η ασφυκτική πολιτική πίεση που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι προφανώς ζήτημα τακτικής ούτε αφορά το αν η κυβέρνηση της Αριστεράς θα διαπραγματευτεί ή όχι – στην Ιστορία, και τα πλέον επαναστατικά κόμματα και κινήματα διαπραγματεύτηκαν με τους πλέον θανάσιμους εχθρούς τους. Αν η ιστορία με τις μονομερείς ενέργειες έχει κάποιο νόημα, αυτό είναι ένα: θα πάμε πέρα από τα όρια που βάζει η τρόικα; Αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα! Αν η απάντηση είναι όχι, αυτό σημαίνει υποταγή στο μνημόνιο. Αν όχι, αυτό σημαίνει ρήξη με το μνημόνιο και την τρόικα. Διότι, πολύ απλά, το μνημόνιο (δηλαδή τη «συνταγή» της εσωτερικής υποτίμησης) είτε το καταργείς είτε το επαναδιαπραγματεύεσαι. Στη δεύτερη περίπτωση, απλώς υποτάσσεσαι στη γραμμή των μνημονιακών δυνάμεων, οπότε δεν έχεις και λόγο να μην μπεις και σε μια «οικουμενική κυβέρνηση» που θα κάνει «την καλύτερη δυνατή επαναδιαπραγμάτευση». Αν η ακύρωση του μνημονίου θα γίνει πριν ή μετά τη Σύνοδο Κορυφής στις 29 Ιουνίου, αυτό είναι δευτερεύον – αρκεί να μην αποτελέσει πρόσχημα για υπαναχώρηση στη γραμμή της συναίνεσης και όχι των «μονομερών ενεργειών». Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί με κάθε τρόπο στην ακύρωση του μνημονίου και οποιαδήποτε υπαναχώρηση από αυτό θα συνιστούσε πολιτικό ναυάγιο.  

4.    Δεν μπορούν να μας διώξουν από το ευρώ και άρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε;

Το σύστημα προσπαθεί να τρομοκρατήσει με το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» και προσπαθεί να πείσει ότι «Ευρώπη = μνημόνιο». Προσπαθώντας να απαντήσουμε σε αυτά, δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε σε μια άλλη ταύτιση που δεν ισχύει: ότι επειδή δεν υπάρχει τρόπος να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ, γι’ αυτό «δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτε». Η τρόικα και οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής «Ιερής συμμαχίας» έχουν άλλους τρόπους να πιέσουν και να υπονομεύσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς. Ο βασικός είναι η δημιουργία συνθήκης «χρηματοδοτικού κενού»: να κόψουν για ένα διάστημα τη χρηματοδότηση. Επίσης, ένα «ελεγχόμενο» bank run (φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες), το μπλοκάρισμα της χρηματοδότησης από την ΤτΕ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις εμπορικές τράπεζες, η δημιουργία μιας «έκρυθμης» κατάστασης. Όλα αυτά θα εντείνουν τις πιέσεις στα δημόσια έσοδα, την πιστωτική ασφυξία στην οικονομία, τα δημόσια έσοδα.

Μια τέτοια τακτική είναι φυσικά υψηλού ρίσκου και για τον αντίπαλο, σε μια στιγμή που η Ευρωζώνη κρέμεται από μια κλωστή. Στη θεωρία των παιγνίων υπάρχει το γνωστό chicken game: δύο αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα το ένα πάνω στο άλλο και το ζήτημα είναι ποιος θα φοβηθεί πρώτος για να στρίψει. Σε αυτή την περίπτωση, όποιος δείξει από την αρχή ότι φοβάται, είναι χαμένος! Με άλλα λόγια, μια αποφασιστική πολιτική ρήξης είναι -εκτός των άλλων- και η πιο σωστή τακτική!

Με βάση αυτή την τακτική, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να απαντήσει:

 

α. Στο bank run με άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών και άμεσο διοικητικό και δημόσιο έλεγχο στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και με δέσμευση των καταθέσεων και απαγόρευση εξόδου κεφαλαίων από τη χώρα.

β. Στην πιθανή «μονομερή ενέργεια» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για διακοπή των γραμμών χρηματοδότησης προς τις ελληνικές τράπεζες, με τη «μονομερή ενέργεια» της συνέχισης παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μέσω του μηχανισμού ELA, ώστε να διευκολυνθεί ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός του Δημοσίου από τις τράπεζες και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ρευστότητας.

γ. Στις επιθέσεις των μιντιαρχών, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι εκπέμπουν από δημόσιες συχνότητες για τις οποίες δεν έχουν πληρώσει ούτε ένα ευρώ. Άρα, «θα μπουν κανόνες» και το Δημόσιο θα προχωρήσει στον άμεσο δημόσιο έλεγχό τους σε περίπτωση που αυτοί δεν γίνουν σεβαστοί ή παραβιάζονται. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος πρέπει να είναι το αγαθό της ενημέρωσης να γίνει δημόσιο αγαθό.

δ. Στο πρόβλημα ρευστότητας της ΔΕΗ και σε πιθανό πρόβλημα στην εισαγωγή πετρελαίου, πρέπει η απάντηση να είναι άμεση εθνικοποίηση των ΕΛΠΕ και διακρατικές συμφωνίες προμήθειας πετρελαίου (π.χ. από τη Βενεζουέλα).

ε. Στις πιθανές -αν όχι βέβαιες- «ανταρσίες» και προβοκάτσιες του βαθέος κράτους θα πρέπει η απάντηση να είναι επιθετική: διάλυση επιθετικών σωμάτων καταστολής (ΜΑΤ κ.λπ.), αποφασιστική αποκοπή του ομφάλιου λώρου με τη Χρυσή Αυγή κ.λπ.

στ. Στην ανταρσία των εργοδοτών και σε εκβιασμούς για κλείσιμο επιχειρήσεων, η απάντηση πρέπει να είναι ότι με νομοθετική ρύθμιση αυτές θα περάσουν στα χέρια των εργαζομένων. Στη φοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή, η ακόμη βαρύτερη φορολόγηση των κερδών και του συσσωρευμένου πλούτου κ.λπ.     

      
Η τακτική της «νόμιμης άμυνας» πρέπει να αξιοποιηθεί ευρέως, αλλά με πλήρη συνείδηση ότι είναι μόνο τακτική, που διευκολύνει την εφαρμογή του προγράμματος. 

5.    Να βάλουμε «νερό στο κρασί μας» επειδή χρειαζόμαστε τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ;

Το ενδεχόμενο να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα αλλά να μην έχει αυτοδυναμία, είναι σφόδρα πιθανό. Σφόδρα πιθανή είναι επίσης η άρνηση του ΚΚΕ να μην στηρίξει (με οποιοδήποτε τρόπο) μια κυβέρνηση Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό οδηγεί στη λογική συνέπεια ότι για να σχηματιστεί κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να υπάρξει συμμαχία με τη ΔΗΜΑΡ, αφού το να πάμε σε νέες εκλογές δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ωφελήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά - το αντίθετο μάλιστα. 

Η ΔΗΜΑΡ, ωστόσο, θέτει όρο την εγκατάλειψη της γραμμής των «μονομερών ενεργειών», στο όνομα της πάση θυσία παραμονής στο ευρώ. Επιπλέον, η ΔΗΜΑΡ θα είναι ένα καλό άλλοθι για τις τάσεις υπαναχώρησης από τη γραμμή της ρήξης μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ - και για την ακρίβεια σε συνεργαζόμενους εκ του ΠΑΣΟΚ και σε τμήματα της ηγεσίας του ΣΥΝ.

Το ζήτημα είναι κρίσιμο και θέλει ξεκαθάρισμα. Καταρχήν, δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε στο δίλημμα «συμβιβασμός με τη ΔΗΜΑΡ με αποδοχή των όρων της, αλλιώς νέες εκλογές». Η τακτική μας πρέπει να είναι να εγκλωβιστεί η ΔΗΜΑΡ στα αμείλικτα διλήμματα κι όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η δυνατότητα ψήφου ανοχής σε μια κυβέρνηση που θα ακυρώσει το μνημόνιο πρέπει να αξιοποιηθεί. Το κυριότερο, πρέπει να πιεστεί το ΚΚΕ για μια «ειδική σχέση» κριτικής στήριξης της κυβέρνησης για να υλοποιήσει κάποιες κοινά συμφωνημένες δεσμεύσεις (ακύρωση μνημονίου, εφαρμοστικών νόμων κ.λπ.). Υπάρχουν τρόποι να αποφύγουμε τον εγκλωβισμό σε μια γραμμή συμβιβασμού, αρκεί η ΔΗΜΑΡ να μη γίνει το «βολικό πρόσχημα»… Εξάλλου, ύστερα από την απομάκρυνση εκ του ταμείου» της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη ΔΗΜΑΡ να ρίξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα έχει εμπλακεί σε μια θανάσιμη πάλη με τις δυνάμεις του συστήματος – ο εγκλωβισμός μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο…  

6.    Κυβέρνηση, κόμμα, κίνημα: ποιος «κυβερνά»;

Αν είναι προφανές ότι στις 17 Ιουνίου δεν τελειώνει τίποτε και απλώς τότε αρχίζουν όλα, η σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση, το κόμμα (κατεξοχήν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς) και το κίνημα είναι υπαρξιακά κρίσιμη. Ποια σχέση θα οικοδομηθεί μεταξύ τους; Καταρχήν, πρέπει να απορριφθεί αποφασιστικά η «συνταγή» του Αντρέα Παπανδρέου ότι η κυβέρνηση κυβερνά και το κόμμα «στηρίζει και ελέγχει». Η αυτονόμηση του επικεφαλής και του υπουργικού συμβουλίου και η μετατροπή τους, με τη δευτερεύουσα συνδρομή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, σε υπερ-όργανα που αποφασίζουν και υλοποιούν το πρόγραμμα, δεν αντιστοιχούν στην παράδοση της Αριστεράς αλλά στην παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας και μάλιστα στη συντηρητική και φιλελεύθερη εκδοχή της. Το κόμμα κατέβηκε στις εκλογές, το κόμμα δεσμεύτηκε για ένα πρόγραμμα και ψηφίστηκε γι’ αυτό, το κόμμα κυβερνά! Η κυβέρνηση είναι εργαλείο για την υλοποίηση του προγράμματος του κόμματος. Άρα, τις ουσιαστικές αποφάσεις παίρνει το κεντρικό πολιτικό όργανο του κόμματος και όχι το υπουργικό συμβούλιο, που δουλειά του είναι να υλοποιεί αποτελεσματικά, με το κυβερνητικό έργο, τις αποφάσεις αυτές. Η αυτονόμηση της κυβέρνησης, με το επιχείρημα ότι η «ταύτιση κόμματος και κράτους» έδωσε τραγικά αποτελέσματα, είναι συνταγή για την απομάκρυνση από το πρόγραμμα και για την υποταγή σε λογικές διαχείρισης του συστήματος.

Ποιο κόμμα; Ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν. Αλλά και όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς που μπορούν μετεκλογικά να συμπήξουν πολιτικό μέτωπο με βάση τη φόρμουλα «στηρίζουμε την κυβέρνηση στο βαθμό που υλοποιεί το πρόγραμμά της, την υπερασπιζόμαστε απέναντι στις επιθέσεις του συστήματος, την πιέζουμε όταν υποχωρεί ή ολιγωρεί, την αντιπολιτευόμαστε όταν αλλάζει ρότα, την πολεμάμε όταν προδίδει ανοιχτά». 

Ωστόσο, το βασικό πολιτικό εργαλείο θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ - σε αυτόν στρέφεται και αυτός συγκροτεί πολιτικά το μαζικό λαϊκό ρεύμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχτεί ασφυκτικές πιέσεις από το σύστημα, θα γίνει «πεδίο ταξικής πάλης», θα γίνει -και πρέπει να γίνει- ιμάντας μεταβίβασης των κοινωνικών πιέσεων και αγώνων προς την κυβέρνηση για να παραμείνει εργαλείο του πολιτικού σχεδίου ρήξης με το μνημόνιο και την τρόικα. Για να μπορεί να αντέξει στις πιέσεις, να παίξει του ρόλο της πολιτικής ηγεσίας και να γίνει ιμάντας μεταβίβασης των κοινωνικών πιέσεων προς την κυβέρνηση, πρέπει να οργανωθεί άμεσα σε μαζικό ομοσπονδιακό - πολυτασικό κόμμα, με έμφαση στη βάση και στον προσανατολισμό στα κινήματα. Πρέπει να οικοδομήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ των μελών, των αντιπροσωπευτικών και αποφασιστικών σωμάτων, των εκλεγμένων οργάνων και της εκλογής του προέδρου από τα όργανα.

Η οικοδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να περιμένει. Είναι μάλιστα πολύ πιο απαραίτητη στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης της Αριστεράς!   

Αν «το κόμμα κυβερνά και η κυβέρνηση υλοποιεί», αντλεί αυτή τη δύναμη και αυτό το ρόλο από τη σχέση του με τον κόσμο, από την υλοποίηση ενός σχεδίου κοινωνικής και κινηματικής ανάτασης που έχει στόχο την πάλη για την κατάκτηση της πραγματικής εξουσίας. Ο κορμός αυτής της μάχης δεν μπορεί παρά να είναι τα κινήματα και οι κοινωνικές αντιστάσεις. Ώστε να αναδυθούν οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της μάχης για την εξουσία: η εργατική τάξη και η ριζοσπαστική νεολαία. Το σχέδιο της κυβέρνησης της Αριστεράς θα ναυαγήσει αν δεν κινητοποιηθούν αυτές οι κοινωνικές εφεδρείες και δεν παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

7.    Κυβέρνηση της Αριστεράς και σοσιαλισμός: έχουν κάποια σχέση;

Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή της. Το πρώτο δεκαήμερο (μέχρι την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής) και το πρώτο τρίμηνο θα είναι αποφασιστικά για το πού θα γείρει η πλάστιγγα των συσχετισμών. Ένας «ευρωπαϊκός τσαβισμός», με τη μακροχρόνια σταθεροποίηση μιας φιλολαϊκής ριζοσπαστικής κυβέρνησης της Αριστεράς σε μια «ισορροπία» με το σύστημα (φιλολαϊκή διαχείριση αλλά όχι και απαλλοτρίωση της αστικής τάξης), δεν εί ναι εφικτός. Στην Ελλάδα του 2012, της βαθιάς κρίσης ιστορικών διαστάσεων, των μνημονίων και της τρόικας, η γραμμή της ρήξης με τα μνημόνια είτε θα ολοκληρωθεί και θα «δικαιωθεί» σε κατεύθυνση κοινωνικού μετασχηματισμού, δηλαδή στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, είτε θα εγκλωβιστεί και θα πισωγυρίσει στο συμβιβασμό, που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε ακραίο ρεβανσισμό της αντίδρασης και σε αντεπανάσταση. 

Ο σοσιαλισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο ιδεολογικός συσχετισμός» για τον οποίο η Αριστερά δεν πάλεψε -και το πληρώνει με πολλούς τρόπους, κυρίως με τη δική της ανετοιμότητα- αλλά και η μοναδική «διέξοδος κινδύνου» για να ολοκληρωθεί η ρήξη με το μνημόνιο, την τρόικα και το σύστημα.

Δεν μιλάμε για το «μυθικό» σοσιαλισμό, αλλά για έναν γήινο σοσιαλισμό, αυτόν που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση: την κλιμάκωση της ρήξης με το σύστημα σε μάχη για τη συνολική εξουσία, την «επιθετική αυτοάμυνα» απέναντι στις επιθέσεις του, την εκδίωξη του κέρδους από όλο και μεγαλύτερη έκταση κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, την επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας μέχρι την πλήρη απαλλοτρίωση των καπιταλιστών.  

8.    Ποιο ρόλο παίζει η διεθνής διάσταση; Ποια απάντηση στο μέσα ή έξω από το ευρώ;

Σε ένα τέτοιο σχέδιο ρήξης, η διεθνής διάσταση είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Η ρήξη με την Ευρωζώνη, την τρόικα και τις αγορές τους δεν μπορεί να σταθεί μόνο στην Ελλάδα. Η ελληνική «ανταρσία» εύκολα θα απομονωθεί και θα κατασταλεί αν δεν επεκταθεί ταχύτατα, με τη μορφή πολιτικού και κινηματικού ντόμινο, σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι η πορεία της ρήξης: αρχίζει σε εθνικό επίπεδο αλλά ολοκληρώνεται νικηφόρα μόνο σε διεθνές.

Σε αυτή τη ζωτική ανάγκη λογοδοτεί η τακτική μας σχετικά με το «μέσα ή έξω από το ευρώ»: το σύνθημα «έξω από το ευρώ» δεν υπηρετεί σωστά, ή μάλλον προσφέρει κακές υπηρεσίες, στην άμεση διεθνοποίηση της ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας. Παραπέμπει σε μια τακτική εσωτερίκευσης και αυτοαπομόνωσης και -ακόμα χειρότερα- σε μια τακτική εξόδου από την κρίση με βασικό εργαλείο την ανταγωνιστικότητα που κατακτιέται με το εθνικό νόμισμα και τις υποτιμήσεις του. Είναι σωστό ότι το πρόγραμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να εφαρμοστεί εντός της Ευρωζώνης, αλλά είναι αυθαίρετοι συνειρμοί ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανατροπή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ότι η αποτελεσματικότερη τακτική ρήξης με την Ευρωζώνη υπηρετείται από το «έξω από το ευρώ». Η ίδια η ρήξη με την Ευρωζώνη και η πιθανή εξώθηση της Ελλάδας εκτός ευρώ πρέπει να χρεωθεί στη Μέρκελ και την Κομισιόν – αυτή η τακτική θα επιφέρει τα μεγαλύτερα πλήγματα στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης, ενώ αντίθετα η οικειοθελής αποχώρηση θα είναι ένα μεγάλο δώρο στη Μέρκελ.

9.    Από την κυβέρνηση της Αριστεράς, στην εργατική επαναστατική κυβέρνηση;

Αν σε κάτι έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι «δεν είμαστε έτοιμοι», είναι η σημερινή ανετοιμότητα των συγκροτημένων πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων. Αυτό δημιουργεί μια αντίφαση ανάμεσα στη δυναμική της ηγεμονικής πολιτικής κρίσης και της προεπαναστατικής περιόδου από τη μία και στην υστέρηση των συγκροτημένων πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων από την άλλη (της Αριστεράς και του οργανωμένου εργατικού κινήματος). Η υστέρηση αυτή οδήγησε πολλούς στο λάθος να υποτιμήσουν τις δυναμικές της περιόδου, εν αναμονή μιας γραμμικής πορείας αναβάθμισης της ετοιμότητας αυτών των υποκειμένων. Αυτός ο γραμμικός μαρξισμός ναυάγησε… στην κάλπη, που δημιουργεί τους όρους μιας ρήξης και μιας επιτάχυνσης την οποία λίγοι είχαν φανταστεί. Το ΚΚΕ εκφράζει με γκροτέσκο τρόπο  αυτόν το γραμμικό και ηττοπαθή μαρξισμό.
Από την άλλη, η ανετοιμότητα των συγκροτημένων πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων είναι γεγονός και έχει την εξής συνέπεια: ότι αντικειμενικά χρειαζόμαστε -και από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών της ταξικής πάλης είναι εφικτό- μια εργατική επαναστατική κυβέρνηση, αλλά αυτό που μπορούμε να έχουμε είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ; Αυτό σημαίνει ότι η ήττα είναι αναπότρεπτη; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα προδώσει»; Ότι «καλύτερα να μη μπλέξουμε με την κυβέρνηση»;

Ας σκεφτούμε το εξής: το ότι φτάσαμε ως εδώ δεν οφείλεται στην ετοιμότητα των πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων, αλλά στις αδήριτες αναγκαιότητες της ταξικής πάλης και στη βαθιά κρίση -και άρα αδυναμία- του συστήματος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι ο ίδιος παράγοντας δεν θα βαρύνει στις εξελίξεις και από δω και πέρα. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι οι εξελίξεις δεν θα είναι ανοιχτές τόσο στην ήττα όσο καις τη νίκη, ότι τελικά η τωρινή κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι ένας σπασμός, μια πρώιμη και ανώριμη μορφή της εργατικής επαναστατικής κυβέρνησης, στην οποία μπορεί να φτάσουμε σύντομα και τόσο αιφνιδιαστικά όσο φτάσαμε στην πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές.

Σε αυτές τις ιστορικά πρωτότυπες συνθήκες δεν μπορούμε να κάνουμε αντικαπιταλιστική πολιτική παρά μόνο μέσα από τη μεταβατική λογική, τη λογική μιας διαρκούς διαδικασίας ρήξης με το σύστημα.

Ωστόσο, το νικηφόρο σχέδιο προϋποθέτει ότι σε έναν αγώνα δρόμου με τον ιστορικό χρόνο, θα οικοδομήσουμε, το συντομότερο δυνατόν τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη φάση της «διαρκούς επανάστασης»: το μαζικό επαναστατικό κόμμα και ένα νέο εργατικό κίνημα της ταξικής συνειδητότητας.

Οι δυνάμεις που μπορούν να μοιραστούν ένα τέτοιο σχέδιο, πρέπει να συγκλίνουν, να συμμαχήσουν, να συγχωνευτούν το συντομότερο δυνατόν.

Προς το παρόν, όλα μπορούν να αρχίσουν από μια «κοινοβουλευτική» πράξη με ισχυρή γόμωση ρήξης με το σύστημα: μαζικά ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς!

 

Πηγή: έντυπο "Κοκκινο" (14/6/2012)

Αναδημοσίευση

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία