Ευρωπαϊκή υποκρισία και ρατσισμός
Χωρίς να έχουμε καμιά αμφιβολία για το καθεστώς Ερντογάν (βλ. δίπλα), η πρόσφατη αντιπαράθεση με τις κεντροευρωπαϊκές χώρες, και κύρια με την Ολλανδία, ανέδειξε για άλλη μια φορά το μέγεθος της ευρωπαϊκής υποκρισίας, τον βαθύτατα αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό χαρακτήρα των «ιερών» του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Πρώτη η Γερμανία της Μέρκελ απαγόρευσε στον ίδιο τον Ερντογάν να πάει εκεί και να πραγματοποιήσει συγκέντρωση. Αντίστοιχες απειλές εκτόξευσαν η Αυστρία και η Δανία. Όμως η ολλανδική κυβέρνηση έκανε δύο βήματα παραπέρα: Καταρχήν δεν επέτρεψε να προσγειωθεί το αεροσκάφος, που μετέφερε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου. Η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε τότε να στείλει ως ομιλήτρια στην προγραμματισμένη συγκέντρωση του Ρότερνταμ την υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων και Κοινωνικής Πολιτικής, Φατμά Καγιά, η οποία βρισκόταν στη Γερμανία και ξεκίνησε να πάει οδικώς στην Ολλανδία. Εκεί, λίγα μέτρα μακριά από το τουρκικό προξενείο, αντιμετώπισε τις ειδικές ομάδες της αστυνομίας, οι οποίες σταμάτησαν το αυτοκίνητό της, «ξεχνώντας» κάθε ίχνος όχι μόνο ευρωπαϊκού αλλά και διεθνούς διπλωματικού τακτ. Πιο σοκαριστική όμως από αυτές τις ενέργειες, υπήρξε η εξαιρετικά βίαιη καταστολή της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των Τούρκων οπαδών του Ερντογάν από την ολλανδική αστυνομία, η οποία επιστράτευσε και σκυλιά (για να προκαλέσει ακόμη περισσότερο το πλήθος αφού στον μουσουλμανικό κόσμο κάτι τέτοιο αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή).
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το χτύπημα συγκέντρωσης στη βάση της εθνικής καταγωγής είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τη Δυτική Ευρώπη. Ακόμη πιο σπάνιο –για την ακρίβεια πρωτοφανές, όπως τόνιζε και ο δημοσιογράφος του RTL, Φριτ Βέστερ– είναι η απαγόρευση προσγείωσης αεροπλάνου (ή της έλευσης αυτοκινήτου) με υπουργό συμμάχου, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, χώρας.
Είναι σαφές σε όλους ότι, ενόψει εκλογών, ο νεοφιλελεύθερος δεξιός πρωθυπουργός Ρούτε έπαιξε με ευρωπαϊκή κυνικότητα το χαρτί του αντιισλαμισμού για να τραβήξει ψηφοφόρους από τον ακροδεξιό Βίλντερς. Ο Ρούτε και το κόμμα του, χωρίς να χρησιμοποιήσουν αυτές ακριβώς τις εκφράσεις, ουσιαστικά είπαν στους ψηφοφόρους: Τα δημοκρατικά ιδανικά μας δεν είναι ταμπού, μπορούμε να τα ξεφορτωθούμε ανά πάσα στιγμή. Μπορούμε και εμείς οι νεοφιλελεύθεροι να σερβίρουμε μπόλικο ρατσισμό. Γι’ αυτό μην ψωνίσετε από τον αντι-Ευρωπαίο Βίλντερς, ελάτε να ψωνίσετε από εμάς!
Έτσι ο Βίλντερς δεν χρειάστηκε να κερδίσει τις εκλογές. Στην περίπτωση της Τουρκίας, η Ολλανδία έδρασε ακριβώς σαν να είχε αναλάβει αυτός την κυβέρνηση. Απλώς τη δουλειά την έκανε ο ακραίος δεξιός Ρούτε.
Σε κοινή τους ανακοίνωση το τουρκικό και το ολλανδικό τμήμα της 4ης Διεθνούς αναφέρουν μεταξύ άλλων μια άλλη πτυχή αυτής της υποκρισίας: «Η ολλανδική κυβέρνηση δεν έχει πρόβλημα να συμμαχεί με μια καταπιεστική, ρατσιστική κυβέρνηση, όπως αυτή του Νετανιάχου στο Ισραήλ. Αλλά στην περίπτωση της Τουρκίας παριστάνει ξαφνικά ότι ανησυχεί βαθιά για τη δημοκρατία. Αν πραγματικά η ολλανδική κυβέρνηση ανησυχούσε για τα δημοκρατικά δικαιώματα στην Τουρκία, μπορούσε να το δείξει υποστηρίζοντας την τουρκική δημοκρατική αντιπολίτευση και το δικαίωμα των Κούρδων στην αυτοδιάθεση. Αλλά, όπως βλέπουμε και με το προσφυγικό, οι κυρίαρχες δυνάμεις και στις δύο χώρες μπορούν να συνεργάζονται αρμονικά προκειμένου να καταπιέζουν τα δικαιώματα των προσφύγων και να ενισχύουν την Ευρώπη-φρούριο».
Επιχειρήματα
Τα ευρωπαϊκά επιχειρήματα για τις απαγορεύσεις των φιλο-ερντογανικών συγκεντρώσεων επικεντρώνονταν στο πόσο αντιδημοκρατικό είναι το καθεστώς Ερντογάν, στις μαζικές φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων κ.λπ. Ωστόσο η αντίδραση των κυβερνήσεων της ΕΕ (επειδή ακριβώς τα πραγματικά της κίνητρα δεν ήταν η υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Τουρκία) έδωσε την καλύτερη βοήθεια στον Ερντογάν και το κόμμα του. Του έδωσαν τη δυνατότητα να απευθυνθεί στους οπαδούς του, κουνώντας το δάκτυλο στους Ευρωπαίους και μιλώντας για ναζισμό. Ο αντιδημοκρατικός και ρατσιστικός τρόπος αντιμετώπισης των υπουργών του, αλλά και των Τούρκων μεταναστών (ενός από τα πιο καταπιεσμένα τμήματα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης) από τους Ευρωπαίους ηγέτες ουσιαστικά ελάφρυνε τη θέση του Ερντογάν απέναντι στον τουρκικό λαό, αφού μπορούσε πια να λέει πως και οι Ευρωπαίοι «τα ίδια κάνουν». «Από αυτή την άποψη», γράφει χαρακτηριστικά το αγγλικό περιοδικό «New Statesman», «η παρεμπόδιση της συγκέντρωσης στο Ρότερνταμ θα αποτελέσει πικρό ποτήρι για εκείνους τους Τούρκους που αντιπαθούν, ή ακόμη μισούν, τον Ερντογάν, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο κάθε εθνικιστής της Δυτικής Ευρώπης θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει».
Το τελικό επιχείρημα κατά των συγκεντρώσεων υπήρξε και το χειρότερο απ’ όλα: κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης, δηλ. το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Ερντογάν και οι προκάτοχοί του για να απαγορεύουν τις πολιτικές συγκεντρώσεις στην Τουρκία!
Καθρέφτης
Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατική Ευρώπη, που δήθεν αντιστέκεται στον αντιδημοκράτη Ερντογάν, μάλλον θα πρέπει να κοιτάξει στον καθρέφτη και να δει πού έχει κατρακυλήσει στην προσπάθεια να υπηρετήσει τη λιτότητα, εντός ή εκτός ευρώ:
Στην Ελλάδα, το Σύνταγμα έχει γίνει κουρελόχαρτο εδώ και χρόνια, ενώ έχει παραβιαστεί κατάφωρα και η θέληση του λαού στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Στη Γαλλία, με πρόσχημα την τρομοκρατία, έχει επιβληθεί εδώ και χρόνια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που απαγορεύει τις διαδηλώσεις, περιστέλλει άλλα δημοκρατικά δικαιώματα κ.λπ. Στην Ισπανία κυβερνά μια μειοψηφία της Βουλής και ακριβώς αυτή η κυβέρνηση μειοψηφίας παρέπεμψε σε δίκη τον νόμιμο κυβερνήτη της Καταλονίας, επειδή αυτός οργάνωσε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Στη Μ. Βρετανία κυβερνά μια μη εκλεγμένη πρωθυπουργός, με μη εκλεγμένη κυβέρνηση. Στην Ιταλία κυβερνά ένας δεύτερος κατά σειρά μη εκλεγμένος πρωθυπουργός, με μη εκλεγμένη κυβέρνηση. Στο Βέλγιο, όπου βρίσκεται η έδρα της ΕΕ, υπάρχει εκλεγμένη κυβέρνηση: κυβερνούν οι ακροδεξιοί εθνικιστές του N-VA!
Και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε καν στα «δημοκρατικά» επιτεύγματα των ανατολικών χωρών της ΕΕ, όπου ακόμη και η λέξη «κομουνισμός» είναι παράνομη (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία). Είναι τέτοια η αντιδημοκρατική κατρακύλα των χωρών της Ευρώπης, ώστε, μεταξύ των υπολοίπων, η Γερμανία της Μέρκελ και του Σόιμπλε να φαντάζει σαν όαση τυπικής αστικής δημοκρατίας!
Αυτή είναι εν ολίγοις η Ευρώπη που καταγγέλλει τον Ερντογάν για έλλειψη δημοκρατίας…
Οι στόχοι του Ερντογάν και οι αντίπαλοί του
Η ένταση μεταξύ ηγετών κρατών-μελών της ΕΕ και της τουρκικής κυβέρνησης, πέρα από μνημείο ρατσισμού και υποκρισίας εκ μέρους της ΕΕ (βλ. δίπλα), αποτελεί και θεμελιώδες τμήμα της προεκλογικής καμπάνιας του Ταγίπ Ερντογάν ενόψει του δημοψηφίσματος στις 16 Απρίλη.
Στην προτεινόμενη αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος υπάρχουν μια σειρά μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως κατατίθενται ως ενιαίο «πακέτο» και οδηγούν στη μετατροπή του τουρκικού πολιτεύματος σε ένα αυταρχικό προεδροκεντρικό καθεστώς, που θα συγκεντρώνει μεγάλες εξουσίες στα χέρια του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Δεν πρόκειται (κυρίως) για μια «υπέρμετρη προσωπική φιλοδοξία» του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά για την κορύφωση των προσπαθειών του τμήματος της τουρκικής αστικής τάξης που εκφράζεται από το ΑΚΡ να εδραιώσει την ηγεμονία του στο τουρκικό κράτος και στο πολιτικό πεδίο.
Αυτή η προσπάθεια είναι σε εξέλιξη εδώ και χρόνια, κλιμακώθηκε τα τελευταία χρόνια καθώς το τουρκικό κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με πολλαπλές κρίσεις (οικονομική κρίση, ενδο-κρατικός «εμφύλιος», αναζωπύρωση της αντίστασης από τα κάτω, αναζωπύρωση κουρδικού ζητήματος) και έφτασε σε σημείο παροξυσμού μετά την εκδήλωση της απόπειρας πραξικοπήματος, με το ΑΚΡ να λειτουργεί πλέον ως «πολιορκημένο φρούριο».
Καθώς η εποχή του άτυπου «κοινωνικού συμβολαίου» (εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη, εκτεταμένα δίκτυα «φιλανθρωπίας», μέτρα εκδημοκρατισμού, υπόσχεση ειρηνικής-πολιτικής λύσης του κουρδικού) που δημιούργησε τους όρους της εκλογικής ηγεμονίας του ΑΚΡ στο παρελθόν, έφτασε στο τέλος της, η ηγεσία Ερντογάν στράφηκε σε μια πολιτική πυγμής, που συνοδευόταν από τη διαρκή επίκληση σε (υπαρκτές κι ανύπαρκτες) απειλές και συνωμοσίες από «εχθρούς της Τουρκίας», οι οποίες για να αντιμετωπιστούν χρειάζονται συσπείρωση γύρω από έναν «ισχυρό ηγέτη» κι ενίσχυση των εξουσιών του.
Στην αφήγηση του καθεστώτος, όλα -το Ισλαμικό Κράτος, οι Κούρδοι, οι γκιουλενικοί, το βαθύ κεμαλικό κράτος, οι αριστεροί, οι αλεβίτες- διαπλέκονται σε μια ατέρμονη συνωμοσιολογία που στοχεύει να συσπειρώσει τη βάση του ΑΚΡ ενάντια σε κάθε πολιτικό αντίπαλο. Αλλά η πραγματική φύση κάποιων από αυτές τις απειλές και κάποιων από αυτές τις συνωμοσίες (δίκτυο Γκιουλέν) λειτούργησαν ως «δώρο» στον Ερντογάν, ο οποίος το αξιοποίησε. Η τελευταία εκλογική του επιτυχία (που αντέστρεψε μέσα σε λίγους μήνες το προηγούμενο αρνητικό του εκλογικό ρεκόρ) έγινε εφικτή με την κλιμάκωση του πολέμου στις κουρδικές περιοχές. Οι εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό βρίσκουν τη «νομιμοποίησή» τους λόγω της έκτασης των ραδιουργιών του Γκιουλέν και -προφανώς- μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Η εκδήλωση του πραξικοπήματος, ο φιλοδυτικός του χαρακτήρας και η επακόλουθη ένταση στις σχέσεις με τη Δύση, προσέθεσε στην προπαγάνδα του καθεστώτος Ερντογάν μια ακόμα διάσταση: αυτήν της «ανεξάρτητης» και «δυναμικής» Τουρκίας που δέχεται ασφυκτικές πιέσεις και απειλές από τις «ιμπεριαλιστικές», «ρατσιστικές», «ισλαμοφοβικές» κυβερνήσεις της Δύσης.
Σε αυτά ποντάρει ο Τούρκος ηγέτης για να μπορέσει να πετύχει μια μεγάλη πολιτική νίκη στις 16 Απρίλη. Με όλους τους παράγοντες κρίσης και αστάθειας που περιγράψαμε παραπάνω να παραμένουν «ανοιχτοί», αυτή η μάχη έχει εξελιχτεί σε «μητέρα των μαχών», σε «μάχη ζωής ή θανάτου» για την ηγεσία του ΑΚΡ.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως στη συγκεκριμένη μάχη, αυτή η τακτική του ΑΚΡ δεν δείχνει μέχρι τώρα να αποδίδει. Δημοσκοπικά το «Ναι» με το «Όχι» δίνουν μάχη στήθος με στήθος, με ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος να δηλώνει αναποφάσιστο. Και αυτό παρά τις συνθήκες ηγεμονίας Ερντογάν, που είχαν διαμορφωθεί τους μήνες μετά το πραξικόπημα, παρά την κυριαρχία της προπαγάνδας του «Ναι» μετά το κύμα εκκαθαρίσεων σε πανεπιστήμια, ΜΜΕ κ.λπ., παρά τις σκληρές επιθέσεις που δέχονται οι προπαγανδιστές του «Όχι».
Για να περάσει κοινοβουλευτικά η πρόταση της αναθεώρησης, το κόμμα του Ερντογάν προχώρησε σε έναν «γάμο συμφέροντος» με την εθνικιστική ακροδεξιά, με «συγκολλητική ουσία» τον πόλεμο ενάντια στους Κούρδους. Όμως αυτός ο «γάμος» δεν δείχνει να πείθει απόλυτα την κοινωνική βάση της ακροδεξιάς και δημοσκοπικά βγάζει μια σημαντική πλειοψηφία υπέρ του «Όχι». Η προσπάθεια του Ερντογάν να προσεταιριστεί αυτό το κοινό, μόνο αρνητικά νέα μπορεί να σημαίνει για τη ζοφερή κατάσταση στις κουρδικές περιοχές.
Αλλά και ένα σημαντικό τμήμα της βάσης του ΑΚΡ δεν δείχνει να πείθεται ότι η απάντηση στην κρίση είναι να γίνει ο Ερντογάν παντοδύναμος. Αυτό το ζήτημα έχουν αναδείξει και Τούρκοι σύντροφοι που δίνουν τη μάχη του «Όχι» (την ανάγκη να «σπάσουν» τμήματα της βάσης του ΑΚΡ από την επιρροή του Ερντογάν), για να μπορέσει να είναι νικηφόρα. Αυτό το ζήτημα ήταν πάντοτε -και παραμένει- κεντρικό στην προσπάθεια να οικοδομηθεί αριστερή, ταξική αντιπολίτευση στην Τουρκία.
Γι’ αυτό και έχουν όλη μας την αλληλεγγύη οι σύντροφοι της τουρκικής Αριστεράς που δίνουν μια υπερ-ηρωική μάχη υπέρ του «Όχι» (στην περίπτωση του HDP, του μαζικότερου φορέα της τουρκικής Αριστεράς σε συνθήκες σκληρών διώξεων). Γιατί είμαστε με το δικό τους «όχι», ταξικό και δημοκρατικό, που δεν θα εγκλωβίζεται στο δίπολο-παγίδα «κοσμικός κεμαλισμός εναντίον πολιτικού Ισλάμ».
Η στάση της Αριστεράς
Τα ελληνικά ΜΜΕ έσπευσαν εξαρχής να πάρουν ανοιχτά θέση στη διαμάχη ΕΕ-Τουρκίας, καταγγέλλοντας τις «προκλήσεις» κι «επιθέσεις» του Ερντογάν απέναντι στην Ευρώπη και βγάζοντας «λάδι» την ΕΕ και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Είναι μια εξαιρετική βολική κόντρα για την κυρίαρχη ιδεολογία στην Ελλάδα: Επιτρέπει στον αντιτουρκικό εθνικισμό να συναντηθεί με τη ρατσιστική και ισλαμοφοβική πτυχή του «ευρωπαϊσμού» και του «ανήκομεν εις την Δύσην».
Είναι επίσης απολύτως αναμενόμενο από τον αστικό κόσμο να σπεύσει να πάρει ανοιχτά θέση στη διαμάχη: η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται με βάση ακριβώς ένα σχεδιασμό που υπολογίζει πως μπορεί διεκδικήσει περισσότερα στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, υπολογίζοντας στις «πλάτες» της Δύσης σε μια συγκυρία που η Τουρκία «μπαίνει στη γωνία» - και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ.
Από τη σκοπιά της Αριστεράς, ωστόσο η ιεράρχηση θα πρέπει να είναι τελείως διαφορετική. Τις μέρες της έντασης, ήταν εξαιρετικά καλοδεχούμενα νέα οι κοινές ανακοινώσεις που έβγαλαν το ΚΚ Τουρκίας με το Νέο ΚΚ Ολλανδίας, και τα τμήματα της 4ης Διεθνούς σε Τουρκία και Ολλανδία, επιχειρώντας να διαμορφώσουν κοινές απαντήσεις και να επικοινωνήσουν θέσεις αντιρατσισμού, διεθνισμού και δημοκρατίας και στις δυο πλευρές.
Αυτή η προσέγγιση, είναι ένας «οδηγός» που οφείλουμε να πάρουμε σοβαρά υπόψη στη χάραξη «γραμμής» και πολιτικής. Είναι μια προσέγγιση που έχει ως προϋπόθεση την προθυμία και το θάρρος η κάθε πλευρά να ξεκινά από την επίθεση στη «δική της» κυρίαρχη τάξη. Στα καθ’ ημάς, εν προκειμένω αυτό αφορά και την ΕΕ, αλλά και τον ελληνικό εθνικισμό.
Πόσο μάλλον όταν είναι παραπάνω από εμφανές ότι στις «προκλήσεις» και τις «επιθέσεις» πρωτοστατούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, για λόγους που δεν έχουν καμιά σχέση με την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Τουρκία. Αυτό το κατάλαβε και η κεμαλική αντιπολίτευση, που εν μέσω σκληρής διαπάλης με τον Ερντογάν, του έδωσε «πολιτική κάλυψη» στα αντίμετρα κατά της Ολλανδίας μετά τις απίθανες προσβολές της ολλανδικής κυβέρνησης. Το κατάλαβαν και σύντροφοι του HDP, που διαφώνησαν με τις απαγορεύσεις σε Γερμανία-Ολλανδία, επισημαίνοντας και ότι δεν γίνονται από μια κάποια «αλληλεγγύη» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς τους καταπιεσμένους στην Τουρκία και ότι καταλήγουν να συσπειρώνουν τους Τούρκους (ιδιαίτερα της διασποράς) στο πλευρό της κυβέρνησης.
Στην από δω πλευρά του Αιγαίου, πρέπει να είναι επίσης καθαρά τα παραπάνω. Ότι εκτός από την απειλή του αυταρχισμού στην Τουρκία, υπάρχει «έξωθεν» επιθετικότητα, ο ρατσισμός, η ισλαμοφοβία, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις ανησυχίες του δικού μας κόσμου. Ότι η ύπαρξη των παραπάνω, διαιωνίζει το διχασμό με τα αδέλφια μας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ότι έχουμε να ξεκινήσουμε καταγγέλλοντας όλα τα παραπάνω εδώ για να μπορέσουν να «ακουστούν» οι θέσεις μας και απέναντι.
Για να είναι διακριτή η εναντίωσή μας στον Ερντογάν «από τα αριστερά» κι όχι σε ταύτιση με την αστική επιθετικότητα. Για να μας ακούσουν οι Τούρκοι εργάτες ως φωνή συντρόφων στην κοινή πάλη ενάντια στις αστικές τάξεις και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, κι όχι ως «ηχώ» του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού ή του ελληνικού εθνικισμού.