Είναι τραγική η εμπειρία στο κομουνιστικό κίνημα που λέει ότι το «μισό βήμα μπροστά», το ημιτελές ξεκαθάρισμα μιας στρατηγικής, η αποφυγή της σύνδεσης του στρατηγικού προσανατολισμού με τα ζητήματα της συγκεκριμένης καθημερινής τακτικής, αποτελούν τη συνταγή για μεγάλες πολιτικές ήττες.
Το ΚΚΕ, βαδίζοντας προς το 20ό Συνέδριό του μέσα σε μια περίοδο ιστορικής σημασίας (παράταση της κρίσης του καπιταλισμού, εμφάνιση μαζικών ρευμάτων εθνικιστικής-ρατσιστικής ακροδεξιάς, όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών-πολεμικών ανταγωνισμών στην περιοχή κ.ο.κ.), δίνει την εικόνα ενός ημιτελούς βήματος μπροστά στα ζητήματα στρατηγικής και θεωρητικού προσανατολισμού, ενώ στα ζητήματα της συγκεκριμένης πολιτικής καλεί σε μια –με βήμα σημειωτόν επιτόπου– παράταση της παθητικής τακτικής του των τελευταίων χρόνων.
Περίοδος ανατροπών
Το ΚΚΕ, σωστά, εντοπίζει ότι στο διεθνές και εσωτερικό περιβάλλον συσσωρεύονται «οι προϋποθέσεις για απότομες ανατροπές στο συσχετισμό των δυνάμεων». Είναι μια ισχυρή και σωστή εκτίμηση, που όμως έχει ως συνέπεια ότι οι κομουνιστές δεν έχουν την πολυτέλεια να σκέφτονται για τις προοπτικές τους με όρους «μακράς νομίμου υπάρξεως», με την αυταπάτη ότι θα έχουμε μπροστά μια παρατεταμένη και σχετικά ομαλή περίοδο, όπου μπορούμε να θέσουμε ως προτεραιότητα την «ωρίμανση» των κομματικών δυνάμεών μας… και μετά βλέπουμε.
Το ΚΚΕ, επίσης σωστά, θέτει ως στρατηγικό στόχο του σε μια τέτοια περίοδο τη διεκδίκηση επαναστατικών ανατροπών προς την εργατική-λαϊκή εξουσία και τον σοσιαλισμό. Αξιοποιώντας μάλιστα τη μαζική εμπειρία από την ταχύτατη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στο «μέτωπο» των δανειστών και της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, υπογραμμίζει ότι οι ανατροπές θα πρέπει να διεκδικηθούν χωρίς τη «διαμεσολάβηση των κοινοβουλευτικών αυταπατών» και, ακόμα περισσότερο, χωρίς τις ενδιάμεσες στρατηγικές των «σταδίων» που καθόρισαν την πολιτική του κόμματος στις μεγάλες δεκαετίες μετά την υιοθέτησή τους το 1934 και τις οποίες η σημερινή ηγεσία ταυτίζει με τον ρεφορμισμό.
Όμως σε τι συγκεκριμένη πολιτική οδηγεί αυτός ο καλοδεχούμενος στρατηγικός-θεωρητικός επαναπροσδιορισμός; Πώς μεταφράζεται στο κρίσιμο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών; Πώς απαντά στο ζήτημα της αναγκαίας συγκέντρωσης δύναμης, ώστε αυτοί οι μεγάλοι στόχοι να παρουσιαστούν στα μάτια των μαζών ως επιτεύξιμοι και, κατά συνέπεια, ως αξιόπιστοι;
100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση γνωρίζουμε ότι οι επαναστατικές ανατροπές είναι επιτεύξιμες και ρεαλιστικές, όταν οι εργατικές μάζες φτάσουν οι ίδιες, μέσα από την πολιτική εμπειρία τους, στην απόφαση να συγκρουστούν και να σπάσουν τον «τοίχο» του καπιταλισμού. Το κρίσιμο ερώτημα για όσους σωστά επιμένουν αδιάλλακτα στην προοπτική της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης είναι το τι κάνουμε σε συνθήκες που δεν είναι (ή δεν είναι ακόμα) άμεσα επαναστατικές, για να συμβάλουμε στην αλλαγή των διαθέσεων των μαζών προς τον επαναστατικό δρόμο.
Στο ερώτημα αυτό η 3η Διεθνής, στην εποχή του Λένιν, έχει δώσει το κέντρο μιας απάντησης στο 3ο και στο 4ο Συνέδριό της: Ενιαίο Μέτωπο, Μεταβατικό Πρόγραμμα και μεταβατική πολιτική. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το πολυσέλιδο κείμενο των «Θέσεων της ΚΕ» προς το 20ό συνέδριο του ΚΚΕ δεν έχει στο παραμικρό να συμβάλει πάνω σε αυτό το καθοριστικό ζήτημα, πάνω δηλαδή στα ερωτήματα που θα κρίνουν την παρέμβαση των κομουνιστών σε μια τέτοια καυτή, αλλά και ευμετάβλητη πολιτικοκοινωνική συγκυρία.
Στην εποχή του 3ου και του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, υπήρξε εσωτερική αντιπολίτευση απέναντι στις θέσεις του Λένιν και των μπολσεβίκων για το Ενιαίο Μέτωπο και το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Ήταν η αριστερίστικη τάση –κυρίως της νέας ηγεσίας του γερμανικού ΚΚ– της «θεωρίας της επίθεσης». Που είχε πάντως την εντιμότητα να δοκιμάζει στην πράξη την άποψή της, καλώντας «από τα πάνω» και απροετοίμαστα σε εξεγερτικές γενικές απεργίες, που κατέληγαν σε απομονωτικές ήττες.
«Τριτοπεριοδισμός»
Το ΚΚΕ –προφανώς– δεν κινείται με τέτοια λογική. Αντίθετα, στην απεργιακή δράση κατά του ασφαλιστικού του Κατρούγκαλου επέδειξε μια κατά πολύ μεγαλύτερη «σωφροσύνη» και αυτοσυγκράτηση απ’ ό,τι απαιτούσαν οι συνθήκες. Όμως, στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος υπάρχει μια άλλη «στιγμή», όπου συνδυάστηκε ένας ακατάσχετος αντικαπιταλιστικός βερμπαλισμός με μια επί της ουσίας προκλητική πολιτική παθητικότητα. Είναι η περίοδος του 1927-1929, όταν η ηγεσία των Ζινόβιεφ-Στάλιν στην Κομιντέρν δήλωνε ότι ο καπιταλισμός έχει εισέλθει στην «3η και τελευταία περίοδό του», όπου κάθε πολιτική δράση πέραν της απαίτησης της σοσιαλιστικής ανατροπής θα ήταν απαράδεκτη και όπου απορριπτόταν κάθε συμμαχία με άλλα εργατικά τμήματα, τα οποία συλλήβδην χαρακτηρίζονταν ως «σοσιαλφασίστες».
Τραγική συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν ο αφοπλισμός του ΚΚ στη Γερμανία, που θεώρησε ότι «μετά τον Χίτλερ έρχεται η σειρά μας», απέρριψε την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου απέναντι στην άνοδο των ναζί και έφτασε σε μια ταπεινωτική ήττα, από την οποία δεν ανέκαμψε ποτέ.
Έχουμε την εντύπωση ότι –τηρουμένων πολλών ιστορικών αναλογιών– η πραγματική πολιτική του ΚΚΕ εμπνέεται κυρίως από την «τριτοπεριοδική» ανάλυση και στρατηγική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η «τρίτη περίοδος» υπήρξε ένα σύντομο διάλλειμα στην πολιτική της σταλινικής Κομιντέρν, το οποίο ακολούθησε μια βίαιη στροφή δεξιά, η στροφή στα Λαϊκά Μέτωπα, τις αστικοδημοκρατικές συμμαχίες και τελικά στην εμπέδωση της στρατηγικής των σταδίων, σε όλα δηλαδή τα στοιχεία τα οποία η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δηλώνει ότι αναγνωρίζει ως συμπτώματα του ρεφορμισμού.
Αυτή η αίσθηση επιβεβαιώνεται από τις στροφές του ΚΚΕ σε κάποια «ευαίσθητα» θέματα, όπως η ιστορία του κόμματος και οι θέσεις του για τον κίνδυνο πολέμου.
Η Ελένη Μπέλου, σε άρθρο της στον «Ριζοσπάστη» και στην ιστοσελίδα του ΚΚΕ, υπογράμμισε: «το κομουνιστικό κίνημα δεν συγκρούστηκε σε έκταση και βάθος με τον μετουσιωμένο σε σοσιαλδημοκρατία οπορτουνισμό για να αντιμετωπίσει με επαναστατική ετοιμότητα και ωριμότητα τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1930, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την έξοδο από αυτούς, διεκδικώντας την επαναστατική εξουσία. Αντίθετα, πολλά κομουνιστικά κόμματα υποτάχθηκαν χωρίς επαναστατική στρατηγική και ευελιξία τακτικής στα αντιφασιστικά μέτωπα, στήριξαν μέσω λαϊκών μετώπων και συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας την καπιταλιστική μεταπολεμική ανασυγκρότηση».
Είναι μια θέση που εν πολλοίς αποκαθιστά την τροτσκιστική κριτική στην πολιτική των ΚΚ στα 1930-1940-1950…, λέγοντας πράγματα για τα οποία πολλοί αγωνιστές/στριες διαγράφτηκαν, συκοφαντήθηκαν και απομονώθηκαν πολιτικά. Την ίδια στιγμή, όμως, το ΚΚΕ έχει… αποκαταστήσει κομματικά τον Ν. Ζαχαριάδη, δηλαδή τον Γενικό Γραμματέα που έχει την κύρια ευθύνη για την επιβολή στο ΚΚΕ της γραμμής των αντιφασιστικών μετώπων, των λαϊκών μετώπων, της συμμετοχής ή ανοχής σε αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας (σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα) και του διαχωρισμού του ζητήματος του πολέμου από το ζήτημα της διεκδίκησης της εξουσίας. Παρεμπιπτόντως, ο Άρης Βελουχιώτης, που αντιστάθηκε έμπρακτα σε αυτή τη γραμμή στην πιο κρίσιμη στιγμή, έχει μεν αποκατασταθεί πολιτικά, αλλά όχι ακόμα… κομματικά. Αυτές οι αμφισημίες στο έδαφος της ιστορίας, σε συνδυασμό κυρίως με την πραγματική-καθημερινή πολιτική του ΚΚΕ, ενισχύουν την εκτίμηση περί της αστάθειας, της αβεβαιότητας (και της προσωρινότητας;) στη γενική ιδεολογική στροφή του.
Πόλεμος
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, σωστά, εντοπίζει ότι η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων εγκυμονεί τον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής (θέση 12). Επίσης σωστά εντοπίζει ότι ένας τέτοιος πόλεμος «έτσι κι αλλιώς, όπως και να εκδηλωθεί, σήμερα θα είναι ιμπεριαλιστικός» (θέση 44). Από αυτές τις εκτιμήσεις προκύπτουν τα καθήκοντα: «σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο… το Κόμμα πρέπει… να ηγηθεί στην οργάνωση της εργατικής-λαϊκής πάλης για να βγει η Ελλάδα από τον πόλεμο. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο να ηττηθεί ο όποιος πιθανός ιμπεριαλιστής εισβολέας… αλλά να ηττηθεί ολοκληρωτικά και η ίδια η εγχώρια αστική τάξη…». Η ΚΕ δηλώνει ότι «απαιτείται οπωσδήποτε ιδιαίτερη δουλειά σε μη επαναστατικές συνθήκες για την επιτυχή δημιουργία των προϋποθέσεων ήττας της εγχώριας και ξένης αστικής τάξης». Εδώ προκύπτει ξανά το ερώτημα: Αυτές οι θέσεις πώς μεταφράζονται στην πραγματική πολιτική του ΚΚΕ, στην προπαγάνδα του, στην αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη», στις δηλώσεις βουλευτών και ηγετικών στελεχών του;
Πώς συνδυάζονται με τις θέσεις του ΚΚΕ για το Κυπριακό, που προκάλεσαν ενθουσιασμό στην εθνικιστική «φιλο-ενωτική» ακροδεξιά και παγωμάρα στην Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΕΛ; Πώς συνδυάζονται με τις δεκάδες καταγγελίες της Τουρκίας για «αμφισβήτηση της Λωζάνης» στο Αιγαίο και την ταυτόχρονη σιωπή για τις στην πράξη αναθεωρήσεις της Λωζάνης από την «εγχώρια αστική τάξη»; Πώς συνδυάζονται με τη σιωπή στα ζητήματα των εξοπλισμών; Πώς συνδυάζονται με τις δηλώσεις Κουτσούμπα, που διέγνωσε επιθετικότητα εκ μέρους της… Αλβανίας και της… ΠΓΔΜ στα Βαλκάνια; Ποια πραγματική γραμμή «προετοιμάζουν» («σε συνθήκες μη επαναστατικές»…) αυτές οι θέσεις για το τραγικό ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής σύγκρουσης; Είναι καθαρό ότι το ΚΚΕ τουλάχιστον απέχει από τα καθήκοντα της αναγκαίας αντιπαράθεσης με τον εθνικισμό και της ρήξης με την καλλιεργούμενη «εθνική ομοψυχία» στα θέματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Τα ζητήματα του πολέμου, τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα, μπορούν να τεθούν με πραγματικούς όρους μόνο σε άμεσο συνδυασμό με τα καθήκοντα της ανατροπής της λιτότητας, της ανατροπής του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού, με μέτωπο των εργατικών-αριστερών δυνάμεων, που θα αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις εδώ και τώρα. Και η συμμετοχή του ΚΚΕ στις πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός τέτοιου «στρατοπέδου» θα ήταν μια από τις πιο χαρμόσυνες ειδήσεις που θα μπορούσαμε να περιμένουμε.