Εκουαδόρ: Στοπ στη δεξιά αντεπίθεση - Τα αδιέξοδα του «κορεΐσμο» παραμένουν
Ο ι εκλογές στο Εκουαδόρ είχαν εξαιρετική σημασία, με επίδικο αν θα διασωθεί ένα από τα «οχυρά» του «ροζ τόξου» ή θα συνεχίσει η τάση «ξηλώματος του πουλόβερ» και δεξιάς αντεπίθεσης.
Η διακυβέρνηση Κορέα περιλάμβανε μέτρα που βελτίωσαν την ζωή των «από κάτω», αλλά -ιδιαίτερα στη δεύτερη θητεία του- περιλάμβανε και συγκρούσεις της κυβέρνησης και με τα κοινωνικά κινήματα που την είχαν υποστηρίξει (κυρίως το ιθαγενικό και το οικολογικό). Ήταν επίσης μια εποχή κοινωνικής σταθεροποίησης της χώρας, που είχε κλονιστεί από διαδοχικές εξεγέρσεις. Με αυτήν την τελευταία έννοια, ο Κορέα αποδείχτηκε «χρήσιμος» για τον καπιταλισμό σε μια προηγούμενη φάση, αλλά γινόταν «βάρος» στη νέα συγκυρία, όπου το μοντέλο «κοινωνικών συμβολαίων» καταρρέει μέσα στην κρίση και η Δεξιά σηκώνει κεφάλι, με «εντολή» από τις αστικές τάξεις να εξαπολύσει μια άγρια νεοφιλελεύθερη ρεβάνς χωρίς «κρατήματα» και «αντιφάσεις».
Ένα κεντρικό άρθρο του «Economist» που έλεγε στον απερχόμενο πρόεδρο «ευχαριστούμε, αλλά αντίο» το περιέγραφε εξαιρετικά «λεπτά»:
«Ο κ. Κορέα έχει μπροστά του μια επιλογή... θα μπορούσε να επιμείνει στην προσπάθειά του να διατηρήσει μόνιμα την εξουσία, με το ρίσκο να τον διώξει το πεζοδρόμιο, όπως τους προκατόχους του. Ή θα μπορούσε να καταπιεί την υπερηφάνεια του, να σταθεροποιήσει την οικονομία και να μην προσπαθήσει να επανεκλεγεί. Σε αυτή την περίπτωση θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο πετυχημένους προέδρους του Ισημερινού».
Στην κοινωνική βάση του «κορεΐσμο», οι διαθέσεις ήταν αντίθετες. Υποστηρικτές του απερχόμενου προέδρου οργάνωσαν την καμπάνια «Για πάντα μαζί σου Ραφαέλ», συγκεντρώνοντας υπογραφές για δημοψήφισμα που θα επέτρεπε να διεκδικήσει ο Κορέα και τρίτη θητεία. Ενώ απαιτείται το 8% του εκλογικού σώματος για να γίνει το δημοψήφισμα (930.000 υπογραφές) συγκεντρώθηκαν 1,2 εκατομμύριο υπογραφές.
Αποτελέσματα
Λέει αρκετά το γεγονός ότι ο Κορέα προτίμησε να ακολουθήσει τη συμβουλή του «Economist» και όχι των οπαδών του, ανακοινώνοντας ότι δεν θα είναι υποψήφιος. Να εκφράσει το μπλοκ του «κορεΐσμο» ανέλαβε ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρός του, Λένιν Μορένο.
Απέναντί του, η Δεξιά έδειξε τις διαθέσεις της: συγκέντρωσε τις δυνάμεις της γύρω από τον Γκιγιέρμο Λάσο, έναν πλούσιο, πρώην τραπεζίτη, διαβόητο μεγαλοφοροφυγά που διεξήγαγε μια προεκλογική εκστρατεία ενάντια στον «κομουνιστικό ολοκληρωτισμό» και υποσχόταν αμέσως μετά την εκλογή του να παραδώσει τον Ασάνζ στις ΗΠΑ.
Με το 96% των ψήφων καταμετρημένο, οι Αρχές δεν έχουν ανακηρύξει επίσημα νικητή τον Μορένο, αλλά δηλώνουν πως η διαφορά που έχει αποκτήσει (51,1% έναντι 48,9%) «δεν αντιστρέφεται ως τάση».
Οι πανηγυρισμοί στο Κίτο, τα συγχαρητήρια από τους Μαδούρο και Μοράλες, είναι απολύτως δικαιολογημένα. Μπήκε ένα «φρένο» στη δεξιά επέλαση στην ήπειρο, το Εκουαδόρ «άντεξε» σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Αλλά το κλίμα δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την αίσθηση θριάμβου που υπήρχε στο πρόσφατο παρελθόν της σαρωτικής ανόδου του «ροζ κύματος», αλλά περισσότερο από έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Αυτό αφορά και την ευρύτερη εικόνα στην περιοχή, αλλά και τον ίδιο τον χαρακτήρα της εκλογικής μάχης, που κρίθηκε οριακά.
Το Εκουαδόρ δεν αποτέλεσε εξαίρεση στην τάση των «ροζ» κυβερνήσεων να «ξεμένουν από καύσιμα» μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που έφερε μπροστά σε αδιέξοδα τη στρατηγική τους και τους κόστισε σε λαϊκή στήριξη.
Το 2013, ο Ραφαέλ Κορέα εξελέγη θριαμβευτικά, συγκεντρώνοντας 57,2% των ψήφων από τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τον Λάσο καταϊδρωμένο στο 22,7%.
Φέτος, ο Μορένο συγκέντρωσε 39% στον πρώτο γύρο με τον Λάσο να συγκεντρώνει 28% και την αναμέτρηση να οδηγείται σε δεύτερο γύρο (για να εκλεγεί κανείς από τον πρώτο χρειάζεται πάνω από 40% της ψήφου και τουλάχιστον 10 μονάδες διαφορά από τον δεύτερο). Αλλά ούτε και στον δεύτερο γύρο κατόρθωσε να φτάσει στο πανηγυρικό σκορ που είχε πετύχει ο προκάτοχός του από την πρώτη ακόμα αναμέτρηση του 2013, κόβοντας οριακά το νήμα σε μια αναμέτρηση θρίλερ.
Αυτή η κάμψη των ποσοστών και η οριακή νίκη, αποτελούν ένα λόγο που μετριάζει την ευφορία. Το Εκουαδόρ «άντεξε» τη μάχη, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το γενικότερο κλίμα «πολιορκίας» ή/και «μάχης οπισθοφυλακών», στο οποίο βρίσκονται οι αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις στην περιοχή.
Προοπτική
Πέρα από το γενικότερο πολιτικό κλίμα, υπάρχει και η επιθετική διάθεση της Δεξιάς, που -αναμενόμενα- άρχισε να σπεκουλάρει πάνω στη μικρή διαφορά για να καταγγείλει «νοθεία». Από το βράδυ των εκλογών υπήρξαν συγκεντρώσεις οπαδών του Λάσο σε εκλογικά τμήματα, ενώ και ο ίδιος έκανε δηλώσεις περί «αγώνα για δημοκρατία, για να μη γίνουμε Βενεζουέλα». Το αν θα περιοριστούν σε δημιουργία εντυπώσεων ή σε αίτημα για επανακαταμέτρηση, ή αν θα εξαπολύσουν έναν «δεξιό ανένδοτο» στους δρόμους, που θα κλιμακώνει τη σύγκρουση, μένει να φανεί.
Πάντως η συνέχεια σίγουρα δεν θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Ο Μορένο έχει να αντιμετωπίσει τη Δεξιά, αλλά και να διαχειριστεί την οικονομική κατάσταση, που δεν επιτρέπει πλέον τα «κοινωνικά συμβόλαια» που χαρακτήρισαν τη «χρυσή δεκαετία» του ροζ κύματος. Το στοίχημα να οικοδομηθεί μια αριστερή, αντικαπιταλιστική εναλλακτική που να πηγαίνει πέρα από τα όρια αυτού του στρατηγικού μοντέλου δεν επιτεύχθηκε μέχρι τώρα.
Αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδηθεί στους αγώνες και στους δρόμους το επόμενο διάστημα, ενάντια στη Δεξιά, αλλά και κόντρα σε πιθανές επιθέσεις του Μορένο ενάντια στην κοινωνική του βάση. Ο «κορεΐσμο» (χωρίς τον Κορέα) επιβίωσε εκλογικά και παραμένει στην κυβέρνηση. Αλλά κοινωνικά ασθμαίνει, και το επίδικο της επόμενης περιόδου παραμένει αν η έξοδος από αυτόν θα γίνει τελικά προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά…
Η Παραγουάη στους δρόμους
Η απόφαση να δοθεί η δυνατότητα στον πρόεδρο της Παραγουάης να διεκδικήσει και δεύτερη θητεία καταγγέλθηκε ως πραξικόπημα από την αντιπολίτευση και πυροδότησε μεγάλες διαδηλώσεις και άγριες συγκρούσεις.
Ως μέτρο ισχύει σε πολλά κράτη του πλανήτη, ενώ πολλά κράτη στη Λατινική Αμερική έχουν αναθεωρήσει τα τελευταία χρόνια τα συντάγματά τους στην ίδια κατεύθυνση (διεκδίκησης διαδοχικών θητειών από τον ίδιο πρόεδρο). Ωστόσο οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές στους δρόμους της Ασουνσιόν έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν και να διαδηλώνουν.
Ένας λόγος είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Η ψηφοφορία έγινε σε ένα κλειστό γραφείο όπου συγκεντρώθηκαν οι κυβερνητικοί γερουσιαστές μεταξύ τους, και όχι έπειτα από διάλογο μπροστά στο σώμα της Γερουσίας. Η ίδια πρόταση είχε απορριφθεί τον Αύγουστο και το Κογκρέσο φρόντισε να αλλάξει τον κανονισμό που προέβλεπε πως πρέπει να περάσει ένας χρόνος για να ξαναγίνει ψηφοφορία επί του θέματος.
Ένας δεύτερος λόγος αφορά την πολιτική ιστορία της Παραγουάης. Κυβερνήθηκε για πάνω από 30 χρόνια από τον δικτάτορα Αλφρέντο Στρέσνερ. Κυβερνήθηκε αδιάκοπα για 60 χρόνια από το δεξιό κόμμα Κολοράντο (το οποίο στήριζε τον Στρέσνερ), στο οποίο ανήκει ο νυν πρόεδρος. Όταν το 2008, διακόπηκε η κυριαρχία του στην πολιτική ζωή της χώρας από τη νίκη του κεντροαριστερού πρώην ιερέα Φερνάντο Λούγο, απάντησε ανατρέποντάς τον με ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα το 2012. Αυτό το «πραξικόπημα» οδήγησε στις εκλογές του 2013 που έφεραν στην εξουσία τον Οράσιο Κάρτες, έναν συντηρητικό μεγιστάνα.
Οι αντίπαλοι του Κολοράντο έχουν κάθε λόγο λοιπόν να αντιδρούν και να μη θεωρούν «αθώα» τη συνταγματική αλλαγή.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η ψηφοφορία στην Κάτω Βουλή είχε αναβληθεί λόγω της κοινωνικής αναταραχής, ενώ ο πρόεδρος έκανε έκκληση για ηρεμία και «πολιτική λύση».
Πέρα από το πώς θα εξελιχθεί η πολιτική κρίση, οι ολονύχτιες, συγκρούσεις (με αμέτρητους τραυματίες εκατέρωθεν), η πυρπόληση του Κογκρέσου, ο νεκρός διαδηλωτής είναι εικόνες από το -πολύ- πρόσφατο παρελθόν της Λατινικής Αμερικής, που θυμίζουν ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, κι ίσως αποτελέσουν και εικόνες από το μέλλον της…
Βραζιλία: H 15 Μάρτη ήταν η δυναμική αρχή
Ναι στις συντάξεις! Όχι στον Τεμέρ!
Του Φερνάντο Σίλβα*
Μετάφραση: Δανάη Μανωλέσου
(ολόκληρο στο Rproject.gr)
Ε κατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις σε 19 πρωτεύουσες πολιτειών, αλλά και σε άλλες πόλεις ανά τη χώρα. Πραγματοποιήθηκαν στάσεις εργασίας σε τουλάχιστον 28 κλάδους, με τους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους στα ΜΜΜ, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, να ηγούνται αυτής της προσπάθειας. Ακόμα έγιναν καταλήψεις σε υπουργεία, γραφεία κοινωνικής ασφάλισης και άλλα δημόσια κτίρια, ενώ πολλοί δρόμοι αποκλείστηκαν.
Η Τετάρτη, 15 Μαρτίου, ήταν μια μέρα αγώνα, διαδηλώσεων και στάσεων εργασίας, με μια μαζικότητα που η Βραζιλία είχε να δει πολύ καιρό. Έδειξε πόσο δυνατή είναι η θέληση και η δυνατότητα για αγώνα σε διαφορετικούς εργασιακούς κλάδους, ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (και άλλες αντεργατικές μεταρρυθμίσεις) που προωθούν ο Πρόεδρος Μισέλ Τεμέρ, ο Υπουργός Οικονομικών Ενρίκε Μειρέλ και το Κογκρέσο, το οποίο ελέγχουν.
Αλλά εκτός από τον γενικευμένο θυμό για την επίθεση στο δικαίωμα των Βραζιλιάνων στη σύνταξη, οι δρόμοι βούιξαν και ενάντια στην ίδια την πραξικοπηματική κυβέρνηση Τεμέρ. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι ένα από τα κεντρικά συνθήματα, που φωνάχτηκε μια βδομάδα νωρίτερα στις διαδηλώσεις για την ημέρα της γυναίκας, ακούστηκε ξανά στις 15 Μάρτη: «Να μείνουν οι συντάξεις, να φύγει ο Τεμέρ!».
Πολιτική κρίση που βαθαίνει
Οι δυνατότητες κοινωνικής αντίστασης είναι μεγαλύτερες τώρα, καθώς η «από τα πάνω» πολιτική και θεσμική κρίση της ελίτ βαθαίνει, κάτι το οποίο φάνηκε την ίδια μέρα με τη διαδήλωση, όταν δημοσιεύθηκε η «δεύτερη λίστα» του Janot (πολιτικών προσώπων που ερευνώνται σχετικά με τα σκάνδαλα διαφθοράς Petrobras και Oderbrecht), που ήταν ένα άμεσο χτύπημα στην κυβέρνηση Τεμέρ.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, Rodrigo Janot, έστειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντολές έρευνας 107 πολιτικών, που βρίσκονται υπό βουλευτική ασυλία. Ανάμεσα σε αυτούς είναι οι δύο πιο σημαντικοί εκπρόσωποι της κυβέρνησης, γερουσιαστές από τα μεγαλύτερα κυβερνητικά κόμματα, οι πρόεδροι της Βουλής και της Ομοσπονδιακής Γερουσίας, πολλά ηγετικά στελέχη του PMDB, του PSDB και του PT. Διερευνώνται για εκλογική νοθεία, διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος και σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, με βάση τις απολογίες από στελέχη της Oderbrecht, της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρείας στη χώρα, σχετικά με το σκάνδαλο Petrobras. Ο Janot έστειλε επίσης εντολές έρευνας για 10 από τους 27 πολιτειακούς κυβερνήτες τις χώρας.
Σε αυτό το καζάνι που βράζει, έρχεται να προστεθεί η τεράστια αντιδημοφιλία της κυβέρνησης Τεμέρ, όπως και η οικονομική κρίση που βαθαίνει, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση όπου το μπλοκάρισμα της μεταρρύθμισης για τις συντάξεις γίνεται εφικτό. Κάτι τέτοιο δεν θα είναι μια απλή νίκη, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει την αρχή της πτώσης της κυβέρνησης Τεμέρ και το τέλος της χρησιμότητάς της στο βραζιλιάνικο κεφάλαιο.
Το στοίχημα τώρα είναι να οργανωθεί η επόμενη μέρα δράσης, που να συνδυάζει διαδηλώσεις με απεργιακές κινητοποιήσεις και άλλα μέσα αντίστασης (καμπάνιες υπογραφών, αίτημα για δημοψήφισμα κλπ.), ώστε να συγκεντρώσει την πλειοψηφία του πληθυσμού στην προσπάθεια μπλοκαρίσματος της αντιδραστικής μεταρρύθμισης. Τώρα είναι που πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη δυναμική της ρωγμής που προκάλεσε η 15 Μάρτη.
Ενότητα και αντιφάσεις
στην Αριστερά
Χρειάζεται να επισημάνουμε ωστόσο την αμφιλεγόμενη παρουσία του Λούλα στις 15 Μαρτίου, στη διαδήλωση στο Sao Paulo. Αν και τώρα είναι η στιγμή για την ευρύτερη δυνατή ενότητα στη δράση (που σημαίνει ότι δεν μπορεί να απαγορευτεί σε κάποιον με βέτο να συμμετέχει σε αυτό το πλατύ μέτωπο συνδικάτων, κοινωνικών κινημάτων και οργανώσεων της Αριστεράς που εναντιώνονται στην κυβέρνηση Τεμέρ και τις μεταρρυθμίσεις της), πρέπει επίσης να γίνει ξεκάθαρο ότι αυτό το κίνημα δεν είναι για την υποστήριξη του Λούλα στις εκλογές του 2018. Και αυτό γιατί, μεταξύ πολλών άλλων λόγων, ως πρόεδρος αυτός είχε πρώτος ξεκινήσει την επίθεση στις συντάξεις του δημοσίου. Επίσης, γιατί το αποτυχημένο μοντέλο της κοινωνικής ειρήνης με στόχο την προστασία των προνομίων των τραπεζιτών και των μεγαλοϊδιοκτητών, το οποίο υιοθετήθηκε από τις κυβερνήσεις του PT, είναι αυτό που άνοιξε τον δρόμο στη μεγάλη ήττα που υπέστη συνολικά το κίνημα με το βουλευτικό πραξικόπημα του τελευταίου χρόνου.
Είναι ο αγώνας ενάντια στη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις που μπορεί να ενώσει το κίνημα και την Αριστερά και όχι ο Λούλα. Αυτή τη στιγμή, η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα αντιμετωπίζουν δύο προκλήσεις. Η πρώτη είναι πρακτική και αφορά το να συντριβεί η κυβέρνηση Τεμέρ και οι μεταρρυθμίσεις της. Η δεύτερη ωστόσο είναι μακροπρόθεσμη και στρατηγικής φύσης και αφορά το να διαμορφωθεί πολιτικό σχέδιο κι ένα πρόγραμμα το οποίο να ξεπερνά το μοντέλο κοινωνικής ειρήνης της «ροζ» περιόδου που έφτασε στο τέλος της και στη Βραζιλία και στη Λατινική Αμερική.
*Δημοσιογράφος,
ηγετικό στέλεχος του PSOL