Η κυβέρνηση αναλώθηκε για μήνες σε μια εκστρατεία «πειθούς» προς τους δανειστές να ισχύσει στην Ελλάδα το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» στις εργασιακές σχέσεις. Παρ’ ότι είναι γεγονός ότι τα Μνημόνια έχουν επιβάλει στην Ελλάδα μια κατάσταση εξαίρεσης από την εφαρμογή σημαντικών διατάξεων των Συνθηκών της Ε.Ε., προκύπτει το ερώτημα αν πράγματι υπάρχει και σε τι συνίσταται το περίφημο «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο».
Κατ’ αρχάς, με την ευρύτερη έννοια «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ορίζουμε την πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία της Ε.Ε. (Συνθήκες, Οδηγίες, Κανονισμοί) που κατοχυρώνει τις 4 ελευθερίες της (διακίνησης προσώπων, υπηρεσιών, αγαθών και κεφαλαίων), επιβάλλει την άρση των εσωτερικών συνόρων, την εσωτερική αγορά, ρυθμίζειτην «ποιότητα» (κράτος δικαίου) και τις σχέσεις των κρατών μελών και αναγνωρίζει βασικά ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και ελευθερίες που υπάρχουν σε όλα τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά συντάγματα. Σ’ αυτό το ευρύ «κεκτημένο» περιλαμβάνονται και κείμενα όπως ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με γενικές διακηρύξεις για τα συλλογικά δικαιώματα, όπως ο συνδικαλισμός ή το δικαίωμα των «κοινωνικών εταίρων» να διαπραγματεύονται συλλογικές συμβάσεις. Όμως, ο Χάρτηςείναι απλώς ένα σύνολο αρχών «αυτοδέσμευσης» για κράτη μέλη και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Τίποτα παραπάνω.
Η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν υπάγεταιστο «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Δεν περιλαμβάνεται στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ε.Ε. (τελωνειακή ένωση, ανταγωνισμός, νομισματική πολιτική για την Ευρωζώνη, κοινή εμπορική πολιτική). Η αρχή της επικουρικότητας περιορίζει την παρέμβαση της Ε.Ε. σε συμπληρωματικές μόνο δράσεις στην απασχόληση, στην κοινωνική προστασία ή στον «εκσυγχρονισμό» των ασφαλιστικών συστημάτων. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις εργασιακές σχέσεις εξαντλείται στο ανώτατο όριο ωρών εργασίας, στην καταπολέμηση των διακρίσεων, στους ελάχιστους όρους υγιεινής και ασφάλειας, στην Οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις και σε ορισμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης και διαβούλευσης εργαζομένων. Ο πυρήνας του εργατικού δικαίου είναι, προς το παρόν,εθνική αρμοδιότητα. Γι’ αυτό και υπάρχουν αβυσσαλέες διαφορές από χώρα σε χώρα. Όχι μόνο στο επίπεδο του κατώτατου μισθού (από τα 160 ευρώ της Βουλγαρίας μέχρι τα 1.900 του Λουξεμβούργου), αλλά και στον τρόπο διαμόρφωσής του: ενώ στην Ευρωζώνη ο μέσος όρος κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις είναι 75%, σε τέσσερις χώρες του ευρώ (φυσικά, και στην Ελλάδα) το ποσοστό είναι κάτω του 20%.
Επομένως, η αναφορά σε «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» ή και σε «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» είναι παραπλανητική. Μπορεί κανείς να μιλήσει για γαλλικό, γερμανικό ή βελγικό κοινωνικό μοντέλο, τα οποία θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κεϊνσιανής συναίνεσης, αλλά βρίσκονται εδώ και χρόνια σε διαδικασία νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Όμως, νομοθετημένο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» δεν υπάρχει.
Ο Γιούνκερ, στην απάντησή του στην επιστολή Τσίπρα λίγο πριν την πανηγυρική σύνοδο για τα 60χρονα της Ε.Ε., το αποσαφήνιζε διακριτικά αυτό, αναφέροντας ότι «δεν υπάρχει μια ομοιόμορφη λύση στο κοινωνικό κεκτημένο ή στα οικονομικά εγχειρίδια σε ό,τι αφορά την οργάνωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων». Αλλά, πολύ πιο αποκαλυπτικά το έχει αποσαφηνίσει αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι το μόνο πραγματικό… κεκτημένο είναι ότι για χώρες που δανειοδοτεί ο ESM δεν ισχύει ούτε καν το ισχύον «ευρωπαϊκό κεκτημένο», ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και βασικές διατάξεις των συνθηκών της.
Υπάρχουν δυο τουλάχιστον χαρακτηριστικά παραδείγματα που υπενθυμίζουν την ανυπαρξία του πολυδιαφημισμένου «κεκτημένου». Το ένα είναι ο πρόσφατος νόμος Ελ Κομρί, στη Γαλλία, που κατεδάφισε τη μακρόχρονη παράδοση κυριαρχίας των κλαδικών συμβάσεων υπέρ των επιχειρησιακών και των ατομικών, χωρίς να εντοπιστεί η παραμικρή αντίφαση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Κάτι αντίστοιχο συνέβη σε πολλές χώρες της Ε.Ε. στο πλαίσιο της λεγόμενης «αποκέντρωσης» των συλλογικών συμβάσεων εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η πολυετής προσπάθεια αναθεώρησης της Οδηγίας για τις αποσπάσεις εργαζομένων, που έχει εξελιχθεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα σε κράτη μέλη και «εθνικές» εργοδοτικές οργανώσεις, για το «δικαίωμα» εξαγωγών- εισαγωγών φθηνού εργατικού δυναμικού από τη μια χώρα της Ε.Ε. στην άλλη (εργασία στη Γερμανία με μισθούς Βουλγαρίας).
Η πρώτη απόπειρα διαμόρφωσης «ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου» άρχισε μόλις προ μηνών και αφορά την Ευρωζώνη. Ο ψευδεπίγραφος «Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων» που προωθεί η Κομισιόν είναι ένα πλαίσιο ελάχιστων κοινών κανόνων διατίμησης της εργασίας και διοικητικού ελέγχου των μισθών, ως βασικών εργαλείων ώθησης στην «ανταγωνιστικότητα» και βελτίωσης των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου. Σε πολλά σημεία θυμίζει τις ακροβασίες του τρίτου Μνημονίου ανάμεσα στην ισχύουσα εργασιακή απορρύθμιση και τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές». Αλλά, αφενός είναι αντικείμενο μιας ξεχωριστής ανάλυσης και αφετέρου είναι αμφίβολο ποια τύχη θα έχει στο πλαίσιο της «Ε.Ε. των πολλών ταχυτήτων».