Η κυβέρνηση δεν έχει εξασφαλίσει όρους υγιεινής και ασφάλειας
Το άνοιγμα των σχολείων είναι πάντα ένας από τους διακηρυγμένους στόχους της εκπαιδευτικής κοινότητας. Κυρίαρχη είναι η άποψη ότι η τηλεκπαίδευση δε συνιστά πραγματική εκπαίδευση και μπορεί μόνο να λειτουργήσει ως ένα κακό υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας. Και αυτό για όσο καιρό η εξέλιξη της πανδημίας απαγορεύει κάθε σκέψη για άνοιγμα των σχολείων. Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν λοιπόν. Όσο μένουν κλειστά υπονομεύεται η μαθησιακή διαδικασία και πλήττονται οι πιο αδύναμοι/ες μαθητές και μαθήτριες. Υπάρχει όμως ένα «αλλά».
Όσα δεν έγιναν και δε πρόκειται να γίνουν
Για να ανοίξουν τα σχολεία υπάρχουν προϋποθέσεις. Χρειάζονται συστηματικά δωρεάν τεστ σε παιδιά και εκπαιδευτικούς αλλά και σε όσους/ες εργάζονται στα σχολεία, χρειάζονται μικρά τμήματα, καλός αερισμός των αιθουσών, καλή καθαριότητα, παροχή μέσων προστασίας και πρωτόκολλα που να εξασφαλίζουν κατά το δυνατόν την προστασία όλων των εμπλεκόμενων. Για να λειτουργούν με σχετική ασφάλεια τα σχολεία λοιπόν, χρειάζεται προσωπικό. Εκπαιδευτικοί, καθαρίστριες και καθαριστές, υγειονομικοί και αυστηρά πρωτόκολλα που θα κλείνουν τις σχολικές μονάδες όταν εμφανίζονται κρούσματα. Και βέβαια, κάτι που ισχύει γενικότερα, ένα σύστημα υγείας, που θα εξασφαλίζει ότι όσοι και όσες νοσούν θα έχουν τη δυνατότητα να θεραπευτούν.
Η κυβέρνηση όμως δεν έχει κάνει από την αρχή της πανδημίας τίποτε από τα παραπάνω. Και δεν τα έκανε ούτε τους τελευταίους δύο μήνες που είναι κλειστά τα σχολεία. Αδιαφόρησε λοιπόν πλήρως στο να εξασφαλίσει τους όρους για να ξανανοίξουν τα σχολεία. Ακόμα χειρότερα, δεν έλεγξε την κατάσταση στους χώρους εργασίας του ιδιωτικού τομέα που λειτουργούσαν χωρίς μέτρα προστασίας, δεν εξασφάλισε ότι δε θα υπάρχει συνωστισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς, άνοιξε τον τουρισμό χωρίς προϋποθέσεις το καλοκαίρι. Αλλά και επέτρεψε το συνωστισμό στις εκκλησίες χωρίς μέτρα προφύλαξης, κάτι που στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου ειδικά στη Θεσσαλονίκη εκτόξευσε τα κρούσματα. Η έκφραση «νεοφιλελεύθερος κυνισμός» ίσως είναι λίγη γι’ αυτού του είδους την πολιτική.
Νεοφιλελεύθερες εμμονές ή η πανδημία ως ευκαιρία
Η κυβέρνηση της ΝΔ ως μια δεξιά, σκληρά νεοφιλελεύθερη, κυβέρνηση βλέπει την κρίση μέσα από ταξικά γυαλιά.
Αυτό έχει να κάνει και με τη διάλυση του όποιου κοινωνικού κράτους έχει απομείνει, μια που οι δαπάνες για υγεία και παιδεία περικόπτονται στον νέο προϋπολογισμό ενώ το «έργο» που η υπουργός παιδείας έχει παραγάγει εκτιμήθηκε δεόντως από τον πρωθυπουργό που την διατήρησε στην υπουργική της καρέκλα στον πρόσφατο ανασχηματισμό. Η κυβέρνηση με μια σειρά νομοθετικές παρεμβάσεις αύξησε τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, ενώ αξιοποίησε την τηλεκπαίδευση όχι μόνο ως ισότιμο υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας -η οποία μπορεί να αξιοποιείται και για την εξέταση και αξιολόγηση των μαθητών/τριών- αλλά και για την καταστολή των μαθητικών κινητοποιήσεων καθώς και για την είσοδο της κάμερας στην τάξη. Ακόμα εισήγαγε την τράπεζα θεμάτων, εξοστράκισε τα καλλιτεχνικά μαθήματα και τα μαθήματα κοινωνικών επιστημών από το Λύκειο, επιχείρησε να επιβάλλει την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών, πέρασε τέλος ένα νομοσχέδιο ταξικής επιλογής για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Και την νέα χρονιά θα συνεχίσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έρχονται νομοσχέδια, και αναφέρουμε μόνο όσα αφορούν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για την θεσμοθέτηση βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ, την αξιολόγηση την εκπαιδευτικών, τις Δομές Υποστήριξης Εκπαιδευτικού Έργου (Στελέχη Εκπαίδευσης) την καθιέρωση του πολλαπλού βιβλίου στα Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια. Και βέβαια εκκρεμεί η εφαρμογή όσων έχουν ψηφιστεί το προηγούμενο διάστημα.
Για το άνοιγμα των σχολείων
Είναι φανερό από τη μέχρι τώρα κυβερνητική πορεία, ότι το σχέδιο της ΝΔ είναι ένα σχολείο σκληρής ταξικής επιλογής, που από πολύ νωρίς θα διαχωρίζει τα παιδιά, ένα φτηνό σχολείο της αγοράς, πεδίο κερδοφορίας διάφορων επιχειρηματικών συμφερόντων. Ένα σχολείο των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της υποταγής του προσωπικού στις κυβερνητικές επιλογές. Η πανδημία επιτάχυνε αυτή την πορεία. Επέτρεψε στην κυβέρνηση να προχωρήσει με γρήγορο ρυθμό στην εφαρμογή της ατζέντας της έτσι που όταν θα ανοίξουν κανονικά τα σχολεία η εκπαιδευτική κοινότητα θα αντιμετωπίσει μια καινούρια πραγματικότητα. Στην οποία είτε θα υποκύψει είτε θα αγωνιστεί για να μην εφαρμοστεί.
Η έγνοια λοιπόν της κυβέρνησης είναι να ψηφίσει και να εφαρμόσει την πολιτική της, να προωθήσει την τηλεκπαίδευση με κάθε δυνατό τρόπο ώστε να την χρησιμοποιήσει και με ανοικτά σχολεία -ήδη ανακοινώθηκε πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών- και να αποφύγει τις αντιδράσεις που μοιραία θα εμφανιστούν. Μια τέτοια πολιτική δεν εμποδίζεται από τα κλειστά σχολεία, αν δεν διευκολύνεται κιόλας. Μη ξεχνάμε ότι με το που ανοίξανε τα σχολεία το Σεπτέμβρη, οι μαθητές και οι μαθήτριες προχώρησαν σε καταλήψεις, ενώ η τελευταία απεργία της ΑΔΕΔΥ με ανοικτά σχολεία στις 15 Οκτωβρίου είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή εκπαιδευτικών. Το άνοιγμα των σχολείων λοιπόν δεν είναι τόσο σημαντικό για την κυβέρνηση γιατί τότε θα είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εξασφαλίσει τους όρους λειτουργίας τους. Η κυβέρνηση αδιαφορεί λοιπόν για το αν τα σχολεία παραμένουν κλειστά ή ανοικτά. Γιατί τόση πρεμούρα λοιπόν για το άνοιγμά τους που να δικαιολογεί ένα νέο λοκντάουν;
Η κυβέρνηση παρά τις δηλώσεις της για θωρακισμένο σύστημα υγείας, καταλαβαίνει ότι το πολιτικό κόστος από τους νεκρούς της πανδημίας συσσωρεύεται. Θέλει να αποτρέψει ένα τρίτο κύμα πανδημίας που δε θα αφήσει τίποτα όρθιο. Χρησιμοποιεί λοιπόν το άνοιγμα των σχολείων ως άλλοθι για τη νέα σκληρή καραντίνα.Υποτίθεται ότι η αγορά κλείνει για να ανοίξουν τα σχολεία. Γνωρίζει ότι τόσο οι αντιδράσεις της Επιτροπής λοιμωξιολόγων όσο και η αύξηση των κρουσμάτων θα κάνουν κατανοητές τις δεύτερες σκέψεις,ακόμα και την ολοκληρωτική αλλαγή της απόφασης.
Ήδη με τις δηλώσεις του ο Άδωνις Γεωργιάδης σχετικοποίησε την «ανακοίνωση» του ανασχηματισθέντα πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, και το άνοιγμα των σχολείων μετατράπηκε σε «στόχο». Επίσης μια σειρά λοιμωξιολόγοι ζητούν είτε το πάγωμα είτε την αλλαγή ημερομηνίας του ανοίγματος. Ή ακόμα μόνο το άνοιγμα των δημοτικών. Είναι πιθανό λοιπόν η κυβέρνηση να σαλπίσει μερική ή ολική υποχώρηση κάτω από το βάρος των δεδομένων. Όμως δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε. Οι αντιδραστικές τομές στην εκπαίδευση συνεχίζονται, οι συνθήκες λειτουργίας των σχολείων παραμένουν επικίνδυνες τόσο για τα παιδιά όσο και για τους εκπαιδευτικούς που παραμένουν ένας γερασμένος κλάδος, ενώ η τηλεκπαίδευση αξιοποιείται με τρόπο που εξυπηρετεί την κυβερνητική πολιτική. Το λοκντάουν δεν είναι η απάντηση στην πανδημία αλλά η μόνη πρόταση που δε συγκρούεται με τις νεοφιλελεύθερες κυβερνητικές σκοπιμότητες. Η οργάνωση της αντίστασης μέσα στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες παραμένει η δική μας πραγματική προτεραιότητα.