Βρισκόμαστε μπροστά στην εβδομάδα που η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει τα Γυμνάσια και τα Λύκεια.
Βέβαια, από μέρα σε μέρα η απόφαση μπορεί να ανατραπεί. Ήταν άλλωστε μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή όταν η κυβέρνηση σχεδίαζε άνοιγμα όλης της δευτεροβάθμιας, και τελικά αποφάσισε να μην ανοίξουν τα Λύκεια στις «κόκκινες περιοχές». Τα σχολεία, λοιπόν, ανοίγουν δίχως την παραμικρή αλλαγή σε σχέση με το τελευταίο κλείσιμό τους πριν από τρεις μήνες. Δίχως να έχει διασφαλιστεί καμία από τις προϋποθέσεις για την ασφαλή λειτουργία τους, αντιμετωπίζοντας με εγκληματική ανευθυνότητα, θεωρώντας τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τις οικογένειές τους ως αναλώσιμους.
Υγειονομικός γρίφος
ή πολιτική επιλογή;
Όπως λένε, ξελένε, γράφουν και ξεγράφουν, το άνοιγμα των σχολείων αποτελεί έναν υγειονομικό «γρίφο» για την κυβέρνηση και τα επιτελεία. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι. Η κυβέρνηση από το πρώτο κιόλας άνοιγμα των σχολείων τον Σεπτέμβρη, δεν έλαβε κανένα απολύτως ουσιαστικό μέτρο για ασφαλές άνοιγμα. Ακόμα και στις αρχές Γενάρη όταν (ξανα)άνοιξαν τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία, δεν αντιμετωπίστηκε κανένας από τους «κινδύνους» που προηγουμένως είχαν οδηγήσει στο κλείσιμό τους. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το άνοιγμα των σχολείων δεν είναι γενικά ένας γρίφος, αλλά βασίζεται στις πραγματικές, ουσιαστικές συνθήκες ανοίγματός τους. Τα ολιγομελή τμήματα τουλάχιστον 15 μαθητών-τριών, ο διορισμός εκπαιδευτικών και προσωπικού καθαριότητας, τα δωρεάν μαζικά και επαναλαμβανόμενα μοριακά τεστ σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά ακόμα και ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών είναι οι ελάχιστες συνθήκες για να μπορέσει το άνοιγμα των σχολείων να μην οδηγήσει σε ένα ακόμα ναυάγιο.
Ο ίδιος ο Ν. Σύψας δήλωσε πως σε περίπτωση που τα κρούσματα του κορωνοϊού δεν μειωθούν, θα ανατραπούν όλα άμεσα και τα σχολεία θα κλείσουν πάλι. Δεν είναι μία καταστροφική ανάγνωση ή προληπτική δήλωση, αλλά το αποτέλεσμα των εγκληματικών επιλογών της κυβέρνησης. Η κοροϊδία όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας από την αρχή της χρονιάς, η στοχοποίηση των μαθητικών καταλήψεων που σωστά προειδοποιούσαν για το ενδεχόμενο κλείσιμο και ζητούσαν τα αυτονόητα, για την κυβέρνηση ήταν απλά παραφωνίες μπροστά στο γενικότερο σχέδιο διαχείρισης της πανδημίας. Ποιο είναι αυτό; Κίνηση της αγοράς-κατανάλωση, εργασία, εμβόλια με το σταγονόμετρο και κανένα απολύτως ουσιαστικό μέτρο πρόληψης στα σχολεία και τα νοσοκομεία. Έτσι, φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για άνοιγμα(;) των σχολείων, όμως το για πόσο καιρό είναι παντελώς άγνωστο. Ίσως μία εβδομάδα, ίσως και αύριο ανατραπεί η απόφαση γιατί ο ιός είναι «απρόβλεπτος».
Είναι πραγματικά εξοργιστικό, το πώς η κυβέρνηση δικαιολογεί τις αποφάσεις της. Πρώτα ήταν ο «αόρατος εχθρός», ο «απρόβλεπτος» covid που δε συγχωρεί, η ατίθαση νεολαία, η αντιφασιστική συγκέντρωση, οι ψεύτικες δηλώσεις μετακίνησης, τα πάρτι των νέων, γενικά τα επιδημιολογικά δεδομένα και πάντα όλα καταλήγουν ότι μελετώνται προσεκτικά κάθε ημέρα. Όμως, όχι μόνο δεν προσπαθεί στο ελάχιστο να ενισχύσει τα νοσοκομεία, να δημιουργήσει ασφαλείς συνθήκες στα σχολεία, αλλά παράλληλα θεσμοθετεί την πανεπιστημιακή αστυνομία με κόστος που φτάνει τα 30 εκατ., ενώ παράλληλα ψηφίζει τα κονδύλια για την αγορά των Rafale. Οι πραγματικοί ένοχοι του δολοφονικού αυτού εμπαιγμού χιλιάδων μαθητών-τριών και καθηγητών-τριών, δεν είναι κανένας άλλος εκτός από την κυβέρνηση. Γιατί δεν φταίει ο covid που οι τάξεις είναι μικρές και υπερπληθείς, που δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί και προσωπικό καθαριότητας αλλά η κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας και γι’ αυτό το λόγο οφείλουμε να τελειώνουμε με αυτούς.
Η εκπαίδευση εν μέσω καραντίνας
Έχουν περάσει πολλοί μήνες εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης και η γενική εικόνα κάθε άλλο παρά επιτυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί. Ήδη μεγάλο μέρος της ύλης δεν μπορεί να καλυφθεί, ενώ η ήδη διδαχθείσα ύλη έχει καλυφθεί με τρόπο ανομοιογενή και ανεπαρκή (πόσες ημέρες λειτουργούσε η πλατφόρμα, πόσοι είχαν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή στον κατάλληλο εξοπλισμό κλπ). Όλη η προηγούμενη περίοδος έχει δημιουργήσει μία σειρά ανισοτήτων που είναι αδύνατο να καλυφθεί ακόμη και με το άνοιγμα των σχολείων. Η ύλη οφείλει άμεσα να μειωθεί, ενώ η βαθμολογία μέσω διαδικτυακών διαγωνισμάτων κρίνοντας παράλληλα το επίπεδο των μαθητών στην τηλεδιασκεψιακή αίθουσα είναι σίγουρα άδικη για τους μαθητές-τριες. Το αίτημα για άνοιγμα των σχολικών μονάδων (και των πανεπιστημίων) είναι σωστό, καθώς είναι το μόνο που μπορεί πραγματικά να εξασφαλίσει τη συνέχεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όμως αυτό δεν γίνεται με σχεδιασμό ημερών, αλλά με ουσιαστική ενίσχυση των σχολείων και ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων μαθητών-τριων και εκπαιδευτικών.