Το Δόγμα Πομπέο στην Αρκτική: Η στρατηγική του Πενταγώνου για την κλιματική αλλαγή

Μάικλ Τ. Κλερ
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό σάιτ «εναλλακτικής ενημέρωσης» TomDispatch.com. Αναδημοσιεύτηκε στα γαλλικά από το σάιτ alencontre.org. Τη μετάφραση από τη γαλλική εκδοχή έκανε η Μάνια Μπαρσέφκσι. Ο Μάικλ Τ. Κλερ έγραψε πρόσφατα το βιβλίο “All Hell Breaking Loose: The Pentagon’s Perspective on Climate Change” («Ανοίγουν οι Πύλες της Κολάσεως: Η Πολιτική του Πενταγώνου για την Κλιματική Αλλαγή»)

Πομπέο Αρκτικό Συμβούλιο

Τον Αύγουστο, όπως συνήθως, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε κεντρικό θέμα στην ειδησεογραφία, αλλά ας μη γελιόμαστε. Αυτό που σημάδεψε τον περασμένο Αύγουστο δεν ήταν ακόμα ένα κρούσμα της δράσης του «τραμπισμού», αλλά αυτό που θα πρέπει πλέον να αρχίσουμε να αποκαλούμε «Δόγμα Πομπέο». Αναφέρομαι, πράγματι, στον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο. Και σε ό,τι αφορά την περιοχή της Αρκτικής, έχει πολύ περισσότερα πράγματα στον νου του πέρα από το να αγοράσουν οι ΗΠΑ τη Γροιλανδία [πρόταση που έγινε μέσω τουίτερ από τον Τραμπ τον περασμένο Αύγουστο].

Στα μέσα Αυγούστου, όπως αναμφίβολα δεν ξεχνάει κανείς, ο πρόεδρος Τραμπ αιφνιδίασε τους διεθνείς παρατηρητές, εκφράζοντας το ενδιαφέρον του για να αγοράσει τη Γροιλανδία, μια ημιαυτόνομη περιοχή της Δανίας. Η πλειοψηφία των σχολιαστών θεώρησε αυτή την ενέργεια ως ένα ακόμα δείγμα της ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του Προέδρου. Η Δανή πρωθυπουργός Μέτε Φρεντέρικσεν χαρακτήρισε την ίδια την ιδέα ενός τέτοιου ενδιαφέροντος ως «παραλογισμό», εξωθώντας τον Τραμπ σε μια έξαρση θυμού, όπου χαρακτήρισε τις δηλώσεις της ως «μοχθηρές» και ακύρωσε μια επίσημη επίσκεψη στην Κοπεγχάγη, που είχε προγραμματιστεί εδώ και πολύ καιρό.

Ωστόσο, μια πιο ενδελεχής εξέταση αυτού του επεισοδίου και των κυβερνητικών μέτρων που το συνόδευσαν, φανερώνει μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία αυτού που συμβαίνει, μέγιστης σημασίας για τον πλανήτη και ακόμα και για τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Κάτω από την ώθηση του Μάικ Πομπέο, ο Λευκός Οίκος αντιμετωπίζει την Αρκτική όλο και περισσότερο ως μια άκρως σημαντική αρένα για τον μελλοντικό ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, με τελικό έπαθλο την άντληση τεράστιων ποσοτήτων πολύτιμων ορυκτών πόρων, όπως πετρελαίου, φυσικού αερίου, ουρανίου, χαλκού, ορυκτού σιδήρου, διαμαντιών και άλλων σπάνιων εξορύξιμων αγαθών.

Ας προσθέσουμε έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα: αν και κανείς από την κυβέρνηση δεν αναφέρει τις απαγορευμένες λέξεις «κλιματική αλλαγή» ή «κλιματική κρίση», καταλαβαίνουν όλοι πλήρως ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι αυτή που καθιστά εφικτή μία επέλαση προς αυτές τις πηγές.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται για την Αρκτική. Αυτή η περιοχή απέκτησε μια ορισμένη στρατηγική σημασία ήδη από την περίοδο του «ψυχρού πολέμου», όταν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ εξέταζαν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του εναέριου χώρου της ως σημείο διέλευσης για πυρηνικούς πυραύλους και βομβαρδιστικά, με στόχους στην άλλη άκρη της γης.

Όμως, μετά το τέλος αυτής της εποχής, η περιοχή έχασε σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της. Οι ψυχρές θερμοκρασίες, οι συχνές θύελλες και οι παγωμένες επιφάνειες εμπόδιζαν τις περισσότερες αεροπορικές και θαλάσσιες μετακινήσεις. Συνεπώς –με εξαίρεση κάποιους αυτόχθονες πληθυσμούς που είχαν προσαρμοστεί στις συνθήκες– ποιος άλλος θα ήθελε να ριψοκινδυνεύσει εκεί;

Ωστόσο, οι κλιματικές αλλαγές μεταβάλλουν ήδη ριζικά την κατάσταση: Οι θερμοκρασίες αυξάνονται ταχύτερα στην Αρκτική απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη, προκαλώντας το λιώσιμο ορισμένων τμημάτων του θόλου των αρκτικών παγετώνων και φέρνοντας στην επιφάνεια ύδατα και νησιά που ήταν άλλοτε απρόσιτα στην εμπορική εκμετάλλευση. Αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν σε παράκτιες ζώνες που ήταν πριν (αλλά όχι πια) καλυμμένες από πάγους κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Κατά την περίοδο αυτή, νέες εξορυκτικές ευκαιρίες αναδύονται –σωστά!– στη Γροιλανδία.

Φοβούμενη ότι άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων η Κίνα και η Ρωσία, θα μπορέσουν να αποσπάσουν τα οφέλη αυτού του νέου τοπίου που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ξεκινήσει ήδη μια πλήρη εκστρατεία για να διασφαλίσει την κυριαρχία των ΗΠΑ σε αυτή την περιοχή, με κινδύνους συγκρούσεων και μελλοντικών συρράξεων.

Η ανταγωνιστική κούρσα για τους πόρους της Αρκτικής ξεκίνησε στις αρχές του αιώνα, όταν οι παγκόσμιες μεγάλες εταιρείες στον τομέα της ενέργειας, με μπροστάρηδες την BP, την Exxon Mobil, τη Shell και τον ρωσικό γίγαντα του φυσικού αερίου Gazprom, άρχισαν να εξερευνούν τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περιοχές που έγιναν πρόσφατα προσβάσιμες λόγω της υποχώρησης των πάγων της θάλασσας. Αυτές οι προσπάθειες πήραν έκταση το 2008, μετά τη δημοσίευση της έκθεσης Circum-Arctic Resources Appraisal από τη Γεωλογική Επιθεώρηση των ΗΠΑ, που αναφέρει ότι πάνω από το ένα τρίτο των παγκοσμίως μη ανακαλυφθέντων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκεται βορείως του πολικού αρκτικού κύκλου.

Ένα μεγάλο μέρος αυτής της ανεκμετάλλευτης αφθονίας ορυκτών καυσίμων φέρεται να βρίσκεται στα αρκτικά ύδατα: στις ακτές της Αλάσκας (δηλαδή στις ΗΠΑ), του Καναδά, της Γροιλανδίας (που ελέγχεται από τη Δανία), της Νορβηγίας και τη Ρωσίας – στις «πέντε αρκτικές» χώρες. Με βάση το υφιστάμενο διεθνές δίκαιο, που κωδικοποιήθηκε με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), οι παράκτιες χώρες έχουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων πόρων σε απόσταση έως 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτές τους (και ακόμα παραπέρα, εάν η υφαλοκρηπίδα τους εκτείνεται πέρα από αυτό το σημείο).

Και οι πέντε αρκτικές χώρες έχουν διεκδικήσει αποκλειστικές ζώνες εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) στα ύδατα αυτά, ή –στην περίπτωση των ΗΠΑ (που σημειωτέον δεν έχει επικυρώσει την UNCLOS)– έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να το κάνουν. Η πλειοψηφία των επιβεβαιωμένων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκεται εντός αυτών των ΑΟΖ, αν και υπάρχει η υπόθεση ότι ορισμένα από αυτά βρίσκονται σε αλληλοκαλυπτόμενες ή αμφισβητούμενες ζώνες πέρα από το όριο των 200 μιλίων, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της πολικής περιοχής. Φυσικά, όποιος κατέχει τη Γροιλανδία, κατέχει και το δικαίωμα να αναπτύξει την ΑΟΖ της.

Οι πέντε χώρες της έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους να ρυθμίσουν ειρηνικά όλες τις διαφορές που απορρέουν από τις αμφισβητούμενες διεκδικήσεις τους, πάνω στη βάση των αρχών λειτουργίας του Συμβουλίου της Αρκτικής, που δημιουργήθηκε το 1996. Πρόκειται για έναν διακυβερνητικό οργανισμό, όπου συμμετέχουν τα κράτη των οποίων το έδαφος βρίσκεται κάτω από τον αρκτικό κύκλο (στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πέντε αρκτικές χώρες, η Φινλανδία, η Ισλανδία και η Σουηδία).

Συνεδριάζοντας κάθε δύο χρόνια, αποτελεί ένα φόρουμ στο οποίο οι ηγέτες των χωρών αυτών και οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Αρκτικής μπορούν, θεωρητικά τουλάχιστον, να αντιμετωπίζουν τις κοινές τους ανησυχίες και να εργάζονται για κοινές λύσεις. Το φόρουμ αυτό συνέβαλε, πράγματι, στον κατευνασμό των εντάσεων στην περιοχή. Όμως, τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται όλο και πιο δύσκολο να εξαιρεθεί η Αρκτική από την αυξανόμενη εχθρότητα των ΗΠΑ (και του ΝΑΤΟ) απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, ή από την παγκόσμια αναμέτρηση για τους φυσικούς πόρους.

Τον Μάιο του 2019, ενώ ο Πομπέο ηγούνταν μιας αμερικανικής αντιπροσωπείας στην τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου, στο Ροβανιέμι της Φινλανδίας, η εχθρότητα και η διάθεση οικειοποίησης των μελλοντικών πόρων έξω από αυτό το πλαίσιο ήταν ήδη διάχυτες.

Συγκομιδή του πλούτου της Αρκτικής

Ένα τέτοιο φόρουμ χαρακτηρίζεται συνήθως από ανώδυνες δηλώσεις για τη διεθνή συνεργασία και την καλή διαχείριση του περιβάλλοντος. Όμως, το καπάκι της χύτρας τινάχτηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνόδου του Συμβουλίου της Αρκτικής τον Μάιο του 2019, όταν ο Πομπέο εκφώνησε μία ξεδιάντροπα προκλητική και πολεμική ομιλία, η οποία αξίζει σαφώς μεγαλύτερης προσοχής από αυτήν που της δόθηκε τότε.

Ας κάνουμε, λοιπόν, μια μικρή επισκόπηση αυτού που θα μπορούσε να αποδειχθεί μια ιστορική εξαγγελία (με την πιο σκοτεινή δυνατή έννοια του όρου) ενός νέου δόγματος της Ουάσιγκτον για τον Μεγάλο Βορρά.

«Στη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών ύπαρξής του, το Συμβούλιο της Αρκτικής είχε την πολυτέλεια να επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην επιστημονική συνεργασία, στα πολιτιστικά ζητήματα και στην περιβαλλοντολογική έρευνα», δήλωσε με ηπιότητα ο υπουργός στην αρχή της ομιλίας του. Αποτελούσαν, είπε, «όλα σημαντικά θέματα, πολύ σημαντικά, και θα έπρεπε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με αυτά. Αλλά δεν έχουμε πλέον αυτή την πολυτέλεια. Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή στρατηγικής δέσμευσης στην Αρκτική, με νέες απειλές για την Αρκτική και τους φυσικούς πόρους της, καθώς και για το σύνολο των συμφερόντων μας σε αυτή την περιοχή».

Σε μια επιθετική ομιλία που αποδείχθηκε υπερ-σκληροπυρηνική, ο Πομπέο διαβεβαίωσε ότι βρισκόμαστε σήμερα σε μια νέα εποχή σε σχέση με την Αρκτική. Καθώς η κλιματική αλλαγή –μία έκφραση που φυσικά δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τον Πομπέο– καθιστά όλο και πιο εφικτή την εκμετάλλευση των μεγάλων φυσικών αποθεμάτων της περιοχής, ξεκινά και επίσημα η εφόρμηση για την οικειοποίησή τους.

Αυτός ο ανταγωνισμός για τους φυσικούς πόρους εντάχθηκε ακαριαία ως τμήμα στην αυξανόμενη γεωπολιτική σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, φέρνοντας στην επιφάνεια νέους κινδύνους συγκρούσεων. Μιλώντας για το ζήτημα της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ο Πομπέο δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Αναφερόμενος στη σαρκαστική αντιμετώπιση που είχε προκαλέσει η αγορά της Αλάσκας από τον William Seward το 1857, δήλωσε: «Μακράν της αντίληψης περί άγονης ενδοχώρας που πολλοί πίστευαν ότι ήταν η Αρκτική στην εποχή του Seward, η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο των ευκαιριών και της αφθονίας. Καλύπτει το 13% του παγκόσμιου πετρελαϊκού αποθέματος που δεν έχει ανακαλυφθεί, το 30% του μη ανακαλυφθέντος φυσικού αερίου και έναν πλούτο ουρανίου, ορυκτών σπάνιων γαιών, χρυσού, διαμαντιών και εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων ανεκμετάλλευτων πόρων».

Επισήμανε επίσης ότι είναι εξίσου ενδιαφέρουσα η δυνατότητα σημαντικής αύξησης του θαλάσσιου εμπορίου διαμέσου διαρκτικών εμπορικών δρόμων, που ξεπάγωσαν πρόσφατα, οι οποίοι θα συνδέουν την ευρω-ατλαντική περιοχή με την Ασία. «Οι συνεχείς μειώσεις του θαλάσσιου πάγου ανοίγουν νέα περάσματα και νέες ευκαιρίες για το εμπόριο», τόνισε περιχαρής. «Αυτό θα μπορούσε να μειώσει κατά 20 μέρες τον αναγκαίο χρόνο ταξιδιού μεταξύ της Ασίας και της Δύσης… Οι θαλάσσιοι δρόμοι της Αρκτικής θα μπορούσαν να ισοδυναμούν με τα κανάλια του Σουέζ και του Παναμά στον 21ο αιώνα».

Δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι αυτές οι «σημαντικές μειώσεις του θαλάσσιου πάγου» αποτελούν αποκλειστικά συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Ασχολίαστο έμεινε και το γεγονός ότι αυτές οι εξελίξεις αντανακλούν και μια άλλη πραγματικότητα του υπερ-θερμαινόμενου πλανήτη μας. Αν η Αρκτική φτάσει να γίνει κάποια μέρα πραγματικά το βόρειο ανάλογο ενός τροπικού περάσματος όπως τα κανάλια του Σουέζ ή του Παναμά, αυτό θα σημαίνει πιθανότατα ότι ορισμένα τμήματα αυτών των μεσογειακών ζωνών θα έχουν μεταβληθεί, αντίστοιχα, σε ακατοίκητες ερήμους.

Στο μέτρο που παρουσιάζονται τέτοιες νέες δυνατότητες εμπορίου και γεωτρήσεων, διαβεβαίωσε ο Μάικ Πομπέο, οι ΗΠΑ έχουν την πρόθεση να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της εκμετάλλευσής τους. Στη συνέχεια άρχισε να εκθειάζει τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των γεωτρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου στα υπεράκτια ύδατα και της «απελευθέρωσης της ενεργειακής εκμετάλλευσης στο Αρκτικό Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής», μια παρθένα περιοχή της βόρειας Αλάσκας, την οποία οι περιβαλλοντολόγοι θεωρούν καταφύγιο του μεταναστευτικού καριμπού και άλλων ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.

Υποσχέθηκε ότι στα επόμενα χρόνια προβλέπονται επιπλέον προσπάθειες για την εκμετάλλευση των ζωτικών πηγών της περιοχής.

Μια νέα αρένα ανταγωνισμού (και ακόμη χειρότερα)

Ο ανταγωνισμός για τους φυσικούς πόρους της Αρκτικής θα διεξαχθεί κατά τρόπο ειρηνικό και συντεταγμένο, επισήμανε ο Μάικ Πομπέο. Διαβεβαίωσε τους ακροατές του ότι οι ΗΠΑ πιστεύουν σε έναν «ελεύθερο και δίκαιο ανταγωνισμό που θα είναι ανοιχτός και θα χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία του δικαίου».

Πρόσθεσε όμως ότι άλλες χώρες, ιδιαίτερα η Κίνα και η Ρωσία, δεν θα σεβαστούν ως επί το πλείστον τους κανόνες και θα πρέπει επομένως να αποτελέσουν αντικείμενο προσεκτικής επιτήρησης και, στην ανάγκη, τιμωρητικής δράσης. Τόνισε ότι η Κίνα σχεδιάζει εμπορικούς δρόμους στην Αρκτική και εγκαθιδρύει οικονομικούς δεσμούς με σημαντικές χώρες της περιοχής. Ο Πομπέο ισχυρίστηκε ότι το Πεκίνο χρησιμοποιεί δολίως τις υποτίθεται οικονομικές αυτές δραστηριότητες για στρατιωτικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της βδελυρής κατασκοπείας επί των αμερικανικών βαλλιστικών υποβρυχίων, που επιχειρούν στην περιοχή, φοβερίζοντας παράλληλα τους τοπικούς εταίρους της για να συμμορφωθούν.

Αυτά είπε ότι βρίσκονται σε αντίθεση βέβαια με τις πρακτικές των ΗΠΑ (που έχουν ήδη πολλές στρατιωτικές βάσεις στην Αρκτική, μεταξύ των οποίων και μία στο Τιλέ της Γροιλανδίας, και επομένως έχουν ήδη μια καλά εμπεδωμένη παρουσία σε αυτήν). Επικαλέστηκε κατόπιν τα γεγονότα που συνέβησαν στη μακρινή θάλασσα της νότιας Κίνας, όπου οι Κινέζοι στρατιωτικοποίησαν πράγματι έναν αριθμό ακατοίκητων μικροσκοπικών νησιών (εξοπλίζοντάς τα με διαδρόμους προσγειώσεων, συστοιχίες πυραύλων κλπ) και οι ΗΠΑ αντέδρασαν, στέλνοντας τα πολεμικά πλοία τους στα παρακείμενα ύδατα.

Ήταν μια προειδοποίηση για παρόμοιες μελλοντικές στρατιωτικές αναμετρήσεις στην Αρκτική: «Ας αναρωτηθούμε, θέλουμε ο Αρκτικός Ωκεανός να μεταβληθεί σε μια νέα θάλασσα της Νότιας Κίνας, πλήρως στρατιωτικοποιημένος και γεμάτος από ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις;». Η απάντηση, διαβεβαίωσε τους ακροατές του, είναι «αρκετά σαφής». (Και είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να μαντέψετε ποια είναι).

Ο υπουργός χρησιμοποίησε στη συνέχεια μια ακόμα πιο σκληρή γλώσσα για να περιγράψει «την επιθετική συμπεριφορά της Ρωσίας στην Αρκτική». Τα τελευταία χρόνια, διαβεβαίωσε, οι Ρώσοι κατασκεύασαν εκατοντάδες νέες βάσεις στην περιοχή, καθώς και νέα λιμάνια και δυνατότητες αεροπορικής άμυνας. «Η Ρωσία αφήνει ήδη στο χιόνι ίχνη από τις στρατιωτικές μπότες της», μία απειλή που δεν μπορεί να αγνοηθεί. «Η Αρκτική δεν μπορεί να γίνει τόπος ανομίας, επειδή είναι άγρια περιοχή. Δεν πρέπει να γίνει έτσι. Και είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι δεν θα γίνει», τόνισε.

Φθάνουμε έτσι στην καρδιά του μηνύματος του Πομπέο: οι ΗΠΑ θα «απαντήσουν», βεβαίως, ενισχύοντας τη δική τους στρατιωτική παρουσία στην Αρκτική, για να προστατεύσουν καλύτερα τα συμφέροντά τους, συγκρουόμενες με την κινεζική και ρωσική προέλαση στην περιοχή:

«Υπό την προεδρία του Τραμπ, ενισχύουμε την ασφάλεια και τη διπλωματική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή. Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, εν μέρει ως απάντηση στις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες της Ρωσίας, οργανώνουμε στρατιωτικές ασκήσεις, ενισχύουμε τη στρατιωτική παρουσία μας, ανακατασκευάζουμε τον στόλο των παγοθραυστικών μας, αυξάνουμε τη χρηματοδότηση της ακτοφυλακής και δημιουργούμε ένα νέο στρατιωτικό τμήμα για τις αρκτικές υποθέσεις στο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεών μας».

Για να υπογραμμίσει την ειλικρίνεια της κυβέρνησης, ο Μάικ Πομπέο εξήρε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ στην Αρκτική από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, την άσκηση «Trident Juncture», (την οποία αποκάλεσε κατά λάθος «Trident Structure»), η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα, εμπλέκοντας περίπου 50.000 στρατιώτες. Βέβαια, το επίσημο σενάριο της Trident Juncture αναφέρεται σε κάποιον μη προσδιορισμένο «επιτιθέμενο», ωστόσο ελάχιστοι παρατηρητές διατηρούν αμφιβολίες ως προς το ότι η «ομάδα των συμμάχων» (ΝΑΤΟ) συγκεντρώθηκε για να αποκρούσει μια υποτιθέμενη ρωσική εισβολή στη Νορβηγία, όπου πραγματοποιήθηκε η προσομοίωση της μάχης.

Εφαρμογή του δόγματος

Αυτές είναι οι γενικές γραμμές του νέου Δόγματος Πομπέο, που στηρίζεται πάνω στο πραγματικά απαγορευμένο θέμα για την κυβέρνηση Τραμπ: την κλιματική κρίση. Με τον πιο επιθετικό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, αυτό το δόγμα προαναγγέλλει ένα μέλλον ατέρμονων ανταγωνισμών και συγκρούσεων στην Αρκτική, που θα εντείνονται διαρκώς στο βαθμό που ο πλανήτης θα υπερθερμαίνεται και ο θόλος των παγετώνων θα λιώνει.

Η ιδέα μιας αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με τους Ρώσους και τους Κινέζους στον Μεγάλο Βορρά, συγχρόνως με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής, είναι προφανώς διαδεδομένη στην Ουάσιγκτον. Τον Αύγουστο, είχε ήδη επικρατήσει αρκετά ως «κοινή λογική» στον Λευκό Οίκο (πέραν του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και του Πενταγώνου), ώστε να προτείνει ο πρόεδρος να αγοράσει τη Γροιλανδία. Και εφόσον πρόκειται για την εκμετάλλευση φυσικών αποθεμάτων και για μελλοντικές στρατιωτικές συρράξεις, η ιδέα αυτή δεν είναι και τόσο αλλόκοτη.

Στο κάτω-κάτω, η Γροιλανδία διαθέτει αφθονία φυσικών πόρων και στεγάζει επίσης την αμερικανική βάση στο Τιλέ. Απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου, η εγκατάσταση στο Τιλέ, κυρίως μια βάση για ραντάρ, βρίσκεται ήδη στο στάδιο του εκσυγχρονισμού της, κόστους 300 εκατ. δολαρίων, για να παρακολουθεί καλύτερα τις εκτοξεύσεις ρωσικών πυραύλων. Καταφανώς, οι κύριοι αρμόδιοι της Ουάσιγκτον θεωρούν τη Γροιλανδία ως ένα αξιόλογο αγαθό της κτηματαγοράς στην αναδυόμενη γεωπολιτική μάχη που ξεδιπλώνει ο Μάικ Πομπέο, μια εκτίμηση που έχει δρομολογηθεί και στο μυαλό του προέδρου Τραμπ.

Η Ισλανδία και η Νορβηγία παίζουν επίσης έναν σημαντικότατο ρόλο στους νέους στρατηγικούς υπολογισμούς του Πομπέο και του Πενταγώνου. Μια άλλη παλιά στρατιωτική εγκατάσταση της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, η βάση στο Κέφαβλικ της Ισλανδίας, επανδρώθηκε ξανά από το Ναυτικό και αξιοποιείται πλέον για πολεμικές αποστολές αντιμετώπισης υποβρυχίων. Στο μεταξύ, το Σώμα των Πεζοναυτών στάθμευσε πολλές εκατοντάδες μάχιμους σε βάση του Τροντχάιμ της Νορβηγίας, στην πρώτη μόνιμη ανάπτυξη ξένων στρατιωτών σε νορβηγικό έδαφος από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 2018, το Πεντάγωνο επανενεργοποίησε μάλιστα τον αδρανοποιημένο Δεύτερο Στόλο του Πολεμικού Ναυτικού, αναθέτοντάς του την αποστολή να «προστατεύει» τον Βόρειο Ατλαντικό, καθώς και τις ναυτικές προσβάσεις στην Αρκτική, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πρόσκεινται στη Γροιλανδία, την Ισλανδία κα τη Νορβηγία.

Ας λάβουμε λοιπόν υπόψη μας αυτά ως σημάδια μιας «θερμής» εποχής. Όλα αυτά δεν είναι βέβαια παρά μόνο η αρχή μιας σημαντικής συσσώρευσης στρατιωτικών δυνάμεων και μιας μόνιμης διαδικασίας δοκιμών της επιχειρησιακής ικανότητας του αμερικανικού στρατού στον Μεγάλο Βορρά. Ενδεικτικά, στο πλαίσιο της άσκησης Trident Juncture, το αεροπλανοφόρο Harry S. Truman και ο στολίσκος του από πλοία συνοδείας στάλθηκαν στη Νορβηγική Θάλασσα. Ήταν η πρώτη φορά που μια αμερικανική αεροναυτική αποστολή κινήθηκε υπεράνω του αρκτικού κύκλου μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το 1991. Επίσης, ο υπουργός Ναυτιλίας, Ρίτσαρντ Σπένσερ, ανακοίνωσε πρόσφατα την πρόθεση να σταλούν σε αποστολή στην Αρκτική πολεμικά πλοία επιφανείας (τα αμερικανικά πυρηνικά υποβρύχια κάνουν συχνά τέτοια ταξίδια, πλέοντας κάτω από τα στρώματα του πάγου), σε μια νέα στρατιωτική κίνηση.

Η ειρωνεία των πάγων

Παρότι ο Πομπέο και οι υφιστάμενοί του δεν αναφέρουν ποτέ τον όρο «κλιματική αλλαγή», κάθε πτυχή αυτού του νέου δόγματος αποτελεί απόρροια αυτού του φαινομένου.

Στο βαθμό που η ανθρωπότητα θα εκπέμπει στην ατμόσφαιρα όλο και περισσότερα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και που οι παγκόσμιες θερμοκρασίες θα συνεχίζουν να αυξάνονται, ο θόλος των παγετώνων της Αρκτικής θα συνεχίσει να συρρικνώνεται. Με τη σειρά του αυτό θα κάνει την εκμετάλλευση των άφθονων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της περιοχής όλο και πιο εφικτή, προκαλώντας μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, επιπλέον αύξηση της υπερθέρμανσης και ένα ακόμη ταχύτερο λιώσιμο των πάγων.

Με άλλα λόγια, το δόγμα του Μάικ Πομπέο αποτελεί συνταγή για καταστροφή. 

Ας προστεθεί σε αυτή την πασιφανή «κακοποίηση» του πλανήτη η πιθανότητα ότι η αύξηση των θερμοκρασιών και των θυελλών θα καταστήσουν την άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου όλο και λιγότερο βιώσιμη σε ορισμένα μέρη του. Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν πλέον ότι οι θερινές θερμοκρασίες στη διάρκεια της μέρας στις πετρελαιοπαραγωγές περιοχές π.χ. της Μέσης Ανατολής θα μπορούσαν να φθάσουν κατά μέσο όρο τους 120 βαθμούς Φαρενάιτ [49 βαθμούς Κελσίου] ως το 2050, γεγονός που θα καθιστούσε θανάσιμη κάθε ανθρώπινη εργασία σε ανοιχτό χώρο.

Ταυτόχρονα, βιαιότεροι τυφώνες και άλλες τροπικές καταιγίδες που θα περνούν πάνω από νερά όλο και πιο θερμά στον Ατλαντικό και στον Κόλπο του Μεξικού, θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο τη συνεχιζόμενη offshore εκμετάλλευση εκεί (αλλά και σε άλλες ζωνες εκτεθειμένες σε παρόμοιες καταιγίδες).

Εάν η ανθρωπότητα δεν στραφεί μέχρι τότε στα εναλλακτικά καύσιμα, η Αρκτική θα μπορούσε να αποτελέσει την κύρια πηγή άντλησης ορυκτών καυσίμων παγκοσμίως, εντείνοντας έτσι τη διαμάχη για τον έλεγχο των ζωτικών αποθεμάτων της.

Ίσως καμία πλευρά της απάντησης της ανθρωπότητας στην κλιματική κρίση δεν είναι τόσο σημαντική όσο η συγκεκριμένη. Όσο περισσότερο καταναλώνουμε ορυκτά καύσιμα, τόσο πιο γρήγορα θα μεταβάλουμε την Αρκτική, ενθαρρύνοντας την επιπλέον εξόρυξη των ορυκτών καυσίμων της και την περεταίρω συμβολή τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Καθώς άλλες περιοχές θα είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να υποστηρίξουν μια οικονομία στηριγμένη στην άντληση ορυκτών καυσίμων, η συνέχεια της εξάρτησης από το πετρέλαιο θα προκαλέσει την πλήρη καταστροφή του άλλοτε παρθένου Μεγάλου Βορρά, που θα μεταμορφωθεί σε μιαν αρένα σαν αυτή που φαντάζεται ο Πομπέο για μια καυτή σύρραξη και μια καταστροφή του πολιτισμού.

 

Συντάκτης
Μάικλ Τ. Κλερ