Βιβλιοκριτική: Η Γερμανική Επανάσταση (1917-1923)

Σωτήρης Μάρταλης
Ημερ.Δημοσίευσης

Πιερ Μπρουέ, Εργατική Πάλη, 2020 • 946 σελ. • €26,50

Μπρουέ Γερμανική Επανάσταση

Η Γερμανική Επανάσταση είναι υποτιμημένη μέσα στην ελληνική Αριστερά. Οι σχετικές εκδόσεις περιορίζονται στην Ελλάδα, εκτός από το Μπρουέ, σε λίγα άλλα βιβλία,(1) ενώ δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο σημαντικά από αυτά προέρχονται από εκδοτικούς οίκους που σχετίζονται με την τροτσκιστική παράδοση. Η Γερμανική Επανάσταση έγινε σε μια χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, με ισχυρή κυρίαρχη τάξη, ισχυρό ρεφορμιστικό κόμμα με παράδοση, ριζωμένο σε μία εργατική τάξη που αποτελούσε σχεδόν το μισό του πληθυσμού, και ισχυρό κράτος, χαρακτηριστικά που λιγότερο ή περισσότερο έχουν σήμερα εξαπλωθεί σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Παρά την αποτυχία της, τα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην εξέλιξή της και οι συζητήσεις πάνω σε αυτά μέσα στο κομουνιστικό κίνημα της εποχής, αποτελούν πηγή από την οποία μπορούμε να διδαχθούμε και να βγάλουμε πολύτιμα συμπεράσματα. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, αν ήταν νικηφόρα, θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη ροή της ιστορίας. Η επικράτηση της εργατικής επανάστασης στη Γερμανία με το τεράστιο βιομηχανικό δυναμικό, μαζί με την επαναστατική Ρωσία με την τεράστια αγροτική δυνατότητα, θα αποτελούσαν τη βάση μιας βιώσιμης Ένωσης Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών η οποία θα ενέπνεε και θα προωθούσε ακόμα περισσότερο το στόχο της επικράτησης του σοσιαλισμού παγκόσμια. Η τελική ήττα της, το 1923, δεν ήταν μόνο το τέλος των ελπίδων για την επικράτηση του σοσιαλισμού στη Γερμανία, αλλά και η αρχή για την απομόνωση της σοβιετικής Ρωσίας, την επικράτηση του σταλινισμού, παράλληλα με την επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία, με αποτέλεσμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.


Το βιβλίο του Μπρουέ «Η Γερμανική Επανάσταση 1917-1923» (στην ελληνική έκδοση σε δύο τόμους και 910 σελίδες) γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και εκδόθηκε το 1971. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πολλά αρχεία άνοιξαν μετά την κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Η βιβλιογραφία της εποχής για το θέμα ήταν αδύναμη και παραποιημένη. Μέχρι το 1962-63 το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΕΣΚΓ, SED) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είχε παρουσιάσει μια «επίσημη» εκδοχή της ιστορίας και όταν τελικά την παρουσίασε, ήταν γεμάτη παραποιήσεις και αποσιωπήσεις για να εξυπηρετεί η ιστορία τις τρέχουσες ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες. Σε όποια βιβλία κυκλοφορούσαν μέχρι τότε, υπήρχε η υποβάθμιση ή αποσιώπηση του ρόλου των σημαντικών τάσεων ή στελεχών που θεωρήθηκαν «αιρετικοί», η εξαφάνιση εγγράφων και η προσπάθεια να ταιριάξει η ιστορία στη σταλινική μονολιθικότητα και τις θέσεις της ηγεσίας του ΕΣΚΓ (SED). Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι στα περισσότερα από αυτά υπήρχε ακραία υποβάθμιση στελεχών όπως του Πάουλ Λέβι και του Καρλ Ράντεκ που αργότερα στήριξε την Αριστερή Αντιπολίτευση.


Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες της εποχής, το βιβλίο του Μπρουέ εντυπωσιάζει, με τα στοιχεία που παραθέτει και με τις αναφορές στις πηγές τους. Αξιοσημείωτο είναι το υλικό που σχετίζεται με τις απόψεις, τις αντιπαραθέσεις και συζητήσεις μέσα στο Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, αλλά και μέσα στη Διεθνή και στην ηγεσία των Μπολσεβίκων. Το εύρος και το βάθος της δουλειάς του Μπρουέ μας δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουμε εικόνα των απόψεων που αντιπαρατίθονταν και να μπορέσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα από τη Γερμανική Επανάσταση με στοιχεία και επιχειρήματα. Όλα αυτά κάνουν το συγκεκριμένο βιβλίο, το πιο πλήρες για το θέμα και ένα βιβλίο αναφοράς για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τη Γερμανική Επανάσταση.


Το «Κόκκινο» έχει κάνει αναλυτική παρουσίαση του Μπρουέ πριν το βιβλίο εκδοθεί στα ελληνικά (τ. 11, φθινόπωρο 2018) (https://rproject.gr/article/i-germaniki-epanastasi-1917-1923). Σε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση θα επισημάνω ορισμένα στοιχεία από το βιβλίο τα οποία νομίζω ότι απασχολούν και σήμερα τις ζωντανές δυνάμεις του κινήματος.


Είναι γνωστό ότι μία επανάσταση δεν είναι μόνο μια «έφοδος», ούτε μόνο μια «μεγάλη νύχτα». Ο Μπρουέ στο βιβλίο του για τη Γερμανική Επανάσταση γράφει για την περίοδο 1917-1923, για να δείξει τη μεγάλη διάρκεια και τις κορυφώσεις και υποχωρήσεις.


Η πρώτη κορύφωση ήταν το Νοέμβρη του 1918, με την ανταρσία των ναυτών στο Κίελο και το επαναστατικό κύμα που ακολούθησε, τη συγκρότηση των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων, την επανάσταση στο Βερολίνο και τον σχηματισμό της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκρατικού και του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η δεύτερη, τον Μάρτη του 1920,με την ανατροπή του πραξικοπήματος του στρατηγού Καπ. Το πραξικόπημα κατέρρευσε μετά από τη γενική απεργία, με γιγάντια κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Η οπλισμένη εργατική τάξη πήρε την κυβερνητική εξουσία σε τρία κρατίδια της Γερμανίας. Και η τρίτη κορύφωση ήταν το 1923, που ξεκίνησε με την κατάληψη του Ρουρ από τα γαλλικά και βελγικά στρατεύματα, τη δημιουργία κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών με τη στήριξη των κομουνιστών στη Σαξονία και, τον Αύγουστο, με τη γενική απεργία που ανέτρεψε την κυβέρνηση Κούνο.


Στη Γερμανία του 1917-23, η εργατική τάξη ξεδίπλωσε ένα τεράστιο επαναστατικό δυναμικό. Οι εξεγέρσεις απλώθηκαν στο χρόνο και στο χώρο, όμως δεν μπόρεσαν να συγκεντρωθούν σε ένα αποφασιστικό χτύπημα, ικανό να λύσει την αστάθεια της δυαδικής εξουσίας προς όφελος των εργατών. Δεν έγινε εφικτό αυτό που πέτυχαν οι εργάτες στη Ρωσία, αρχίζοντας από την Πετρούπολη τον Οκτώβρη του ’17. Ο λόγος γίνεται προφανής, μέσα από τις σελίδες του Μπρουέ, ακόμα και για τον άπειρο αναγνώστη: η έλλειψη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος, ριζωμένου μέσα στην εργατική τάξη, πειθαρχημένου και αποφασιστικού, ώστε να μπορέσει να συνενώσει τις προσπάθειες για την ανατροπή μιας αστικής τάξης από τις ισχυρότερες στον κόσμο. Όμως επίσης, μέσα στις σελίδες του Μπρουέ, ο πιο έμπειρος αναγνώστης θα βρει όλα τα αντικειμενικά προβλήματα που ερμηνεύουν τους δισταγμούς και τις υπαναχωρήσεις της Ρόζας, του Γιόγκισετς, της Τσέτκιν και του Μέρινγκ, αργότερα του Λέβι κ.ο.κ. Η σωστή κριτική στη γερμανική επαναστατική αριστερά για τις αδυναμίες της στο ζήτημα της κομματικής συγκρότησης, η ανάδειξη των λαθεμένων στοιχείων στην «αντιαυταρχική» κριτική τους στις οργανωτικές αντιλήψεις του Λένιν, γίνεται με σωστό και αντικειμενικό τρόπο, δηλαδή με ιστορική εντιμότητα, που διαχωρίζεται από τις μετέπειτα ισοπεδωτικές κριτικές του σταλινικού ρεύματος.


Κάτω από τις πιέσεις αυτής της τρομερής διαδικασίας η πολιτικοποίηση του εργατικού ριζοσπαστισμού, και οι οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις του, διασπώνται και ανασυνθέτονται σε διαφορετικά επεισόδια. Το SPD χάνει ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής βάσης του με τη συγκρότηση του USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), στο οποίο συμμετέχουν πέρα από πολλούς αγωνιστές της βάσης, τα στελέχη του παλιού «κέντρου» του SPD υπό την ηγεσία του Κάουτσκι, αλλά και τμήμα της αναθεωρητικής πτέρυγας υπό τον Μπερνστάιν, που δεν ακολούθησε τη δεξιά ηγεσία του SPD στο σοσιαλσοβινιστικό κατήφορο (οι «κεντριστές» βουλευτές καταψήφιζαν τις πολεμικές δαπάνες από το Δεκέμβρη του 1915). Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΓ (Γενάρης 1919), οι Σπαρτακιστές συνυπάρχουν και συνεννοούνται με την υπερ-αριστερή τάση των «Διεθνιστών Σοσιαλιστών». Σε όλη αυτή τη διαδρομή, στο Βερολίνο ξεχωρίζουν οι επαναστάτες-συνδικαλιστές βάσης, που είναι ισχυρότατοι στα εργοστάσια κυρίως της μεταλλουργίας, καθορίζουν τα γεγονότα, υποστηρίζουν την 3η Διεθνή και τον «ρωσικό δρόμο», όμως απαιτούν μόνιμα τη μέγιστη εφικτή ενότητα των εργατικών κομμάτων. Τον Οκτώβρη του ’19, το νεοσύστατο ΚΚΓ διασπάται: οι αριστεριστές συγκροτούν ένα «Εργατικό Κομουνιστικό Κόμμα», που εξελίχθηκε σχετικά σύντομα σε μια σέχτα περιορισμένης σημασίας. Ο Μπρουέ περιγράφει με αφοπλιστική ακρίβεια την αποφασιστική σημασία που είχε ο στόχος να κερδηθεί στο ΚΚΓ η μάζα των αγωνιστών του USPD και οι επαναστάτες συνδικαλιστές βάσης στο Βερολίνο. Τον στόχο αυτό είχε τότε κατανοήσει πλήρως μόνο η ηγετική ομάδα στελεχών γύρω από τον Πάουλ Λέβι, που διαδέχθηκε τη Ρόζα και τον Γιόκισετς στην ηγεσία των Σπαρτακιστών. Ο Λέβι κερδίζει την υποστήριξη της Διεθνούς και, μετά το συνέδριο του USPD στη Χάλε, καθοδηγεί την ενοποίηση με τη μαζική αριστερή πτέρυγα του USPD, που δημιούργησε το Δεκέμβρη του 1920 το VKPD (Ενοποιημένο Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας). Η Γερμανική Επανάσταση έμοιαζε να έχει βρει το μαζικό κόμμα που χρειαζόταν για να νικήσει. Όμως η συνέχεια απέδειξε ότι η σύγκρουση με το καταστροφικό δίπολο –την πάλη ενάντια στο ρεφορμισμό, μαζί με την πάλη ενάντια στον υπεραριστερό σεχταρισμό– ήταν ακόμα μπροστά τους.


Τα διλήμματα μεταξύ του υπεραριστερισμού/σεχταρισμού και της υποταγής στο ρεφορμισμό έμελλε να αναπαραχθούν με ένταση στο εσωτερικό του κόμματος, ακόμα και στις γραμμές της ηγεσίας του.


Σε καθεμιά από τις κορυφώσεις και τις διαδοχικές υποχωρήσεις, ο Μπρουέ αναπτύσσει την κατάσταση, τις δυνάμεις και τις απόψεις. Παραθέτει τα ιστορικά γεγονότα και προχωράει στην αντιπαράθεση-μάχη απόψεων κομμάτων και ηγετών, τη στάση που κράτησαν και τα συμπεράσματα που έβγαλαν. Επειδή το έργο είναι μεγάλο και τα συμπεράσματα πολλά, θα σταθώ σε δύο ζητήματα που διαπερνούν, από το ’20 και μετά, τη Γερμανική Επανάσταση και ουσιαστικά η συζήτηση γι’ αυτά μέσα στην Αριστερά συνεχίζεται μέχρι σήμερα,το Ενιαίο Μέτωπο και η Εργατική Κυβέρνηση: Είναι προφανές ότι αυτά τα δύο συνδέονται και όπως το θέτει ο Μπρουέ:(2)


«Η έκκληση για το ενιαίο μέτωπο των εργατικών οργανώσεων για την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και την κυβέρνησή του δεν γινόταν αντιληπτή χωρίς την προοπτική της επίλυσης του ζητήματος της εξουσίας. Η δικτατορία του προλεταριάτου παρέμενε, ασφαλώς, ο απώτερος στόχος, εντούτοις, στον δρόμο που οδηγούσε ως εκεί, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης στεφάνωνε τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου».


Η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου


Δεν είναι αυθαίρετο το να ισχυριστούμε ότι οι ρίζες της στρατηγικής σημασίας του Ενιαίου Μετώπου βρίσκονται στις εμπειρίες των κομουνιστών κατά την περίοδο της Γερμανικής Επανάστασης.


Η αντίληψη για το Ενιαίο Μέτωπο ως τμήμα της τακτικής των επαναστατών, ως η αποδοχή της ενότητας στη δράση μεταξύ των εργατικών κομμάτων, για να εκπληρωθούν συγκεκριμένα καθήκοντα –κυρίως αμυντικά– μιας δοσμένης περιόδου, ασφαλώς προϋπήρχε μέσα στο κίνημα και στη σοσιαλδημοκρατική αριστερά. Οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία έδωσαν τα κορυφαία παραδείγματα, αντιμετωπίζοντας ενωτικά τις πραξικοπηματικές απόπειρες της Δεξιάς, με τρόπο που άνοιγε τις προοπτικές προς το «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».


Όμως στη Γερμανία παρουσιάστηκαν βαθύτερες ανάγκες: Η επαναστατική διαδικασία απλώθηκε σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και αποδείχθηκε πιο σύνθετη πολιτικά απ’ ό,τι στη Ρωσία (διάκριση Ανατολής-Δύσης στον Λένιν και στον Τρότσκι, διάκριση «Πολέμου Κινήσεων»-«Πολέμου Θέσεων» στον Γκράμσι). Η ανάγκη για συστηματική πολιτική πάλη έγινε καθοριστική με στόχο να κερδηθεί από τους κομουνιστές η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αλλά και μια συνεκτική ηγεσία της εργατικής τάξης μέσα στο σύνολο των λαϊκών δυνάμεων (Μεταβατική Πολιτική - Ηγεμονία), και συνειδητοποιήθηκε ότι όλα αυτά μπορούν να υπηρετηθούν μόνο με τη μέθοδο του Ενιαίου Μετώπου. Αυτό το τρίπτυχο (διάκριση Ανατολής-Δύσης/Μεταβατική Πολιτική-Ηγεμονία/Ενιαίο Μέτωπο) έγινε έκτοτε η αναντικατάστατη βάση για κάθε επαναστατική σοσιαλιστική στρατηγική στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όπου είχε συντελεστεί η αστική-δημοκρατική επανάσταση και είχε συγκροτηθεί το σύγχρονο αστικό κράτος. Αυτό ήταν το κέντρο των μετέπειτα λαμπρών επεξεργασιών του Τρότσκι, αλλά και του Γκράμσι.


Επιστρέφοντας στον χρόνο που περιγράφει ο Μπρουέ, αυτό ήταν το νόημα της διεθνούς παρέμβασης του Λένιν με τη συγγραφή του βιβλίου του «Αριστερισμός, η παιδική ασθένεια του Κομμουνισμού», αλλά και η ψυχή των αποφάσεων της Τρίτης Διεθνούς στο 3ο και 4ο Συνέδριό της, μέχρι και τον θάνατο του Λένιν.


Ο Μπρουέ αναδεικνύει με εντιμότητα και αναλυτική προσοχή το γεγονός ότι τα διλήμματα της Γερμανικής Επανάστασης δεν δίχαζαν μόνο τη γερμανική ηγεσία, αλλά και τις δυνάμεις της Κομιντέρν, συμπεριλαμβανομένης της μπολσεβίκικης αντιπροσωπείας: ο Λένιν και ο Τρότσκι, επί της ουσίας, συμβαδίζουν με τη μειοψηφία της σπαρτακιστικής γερμανικής ηγεσίας (Τσέτκιν, Λέβι κ.ά.) απέναντι στην «υπερ-αριστερή» τάση των Ζηνόβιεφ-Μπουχάριν, που διαθέτουν την υποστήριξη της γερμανικής αριστερίστικης ηγετικής ομάδας των οπαδών της «θεωρίας της επίθεσης», ενώ ο Ράντεκ και άλλα στελέχη του μηχανισμού της Διεθνούς πηγαινοέρχονται μεταξύ των βασικών απόψεων, καθορίζοντας συχνά τις μειοψηφίες/πλειοψηφίες, ή (συχνότερα) την υλοποίηση των αποφάσεων. Οι συζητήσεις στη Διεθνή για την πρωτοβουλία του ΚΚΓ να απευθύνει πρόταση συστηματικής ενότητας δράσης στα άλλα εργατικά κόμματα με το «Ανοιχτό Γράμμα», οι συζητήσεις για την αντίστροφη καταστρεπτική πολιτική της «Δράσης του Μάρτη» και την καταδίκη των «θεωριών της επίθεσης», ή ο απολογισμός της διάσπασης του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο συνέδριο του Λιβόρνο, ήταν συζητήσεις θυελλώδεις, γεμάτες πολύτιμα συμπεράσματα. Ο Μπρουέ αναδεικνύει και φωτίζει όλα αυτά που χάθηκαν κάτω από τη λάσπη που προστέθηκε μετέπειτα για να χτίσει τεχνητά την εικόνα μιας «μονολιθικής» Διεθνούς στην εποχή του Λένιν. Ο Μπρουέ προσθέτει, επίσης, ένα κρίσιμο στοιχείο: οι συζητήσεις αυτές επηρεάζονταν από τις διεργασίες και τις διαμάχες στο εσωτερικό των Μπολσεβίκων, κατά την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από το καθεστώς του Πολεμικού Κομουνισμού προς τη ΝΕΠ.


Η κορύφωση της συζήτησης αφορούσε τη σύνδεση της στρατηγικής του Ενιαίου Μετώπου με το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, μέσα σε συνθήκες όπου μια εξέγερση που θα εγκαταστήσει ολοκληρωμένα την εργατική εξουσία, δεν είναι (ή δεν είναι, για την ώρα) άμεσα εφικτή. Δηλαδή, με το ζήτημα των κυβερνήσεων των εργατικών κομμάτων ή κυβερνήσεων της αριστεράς. 


Μπροστά στο πραξικόπημα του Καπ, το Μάρτη του 1920, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση το έβαλε στα πόδια για τη Δρέσδη, η αντίσταση στους πραξικοπηματίες ξεκίνησε από τη γενική επιτροπή των συνδικάτων, που συγκάλεσε ένας σοσιαλδημοκράτης συνδικαλιστής, ο Λέγκιεν, η οποία αποφάσισε την κήρυξη γενικής απεργίας.  


Με την απουσία του Πάουλ Λέβι, που ήταν φυλακισμένος, η ΚΕ του ΚΚΓ έδωσε ένα ακραίο δείγμα αριστερίστικης πολιτικής. Αποφάσισε και δημοσίευσε μία έκκληση3 στην «Κόκκινη Σημαία» (Die Rote Fahne):


«Θα πρέπει ο κόσμος της εργασίας σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες να συμμετάσχει στη γενική απεργία; Η εργατική τάξη, δέσμια χθες ακόμα, των αλυσίδων του Έμπερτ και του Νόσκε, αφοπλισμένη, στις χειρότερες συνθήκες, δεν είναι σε θέση να δράσει». 


Ο Λέβι, καθώς και ισχυρές κομματικές οργανώσεις, αντέδρασαν βίαια και τελικά ανατράπηκε αυτή η καταστροφική πολιτική.
Μετά την κατάρρευση του πραξικοπήματος κάτω από την πίεση της γενικής απεργίας σε πάρα πολλές περιφέρειες, οι σοσιαλδημοκράτες αγωνιστές της βάσης ακόμα και κάποιες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις είχαν βαδίσει μαζί με τους κομουνιστές και τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες, με συνθήματα που αντιτίθονταν σ’ αυτά της εθνικής τους ηγεσίας. Ο Λεγκιέν, για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της αντίδρασης, πρότεινε τη συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης», αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εργατικών κομμάτων και των συνδικάτων. 


Για τη συγκρότηση της εργατικής κυβέρνησης, η ΚΕ του ΚΚΓ αρχικά απέρριψε την προοπτική για συμμαχία με το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τα συνδικάτα. Σε δύο μέρες ανατρέπει αυτή την απόφαση και κρίνει επιθυμητή τη συγκρότηση μιας εργατικής κυβέρνησης, ενώ δηλώνει πως η δραστηριότητα του κόμματος θα έχει απέναντι σε μια τέτοια κυβέρνηση χαρακτήρα «νομιμόφρονος αντιπολίτευσης» (στήριξη απέναντι στην αντίδραση, αντιπολίτευση στο πρόγραμμα και στην τακτική). Παρά το ότι στην αρχή η ΚΕ πελαγοδρομούσε, κατέληξε τελικά σε στάση απέναντι στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, αποφεύγοντας τους κινδύνους του οπορτουνισμού και του σεχταρισμού-αριστερισμού. Η διακήρυξη για τη «νομιμόφρονα αντιπολίτευση» αποτελούσε μια τοποθέτηση εξαιρετικής σημασίας, που είχε τη δυναμική να τροποποιήσει το συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στην Αριστερά, όμως ήρθε καθυστερημένα, ενώ στην πράξη σχηματίστηκε μια νέα κυβέρνηση συμμαχίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα.


Με τα λόγια του Μπρουέ:(4)


«Έτσι εκτυλίσσονται την ίδια στιγμή δύο μάχες στο εσωτερικό του κομουνιστικού κόμματος και μέσα στη Διεθνή. Μια θεωρητική διαμάχη, που δεν είχε δομηθεί μ’ έναν σαφή τρόπο και που αντιμετωπιζόταν επιφανειακά, κυρίως γύρω από το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και της διακήρυξης νομιμόφρονος αντιπολίτευσης, και στην οποία αντιπαρατίθονταν αφενός δογματικοί κατήγοροι και αφετέρου συνετοί υποστηρικτές, που προσπαθούσαν ν’ αναδείξουν τις ελαφρυντικές περιστάσεις και να αντικρούσουν την κατηγορία του αναθεωρητισμού. Την ίδια στιγμή, διεξαγόταν ακόμα μια διαμάχη, πιο ανοιχτή και μετωπική, η επίθεση του Ράντεκ και των ακολούθων του ενάντια στον Λέβι και στην ομάδα του στην κεντρική επιτροπή. … Πράγματι η θεωρητική διαμάχη διακόπηκε από την παρέμβαση του Λένιν, με τη μορφή ενός πρόσθετου κειμένου, που συντάχθηκε τον Μάιο, στην έκδοση του “Αριστερισμός, παιδική ασθένεια του κομμουνισμού”… Προσπερνώντας τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και τις θεολογικού τύπου συζητήσεις ο Λένιν δήλωσε ότι η δήλωση νομιμόφρονος αντιπολίτευσης ήταν το αποτέλεσμα μιας τακτικής “σωστής κατά βάθος”, “απόλυτα σωστής στις βασικές της προκείμενες και στα πρακτικά της αποτελέσματα”».


Το πραξικόπημα του Καπ και τα λάθη του ΚΚΓ(Σ), καθώς και το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, έφεραν στο φως σημαντικές διαφωνίες και μέσα στην Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς:(5)


«Η διακήρυξη της “νομιμόφρονος αντιπολίτευσης” καταγγέλθηκε από τους Ράντεκ, Μπουχάριν, Μπέλα Κουν, αλλά τελικά στηρίχθηκε από τον Λένιν.
Αυτή η πρώτη συζήτηση διακόπηκε απότομα μετά την τοποθέτηση του Λένιν και την παραπομπή, κάτω από δική του παρότρυνση, του ζητήματος στο επόμενο συνέδριο της Διεθνούς».


Στο συνέδριο του ΚΚΓ το 1923 υιοθετήθηκαν οι θέσεις που είχαν ψηφιστεί στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομιντέρν. Ξεκινούσαν υπενθυμίζοντας ότι ο αγώνας για εξουσία ήταν ένας μαζικός αγώνας, ο αγώνας της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και για το θέμα του Ενιαίου Μετώπου ανέφερε:(6) 


«Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν αποτελεί ελιγμό για να εκθέσει τους ρεφορμιστές. Αντίθετα, το ξεμπρόστιασμα των ρεφορμιστών είναι μια μέθοδος για την ενοποίηση του προλεταριάτου σε μια συνεκτική αγωνιστική δύναμη». Καθώς οι κομουνιστές έπρεπε να είναι πάντα έτοιμοι ν’ αγωνιστούν, έπρεπε να είναι πάντα έτοιμοι να καταθέτουν τις προτάσεις τους για κοινούς αγώνες στις άλλες εργατικές οργανώσεις, με στόχο τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου: «Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ένα ενιαίο προλεταριακό μέτωπο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με έκκληση αγώνα στις μάζες (μόνο “από τα κάτω”) ή μόνο με διαπραγματεύσεις με τα ανώτατα όργανα (“από τα πάνω”)είναι αντιδιαλεκτική και στατική. Το ενιαίο μέτωπο θα αναπτυχθεί πολύ περισσότερο μέσα από τη ζωντανή διαδικασία της ταξικής πάλης, την αφύπνιση της συνείδησης της τάξης και τη βούληση ν’ αγωνιστούν όλο και πιο ευρεία στρώματα του προλεταριάτου».


Το ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου και της Εργατικής Κυβέρνησης επανέρχεται με διάφορες μορφές μέχρι σήμερα στο διεθνές, αλλά και στο ελληνικό κίνημα. Η επιλογή των χωριστών συγκεντρώσεων, όπως και σεκταριστικές επιλογές σε πολλά συνδικάτα, χαρακτηρίζουν την Αριστερά στη χώρα μας. Οι παλινωδίες συμμετοχής σε κυβέρνηση μαζί με αστικά κόμματα από το ΚΚΕ το 1989, (αλλά και το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα το ’36, και η συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπανδρέου το 1945), αλλά η άρνηση ακόμα και στήριξης-ανοχής, με προγραμματικές προϋποθέσεις, το 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει τις διαστάσεις που έχει το ζήτημα.


Το βιβλίο του Μπρουέ αποτελεί ένα αναντικατάστατο διάβασμα για τους αγωνιστές/στριες που θέλουν να δώσουν συγκροτημένες απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα, αξιοποιώντας τις μεγάλες στρατηγικές συζητήσεις στο παρελθόν, στην εποχή του Λένιν και του μεγάλου επαναστατικού κύματος που εξαπέλυσε ο Οκτώβρης του ’17.


Αξίζουν συγχαρητήρια στους σ/φους και σ/σες της ΟΚΔΕ και των εκδόσεων Εργατική Πάλη, που έβαλαν αυτό το βιβλίο στη διάθεση της πολιτικοποίησης μέσα στο ελληνικό κίνημα και αποτελεί καθήκον όλων μας το να το αξιοποιήσουμε δημιουργικά.


Σημειώσεις


1. Ρούγκε Βόλφρανγκ: Η Επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία (Σύγχρονη Εποχή 1991), Χάρμαν Κρις: Η χαμένη Επανάσταση – Γερμανία 1918-1923 (Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008), Σερζ Βικτόρ: Μαρτυρίες από τη Γερμανική Επανάσταση (Red Marks 2018). Κυκλοφορούν ακόμη: Τόλλερ Έρνστ: Ήμουν ένας Γερμανός (Ερατώ 2016), Prudhommeaux Andre: Σπάρτακος, Η κομμούνα του Βερολίνου 1919 (Διεθνής βιβλιοθήκη 1981).
2. Μπρουέ Πιερ: Η Γερμανική Επανάσταση (1917-1923), Τόμος Β, σελ. 105
3. Ό. π., Τόμος Α, σελ. 365.
4. Ό. π., Τόμος Α, σελ. 399.
5. Ό. π., Τόμος Α, σελ. 407.
6. Ό. π., Τόμος Β, σελ. 131.

Συντάκτης
Σωτήρης Μάρταλης