Η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών: Από μια σοσιαλιστική φεμινιστική οπτική γωνία

Τζοάνα Μπρένερ
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο γράφτηκε για το logos journal (vol. 13, no. 3-4) στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχετικού αφιερώματος και αναδημοσιεύτηκε στο internationalviewpoint.org. Τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα. Η Τζοάνα Μπρένερ είναι φεμινίστρια κοινωνιολόγος. Έχει αρθρογραφήσει για το New Left Review και το Monthly Review και έχει γράψει σοσιαλιστικά φεμινιστικά βιβλία όπως «Women and the Politics of Class» και «Rethinking the Political: Women, Resistance, and the State».

σεξεργάτριες διαδήλωση

Η τρέχουσα δημόσια συζήτηση μεταξύ των φεμινιστριών για τη σεξουαλική εργασία περισσότερο δημιουργεί εντάσεις παρά ρίχνει φως στο θέμα. Οι κατηγορίες για κακοπιστία εκτοξεύονται και από τις δύο πλευρές, τα ευρήματα ερευνών επιστρατεύονται για να αποδυναμώσουν το επιχείρημα της άλλης πλευράς, ακόμη και όταν η ίδια η έρευνα έχει περιορισμούς από τις μεθόδους και το αντικείμενό της, ενώ φωνές διαφορετικών σεξεργατριών χαρακτηρίζονται από την κάθε πλευρά είτε ως αυθεντικές είτε ως χειραγωγημένες, ανάλογα με τη θέση την οποία οι φωνές αυτές φαίνεται να υποστηρίζουν.


Οι φεμινίστριες που θέλουν να υπερασπιστούν το δικαίωμα των σεξεργατριών να πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες, υποστηρίζουν ότι δεν είναι και τόσο διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη εργασία παροχής υπηρεσιών που είναι κατηγοριοποιημένη έντονα με βάση το φύλο. Εκτιμώ το γεγονός ότι αυτή η θέση απομακρύνει την πορνεία από το χώρο της σκανδαλοθηρίας και του δράματος και την επανατοποθετεί στη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας.(1)


Ωστόσο, για να δικαιολογηθεί αυτή η επανατοποθέτηση, οι υποστηρίκτριές της τείνουν να υποβαθμίζουν τις ιδιαίτερα επισφαλείς και επικίνδυνες πτυχές αυτής της εργασίας. Παράλληλα, αγνοούν ή απορρίπτουν το φεμινιστικό επιχείρημα ότι η πορνεία είναι μια ακραία έκφραση του σεξισμού. Από την άλλη πλευρά, οι φεμινίστριες που υποστηρίζουν ότι η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών είναι εγγενώς επιβλαβής και πρέπει να απαλειφθεί, υποτιμούν την αντοχή και την ικανότητα επιβίωσης εκείνων των εκδιδόμενων οι οποίες μπορεί να μην θεωρούν ότι η δουλειά τους είναι μοναδικά δύσκολη ή επικίνδυνη ή μπορεί είναι περήφανες για την ικανότητά τους να διαχειρίζονται με επιτυχία αυτούς τους κινδύνους.


Κατά την τελευταία δεκαετία, το διακύβευμα σε αυτή τη δημόσια συζήτηση έχει αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των προσπαθειών για τη θέσπιση νόμων για τη σεξουαλική εργασία στο όνομα φεμινιστικών στόχων. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι φεμινίστριες που υποστηρίζουν το σκανδιναβικό μοντέλο, στο οποίο ο νόμος ποινικοποιεί τους πελάτες, αλλά όχι αυτές που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες και απαγορεύει σε οποιοδήποτε «τρίτο πρόσωπο» να αποκομίζει κέρδος από αυτό. Αυτές οι φεμινίστριες επιδοκιμάζουν τη διεύρυνση των νόμων κατά της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική-οικονομική εκμετάλλευση (sex trafficking). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι φεμινίστριες που ζητούν την αποποινικοποίηση (και νομοθετική ρύθμιση) της σεξουαλικής εργασίας, οι οποίες θεωρούν ότι η νομοθεσία κατά του sex trafficking είναι υπερβολικά ευρεία και ποινικοποιεί αντί να προστατεύει τις γυναίκες που μεταναστεύουν για να κάνουν σεξεργασία.


Από τη στιγμή της εμπλοκής σε μια πολιτική μάχη, είναι τεράστια η πίεση να υπεραπλουστευθεί το επίμαχο ζήτημα προκειμένου να «κερδηθεί» η μάχη. Δεν θέλω να πάρω μια «αποστασιοποιημένη» θέση, λες και εγώ είμαι υπεράνω αυτής της διαμάχης. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν έχει προσφέρει καλές υπηρεσίες στο φεμινισμό το γεγονός ότι κάθε πλευρά σε αυτή τη συζήτηση προσεγγίζει ένα θέμα τόσο ποικιλόμορφο (ιδίως ως παγκόσμιο φαινόμενο), πολύπλοκο και δύσκολο να ερευνηθεί (λόγω της «κρυφής» του φύσης) όπως η πορνεία με τόση βεβαιότητα που είναι αδικαιολόγητη. Πιστεύω επίσης ότι είναι λάθος να τίθεται το ζήτημα της σεξουαλικής εργασίας με διαζευκτικό τρόπο, π.χ. η σεξουαλική εργασία είναι καταπιεστική ή ενδυναμωτική;


Βρίσκομαι διχασμένη ανάμεσα σε περιγραφές της πορνείας που είναι έντονα αντικρουόμενες, αλλά όλες μοιάζουν ακριβείς. Υπάρχει ένα τεράστιο φάσμα στην εργασία πώλησης σεξουαλικών υπηρεσιών και εκτεταμένες διαφορές στις εμπειρίες των σεξεργατριών ανάλογα με την τοποθεσία, την οργάνωση και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτελείται η εργασία. Πρόκειται επίσης για μια δουλειά στην οποία υπάρχει ταξική και φυλετική διαστρωμάτωση. Στον (μικρό) τομέα της «μεσαίας τάξης» του σχετικού κλάδου στις ΗΠΑ, λευκές γυναίκες, των οποίων το 90% διαθέτει κάποιου είδους πανεπιστημιακή μόρφωση, βγάζουν 500 και παραπάνω δολάρια την ώρα, εργαζόμενες ως ανεξάρτητες συνοδοί. Οι μη-λευκές γυναίκες [ΣτΜ: «Women of color», όρος που περιγράφει -με «θετικό» προσδιορισμό- τις κοινές εμπειρίες όλων των γυναικών που δεν είναι λευκές, αλλά διαφέρει από τον αρνητικά φορτισμένο ιστορικά όρο «colored», που θα αποδιδόταν ως «έγχρωμες»] υπερεκπροσωπούνται στο πεζοδρόμιο, εξυπηρετώντας πελάτες μέσα σε αυτοκίνητα ή σε δωμάτια μοτέλ. Γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη μεταναστεύουν προκειμένου να εργαστούν σε αίθουσες μασάζ, οίκους ανοχής και κλαμπ στη Δύση, οι γυναίκες από τις Φιλιππίνες πηγαίνουν στην Ιαπωνία, έφηβα κορίτσια από την επαρχιακή Ινδία εκδίδονται σε οίκους ανοχής της Καλκούτας. Οι μετανάστριες που δεν βρίσκονται κάτω από άμεσο εξαναγκασμό, βασίζονται και σε νόμιμα και σε παράνομα δίκτυα για να ταξιδέψουν και μόλις μπουν στη δουλειά, βιώνουν την εκμετάλλευση και τον εξαναγκασμό σε διάφορους βαθμούς, από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας και την κλοπή του μεροκάματου μέχρι σχεδόν την υποδούλωση. Προσπαθώ να λάβω υπόψη μου αυτές τις διακυμάνσεις, αλλά με περιορισμένο τρόπο, δεδομένων των περιορισμών στην έκταση του κειμένου.


Ήμουν ανέκαθεν «κοινωνική κονστρουκτιβίστρια» όσον αφορά την κατανόηση της σεξουαλικότητας και έτσι σε γενικές γραμμές αισθάνομαι άβολα με οικουμενικού τύπου διατυπώσεις σχετικά με το πώς οι γυναίκες βιώνουμε τα σώματά μας και τους εαυτούς μας ως σεξουαλικά όντα. Ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών κάτω από τις οποίες εργάζονται οι περισσότερες εκδιδόμενες, συμπεριλαμβανομένου του έντονου στιγματισμού, της οικονομικής εκμετάλλευσης, καθώς και της ποινικοποίησης, αναρωτιέμαι αν η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών δεν ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη σωματική και ψυχική τους υγεία -κινδύνους που είναι υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες εργασίες παροχής υπηρεσιών που έχουν μεγάλο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης (οι οποίες σίγουρα επίσης δεν είναι απαλλαγμένες από κινδύνους).


Ως σοσιαλίστρια φεμινίστρια, αντιτίθεμαι στην αυξανόμενη εισβολή της εμπορευματοποίησης σε κάθε τομέα ανθρώπινης εμπειρίας, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών σχέσεων. Ωστόσο, κατανοώ επίσης τον κίνδυνο που ενέχει για τις φεμινίστριες η κατασκευή απόλυτα δυϊστικών σχημάτων όπως ιδιωτικό εναντίον δημοσίου, οικογένεια εναντίον αγοράς, φυσικό εναντίον κατασκευασμένου -τα οποία ήταν θεμελιώδη για τις πατριαρχικές κατασκευές της θηλυκότητας και για την καταπίεση των γυναικών.


Με έλκει το φεμινιστικό επιχείρημα ότι υπάρχει κάτι εγγενώς σεξιστικό στην επιθυμία και στην ικανότητα των ανδρών να αγοράζουν σεξουαλική ικανοποίηση -είτε πρόκειται για ένα χλιδάτο ραντεβού με συνοδό είτε για μια πίπα στα γρήγορα μέσα σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ωστόσο, δυσκολεύομαι επίσης να μετατρέψω αυτή την κριτική σε κοινωνική πολιτική ή νομοθεσία χωρίς να αναπαράγω τον στιγματισμό των ανθρώπων που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες.


Σε αυτό το κείμενο προσπαθώ να ταξινομήσω τους διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με την εργασία της πώλησης σεξουαλικών υπηρεσιών. Στη συνέχεια, εξετάζω τα επιχειρήματα και τα δεδομένα όσον αφορά τα διαφορετικά νομικά πλαίσια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο, με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία, να προσδιοριστούν το κόστος και τα οφέλη του καθενός. Παρ’ όλα αυτά, καταλήγω υποστηρίζοντας την αποποινικοποίηση και τη θεσμοθέτηση κανονισμού λειτουργίας του κλάδου, επειδή πιστεύω ότι αυτή η θέση προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες αυτο-οργάνωσης για τις εργαζόμενες. Ακόμη και υπό συνθήκες ποινικοποίησης, οι σεξεργάτριες σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Ινδία και η Νέα Ζηλανδία έχουν δημιουργήσει εντυπωσιακές οργανώσεις βάσης. Η αποποινικοποίηση θα μπορούσε να το διευκολύνει αυτό.


Ωστόσο, τα οφέλη της αποποινικοποίησης (ή οποιουδήποτε νομικού πλαισίου) είναι εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς δεν θίγονται οι δυνάμεις που δημιουργούν τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας σε αυτόν τον κλάδο. Η σύγχρονη πορνεία συνδέεται με τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τις πατριαρχικές κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές διευθετήσεις, που είναι συνυφασμένες με αυτόν. Είναι σημαντικό, επομένως, οι φεμινίστριες που νοιάζονται για τις εκδιδόμενες, να συμμετέχουν στους αγώνες των γυναικών σε όλο τον κόσμο για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, για αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, για τα εργασιακά δικαιώματα, για τον τερματισμό της λιτότητας, για την αύξηση των μισθών τους, για την αναγνώριση της αξίας της εργασίας παροχής φροντίδας, για τον τερματισμό της φτώχειας τους.


Είναι η πορνεία μια παροχή υπηρεσίας όπως όλες οι άλλες;(2)


Ο ισχυρισμός ότι η πορνεία είναι μοναδικά δύσκολη και επικίνδυνη περιστρέφεται γύρω από τρεις ιδέες. Πρώτον, ότι αν και πολλές εργασίες παροχής υπηρεσιών απαιτούν από τις εργαζόμενες να χρησιμοποιούν το σώμα τους ή τα συναισθήματά τους ή και τα δύο για να καλύψουν τις ανάγκες των πελατών (ή των ασθενών, ή των παιδιών, ή των ηλικιωμένων), η πορνεία περιλαμβάνει ένα επίπεδο σωματικής εισβολής από τον πελάτη, το οποίο είναι μοναδικό και εγγενώς επιβλαβές. Δεύτερον, ότι οι εργαζόμενες βιώνουν υψηλά επίπεδα βίας, εκτεταμένες βλάβες στην υγεία τους και συναισθηματικά τραύματα. Τρίτον, ότι ακριβώς επειδή πρόκειται για τόσο απαίσια δουλειά, καμιά δεν θα επέλεγε να την κάνει εθελοντικά. Το επακόλουθο συμπέρασμα είναι ότι οι εκδιδόμενες σχεδόν πάντα εξαναγκάζονται (ή εξαπατούνται ή παρασύρονται) στο να κάνουν αυτή τη δουλειά και κατακρατούνται εκεί από άλλους.(3)


Η συγκέντρωση αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων για την υποστήριξη ή την αντίκρουση τέτοιων ισχυρισμών είναι δύσκολη, καθώς μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας γίνεται στα κρυφά. Ορισμένος, πιθανώς όχι μικρός, αριθμός εκδιδόμενων εργάζεται σε συνθήκες που μοιάζουν με δουλεία και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τις βρει κανείς ή να τις μελετήσει. Οι εκδιδόμενες που είναι πρόθυμες να απαντήσουν σε ερωτήσεις μπορεί να είναι εκείνες που έχουν τις καλύτερες συνθήκες και είναι οι λιγότερο φοβισμένες να μιλήσουν με έναν ερευνητή. Οι «καλά πληροφορημένες» πηγές (π.χ. αστυνομικοί, κοινωνικοί λειτουργοί και εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, ΜΚΟ, εργαζόμενες στον τομέα του σεξ) συχνά έχουν τη δική τους ατζέντα και αποσπασματική/μεροληπτική πληροφορία, οδηγώντας σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά τη σεξουαλική εργασία(4). Κι ενώ δεν βλέπω κανένα λόγο να αρνηθώ ότι η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών εκθέτει τις εργαζόμενες στον κίνδυνο να υποστούν σωματική βία, βλάβη στην υγεία τους και συναισθηματική συντριβή, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι περισσότερες εργασίες παροχής υπηρεσιών όπου απασχολούνται πλειοψηφικά γυναίκες, νομίζω ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών μπορούν είτε να αυξήσουν είτε να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους αυτούς.


Εξαναγκασμός ή επιλογή;


Όλες οι πλευρές αυτής της συζήτησης συμφωνούν ότι ο άμεσος εξαναγκασμός (από τους νταβατζήδες, τους ιδιοκτήτες οίκων ανοχής, τους σωματέμπορους) είναι άδικος και υποστηρίζουν την απαγόρευσή του.(5) Οι διαφορές περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της επιλογής. Ορισμένες εκδιδόμενες δεν έχουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις λόγω της τοξικοεξάρτησης, της ηλικίας τους ή των ακραίων διακρίσεων στη νομιμοποιημένη οικονομική δραστηριότητα (π.χ. τρανσέξουαλ άτομα). Αλλά για πολλές, τα οφέλη της πορνείας θεωρούνται μεγαλύτερα από τους κινδύνους, δεδομένων των πολύ περιορισμένων επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους στις έμφυλα κατηγοριοποιημένες καπιταλιστικές αγορές εργασίας. Δεν είναι κυρίως ο δραματικός καταναγκασμός της παραπλάνησης και της αιχμαλωσίας, αλλά ο «μουντός» εξαναγκασμός της αγοράς που ωθεί τις γυναίκες σε αυτή την εργασία -εργασία που συχνά πληρώνει περισσότερα και έχει πιο ευέλικτες ώρες από άλλες διαθέσιμες θέσεις εργασίας. (Για βαθύτερη ανάλυση του ζητήματος της επιλογής και της εργασίας στον καπιταλισμό, δείτε το δοκίμιο της Nancy Holmstrom).


Εκείνες που υποστηρίζουν ότι η πορνεία είναι επάγγελμα, επισημαίνουν ότι σπάνια διερωτόμαστε για το αν μια γυναίκα πραγματικά «επιλέγει» να είναι σερβιτόρα ή βοηθός-νοσοκόμα. Γιατί λοιπόν το διερωτόμαστε αυτό για τις εκδιδόμενες; Το δέχομαι αυτό. Ωστόσο, θα ήθελα στη συνέχεια να αναρωτηθώ, το να παίρνεις πίπα πραγματικά δεν διαφέρει από το να σερβίρεις ένα γλυκό; Ή να αλλάζεις πάνες σε ένα γηροκομείο; Αυτή είναι η ερώτηση με την οποία θέλω τώρα να ασχοληθώ.


Κίνδυνοι για τη συναισθηματική υγεία


Είναι δύσκολο, αλλά αναγκαίο, να αναγνωρίσουμε τα περίπλοκα και πολιτισμικά διαμορφωμένα συναισθήματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα, την οικειότητα και τα σώματα σε αυτή τη συζήτηση. Οι έννοιες που αποδίδονται στα σωματικά όρια και τις σεξουαλικές ανταλλαγές ποικίλλουν εντός των ανθρώπινων πολιτισμών. Στο κοινωνικό περιβάλλον των περισσότερων πρωταγωνιστριών της φεμινιστικής συζήτησης (και σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες) τα σωματικά μας όρια χτίζονται ως απαραβίαστος τόπος της προσωπικής μας υπόστασης. Επιπλέον, τα μέρη του σώματος που είναι πιο στενά συνδεδεμένα με τη σεξουαλική διέγερση είναι κεντρικής σημασίας για την ψυχολογική αίσθηση της ιδιωτικότητας. Πολλές εργαζόμενες στον τομέα των υπηρεσιών αυξημένης γυναικείας απασχόλησης έχουν στενή επαφή με τα σώματα των άλλων ανθρώπων και με τις «βρόμικες» πλευρές της ζωής. Ωστόσο, τα δικά τους σωματικά όρια σε γενικές γραμμές παραμένουν άθικτα. Στην πορνεία όχι και τόσο. Εδώ, τα «απόκρυφα» ιδιωτικά μέρη χρησιμοποιούνται στην υπηρεσία της ευχαρίστησης κάποιου άλλου και όχι της δικής τους. Αυτό δημιουργεί πραγματικούς ψυχολογικούς κινδύνους -αποξένωσης κάποιας από την επιθυμία της, αποσύνδεσης από το σώμα της, άμβλυνσης των συναισθημάτων της, κατάθλιψης και ούτω καθεξής.


Οι εκδιδόμενες χρησιμοποιούν μια σειρά από στρατηγικές για να προστατευτούν από αυτούς τους συναισθηματικούς κινδύνους. Μια απ’ αυτές είναι ο επαναπροσδιορισμός των μελών του σώματος και των σεξουαλικών δραστηριοτήτων μεταξύ αυτών που «φυλάσσονται» για τον εαυτό τους και τους στενούς συντρόφους τους και αυτών που χρησιμοποιούνται για την εργασία -για παράδειγμα, να μην επιτρέπουν στον πελάτη τα φιλιά ή το στοματικό σεξ. Σε αρκετές μελέτες, τα προφυλακτικά λειτουργούν ως δείκτες του ορίου μεταξύ του σεξ στην εργασία και του σεξ για ευχαρίστηση, όπου οι εκδιδόμενες επιμένουν στη χρήση προφυλακτικών από τους πελάτες, αλλά όχι από τους σεξουαλικούς τους συντρόφους.(6)


Στο μεγαλύτερο μέρος της πορνείας, η εργαζόμενη υποχρεούται να κάνει περισσότερα από το να διαθέσει το σώμα της για χρήση. Η Melissa Gira Grant υποστηρίζει ότι η σεξουαλική εργασία είναι μια παράσταση.(7) Αλλά ποιες φαντασιώσεις με βάση το φύλο πραγματοποιούνται και τι διακινδυνεύουν οι γυναίκες, όταν τις πραγματοποιούν;


Η δεξιοτεχνία της παράστασης επικεντρώνεται στην προσποίηση της επιθυμίας. Θα επεκτείνω στην πορνεία την ανάλυση της Susan Bordo σχετικά με τις γυναίκες στην πορνογραφία. «Στην πορνογραφία, οι γυναίκες είναι υποκείμενα, αλλά υποκείμενα των οποίων η δυνατότητα για δράση εκδηλώνεται μόνο ως επιθυμία να ευχαριστήσουν τον άνδρα θεατή... Υπάρχει μυαλό μέσα στο πορνογραφικό γυναικείο σώμα, αλλά αυτό εκφράζει μόνο ένα περιορισμένο φάσμα μη απειλητικών επιθυμιών και άρα υφίσταται ως συντετμημένος εαυτός του».(8)


Η κεντρική φαντασίωση που αναπαριστάται στην πορνεία εκφράζει τον επίμονο αρσενικό ναρκισσισμό των πολιτισμικά αποδεκτών  σεξουαλικών σεναρίων. Οι άνδρες που αγοράζουν σεξουαλικές υπηρεσίες, είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιοι με τους άνδρες που δεν το κάνουν -δεν είναι απαραίτητα πιο μοναχικοί, λιγότερο ελκυστικοί, με μικρότερη σεξουαλική αυτοπεποίθηση, ανύπαντροι, παρότι μερικοί απ’ αυτούς είναι.(9) Κατά την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών, εκφράζουν ευρύτερες πατριαρχικές κατασκευές της σεξουαλικότητας, οι οποίες  εξουσιοδοτούν την αρσενική αίσθηση του δικαιώματος στη σεξουαλική απόλαυση/εκτόνωση που τους προσφέρουν οι γυναίκες και στην επιβεβαίωση από τις γυναίκες της ανδρικής τους σεξουαλικής ικανότητας.(10)


Εξαιρώντας τις πιο σύντομες/περιορισμένες επαφές, στην πορνεία η προσομοίωση της ευχαρίστησης έχει κεντρική σημασία. Πολλές μελέτες της πορνείας ως εργασίας βασίζονται στην ανάλυση της Arlie Hochschild σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στο βιβλίο της «The Managed Heart». Η Hochschild υποστηρίζει ότι το να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τους «κανόνες των αισθήσεων» είναι μέρος του πώς οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Μπορούμε να αντλήσουμε από ένα ρεπερτόριο παλαιότερων συναισθηματικών εμπειριών προκειμένου να εκφράσουμε συναισθήματα που επιθυμούμε να αισθανθούμε. Υπό αυτή την έννοια, «διευθύνουμε» τα συναισθήματά μας.(11)


Αλλά όπως ο Μαρξ υποστήριξε ότι η αλλοτριωμένη εργασία δεν έχει μόνο σχέση με το να κάνει κάποιος μια δουλειά, αλλά με το πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας μέσα στο οποίο ενεργεί, η Hochschild υποστηρίζει ότι όταν τα συναισθήματα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο μιας εξωτερικής δύναμης, τότε η εργαζόμενη κινδυνεύει να αποξενωθεί από τον εαυτό της. Το θέμα δεν είναι να αντιπαραβάλουμε κάποιον «ουσιαστικό» ή «αυθεντικό» εαυτό σε αντίθεση με τον εαυτό που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της εργασίας. Είναι κυρίως το να τεθεί το ερώτημα, αν οι απαιτήσεις της διαχείρισης συναισθημάτων σε ορισμένες θέσεις εργασίας και κάτω από ορισμένες εργασιακές συνθήκες επηρεάζουν την ικανότητα της εργαζόμενης να διαχειρίζεται τα συναισθήματά της προς το δικό της όφελος και για τους δικούς της σκοπούς, όταν δεν είναι στη δουλειά της.(12)


Η Hochschild μελέτησε μη συνδικαλισμένες αεροσυνοδούς, που εργάζονται σε μια αεροπορική εταιρεία με έδρα στον αμερικάνικο Νότο. Αυτό, λέει, της επέτρεψε να επικεντρωθεί σε έναν τομέα απασχόλησης όπου οι απαιτήσεις για διαχείριση συναισθημάτων ήταν οι μεγαλύτερες δυνατές. Με τη διάδοση του φεμινισμού, την επιτάχυνση της βιομηχανίας και την αύξηση του συνδικαλισμού, ο ρόλος των αεροσυνοδών έχει αλλάξει. Δεν βλέπουμε πλέον διαφημίσεις για αεροπορικές εταιρείες του στυλ «Με λένε Sara, κάνε με να πετάξω». Αλλαγές τέτοιου είδους δεν είναι εφικτές στην πορνεία.


Η Hochschild ανέπτυξε τις έννοιες της «επιφανειακής προσποίησης» και της «βαθιάς προσποίησης», προκειμένου να κάνει τη διάκριση μεταξύ εργασιών που απαιτούν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συναισθηματικής επένδυσης στην εκτέλεση της συναισθηματικής εργασίας, με τη «βαθιά προσποίηση» να προκαλεί πιο καταστροφικές μορφές αποξένωσης. Όπως υποστηρίζει η Elizabeth Bernstein, στο μεταβιομηχανικό στίβο της πορνείας στις πόλεις ανά τον κόσμο, η ζήτηση για «βαθιά προσποίηση» διευρύνεται, όταν οι εκδιδόμενες ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να προσφέρουν «αυθεντικό δέσιμο» -την πώληση αυθεντικής συναισθηματικής και σωματικής σύνδεσης.(13) Το να διατηρήσεις μια ψυχρή στάση και μια  συναισθηματική απόσταση κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης της «εμπειρίας σχέσης» (girlfriend experience) για κάποιον πελάτη, μπορεί να αποβεί περισσότερο παρά λιγότερο συναισθηματικά εξουθενωτικό.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αρνητικές συνέπειες του να κάνεις μια πολύ στιγματισμένη εργασία που είναι τόσο απαιτητική ψυχολογικά. Ακόμη και πέρα από τα άγχη που προκαλεί η παρανομία, το κοινωνικό στίγμα ρίχνει τη σκιά του στην εργασιακή ζωή των εκδιδόμενων. 


Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση των κινδύνων για τη συναισθηματική υγεία των εκδιδόμενων είναι δύσκολη. Πράγματι φαίνεται ότι η ψυχική υγεία των γυναικών που κάνουν πεζοδρόμιο είναι χειρότερη από αυτή των γυναικών με την ίδια ηλικία και το ίδιο υπόβαθρο που δεν είναι εκδιδόμενες. Είναι δύσκολο να ξεδιαλύνει κανείς τους πολλαπλούς λόγους για αυτή τη διαφορά. Ορισμένες έρευνες υποδηλώνουν ότι κάποιοι παράγοντες στη ζωή τους, συχνά συνδεόμενοι με την καταρχήν είσοδό τους στη σεξουαλική εργασία (π.χ. χρήση ναρκωτικών, διάφορα παιδικά τραύματα, νεαρή ηλικία εισόδου στην πορνεία), εξηγούν τη διαφορά περισσότερο από ό,τι η ίδια η εργασία.(14)


Τα στοιχεία για την πορνεία σε κλειστούς χώρους είναι ανάμικτα. (Ο όρος «κλειστός χώρος» καλύπτει μια σειρά από τοποθεσίες, όπως σάουνες και αίθουσες μασάζ, εργαζόμενες που «καλεί» κανείς όπως οι συνοδοί, γυναίκες που εργάζονται μόνες τους ή με άλλες έξω από ένα διαμέρισμα και εργασία σε οίκους ανοχής οι οποίοι μπορεί να είναι είτε νόμιμοι είτε παράνομοι). Μια μελέτη στην Ολλανδία συνέκρινε εργαζόμενες σε τέτοιους νόμιμους κλειστούς χώρους, με γυναίκες που εργάζονται στον τομέα της υγείας -κυρίως νοσοκόμες- και με ανθρώπους που υποβάλλονταν σε θεραπεία λόγω «επαγγελματικής εξουθένωσης» (burnout). Διαπίστωσε ότι σε δύο από τις τρεις κατηγορίες μέτρησης, οι νοσοκόμες και οι εκδιδόμενες είχαν παρόμοια αποτελέσματα, τα οποία ήταν πολύ χαμηλότερα από αυτά της ομάδας που υποβάλλονταν σε θεραπεία. Οι εκδιδόμενες σημείωσαν μεγαλύτερο σκορ από τις νοσοκόμες σε μία μέτρηση, αυτή της «αποπροσωποποίησης» των πελατών τους, το οποίο σχετίζεται με την «επαγγελματική εξουθένωση» των νοσηλευτριών. Υψηλότερα επίπεδα «αποπροσωποποίησης» μπορεί να σημαίνουν μια υγιή προσαρμογή και όχι παράγοντα ψυχικής εξουθένωσης.(15)


Από τη σκοπιά της Hochschild, αυτή η αποστασιοποίηση μπορεί να είναι μια μορφή επιφανειακής προσποίησης που προστατεύει από μια πιο βαθιά απώλεια της αίσθησης του εαυτού. Ωστόσο, «δεν υπήρχε καμία ένδειξη που να συνδέει τον κυνισμό με την καλή υγεία, όπως με υψηλή αυτοεκτίμηση και ατομική αντοχή ή χαμηλή συμπτωματολογία άγχους». Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποπροσωποποίηση των πελατών μπορεί να είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης απέναντι στην αρνητική συνέπεια της συναισθηματικής εξάντλησης.(16) Μια μικρή μελέτη πάνω σε γυναίκες, που έγινε στη Νέα Ζηλανδία πριν από την αποποινικοποίηση, έδειξε ότι οι σεξεργάτριες δεν είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να βιώσουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση ή προβληματικές κοινωνικές σχέσεις συγκρίνοντάς τες με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα σε γενικές γραμμές.(17)


Από την άλλη πλευρά, μια διακρατική μελέτη που θεωρείται βασική βιβλιογραφική αναφορά (Melissa Farley κ.ά.) αποκάλυψε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (Post Traumatic Stress Disorder), όπως αυτή μετρήθηκε από ένα σύντομο ερωτηματολόγιο. Αν και οι περισσότερες από τις συμμετέχουσες στη μελέτη έκαναν πεζοδρόμιο, στο Μεξικό τα επίπεδα της ΔΜΣ ήταν παρομοίως υψηλά τόσο για τις εργαζόμενες σε οίκο ανοχής, όσο και για τις εργαζόμενες στο πεζοδρόμιο.(18) Υπερασπιζόμενος το σουηδικό νόμο, ο Max Waltman επικαλείται δύο μελέτες: η μία βασιζόμενη σε συνεντεύξεις με επαγγελματίες ψυχικής υγείας που περιέθαλπταν πρώην εκδιδόμενες και η άλλη με 46 πρώην εκδιδόμενες στην Κορέα (που δούλευαν σε κλειστούς χώρους), οι οποίες υποδηλώνουν επίσης υψηλά επίπεδα ΔΜΣ μεταξύ πρώην εκδιδόμενων.(19)


Κίνδυνοι σωματικής/σεξουαλικής βίας


Οι εργαζόμενες στο πεζοδρόμιο, τουλάχιστον στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, βρίσκονται σε διαφορετική θέση από τις εργαζόμενες σε κλειστούς χώρους. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι οι εκδιδόμενες του πεζοδρομίου έχουν περισσότερες πιθανότητες να δεχτούν βία από τους πελάτες σε σχέση με τις εργαζόμενες σε κλειστούς χώρους. 


Η έρευνα των Church κ.ά. διαπίστωσε ότι στο δικό τους δείγμα εκδιδόμενων σε τρεις βρετανικές πόλεις, το 50% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 26% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους βίωσαν βία από τους πελάτες κατά τους τελευταίους έξι μήνες. Όσον αφορά το σύνολο της επαγγελματικής τους ζωής, το 47% των εκδιδόμενων που κάνουν πεζοδρόμιο και το 14% των εργαζόμενων σε κλειστούς χώρους είχαν φάει χαστούκι, είχαν γρονθοκοπηθεί ή τις κλώτσησαν, το 28% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 17% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους είχαν υποστεί απόπειρα κολπικού βιασμού, ενώ το 22% των εργαζομένων που κάνουν πεζοδρόμιο και το 2% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους είχαν υποστεί κολπικό βιασμό.(20)

Δεδομένου ότι οι εργαζόμενες στο πεζοδρόμιο αποτελούν μειοψηφία (10-20%), η εμπειρία τους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό της πορνείας στο σύνολό της. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα βίας που βιώνουν οι εργαζόμενες σε κλειστούς χώρους, είναι δύσκολο να εντοπιστεί άλλο επάγγελμα με αυξημένο ποσοστό απασχόλησης γυναικών όπου το 17% των εργαζομένων βίωσαν απόπειρα βιασμού ως μέρος της δουλειάς τους. (Το αν το υψηλό επίπεδο βίας είναι υποχρεωτικά μέρος της πορνείας ή όχι, είναι κάτι για το οποίο υπάρχει έντονη αντιπαράθεση. Το πραγματεύομαι στο τελευταίο τμήμα του άρθρου).


Κίνδυνοι για την υγεία - Σωματική υγεία


Μετά την επιδημία του AIDS, οι διεθνείς οργανισμοί και τα εθνικά κράτη αύξησαν τις παρεμβάσεις για να ενθαρρύνουν τη χρήση προφυλακτικού και πράγματι φαίνεται ότι η χρήση προφυλακτικού σε πολλές χώρες, αλλά σε καμία περίπτωση σε όλες, μείωσε σημαντικά το ποσοστό λοιμώξεων μεταξύ των γυναικών που πωλούν σεξ.(21) Ωστόσο, η δυνατότητα χρήσης προφυλακτικού εξαρτάται από τη διαπραγματευτική δύναμη της γυναίκας.(22) Από τη στιγμή που οι άνδρες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν ένα σημαντικό επιπλέον ποσό για σεξ χωρίς προφυλακτικό, όπως έδειξε η έρευνα του περιοδικού «Economist», εάν οι γυναίκες χρειάζονται τα χρήματα, μπορεί κάλλιστα να θεωρήσουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συμμορφωθούν.(23) Ορισμένες εκδιδόμενες έχουν πρόσβαση σε τακτική υγειονομική περίθαλψη και μπορούν να λάβουν θεραπεία για τα Σεξουαλικά Μεταδιδόμενα Νοσήματα και άλλα προβλήματα υγείας που είναι συνηθισμένα στην εργασία τους, ώστε αυτά να μην απειλήσουν σοβαρά την υγεία τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο, οι γυναίκες της εργατικής τάξης δεν έχουν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και, δεδομένης της μεγαλύτερης έκθεσης των εκδιδόμενων σε λοιμώξεις και άλλες ασθένειες, αυτή η έλλειψη πρόσβασης μειώνει ιδιαίτερα τη σωματική τους υγεία.


Φεμινιστικές παρεμβάσεις


Η σύγχρονη πορνεία συνδέεται στενά με τις βαθιές οικονομικές ανισότητες του νεοφιλελεύθερου παγκόσμιου καπιταλισμού, την επέκταση της βιομηχανίας παροχής υπηρεσιών διασκέδασης και φαγητού και της τουριστικής βιομηχανίας, την τάση για εξευγενισμό των πόλεων σε όλο τον κόσμο, τα καθεστώτα λιτότητας, την αντιμετώπιση του χρέους από τα κράτη, μέσω της ενθάρρυνσης τόσο του σεξουαλικού τουρισμού όσο και της γυναικείας μετανάστευσης για εμβάσματα κλπ. Συνδέεται επίσης με πατριαρχικές κατασκευές της ανδρικής σεξουαλικότητας και με τις μεγάλες και μικρές πατριαρχικές εξουσίες που διαμορφώνουν τις εμπειρίες των γυναικών ως κόρες, μητέρες, συζύγους και εργάτριες.


Αυτά τα δομικά/πολιτικά πλαίσια βάζουν όρια στο τι μπορεί να επιτύχουν οποιαδήποτε ειδικά κοινωνικά προγράμματα ή νομικές ρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την πορνεία. Ίσως η πιο αποτελεσματική παρέμβαση θα ήταν μια επαναστατική αλλαγή στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, αυξάνοντας για παράδειγμα, τους μισθούς γενικά και τους μισθούς των γυναικών ειδικότερα και παρέχοντας οικονομικά προσιτή στέγαση, οικονομικά προσιτούς παιδικούς σταθμούς και άλλες υπηρεσίες που υποστηρίζουν τις μονογονεϊκές οικογένειες, ιδίως επειδή τόσες πολλές εκδιδόμενες έχουν παιδιά. Ωστόσο, ενώ αγωνιζόμαστε για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών, καλούμαστε να προσδιορίσουμε τις παρεμβάσεις που θα μεγιστοποιήσουν τα οφέλη και θα ελαχιστοποιήσουν τα επιβλαβή στοιχεία αυτού του επαγγέλματος για τις εργαζόμενες σε αυτό.


Εστιάζω εδώ σε δύο τομείς δράσης: 1) Παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και άλλων προγραμμάτων με μη-επικριτικό τρόπο, ώστε οι σεξεργάτριες που επιθυμούν να αποχωρήσουν από το επάγγελμα, να έχουν την ευκαιρία να το πράξουν. 2) νομοθετική ρύθμιση.


Κοινωνικά προγράμματα


Η Φάρλεϊ και λοιποί, πραγματοποιώντας έρευνα σε 854 εκδιδόμενες σε 9 χώρες, ανακάλυψαν ότι το 89% θέλει να τα παρατήσει. Ωστόσο, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό. Οι εκδιδόμενες σε πολλές χώρες κερδίζουν πολλαπλάσια χρήματα από αυτά που θα κέρδιζαν στις άλλες διαθέσιμες δουλειές (δουλειές που, παρεμπιπτόντως, συχνά τις εκθέτουν σε σεξουαλικά αρπακτική συμπεριφορά εργοδοτών και διευθυντών).(24) Φαίνεται απολύτως εύλογο να υποθέσουμε ότι πολλές επιθυμούν να αποχωρήσουν, αλλά δεν θα το έκαναν, παρά μόνο εάν έβρισκαν μια δουλειά με περίπου ίση αμοιβή και συνθήκες καλύτερες από εκείνες που υπάρχουν στις υπόλοιπες διαθέσιμες αυτή τη στιγμή δουλειές. Προγράμματα κατά του trafficking που διδάσκουν σε πρώην εκδιδόμενες τη χρήση ραπτομηχανής, για παράδειγμα, συχνά αποτυγχάνουν να εμποδίσουν τις γυναίκες να επιστρέψουν στην πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών. Κάποιες σεξεργάτριες στις νότιες χώρες, όπως και κάποιες στις βόρειες, δεν έχουν καμία πρόθεση να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους.(25)


Όλες οι φεμινίστριες μπορεί να συμφωνήσουν ότι ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων που θέλουν να φύγουν, θα πρέπει να υπάρχουν εκτεταμένες, αποτελεσματικές υπηρεσίες που θα υποστηρίζουν τις εκδιδόμενες με μη-επικριτικό τρόπο, θα χτίζουν την εμπιστοσύνη τους και θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Παγκοσμίως, η πρόληψη του HIV/AIDS έχει οδηγήσει σε προσεγγίσεις «μείωσης των επιβλαβών συνεπειών» στην πορνεία, όπως η αύξηση της χρήσης προφυλακτικού. Όπως υποστηρίζει η Farley, η μείωση των επιβλαβών συνεπειών πρέπει να επεκταθεί για να συμπεριλάβει υπηρεσίες που βοηθούν γυναίκες να εγκαταλείψουν τον κλάδο.


Οι επικριτές των προγραμμάτων κατά της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς και των προγραμμάτων διάσωσης υποστηρίζουν ότι η στενή εστίαση των κοινωνικών προγραμμάτων αποκλειστικά στην έξοδο από το επάγγελμα δεν είναι μόνο αντιπαραγωγική, αλλά και ασυμβίβαστη με τις φεμινιστικές αξίες. Ως φεμινίστριες, θα πρέπει να έχουμε επίγνωση των σχέσεων εξουσίας μεταξύ «παρόχου» και «πελάτη», οι οποίες, ιστορικά και σήμερα, περνούν μέσα από πολλά κυβερνητικά και μη κυβερνητικά προγράμματα που απευθύνονται στις γυναίκες της εργατικής τάξης.(26) Οι υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχονται είτε οι εκδιδόμενες επιθυμούν να παραμείνουν είτε να φύγουν.


Οι βέλτιστες πρακτικές για την παροχή βοήθειας στις εκδιδόμενες για να αφήσουν την πορνεία περιλαμβάνουν: την αναγνώριση ότι η έξοδος από το επάγγελμα δεν αποτελεί «μια κι έξω» απόφαση ή γεγονός, την παροχή στέγης (κατάλυμα έκτακτης ανάγκης, κατοικίες προσαρμογής και μακροχρόνια σταθερή στέγαση), υπηρεσίες απεξάρτησης από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, παιδική φροντίδα, υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού και επαγγελματικής κατάρτισης (αν και πολλές εκδιδόμενες αναφέρουν ότι οι υψηλότεροι μισθοί και οι ευέλικτες ώρες της τωρινής τους εργασίας καθιστούν δύσκολο να την αφήσουν για άλλες διαθέσιμες δουλειές).(27)


Νομικές Παρεμβάσεις


Η νομοθετική ρύθμιση είναι απίστευτα περίπλοκο ζήτημα.(28) Αν και η δημόσια συζήτηση σχετικά με τη λογική και την αποτελεσματικότητα των νόμων δεν περιορίζεται στην πορνεία, οι ισχυρισμοί για τα διάφορα νομικά καθεστώτα σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπό τους σε άτομα που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αξιολογηθούν. Οι μελέτες πάνω σε μια «κρυφή» δραστηριότητα αντιμετωπίζουν τον περιορισμό των ατόμων στα οποία μπορεί να υπάρξει πρόσβαση και των πραγμάτων για τα οποία είναι πρόθυμα τα παραπάνω άτομα να μιλήσουν. Διαφωνώ με όσες υποστηρίζουν ότι μόνο όσες έχουν «επιζήσει» της πορνείας είναι ελεύθερες περιορισμών και άρα αποκλειστικά αρμόδιες να σχολιάσουν τις συνέπειες διαφόρων νόμων.(29) Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι η υποδούλωση και ο εξαναγκασμός αποτελούν κομμάτι αυτής της δουλειάς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εκδιδόμενες που συμμετέχουν στις έρευνες, αντιπροσωπεύουν άγνωστο ποσοστό του συνόλου των εργαζομένων.(30)


Σε ό,τι αφορά την πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών, υπάρχουν χοντρικά  τρία μοντέλα νομικών πλαισίων (με διάφορες παραλλαγές κι αποχρώσεις το καθένα): ποινικοποίηση, νομιμοποίηση, αποποινικοποίηση.(31) Θα αναφερθώ λίγο στα στοιχεία που υπάρχουν για τη νομιμοποίηση, αλλά επικεντρώνομαι σε δύο αντιπαρατιθέμενα νομικά καθεστώτα, όπου και τα δύο προσπαθούν να προωθήσουν μια νομική μεταρρύθμιση με βάση φεμινιστικές αξίες: α) Το νομικό καθεστώς της Σουηδίας, συχνά αποκαλούμενο ως σκανδιναβικό μοντέλο, το οποίο ποινικοποιεί όλες τις πτυχές της πορνείας εκτός από την πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών από ένα μεμονωμένο άτομο. β) Και τους νόμους της Νέας Ζηλανδίας που έχουν αποποινικοποιήσει όλες τις πτυχές της δραστηριότητας, αλλά έχουν επίσης, σε αντίθεση με τα περισσότερα καθεστώτα νομιμοποίησης (π.χ. Γερμανία), θεσπίσει ένα σύστημα ρυθμίσεων και εφαρμογών τους, που στοχεύει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εκδιδόμενων.


Νομιμοποίηση


Σκοπός της νομιμοποίησης είναι γενικά η προστασία της κοινωνικής τάξης (π.χ. να περιοριστεί το εγκληματικό στοιχείο, να φύγει το σεξ από το δρόμο) και όχι η προστασία των σεξεργατριών. Η νομιμοποίηση μπορεί να έχει στρεβλά επακόλουθα. Η νομιμοποίηση μέρους της σεξουαλικής εργασίας, όπως για παράδειγμα μόνο σε εγκεκριμένους οίκους ανοχής ή για ορισμένες σεξεργάτριες, όπως μόνο για όσες έχουν χαρτιά για εργασία, μπορεί να δημιουργήσει ακόμη χειρότερες συνθήκες για άλλες, όπως για παράδειγμα αυτές που εργάζονται σε οίκους ανοχής χωρίς άδεια, στο πεζοδρόμιο ή τις μετανάστριες.


Ενδεικτικό παράδειγμα, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, όπου το μέγεθος των οίκων ανοχής που λειτουργούν με άδεια είναι περιορισμένο, δεν μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες συνοδείας (οι σεξεργάτριες να πηγαίνουν στον πελάτη που τις καλεί) ή να σερβίρουν αλκοόλ. Η διαφήμιση είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη. Ως το 2010, μόνο 25 οίκοι ανοχής είχαν λάβει άδεια στο Κουίνσλαντ, μία Πολιτεία με πληθυσμό τεσσεράμισι εκατομμυρίων κατοίκων και με ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία. Ερευνητές υπολόγισαν ότι μόνο το 10% της δραστηριότητας λάμβανε χώρα μέσα σε οίκους ανοχής με άδεια και το 75% στον τομέα των υπηρεσιών συνοδείας. Μεμονωμένες επαγγελματίες μπορούν νόμιμα να πηγαίνουν σε πελάτες που τις καλούν, αλλά δεν μπορούν να δουλέψουν μαζί με άλλη σεξεργάτρια ή να προσλάβουν ρεσεψιονίστ. Μπορούν να προσλάβουν έναν φρουρό ασφαλείας ειδικά αδειοδοτημένο και (από το 2009) μπορούν να μεγιστοποιήσουν την ασφάλειά τους επικοινωνώντας μέσω τηλεφώνου με άλλο άτομο πριν και μετά το ραντεβού. Μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη σε ιδιοκτήτες ακινήτων ως «τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη στην πορνεία», όταν δύο ή περισσότερες γυναίκες εργάζονται στον ίδιο χώρο. Αυτό αποθαρρύνει πιθανούς συλλογικούς διακανονισμούς μεταξύ των εκδιδόμενων, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να μοιράζονται τα κέρδη τους, αντί να τις εκμεταλλεύεται κάποιο αφεντικό.


Επειδή υπάρχουν τόσοι λίγοι νόμιμοι οίκοι ανοχής, πολλές εκδιδόμενες εργάζονται σε παράνομους οίκους ανοχής, όπου είναι πιο ευάλωτες. Οι διευθυντές των νόμιμων οίκων ανοχής δεν είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν ιδιαίτερα καλές συνθήκες εργασίας, διότι η προσφορά εργατικού δυναμικού είναι πολύ μεγάλη.(32) Δεν είναι σαφές εάν οι εκδιδόμενες στο σύνολό τους είναι καλύτερα ή χειρότερα σε αυτό το είδος καθεστώτος νομιμοποίησης.


Ένα από τα επιχειρήματα υπέρ της νομιμοποίησης είναι ότι, εάν η πορνεία καταστεί μια εργασία όπως κάθε άλλη, οι εκδιδόμενες θα έχουν πρόσβαση στο ίδιο εύρος παροχών (π.χ. ασφάλιση υγείας και συνταξιοδότηση τουλάχιστον στην ΕΕ) όπως και οι υπόλοιπες εργαζόμενες.
Ωστόσο, οι περισσότερες εργαζόμενες σε οίκους ανοχής δεν αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι, αλλά ως «εργολάβοι» που «ενοικιάζουν» δωμάτια από τον οίκο ανοχής και πληρώνουν τέλη για διάφορες υπηρεσίες που παρέχει το «σπίτι». Συνεπώς, εξαιρούνται από τα οφέλη του καθεστώτος σταθερής απασχόλησης.


Όσες από εμάς έχουμε παρακολουθήσει την αύξηση της «απορυθμισμένης» και «επισφαλούς» απασχόλησης σε ολόκληρο τον παγκόσμιο Βορρά, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι τα παραπάνω αναφερθέντα είναι συνήθως αποκύημα φαντασίας και ότι οι ιδιοκτήτες/διευθυντές ελέγχουν και ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά αυτών των εργατριών κατά τρόπο όχι διαφορετικό απ’ ό,τι ελέγχουν και ρυθμίζουν τη δουλειά των άλλων υπαλλήλων.(33)


Η νομιμοποίηση των οίκων ανοχής ενδέχεται να βελτιώσει τις δυνατότητες οργάνωσης των εργαζομένων. Αλλά μπορεί επίσης να ισχύει ότι η χορήγηση στους ιδιοκτήτες οίκων ανοχής ενός νόμιμου μονοπωλίου υπονομεύει τις δυνατότητες για συλλογική ισχύ των εργαζομένων. Πολλές φεμινίστριες πιστεύουν ότι είναι ιδιαίτερα απεχθές οι ιδιοκτήτες οίκων ανοχής (ή νταβατζήδες) να κερδίζουν τα προς το ζην από γυναίκες που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες. Το ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει το σκανδιναβικό μοντέλο είναι κατά πόσον είναι δυνατόν ή όχι να απαγορευθεί αποτελεσματικά αυτή η μορφή εκμετάλλευσης.


Ποινικοποίηση του πελάτη, του νταβατζή και του ιδιοκτήτη του οίκου ανοχής


Το σκανδιναβικό μοντέλο φαίνεται αρκετά ελκυστικό στις φεμινίστριες, επειδή ποινικοποιεί τον αγοραστή, αλλά όχι την πωλήτρια σεξουαλικών υπηρεσιών. Ο σουηδικός νόμος, που ψηφίστηκε το 1999, ποινικοποιεί επίσης την οργανωμένη σεξουαλική εργασία οποιουδήποτε είδους (σε οίκους ανοχής, σάουνες, υπηρεσίες συνοδών κ.λπ.), καθιστώντας παράνομο το κέρδος από την εργασία της εκδιδόμενης για όλους εκτός από την ίδια. Ο νόμος αποσκοπεί στη συρρίκνωση της ζήτησης σεξουαλικών υπηρεσιών, στην ενθάρρυνση των εκδιδόμενων να εγκαταλείψουν το επάγγελμα, στην ισχυροποίηση των εκδιδόμενων απέναντι στους πελάτες (για παράδειγμα, στο να καταγγείλουν περιστατικά βίας ή κλοπής από πελάτες στην αστυνομία) και στον περιορισμό του sex trafficking. 


Λόγω περιορισμένου χώρου δεν μπορούμε να υπεισέρθουμε εδώ στην έντονη δημόσια συζήτηση για τις λεπτομέρειες των επιπτώσεων αυτού του νόμου.(34) Συνολικά, είναι δίκαιο να πούμε ότι η ετυμηγορία εκκρεμεί για το αν η αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών έχει συρρικνωθεί σημαντικά ή όχι ως αποτέλεσμα αυτής της νομοθεσίας. Η πορνεία στα πεζοδρόμια έχει μειωθεί. Ωστόσο, η έκθεση της ίδιας της κυβέρνησης δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι ο νόμος μείωσε τον συνολικό αριθμό των γυναικών που έχουν βγει στην πορνεία, επειδή δεν γνώριζαν πόσο μεγάλο μέρος της δραστηριότητας είχε μεταφερθεί σε κλειστούς χώρους, με τη διευκόλυνση του διαδικτύου. Δεν υπήρχαν αξιόπιστες μελέτες για εργαζόμενες σε κλειστούς χώρους πριν από την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς δεν μπορεί κανείς να κρίνει. Διατυπώθηκαν διάφορες εκτιμήσεις. Ωστόσο, η έκθεση μπορούσε μόνο να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Συνολικά, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι η πορνεία στο σύνολό της τουλάχιστον δεν έχει αυξηθεί στη Σουηδία από το 1999».(35)


Άλλη μια απόδειξη της αποτελεσματικότητας του νόμου, η οποία παρατίθεται συχνά, είναι δύο έρευνες, μία του 1996 και μία του 2008, που έδειξαν ότι από τότε που πέρασε ο νόμος, ο αριθμός των ανδρών που είπαν ότι αγόρασαν σεξ μειώθηκε από 13,6% σε 8%.(36) Είναι άγνωστο αν αυτό αντανακλά μια πραγματική μείωση ή δείχνει ότι οι άνδρες δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι έχουν επιδοθεί σε μια ποινικοποιημένη δραστηριότητα ή αν εξαιτίας του νόμου αυξήθηκε η ντροπή. Οι υποστηρίκτριες του νόμου διατείνονται ότι η κοινωνική στήριξη στην ισότητα των φύλων δεν είναι συμβατή με το να επιτρέπει η πολιτεία στους άνδρες να αγοράζουν σεξουαλικές υπηρεσίες. Ίσως ο νόμος να έχει κάνει πιο αρνητική την αντίληψη της κοινωνίας για τους άνδρες που πληρώνουν για σεξ.(37)


Αλλά από την άλλη πλευρά, οι πολέμιες του νόμου υποστηρίζουν ότι όποια και αν είναι τα οφέλη του στην αλλαγή της κοινωνικής νοοτροπίας ή τη συρρίκνωση της αγοράς, έχει αυξήσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι εκδιδόμενες. Γενικά, η αστυνομία στοχοποιεί τις εργαζόμενες στο πεζοδρόμιο, επειδή η αστυνόμευση της σεξεργασίας σε κλειστούς χώρους είναι χρονοβόρα και δαπανηρή. (Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι ότι η πορνεία του πεζοδρομίου είναι πιο ορατή.) Αυτό εξακολουθεί να ισχύει στη Σουηδία.(38) Αν και οι ίδιες οι εργαζόμενες στο πεζοδρόμιο δεν γίνεται να συλληφθούν, η αστυνομική παρουσία δυσχεραίνει τη δουλειά τους.


Οι πολέμιες του νόμου υποστηρίζουν ότι έχει ωθήσει τους πελάτες στο να απαιτούν μεγαλύτερη μυστικότητα, έχει μετατοπίσει τη δουλειά σε πιο απομονωμένες περιοχές, δίνει στις εκδιδόμενες λιγότερο χρόνο να «ζυγίσουν» τον πελάτη, κι αυτό τις καθιστά ακόμα πιο ευάλωτες από πριν. Υπάρχουν μερικά στοιχεία, αλλά καμιά συστηματική έρευνα στη Σουηδία για την υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού.(39)


Ωστόσο, μια μελέτη στο Βανκούβερ που πήρε συνεντεύξεις από εργαζόμενες που κάνουν πεζοδρόμιο -τόσο πριν όσο και μετά την αλλαγή στον τρόπο επιβολής του νόμου από την αστυνομία του Βανκούβερ, η οποία αλλαγή συνίστατο στο να συλλαμβάνονται οι πελάτες αντί για τις εκδιδόμενες- βρήκε ότι η στοχοποίηση των πελατών δεν βελτίωσε τα επίπεδα βίας που βίωναν. Επιπλέον, οι εκδιδόμενες ανέφεραν ότι η νέα πολιτική παρακώλυε την ικανότητά τους να διαπραγματεύονται με τους πελάτες και αύξανε τον κίνδυνο άρνησης από πλευράς των πελατών να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό.(40)


Οι πολέμιες του νόμου υποστηρίζουν επίσης ότι, καθώς οι πελάτες φοβούνται να συναλλαγούν σε δημόσιο χώρο, αυτό έχει ανοίξει την πόρτα στην ενίσχυση του ρόλου των «μεσαζόντων», συμπεριλαμβανομένων των νταβατζήδων. Σε αυτό το σημείο, δεν  γνωρίζω αξιόπιστα στοιχεία που να δείχνουν είτε ότι ο νόμος έχει αυξήσει τη δουλειά του νταβατζή είτε ότι την έχει μειώσει.(41)


Οι υποστηρίκτριες του νόμου ισχυρίζονται ότι θα αυξήσει τις καταγγελίες στην αστυνομία για ληστεία, σεξουαλική και σωματική επίθεση από πελάτες, καθώς η εκδιδόμενη δεν είναι πλέον δυνατόν να συλληφθεί. Σε καμία -διαθέσιμη στην αγγλική γλώσσα- κυβερνητική έκθεση για τα αποτελέσματα που επέφερε ο νόμος δεν υπάρχουν στοιχεία ότι έχει αυξήσει τις σχετικές καταγγελίες στην αστυνομία.(42) Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Οι εκδιδόμενες διστάζουν να καταγγείλουν περιστατικά βίας ή κλοπής, για διάφορους λόγους, όπως η παράνομη χρήση ναρκωτικών από τις ίδιες, ο φόβος των αντιποίνων από τους πελάτες, η επιθυμία να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, επειδή κρατούν τη δραστηριότητά τους κρυφή από τους φίλους και την οικογένειά τους, οι επιφυλάξεις απέναντι στη νομική διαδικασία, με δεδομένο ότι είναι δύσκολο να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί τους και έτσι η ταλαιπωρία της καταγγελίας βαραίνει περισσότερο από μια δικαίωση που δείχνει απίθανη.


Οι πολέμιες του νόμου υποστηρίζουν ότι η ποινικοποίηση τρίτων δεν μειώνει την εκμετάλλευση των εκδιδόμενων και τις κάνει πιο ευάλωτες στο να τις βλάψουν. Αναγνωρίζοντας ότι οι οίκοι ανοχής δεν είναι απαραίτητα το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, υποστηρίζουν ότι το να εξαναγκάζονται οι εκδιδόμενες να εργάζονται λαθραία τις καθιστά ακόμα πιο ευάλωτες. Και, υποστηρίζουν, ότι ο νόμος, αν και αποθαρρύνει τους νταβατζήδες, αποτρέπει επίσης τις εκδιδόμενες από το να κάνουν συμφωνίες με τρίτους με σκοπό την προστασία τους. Για παράδειγμα, ο νόμος ποινικοποιεί την πραγματοποίηση εισοδήματος από τρίτο ενδιαφερόμενο πρόσωπο που λαμβάνει χρήματα για την παροχή ασφάλειας. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων που επιτρέπουν σε μια γυναίκα να δουλεύει έξω από το διαμέρισμά της ή σε αρκετές γυναίκες να εργάζονται έξω από ένα σπίτι, είναι πιθανό να συλληφθούν ως «τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος». Ιδιοκτήτες έχουν κάνει έξωση σε εκδιδόμενες γι’ αυτό το λόγο. Κάθε ενήλικας που συγκατοικεί με μια εκδιδόμενη και μοιράζεται το εισόδημά της είναι πιθανό να διωχθεί.


Νομίζω ότι πρόκειται για ένα περίπλοκο ζήτημα. Φαίνεται παράλογο να επιτρέπεται στις γυναίκες να παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες, αλλά στη συνέχεια να επιβάλλονται κυρώσεις σε ιδιοκτήτες που τους νοικιάζουν ένα διαμέρισμα.(43) Και φαίνεται ότι, όπως και με τους προαγωγούς, δεν είναι πάντα εύκολο να αποσαφηνιστεί η πραγματική σχέση εξουσίας μεταξύ μιας εκδιδόμενης και των «τρίτων ενδιαφερόμενων μερών» που εμπλέκονται.(44) Από την άλλη πλευρά, οι υπερασπίστριες του νόμου υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι συνελήφθησαν σύντροφοι ή σύζυγοι -εκτός των περιπτώσεων που ασχολούνται ενεργά με τη δουλειά της εκδιδόμενης, δηλαδή ενεργούν ως προαγωγοί.(45) Ακόμη και αν αυτό συνέβη, θεωρώ σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ του νόμου και της εφαρμογής του. Τα προβλήματα εφαρμογής δεν αποτελούν καθοριστικό επιχείρημα κατά ενός συγκεκριμένου νόμου. Για παράδειγμα, η τακτική της υποχρεωτικής σύλληψης, όταν η αστυνομία καλείται για ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική.(46)


Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για τις πρακτικές εφαρμογής του νόμου, αλλά δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο νόμος, που ποινικοποιεί την ενδοοικογενειακή βία, είναι αρνητικός για τις γυναίκες.


Το ερώτημα παραμένει, ωστόσο, αν η ποινικοποίηση των περισσότερων πτυχών της πώλησης σεξουαλικών υπηρεσιών είναι θετική ή αρνητική για τις γυναίκες που κάνουν αυτή τη δουλειά. Η ανησυχία αυτή βρίσκεται πίσω από τη νομική μεταρρύθμιση της Νέας Ζηλανδίας.


Αποποινικοποίηση


Η Νέα Ζηλανδία έχει κάνει τα περισσότερα βήματα προς την αποποινικοποίηση, ψηφίζοντας το Νόμο για τη Μεταρρύθμιση της Πορνείας το 2003. Στο σύστημα της Νέας Ζηλανδίας, οι οίκοι ανοχής πρέπει να έχουν άδεια, είναι παράνομο για τους ιδιοκτήτες οίκων ανοχής να εξαναγκάζουν εργαζόμενες να αναλαμβάνουν πελάτες παρά τη θέλησή τους, απαιτείται από τους ιδιοκτήτες να ενθαρρύνουν και να υποστηρίζουν τη χρήση προφυλακτικού (το στοματικό, πρωκτικό ή κολπικό σεξ χωρίς προφυλακτικό είναι παράνομο), οι εγκαταστάσεις τους πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση των αρχών για επιθεωρήσεις, δεν μπορούν να προσλάβουν κανένα άτομο κάτω των 18 ετών. Το να παρακινεί ή να αναγκάζει κανείς οποιοδήποτε άτομο να πουλάει σεξουαλικές υπηρεσίες είναι παράνομο, οπότε η μαστροπεία είναι έγκλημα. Ωστόσο, είναι νόμιμο να είσαι «τρίτο ενδιαφερόμενο πρόσωπο», δηλαδή, να ζεις από τα «οφέλη» της πορνείας.(47) Η Συλλογικότητα Εκδιδόμενων Νέας Ζηλανδίας, η οποία ήταν πολύ δραστήρια στις πολυετείς διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην ψήφιση του νόμου, τάχθηκε κατά των πολλών εμποδίων στη διαδικασία αδειοδότησης, επειδή φοβούνταν ότι θα δημιουργούνταν ένα «διπλό» παράλληλο σύστημα όπως αυτό στο Κουίνσλαντ.


Κυρίως, υποστήριξαν με επιτυχία ότι ο νόμος πρέπει να στηρίζει τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε εκδιδόμενες και διευθύνονται από αυτές. Έως τέσσερα άτομα μπορούν να εργαστούν από κοινού μέσα σε μια κατοικία ή ενοικιαζόμενο χώρο, χωρίς να χρειάζεται να υποβάλουν αίτηση για «άδεια υπεύθυνου διαχείρισης» (Εάν περισσότερα από τέσσερα άτομα εργάζονται μαζί, ένα από αυτά υποχρεούται να υποβάλει αίτηση γι’ αυτή την άδεια.) Μπορούν να διαφημίζονται υπό τους ίδιους περιορισμούς με τους οίκους ανοχής που έχουν διεύθυνση. Μπορούν να προσλάβουν οποιονδήποτε θέλουν για βοήθεια, χωρίς περιορισμούς (π.χ. δεν χρειάζεται να είναι «αδειοδοτημένοι» επαγγελματίες ασφαλείας όπως στο Κουίνσλαντ). Ο νόμος επιτρέπει επίσης στις εκδιδόμενες να εισπράττουν άμεσα κοινωνικά επιδόματα, ακόμα και αν εγκαταλείψουν εθελοντικά το επάγγελμα.(48)


Οι πολέμιες της αποποινικοποίησης υποστηρίζουν ότι αυτή οδηγεί σε αύξηση της πορνείας. Μια μελέτη για τις επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο μέγεθος της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών στο Christchurch είναι αρκετά αξιόπιστη. Πριν από την έγκριση του Νόμου για τη Μεταρρύθμιση της Πορνείας και τρία χρόνια αφότου ψηφίστηκε, πραγματοποιήθηκε μια άριστη μεθοδολογικά μελέτη. Η μελέτη διαπίστωσε, για αυτή την περιοχή τουλάχιστον -τη δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή στη Νέα Ζηλανδία- μια μικρή αύξηση 17 ατόμων (από 375 σε 392), τα οποία πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες.(49)


Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι η νομιμοποίηση και η αποποινικοποίηση οδηγούν σε αύξηση της εμπορίας ανθρώπων (trafficking). Ωστόσο, η πιο συχνά παρατιθέμενη μελέτη, η οποία υποστηρίζει ότι η νομιμοποίηση οδηγεί σε αύξηση του trafficking, έχει πολλές ατέλειες.(50) Τα δεδομένα για τη μέτρηση των ροών trafficking σε διάφορες χώρες προέρχονται από μία μελέτη του ΟΗΕ, οι συντάκτες της οποίας προειδοποιούσαν ότι ήταν εξαιρετικά αναξιόπιστη, καθώς οι ορισμοί του trafficking από χώρα σε χώρα και η αξιοπιστία των πηγών πληροφόρησης σε διάφορες χώρες ποικίλλουν έντονα. Επιπλέον, αυτή ήταν μια μελέτη που καταμέτρησε την εμπορία ανθρώπων συνολικά και όχι μόνο την εμπορία για σεξουαλικούς σκοπούς, επομένως η εφαρμογή της για συμπεράσματα στην εμπορία για σεξουαλικούς σκοπούς δεν είναι θεμιτή.(51) Μετά τη μεταρρύθμιση στη Νέα Ζηλανδία δεν υπήρξαν περιστατικά trafficking που να διώχθηκαν από την υπηρεσία μετανάστευσης Νέας Ζηλανδίας (η οποία εποπτεύει τις εργαζόμενες σε «κλειστούς» χώρους). Η επιτροπή επιθεώρησης του νόμου για τη μεταρρύθμιση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «απαγόρευση σε όσες δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι να εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική απομόνωση της Νέας Ζηλανδίας και το στοιβαρό νομικό σύστημα, παρέχει προστασία έναντι της επιλογής της Νέας Ζηλανδίας ως προορισμού διακινητών ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς».(52)


Ένας από τους στόχους του Νόμου για τη Μεταρρύθμιση της Πορνείας ήταν η βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εκδιδόμενων. Η μεταρρύθμιση όντως φαίνεται να έχει δημιουργήσει ευκαιρίες για τις εκδιδόμενες να εργαστούν για τον εαυτό τους. Και πάλι, αναφερόμενη στη μελέτη στο Christchurch, το 1999, το 62% των εκδιδόμενων εργάζονταν στον τομέα των οίκων ανοχής που λειτουργούσαν με διεύθυνση, ενώ το 10% ήταν ανεξάρτητες. Το 2006, οι εργαζόμενες που είχαν διευθυντή-ρια μειώθηκαν στο 51%, ενώ οι ανεξάρτητες εργαζόμενες αυξήθηκαν στο 23%.(53)


Εκτός από τη συρρίκνωση του «διευθυνόμενου» τομέα της δραστηριότητας, ο Νόμος για τη Μεταρρύθμιση της Πορνείας αποσκοπούσε στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων που λειτουργούσαν υπό διεύθυνση. Σύμφωνα με μία μελέτη, οι διαχειρίστριες/ές οίκων ανοχής, οι οποίες-οι μεταχειρίζονταν καλά τις εργαζόμενες και πριν από τη νομιμοποίηση, συνέχισαν να το κάνουν. Αλλά οι εργοδοσίες που είχαν προηγουμένως αθέμιτες πρακτικές διαχείρισης συνέχισαν επίσης τις ίδιες πρακτικές. Όπως συμβαίνει με πολλούς νόμους για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, η εφαρμογή τους είναι δύσκολη και εξαρτάται λιγότερο από τους κανονισμούς και περισσότερο από τη δυνατότητα που έχουν οι ίδιες οι εργαζόμενες να αντιστέκονται στα αφεντικά.(54) Ωστόσο, το γεγονός ότι κατανοούμε τα όρια των κανόνων υγείας και ασφάλειας, δεν μου φαίνεται από μόνο του πειστικό επιχείρημα κατά της απόκτησής τους. Εάν η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων είναι κρίσιμη σ’ αυτή την περίπτωση, τότε είναι λογικό να ισχυριστούμε ότι η ποινικοποίηση δημιουργεί προβλήματα, διότι μειώνει ακόμη περισσότερο τη διαπραγματευτική ισχύ των σεξεργατριών και τις δυνατότητες προσφυγής στους κανόνες.


Βία και αναφορές


Οι ερωτηθείσες εκδιδόμενες αισθάνονταν ότι, από τότε που ψηφίστηκε ο νόμος, είχαν περισσότερη ευχέρεια να αρνηθούν πελάτες και είχαν αρνηθεί πελάτες πιο συχνά απ’ ό,τι παλιά. Από την άλλη πλευρά, όπως έχουν επισημάνει οι πολέμιες της αποποινικοποίησης, ενώ οι εκδιδόμενες είπαν ότι αισθάνονταν ότι μπορούσαν να καταγγείλουν βίαια περιστατικά, ως επί το πλείστον δεν έκαναν καταγγελίες και όταν τελικά τις έκαναν, δίσταζαν να φέρουν σε πέρας όλη τη διαδικασία. Οι ίδιοι παράγοντες, οι οποίοι αποθαρρύνουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταγγελιών βίαιων περιστατικών σε άλλες χώρες, φαίνεται να ισχύουν και εδώ.(55) Μπορεί με την πάροδο του χρόνου, η εκπαίδευση των αρμόδιων αξιωματούχων και οι αλλαγές στις πρακτικές εφαρμογής της νομοθεσίας να ανοίξουν το δρόμο για την υποβολή καταγγελιών και για την περαίωσή τους. Από την άλλη πλευρά, το κοινωνικό στίγμα της πορνείας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην υποβολή καταγγελιών. Οι εκδιδόμενες φοβούνται την απώλεια της ανωνυμίας τους και την έκθεσή τους σε φίλους και οικογένεια. Ίσως με την πάροδο του χρόνου, η αποποινικοποίηση να μειώσει το στίγμα, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να μην περιμένουμε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο.


Το καθεστώς της Νέας Ζηλανδίας αναφέρεται σε φεμινιστικές αξίες. Αποδέχεται την τρέχουσα πραγματικότητα, ότι δηλαδή υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εμπορευματοποιημένες σεξουαλικές υπηρεσίες και επικεντρώνεται στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων μιας δυνητικά επικίνδυνης δραστηριότητας. Αλλά αυτό που με προσελκύει περισσότερο στο μοντέλο της Νέας Ζηλανδίας είναι το ότι ενθαρρύνει την αυτοοργάνωση των εκδιδόμενων τόσο ως εργαζόμενες όσο και ως πολιτικά υποκείμενα. Και ενώ η συλλογική δράση μπορεί ενδεχομένως να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας στον διευθυνόμενο τομέα, θα ήθελα επίσης να δω την αύξηση της κυβερνητικής και μη κυβερνητικής στήριξης (ίσως ένα πρόγραμμα προώθησης του συνεταιρισμού;) για χώρους εργασίας που λειτουργούν συλλογικά.


Άλλες παρεμβάσεις


Η Prahba Kotiswaran, στην έρευνά της για τη σεξουαλική εργασία στην Ινδία, καταλήγει με την παρατήρηση ότι οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για λογαριασμό των εργατριών προέρχονται από οργανώσεις μελών, τις οποίες καθοδηγεί η Επιτροπή Durbar Mahila Samwaya (DMSC), μια οργάνωση σεξεργατριών με εξήντα χιλιάδες μέλη, με έδρα την Καλκούτα. 


Η DMSC «παρέχει πρόσβαση σε προγράμματα πίστωσης και αποταμίευσης, εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις για τις σεξεργάτριες και τα παιδιά τους, πρωτοβάθμια υγεία και πρόσβαση στην πολιτιστική έκφραση, ενώ προωθεί μια ενεργό πολιτική κουλτούρα διαμαρτυρίας ενάντια σε βίαιους πελάτες, σπιτονοικοκύρηδες και ιδιοκτήτες οίκων ανοχής... Παρότι η ποινική νομοθεσία στρέφεται με πολύ βάναυσο τρόπο κατά της σεξουαλικής εργασίας, μια οργάνωση σεξεργατριών έχει αποκτήσει ρίζες... για να καταφέρει μόνη της τα θετικά αποτελέσματα που θα είχε η επίσημη εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας που η DMSC επιθυμεί για τη βιομηχανία του σεξ».(56)


Συνεχίζει λέγοντας ότι η αυτορρύθμιση, αν και έχει προβλήματα όπως η αναπαραγωγή των συντηρητικών στερεοτύπων περί «καλών» και «κακών» γυναικών, θα πρέπει να θεωρείται ως μια εναλλακτική απέναντι στην αστυνομία και τα δικαστήρια.


«Οι ερωτηθείσες σεξεργάτριες στην Καλκούτα προτιμούσαν να επιλύουν τις διαφορές τους τοπικά ή μέσω των αυτορρυθμιστικών επιτροπών της DMSC παρά στα κρατικά δικαστήρια. Η DMSC διοργανώνει πορείες διαμαρτυρίας κατά βίαιων ιδιοκτητών οίκων ανοχής και είναι γνωστό ότι οι σεξεργάτριες της κοινότητας συχνά παίρνουν στο κυνήγι βίαιους πελάτες ή πιάνουν αυτούς που μπορεί να έχουν κλέψει μια σεξεργάτρια ή να την έχουν εξαπατήσει. Η αστυνομία συχνά φτάνει πολύ αργά για να φανεί χρήσιμη με οποιοδήποτε τρόπο». 


Οι νόμοι είναι σημαντικοί. Αλλά όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, θα ήταν ίσως σημαντικότερο να αφιερώσουν οι φεμινίστριες χρόνο, χρήμα και πάθος στην αυτοοργάνωση των εκδιδόμενων, ανάλογο με το χρόνο, το χρήμα και το πάθος που αφιερώνουν τώρα στην άσκηση πιέσεων και στη διατύπωση επιχειρημάτων για διάφορα νομικά πλαίσια.


Η Συλλογικότητα Εκδιδόμενων Νέας Ζηλανδίας (New Zealand Prostitutes Collective) είναι ένα ακόμα μοντέλο αυτοοργάνωσης. Όπως και η DMSC, η NZPC δημιουργήθηκε αρχικά ως απάντηση στην επιδημία του AIDS/HIV. Τα ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης συνενώθηκαν εξαιτίας του κοινού θυμού και της απογοήτευσής τους για τον κοινωνικό τους στιγματισμό, την αστυνομική παρενόχληση, το άδικο και αυταρχικό σύστημα διεύθυνσης στους χώρους εργασίας τους, για τη διόρθωση του οποίου δεν είχαν κανένα δικαίωμα από το νόμο και την περιθωριοποίηση των σεξεργατριών στη χάραξη πολιτικής. Ήθελαν επίσης να οργανωθούν για να αποτρέψουν την εξάπλωση του HIV στη βιομηχανία του σεξ. 


Το 1988, η συλλογικότητα έλαβε χρηματοδότηση από το Υπουργείο Υγείας της Νέας Ζηλανδίας και λειτούργησε ένα κέντρο φροντίδας στο Wellington. Η NZPC ασχολείται με την υποστήριξη, καθώς και με την παροχή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων συμβουλών και βοήθειας για την έξοδο από το επάγγελμα (αλλά και την είσοδο σε αυτό). Έπαιξε κεντρικό ρόλο στο κίνημα για τη νομική μεταρρύθμιση και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ενεργή στη διαδικασία εφαρμογής και αξιολόγησης των μεταρρυθμίσεων. Η εκτεταμένη και βαθιά σύνδεση της NZPC με τις εργαζόμενες στον κλάδο συνέβαλε καθοριστικά στη διευκόλυνση της πρόσβασης των ερευνητών και στην ποιότητα των πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί. (Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μελέτες αυτές είναι αμερόληπτες).


Τόσο η DMSC όσο και η NZPC είναι προσπάθειες που προκαλούν έμπνευση και που αξίζει να μελετηθούν προσεκτικά για να δούμε πώς θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε άλλες χώρες. Σίγουρα οι τεράστιες διαφορές μεταξύ Νέας Ζηλανδίας και Ινδίας δείχνουν ότι σε πολλά μέρη η αυτοοργάνωση των εκδιδόμενων δεν είναι αδύνατη (αν και αναγνωρίζω πολλές από τις τρομακτικές δυσκολίες). Όπως και για άλλα θέματα που αφορούν τις γυναίκες, η αυτοοργάνωση των εκδιδόμενων (όχι η οργάνωση των υπερασπιστριών των εκδιδόμενων) είναι το κλειδί.


Στη Νέα Ζηλανδία, η NZPC ήταν, και είναι, μια αρκετά δεσπόζουσα φωνή εκπροσώπησης των σεξεργατριών. Σε άλλες χώρες, υπάρχουν ανταγωνιστικές φεμινιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εκδιδόμενες με διαφορετικές προσεγγίσεις για το τι πρέπει να γίνει. Αναγνωρίζω ότι υπάρχουν μειονεκτήματα σε οποιοδήποτε νομικό καθεστώς. Δέχομαι επίσης την άποψη της Kotiswaran ότι οι αγορές του σεξ διαφέρουν και οι νομικές προσεγγίσεις που μπορεί να έχουν αποτέλεσμα σε μία περιοχή ενδέχεται να μην είναι οι καλύτερες σε μία άλλη. Ωστόσο, προτιμώ το νομικό καθεστώς της Νέας Ζηλανδίας (το οποίο επιτρέπει τη συμμετοχή «τρίτων ενδιαφερόμενων προσώπων», αλλά ποινικοποιεί τον εξαναγκασμό). Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να δω ποιες περαιτέρω παρεμβάσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μετατόπιση του κέντρου βάρους ακόμη πιο μακριά από τη «διευθυνόμενη» και περισσότερο προς την «αυτοδιαχειριζόμενη» οργάνωση του επαγγέλματος.


Όποια και αν είναι η εκτίμηση της καθεμιάς από εμάς γι’ αυτό το θέμα, είναι θεμελιώδες οι φεμινίστριες να αγκαλιάσουμε την τεράστια πολυπλοκότητα του ζητήματος που έχουμε μπροστά μας, να βρούμε ένα «κοινό έδαφος» σε αυτά που μπορούμε και να σεβαστούμε την εγκυρότητα που έχουν οι πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες που δίνουν ζωή στο διάλογό μας. Κυρίως, πρέπει να στρέψουμε τις συλλογικές μας ενέργειες προς την επαναστατικοποίηση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και την αμφισβήτηση των πατριαρχικών δυνάμεων, όπως και όπου μπορούμε.


Σημειώσεις
1. Ακόμη και η γλώσσα γίνεται αντικείμενο διαμάχης σε αυτή τη συζήτηση. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «εκδιδόμενες γυναίκες/άτομα» (prostituted persons/women), διότι εξαλείφει την αυτενέργεια των ατόμων που εξασκούν την πορνεία. Από την άλλη πλευρά, δεν θέλω να χρησιμοποιώ τον όρο σεξεργάτριες (sex workers) αντί για πόρνες (prostitutes), διότι αυτός ο όρος εξαλείφει την ιδιαιτερότητα της πώλησης σεξουαλικών υπηρεσιών ως μορφή εργασίας. (Σε αυτό το σημείο, δείτε το άρθρο της Nancy Holmstrom). Τουλάχιστον κάποια άτομα που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο «πόρνη» (prostitute) για να περιγράψουν την εργασία τους, επανοικειοποιούμενες τη λέξη με τον ίδιο τρόπο που η Melissa Gira Grant θέλει την επανοικειοποίηση του όρου «πουτάνα» (whore). 

Σημείωση της Σύνταξης: Προτιμούμε τη χρήση του όρου «σεξεργάτριες» και τον επιλέγουμε όπου η ίδια η Μπρένερ χρησιμοποιεί το «sex workers». Ωστόσο η Μπρένερ, για τους λόγους που περιγράφει παραπάνω, υιοθετεί και τη χρήση του όρου «prostitute» και θέλουμε να σεβαστούμε το πρωτότυπο. Οι διαφορές στη γλώσσα αντανακλούν διαφορές στις κοινωνικές εμπειρίες. Στα ελληνικά η λέξη «πόρνη» (ως μετάφραση του prostitute) εξακολουθεί να έχει αρνητικό κοινωνικό χρώμα. Η επανοικειοποίηση λέξεων (που περιγράφει η Μπρένερ ως διαδικασία στις ΗΠΑ για το «prostitute», ή και για το «whore», που αποδίδεται με το ακόμα πιο αρνητικά φορτισμένο «πουτάνα») έχει προϋποθέσεις κατακτήσεων που δεν έχουν ακόμα εκπληρωθεί στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες άμεσα ενδιαφερόμενες συλλογικότητες εδώ καλούν σε αποφυγή όρων που έχουν ταυτιστεί με το στιγματισμό. Απορρίψαμε τη λέξη «ιερόδουλες» ως παραπειστικό αρχαϊκό ευφημισμό. Επιλέξαμε τη λέξη «εκδιδόμενες», ως την καλύτερη λύση στα ελληνικά. Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που θέτει η Μπρένερ για την παθητική φωνή, δεν υπάρχει στην ελληνική ορολογία η αντίστοιχη διάκριση (όπως μεταξύ «prostituted woman» και «prostitute») που θα επέτρεπε μια πιο πιστή απόδοση. Επιπλέον, ο όρος «εκδιδόμενη» ανταποκρίνεται -στις ελληνικές συνθήκες- στο κριτήριο της Μπρένερ για χρήση του από κάποιες γυναίκες στην περιγραφή της εργασίας τους, βλ. την ύπαρξη «Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων». Χρησιμοποιήσαμε τον όρο «πορνεία» ως απόδοση του «prostitution», όταν πρόκειται για χαρακτηρισμό του χώρου/επαγγέλματος και όχι των προσώπων μέσα σε αυτό. 


2. Αυτό το κείμενο επικεντρώνεται στις γυναίκες που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες. Είναι αδύνατο να καταπιαστούμε με τρόπο δίκαιο και σοβαρό στις ιδιαίτερες εμπειρίες των ανδρών και των διεμφυλικών ατόμων σε αυτό το επάγγελμα εντός των ορίων του παρόντος άρθρου.
3. Melissa Farley, «Prostitution, Liberalism, and Slavery». Logos: A Journal of Modern Society and Culture, v. 12, no. 3, 2013.
4. Για ένα ενδεικτικό παράδειγμα, βλ. Swedish Government National Board of Health and Welfare, Prostitution in Sweden 2007 (November, 2008) www.socialstyrelsen.se, november 2008.
5. Ωστόσο, υπάρχει έντονη διαμάχη γύρω από το κίνημα που μάχεται το sex trafficking: για το αν είναι απαραίτητοι οι νόμοι που αντιμετωπίζουν ειδικά την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς και όχι γενικά την εμπορία ανθρώπων, για το πώς πρέπει να συντάσσονται οι νόμοι (π.χ. πώς θα πρέπει να τεκμηριώνεται ο εξαναγκασμός) και για τις πρακτικές εφαρμογής τους. Συγκρίνετε, για παράδειγμα, την έκθεση του Σουηδικού Ινστιτούτου, «Στοχοποιώντας τον αγοραστή του σεξ: Σταματώντας την πορνεία και την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς εκεί όπου τα πάντα ξεκινούν» (2010) https://eng.si.se/areas-of-operatio... Και το έργο της Laura Maria Augustin, «Σεξ στο Περιθώριο: Μετανάστευση, αγορές εργασίας και βιομηχανία διάσωσης» (Λονδίνο: Ζεντ Books, 2007). Για λόγους χώρου δεν απαντώ σε αυτά τα ερωτήματα.
6. Οι γυναίκες που αξιοποιούν τα σπίτια τους ως χώρους εργασίας κάνουν διαχωρισμούς μεταξύ εργασίας και προσωπικού χώρου, για παράδειγμα δεν χρησιμοποιούν το δικό τους κρεβάτι για σεξουαλική εργασία.
Gillian M. Abel, «Different stage, different performance: The protective strategy of role play on emotional health in sex work», Social Science & Medicine 72 (2011), 1177-1184. Teela Sanders, «“It’s Just Acting”: Sex Workers’ Strategies for Capitalizing on Sexuality»,  Gender, Work and Organization, V.12 no. 4 (July 2005), σελ. 319-342.
7. Playing the Whore (London: Verso, 2014), σελ. 90.
8. Laurie Shrage, «Feminist Perspectives on Sex Markets», The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter 2012 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/...
9. Sven-Axel Månsson, «Men’s Practices in Prostitution and Their Implications for Social Work». Martin A. Monto, «Prostitutes’ Customers: Motives and Misconception», in Ronald Weitzer, ed, Sex for Sale: Prostitution, Pornography, and the Sex Industry, (Hoboken, N.J.: Taylor and Francis, 2009). Για μια επισκόπηση του εύρους των ιδεών σε αυτό το ζήτημα, βλ. Nikolas Westerhoff, «Why Do Men Buy Sex», Scientific American Mind. June 2009 Special Issue, Vol. 20 Issue 3, σελ. 70-75. 
Σύμφωνα με έρευνες στην Ινδία, το 45,5-64% των πελατών ήταν παντρεμένοι, ενώ η πλειονότητα ζούσε με τις συζύγους τους.
Prahba Kotiswaran, Dangerous Sex, Invisible Labor: Sex Work and the Law in India (Princeton: Princeton University Press, 2011), σελ. 241
10. Υπάρχουν πολλά περισσότερα που χρειάζεται να ειπωθούν σχετικά με αυτό από όσα μπορούν να συζητηθούν εδώ. Έρευνες που βασίζονται σε διαδικτυακές συνομιλίες και συνεντεύξεις με εκδιδόμενες σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχουν, δείχνουν ότι σε μεγάλο βαθμό η ζήτηση είναι για στοματικό και κολπικό σεξ. Ωστόσο, υπάρχουν «εξειδικευμένες» αγορές για άλλες σεξουαλικές πρακτικές. Στο παιχνίδι μπαίνουν επίσης πολιτιστικά «νομιμοποιημένες» φυλετικές φαντασιώσεις. Επιπλέον, η φύση των φαντασιώσεων που ενσαρκώνονται, όταν άνδρες αγοράζουν υπηρεσίες από άλλους άνδρες, μπορεί να είναι διαφορετική. Βλ. για παράδειγμα, Juline Koken, David S. Bimbi, and Jeffrey T. Parsons, «Male and Female Escorts: A Comparative Analysis», in Weitzer, ed., σελ. 205-232.
11. Arlie Russell Hochschild, «The Managed Heart: Commercialization of Human Feeling» (Berkeley: University of California Press, 1983) Chapter 3.
12. Hochschild, 181-184.
13. Elizabeth Bernstein, «Temporarily Yours: Intimacy, Authenticity, and the Commerce of Sex» (Chicago: University of Chicago Press, 2007), σελ. 103-104. Janet Lever and Deanne Dolick, «Call Girls and Street Prostitutes: Selling Sex and Intimacy», in Weitzer, ed., σελ. 187-203.
14. Ine Vanwesenbeeck, «Burnout Among Female Indoor Sex Workers», Archives of Sexual Behavior, Vol. 34, No. 6, December 2005, σελ. 627–639, ειδικά σελ. 627-628. Βλ. επίσης, Teela Sanders, «A continuum of risk? The management of health, physical and emotional risks by female sex workers», Sociology of Health & Illness Vol. 26 No. 5, 2004, σελ. 557–574. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εκδιδόμενες που κάνουν πεζοδρόμιο είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν ναρκωτικά για να προετοιμαστούν ψυχολογικά για τη δουλειά τους από τις εκδιδόμενες που δουλεύουν σε κλειστούς χώρους. Lever and Dolick, σελ. 196.
15. Vanwesenbeeckk, σελ. 635-636.
16. Vanwesenbeeck, σελ. 638.
17. Gillian Abel and Lisa Fitzgerald, «Risk and Risk Management in Sex Work post-Prostitution Reform Act: a public health perspective», in Gilian Abel, Lisa Fitzgerald, Catherine Healy with Aline Taylor, eds., «Taking the Crime Out of Sex Work: New Zealand Sex Workers’ Fight for Decriminalization» (Bristol: The Policy Press, 2010), σελ. 217-238, σελ. 231.
18. Melissa Farley et.al. «Prostitution and Trafficking in Nine Countries: An Update on Violence and Posttraumatic Stress Disorder», Journal of trauma practice 2 (3/4), 2003 σελ. 33-74. 
Η εγκυρότητα αυτών των αποτελεσμάτων αμφισβητήθηκε τόσο για την ανεπάρκεια της μέτρησης της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες βάσει μιας έρευνας 10 ερωτήσεων όσο και για την υπερεκπροσώπηση των εκδιδόμενων που κάνουν πεζοδρόμιο μεταξύ των ερωτώμενων.
John Lowman, «Crown Expert-Witness Testimony in Bedford v. Canada: Evidence-Based Argument of Victim-Paradigm Hyperbole?», in Emilv van der Meulen, Elya M. Durisin, and Victoria Love, eds. «Selling Sex: Experience, Advocacy, and Research on Sex Work in Canada» (Vancouver-Toronto: UBC Press, 2013), σελ. 230-250, ειδικά σελ. 234-235.
19. Max Waltman, «Sweden’s prohibition of purchase of sex: The law’s reasons, impact, and potential», Women’s Studies International Forum 34 (2011), 449–474. Μία μελέτη σε 201 σεξεργάτριες (συμπεριλαμβανομένων των χορευτριών σε καμπαρέ, καθώς και των εκδιδόμενων) στη Βικτόρια, βρήκε ότι το 50% ανέφερε ότι έχει ή πέρασε κατάθλιψη σε σύγκριση με το 6% των γυναικών και το 3% των ανδρών στο γενικό πληθυσμό.
Cecilia Benoit and Alison Millar, «Dispelling Myths and Understanding Realities: Working Conditions, Health Status, and Exiting Experiences of Sex Workers», Report funded by BC Health Research Foundation, Capital Health District, BC Centre of Excellence on Women’s Health (October 2001), σελ. 68.
20. Stephanie Church, Marion Henderson, Marina Barnard, Graham Hart, «Violence by clients towards female prostitutes in different work settings: questionnaire survey», The BMJ Volume v. 322 no. 3 March 2001, σελ. 524-525. 
Μια έρευνα σε πάνω από 700 εκδιδόμενες στη Νέα Ζηλανδία πέντε χρόνια μετά την αποποινικοποίηση της πορνείας έδειξε ότι τους τελευταίους 12 μήνες, το 13% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 7-10% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους είχαν υποστεί σωματική επίθεση. Το 39% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 9-16% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους είχαν απειληθεί με σωματική βία.
New Zealand Ministry of Justice, Report of the Prostitution Law Review Committee on the Operation of the Prostitution Reform Act 2003, Wellington, New Zealand, May 2008, σελ. 56.
21. AVERT, Sex Workers and HIV/AIDS, http://www.avert.org/sex-workers-an...
22. Σε ορισμένες χώρες όπου η πορνεία είναι ημινομιμοποιημένη ή αποποινικοποιημένη, η μη χρήση προφυλακτικού αποτελεί αξιόποινη πράξη. Οι Abel και Fitzgerald βρήκαν ότι οι εκδιδόμενες χρησιμοποίησαν το νόμο προκειμένου να διαπραγματευτούν ασφαλές σεξ με πελάτες. Σελ. 219-221.
23. «More Bang for Your Buck; Prostitution and the Internet», The Economist, August 9, 2014. Στη Νέα Ζηλανδία, όπου το σεξ χωρίς προφυλακτικό είναι παράνομο, το 12% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 4-5% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους είχαν κάνει κολπικό σεξ χωρίς προστασία τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ το 20% των εργαζομένων στο πεζοδρόμιο και το 16% των εργαζομένων σε κλειστούς χώρους δήλωσαν ότι είχαν κάνει στοματικό σεξ χωρίς προστασία. Για τα οικονομικά κίνητρα ενθάρρυνσης του απροστάτευτου σεξ, βλ. επίσης Kotiswaran, σελ. 202.
24. Kotiswaran, σελ. 216. Report of the Prostitution Law Review Committee on the Operation of the Prostitution Reform Act 2003 Ministry of Justice, Wellington, New Zealand, May 2008, σελ. 66-69.
25. Για παράδειγμα, Christine B.N. Chin, «Cosmopolitan Sex Workers: Women and Migration in a Global City» (New York and Oxford: Oxford University Press, 2013), σελ. 98.
26. Steven Bittle, «Still Punishing to ‘Protect’: Youth Prostitution Law and Policy Reform», Emilv van der Meulen et. al., σελ. 279-296.
27. Pat Mayhew and Elaine Mossman, «Exiting Prostitution: Models of Best Practice». Crime and Justice Research Centre, Victoria University of Wellington, October 2007.
28. Όπως καθιστά σαφές η Kotiswaran, οι αγορές του σεξ διαφέρουν όχι μόνο από χώρα σε χώρα, αλλά και εντός μιας χώρας. Κι ενώ θα μπορούσαν να διατυπωθούν γενικές αρχές, οι στρατηγικές για την ενσωμάτωση αυτών των αρχών σε νομικούς κανόνες διαφέρουν ανάλογα με τις κατά τόπους συνθήκες.
29. Μπορεί να υπάρξουν προβλήματα εγκυρότητας κατά τη συνέντευξη ατόμων που εξασκούν την πορνεία, σε αντίθεση με τη συνέντευξη επιζώντων που εγκατέλειψαν το επάγγελμα. Οι τελευταίες δεν επηρεάζονται από τρίτα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή δεν εξαρτώνται με άλλο τρόπο από τη συνέχιση της πορνείας και, ως εκ τούτου, είναι λιγότερο πιθανό να παράσχουν απαντήσεις που μεροληπτούν υπέρ της βιομηχανίας του σεξ.
Max Waltman, «Assessing Evidence, Arguments, and Inequality in Bedford v. Canada», Harvard Journal of Law & Gender, Vol. 37, (2014), σελ. 459-544 (2014).
30. Για μια συζήτηση πάνω στα προβλήματα, βλ. Elaine Mossman, «Brothel Operators’ and support agencies’ experiences of decriminalization», Abel et. al., σελ. 121-122.
31. Elaine Mossman, International Approaches to Decriminalising or Legalising Prostitution, New Zealand Ministry of Justice, October 2007.
32. Barbara Sullivan, «When (Some) Prostitution is Illegal», Journal of Law and Society, v. 37, no. 1 (March 2010), σελ. 85-104. Βλ. επίσης Barbara G. Brents and Kathryn Hausbeck, «Violence and Legalized Brothel Prostitution in Nevada: Examining Safety, Risk, and Prostitution Policy», Journal of Interpersonal Violence, Vol. 20 No. 3, March 2005, σελ. 270-295.
33. Report by the Federal Government on the Impact of the Act Regulating the Legal Situation of Prostitutes (Prostitution Act) Federal Ministry for Family Affairs, Senior Citizens, Women and Youth, Berlin (2007), σελ. 17. Τέτοιες διευθετήσεις είναι επίσης συνηθισμένες στη Νεβάδα (Brents & Hausbeck, op. cit.), την Ολλανδία (Vanwesenbeeck op. cit.) και την Ινδία (Kotiswaran op. cit.). Η έκθεση επεσήμανε επίσης ότι οι νέοι περιορισμοί που τέθηκαν στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και ανεργίας, είχαν μειώσει τη δυνατότητα που είχαν οι εκδιδόμενες να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Σελ. 37-38.
34. Συνέκρινε Max Waltman, op. cit., 2011 με Ann Jordan, The Swedish Law to Criminalize Clients:A Failed Experiment in Social Engineering, Program on Human Trafficking and Forced Labor. Center for Human Rights & Humanitarian Law, Issue Paper # 4 (2012).
35. Selected extracts of the Swedish government report SOU 2010:49: The Ban against the Purchase of Sexual Services. An evaluation 1999-2008, (συνήθως αναφέρεται ως Skarhed Report, Έκθεση Skarhed) σελ. 28. Η έκθεση του σουηδικού συμβουλίου υγείας και πρόνοιας (όπως παρατίθεται) είναι πολύ πιο επιφυλακτική από την έκθεση Skarhed στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις επιπτώσεις του νόμου, δεδομένων των πολύ διαφορετικών και ενίοτε αντικρουόμενων αξιολογήσεων που έλαβαν από διάφορους παρόχους πληροφοριών, όπως η αστυνομία, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ακαδημαϊκοί και οι εκδιδόμενες. Μια μελέτη για τη μέτρηση των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης της νομοθεσίας της Νορβηγίας (σύμφωνα με το σουηδικό μοντέλο) το 2009 αντιμετώπισε παρόμοιες δυσκολίες, καθώς στη Νορβηγία επίσης δεν υπήρχαν αξιόπιστες μετρήσεις για τον αριθμό των ατόμων στην πορνεία πριν από τη θέσπιση του νόμου ή μετά από αυτήν. Οι ερευνητές ισχυρίζονταν βάσει των παρατηρήσεων των παρόχων πληροφοριών τους ότι, «αν μπορούσαν να μαντέψουν», η πορνεία στα πεζοδρόμια είχε μειωθεί σημαντικά και ότι η αγορά στους κλειστούς χώρους είχε πέσει 10-20%. Αν και έπαιρνε υπόψη ότι η οικονομική κρίση είχε μειώσει τη ζήτηση, η έκθεση ωστόσο υποστήριζε ότι ο νόμος συνέβαλε επίσης κατ’ άγνωστο ποσοστό στη μείωση των τιμών. Σχολίαζαν ότι οι εργαζόμενες σε κλειστούς χώρους έπρεπε να εργαστούν πιο σκληρά για να κρατήσουν το εισόδημά τους στο ίδιο επίπεδο με πριν. 
Αξιολόγηση της νορβηγικής νομοθεσίας που ποινικοποιεί την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών (περίληψη). Για μια κριτική αυτής της έρευνας, Anette Brunovskis and May-Len Skilbrei, «The Evaluation of the Sex Purchase Act Brings Us no Closer to a Conclusion» (August, 2014), Fafo Institute. http://fafo.no/prostitution/
36. Skarhed Report, σελ. 23.
37. Niklas Jakobsson and Andreas Kotsadam, «What explains attitudes toward prostitution?», Working Papers in Economics No. 349, Goteborg University, April 2009.
38. Bernstein, σελ. 151-153.
39. Board of Health and Welfare Report, σελ. 47-48. Η αναφορά Skarhed απλώς αρνείται αυτόν τον ισχυρισμό, χωρίς να παραθέτει στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θέση της. 
40. A Krüsi, K Pacey, L Bird, C Taylor, J Chettiar, S Allan, D Bennett, J S Montaner, T Kerr, K Shannon, «Criminalisation of clients: reproducing vulnerabilities for violence and poor health among street-based sex workers in Canada -a qualitative study», BMJ Open, 2014, no. 4.
41. Κάποιοι πάροχοι πληροφοριών, που η γνώμη τους ζητήθηκε για το National Board of Health and Welfare Report, διατύπωσαν αυτόν τον ισχυρισμό. Σελ. 47-48. 
42. Κάποιοι πάροχοι πληροφοριών πίστευαν ότι ο νόμος στην πραγματικότητα καθιστούσε ακόμα λιγότερο πιθανό για τις εκδιδόμενες να καταγγείλουν περιστατικά κλοπής ή βίας. Susanne Dodillet and Petra Östergren, «The Swedish Sex Purchase Act: Claimed Success and Documented Effects», Conference paper presented at the International Workshop: Decriminalizing Prostitution and Beyond: Practical Experiences and Challenges. The Hague, March 3 and 4, 2011 σελ. 21-22.
43. Αυτό ισχύει και για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τόσο η πώληση όσο και η αγορά (σεξουαλικών υπηρεσιών) είναι νόμιμες, αλλά η άγρα πελατών, η διαφήμιση και η ενοικίαση δωματίου σε μια εκδιδόμενη για επαγγελματικούς σκοπούς είναι παράνομα.
44. Για ένα παράδειγμα, Bernstein, σελ. 90, επίσης Kara Gillies, «A Wolf in Sheep’s Clothing: Canadian Anti-Pimping Law and How It Harms Sex Workers», van der Meulen et. al., σελ. 269-278.
45. «Being and Being Bought: An interview with Kajsa Ekis Ekman», Meghan Murphey, Feminist Current (January 2014). http://feministcurrent.com/8514/being-and-being-bought-an-interview-with-kajsa-ekis-ekman/
46. Στις ΗΠΑ, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, ακτιβίστριες του κινήματος κατά των ξυλοδαρμών απαίτησαν από τα αστυνομικά τμήματα να μην επιτρέπουν πλέον στους αστυνομικούς τη διακριτική ευχέρεια της διαχείρισης της ανταπόκρισής τους σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Η σύλληψη, υποστήριζαν, θα αποτρέψει τους άνδρες από το να συμπεριφερθούν ξανά έτσι στο μέλλον. Μέχρι το 2005, σχεδόν οι μισές Πολιτείες είχαν θεσπίσει πολιτικές υποχρεωτικής σύλληψης. Αυξανόμενα στοιχεία έδειξαν ότι η υποχρεωτική σύλληψη είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, αυξάνοντας τα μετέπειτα περιστατικά κακοποίησης. Επιπλέον, οι αστυνομικοί συχνά συνελάμβαναν και τα δύο μέρη και περιθωριοποιημένες κοινωνικά γυναίκες (μη-λευκές  γυναίκες, μετανάστριες χωρίς χαρτιά, λεσβίες, ιερόδουλες, κλπ) αποτέλεσαν ιδιαίτερα στόχο σύλληψης.
Color of Violence: The INCITE! Anthology, INCITE Women of Color Against Violence (South End Press, 2006), esp. Chapters 17 and 25. Web resource: http://www.incite-national.org/page...
47. Η διάταξη αυτή έχει το αντίθετο πρόβλημα απ’ ό,τι το σκανδιναβικό μοντέλο. Εκεί, μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις σε αθώους ανθρώπους, εδώ οι εκμεταλλευτές μπορεί να αποφύγουν την τιμωρία.
48. New Zealand Prostitutes’ Collective website http://www.nzpc.org.nz/index.php?pa...  Η Συλλογικότητα Εκδιδόμενων Νέας Ζηλανδίας «δεν αισθάνεται άνετα» με τη διάταξη του Νόμου για τη Μεταρρύθμιση της Πορνείας που αποκλείει τις μετανάστριες από τη σεξεργασία, η οποία δημιουργεί έναν παράνομο τομέα που είναι βαθιά κρυμμένος και αναμφίβολα πολύ εκμεταλλευτικός. Abel et. al, σελ. 262-3.
49. Report of the Prostitution Law Review Committee, σελ. 35.
50. Seo-Young Cho, Axel Dreher and Eric Neumayer, «Does legalized prostitution increase human trafficking?», World Development, 41, 2012, σελ. 67-82.
51. Ronald Weitzer, New Directions in Research on Human Trafficking The Annals of the American Academy of Political and Social Science v. 653 no. 6 (May, 2014), σελ. 6-24.
52. Έκθεση της Επιτροπής Επισκόπησης του Νόμου για την Πορνεία, σ. 167. Οι φόβοι για την αύξηση της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς διαμόρφωσαν τη μεταρρύθμιση του νόμου, οδηγώντας στη διάταξη που ποινικοποιεί τους μη μόνιμους κατοίκους που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες.
53. Gillian M. Abel, Lisa J. Fitzgerald, Cheryl Brunton, «The Impact of Decriminalization on the Number of Sex Workers in New Zealand», Journal of Social Policy, v. 38 iss. 3 (July 209), σελ. 515-531, σελ. 523.
54. Πολλές μελέτες του νομιμοποιημένου διευθυνόμενου τομέα διαπιστώνουν ότι η ασφάλεια ενισχύεται από επίσημα και ανεπίσημα μέσα ελέγχου, όπως η εγγύτητα άλλων εργαζομένων, συναγερμών και καμερών ασφαλείας. Βλ. πχ. Sullivan, Brents & Hausbeck, Abel et. al.)
55. Abel and Fitzgerald, σελ. 227-229.
56. Kotiswaran, σελ. 248


*Το κείμενο αυτό διαμορφώθηκε σε στενή συνεργασία με τη Nancy Holmstrom. Αρχικά είχαμε σκοπό να γράψουμε από κοινού, αλλά καταλήξαμε σε ξεχωριστά άρθρα. Η Jan Haaken προσέφερε βασικές ιδέες, τις οποίες έχω αντλήσει σε μεγάλο βαθμό. Ευχαριστώ επίσης τη Meena Dhanda, τη Bill Resnick και τη Liz Rappaport για τα πολύτιμα σχόλιά τους.

Συντάκτης
Τζοάνα Μπρένερ