Το κείμενο που ακολουθεί είναι κεφάλαιο του βιβλίου της Σίλβια Φεντερίτσι, «Beyond the periphery of the skin: Rethinking, Remaking, and Reclaiming the Body in Contemporary Capitalism». Τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα. Η Σίλβια Φεντερίτσι είναι φεμινίστρια φιλόσοφος. Ενεργή ακτιβίστρια επί δεκαετίες, έχει γράψει πολλά άρθρα και βιβλία που καθόρισαν τη ριζοσπαστική φεμινιστική σκέψη.
Από τις απαρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας, η σεξουαλική εργασία επιτελούσε δύο θεμελιώδεις λειτουργίες στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής και του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. Αφενός, εξασφάλιζε την παραγωγή νέων εργατών. Αφετέρου, υπήρξε βασική πτυχή της καθημερινής αναπαραγωγής τους, καθώς η σεξουαλική εκτόνωση υπήρξε, για τους άνδρες τουλάχιστον, η βαλβίδα ασφαλείας για τις εντάσεις που συσσωρεύονταν κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, ακόμη περισσότερο αναγκαία, καθώς για πολύ καιρό το σεξ ήταν μία από τις λίγες απολαύσεις που τους είχε απομείνει. Η ίδια η έννοια του «προλεταριάτου» παρέπεμπε σε μια εργατική τάξη που αναπαραγόταν μαζικά, όχι μόνο επειδή ένα ακόμα παιδί σήμαινε ακόμα έναν εργάτη στη φάμπρικα και ένα πρόσθετο μεροκάματο, αλλά και επειδή το σεξ ήταν η μόνη ευχαρίστηση των φτωχών.
Παρά τη σημασία της, κατά την πρώτη φάση της εκβιομηχάνισης, η σεξουαλική δραστηριότητα της εργατικής τάξης δεν αποτελούσε αντικείμενο ιδιαίτερης κρατικής παρέμβασης. Σε αυτή τη φάση, η οποία διήρκεσε μέχρι το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, το κύριο μέλημα των καπιταλιστών ήταν η ποσότητα και όχι η ποιότητα του εργατικού δυναμικού που επρόκειτο να παραχθεί. Το γεγονός ότι οι Άγγλοι εργάτες-τριες, άνδρες και γυναίκες, πέθαιναν κατά μέσο όρο σε ηλικία 35 ετών δεν είχε σημασία για τους βρετανούς εργοστασιάρχες, εφόσον τα χρόνια αυτά δαπανούνταν εξολοκλήρου μέσα στο εργοστάσιο, από τη χαραυγή μέχρι το ηλιοβασίλεμα, από τα πρώτα χρόνια της ζωής μέχρι το θάνατο, και εφόσον τεκνοποιούσαν άφθονη νέα εργατική δύναμη για την αντικατάσταση αυτών που συνεχώς εξοντώνονταν.(1)
Η μόνη προσδοκία από τους εργάτες και τις εργάτριες στην Αγγλία ήταν να αναπαράγουν το προλεταριάτο σε αφθονία, και ελάχιστη προσοχή δινόταν στην «ηθική συμπεριφορά» τους. Πράγματι, θεωρούνταν αναμενόμενο ότι η «ασυδοσία» θα ήταν ο κανόνας στους κοιτώνες των παραγκουπόλεων, όπου, στη Γλασκώβη όπως και στη Νέα Υόρκη, οι εργαζόμενοι περνούσαν τις λίγες ώρες που είχαν διαθέσιμες έξω από το εργοστάσιο. Θεωρούνταν επίσης αναμενόμενο ότι οι Αγγλίδες και οι Αμερικανίδες εργαζόμενες θα ενάλλασσαν ή θα συνδύαζαν τη δουλειά στο εργοστάσιο με την πορνεία, η οποία πήρε εκρηκτικές διαστάσεις σε αυτές τις χώρες ταυτόχρονα με την άνοδο της εκβιομηχάνισης.(2)
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς, υπό την πίεση και των εργατικών αγώνων, συνέβη μια αναδιάρθρωση της παραγωγής η οποία απαιτούσε ένα διαφορετικό τύπο εργαζομένου και, συνεπώς, μια αλλαγή στη διαδικασία αναπαραγωγής του. Ήταν η μετάβαση από την ελαφριά στη βαριά βιομηχανία, από το μηχανικό πλαίσιο στην ατμομηχανή, από την παραγωγή υφασμάτων στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, η οποία δημιούργησε την ανάγκη για έναν εργαζόμενο όχι τόσο αδύνατο, λιγότερο φιλάσθενο, πιο ικανό να αντέχει στους εντατικούς ρυθμούς εργασίας, που απαιτούσε η στροφή προς τη βαριά βιομηχανία. Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που η αστική τάξη, αδιάφορη γενικά για τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας των βιομηχανικών εργατών, επινόησε μια νέα στρατηγική αναπαραγωγής, αυξάνοντας το μεροκάματο για τους άνδρες εργάτες, πιέζοντας τις προλετάριες να γυρίσουν στο σπίτι και, ταυτόχρονα, αυξάνοντας την ένταση της εργασίας στο εργοστάσιο, την οποία θα ήταν πλέον ικανός να εκτελέσει ο υπό καλύτερες συνθήκες αναπαραγόμενος και καλύτερα αμοιβόμενος εργάτης.
Έτσι, μαζί με την εισαγωγή του Τεϊλορισμού και μια νέα συστηματική οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας, κατά το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα έχουμε και ένα μετασχηματισμό της εργατικής οικογένειας, με επίκεντρο την κατασκευή ενός νέου οικιακού ρόλου για τη γυναίκα, ο οποίος θα την καθιστούσε εγγυητή της παραγωγής ενός εργατικού δυναμικού με περισσότερα προσόντα. Αυτό σήμαινε την πίεση επί των γυναικών όχι μόνο να τεκνοποιούν προκειμένου να αναπαραχθεί το αναγκαίο εργατικό δυναμικό, αλλά και να εγγυώνται την καθημερινή αναπαραγωγή των εργατών, μέσω της παροχής των υλικών, συναισθηματικών και σεξουαλικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ικανότητας των εργατών για εργασία.
Σαν να συνειδητοποίησαν ξαφνικά την πραγματικότητα της ζωής στο εργοστάσιο, γύρω στη δεκαετία του 1850 ένα πλήθος μεταρρυθμιστών άρχισε να κραυγάζει ενάντια στις πολλές ώρες που περνούσαν οι γυναίκες μακριά από το σπίτι. Μέσω μιας «προστατευτικής νομοθεσίας», πρώτα εξαλείφθηκαν οι νυχτερινές βάρδιες των γυναικών και έπειτα απομακρύνθηκαν οι παντρεμένες γυναίκες από τα εργοστάσια, ώστε να μπορέσουν να επανεκπαιδευτούν στο να λειτουργήσουν σαν «άγγελοι της οικογενειακής εστίας», γνώστριες των τεχνών της υπομονής και της υποταγής, ιδίως εφόσον δεν επρόκειτο να πληρωθούν για την εργασία για την οποία προορίζονταν.
Η εξιδανίκευση της «γυναικείας αρετής», που μέχρι το τέλος του αιώνα επιφυλασσόταν αποκλειστικά για τις γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης τάξης, επεκτάθηκε σταδιακά και στις γυναίκες της εργατικής τάξης για να κρύψει την απλήρωτη εργασία που αναμένονταν από αυτές. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι βλέπουμε σε αυτή την περίοδο μια νέα ιδεολογική εκστρατεία που προωθεί μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης τα ιδανικά της μητρότητας και της αγάπης, εννοούμενης ως ικανότητα για απόλυτη αυτοθυσία. Η Φαντίνα, η πόρνη μητέρα στους «Άθλιους», που πουλάει τα μαλλιά της και δύο από τα δόντια της για να συντηρήσει το μωρό της, ήταν η κατάλληλη ενσάρκωση αυτού του ιδανικού. Η «συζυγική αγάπη» και το «μητρικό ένστικτο» είναι θέματα που διαπερνούν τις διαλέξεις των Βικτωριανών μεταρρυθμιστών, μαζί με τα παράπονα για τις ολέθριες επιπτώσεις της εργασίας στο εργοστάσιο πάνω στην ηθική των γυναικών και στον αναπαραγωγικό ρόλο τους.
Ωστόσο, η ρύθμιση της οικιακής εργασίας δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη ρύθμιση της σεξουαλικής εργασίας. Όπως και με την οικιακή εργασία, αυτό που χαρακτήρισε την πολιτική του κεφαλαίου και του κράτους για τα σεξουαλικά θέματα σε αυτή τη φάση, ήταν η επέκταση και προς την προλετάρια γυναίκα των αρχών που ήδη καθόριζαν τη σεξουαλική διαγωγή των γυναικών στην αστική οικογένεια. Η πρώτη από αυτές τις αρχές ήταν η άρνηση της γυναικείας σεξουαλικότητας ως πηγής ευχαρίστησης, αλλά και χρηματικού οφέλους για τις γυναίκες.
Για τη μεταμόρφωση της βιομηχανικής εργάτριας-πόρνης (και στις δύο περιπτώσεις αμοιβόμενης εργαζόμενης), σε απλήρωτη μητέρα-σύζυγο, έτοιμη να θυσιάσει το συμφέρον της και την επιθυμία της προς όφελος της ευημερίας της οικογένειάς της, βασική προϋπόθεση ήταν ο «εξαγνισμός» του μητρικού ρόλου από οποιοδήποτε ερωτικό στοιχείο.
Αυτό σήμαινε ότι η σύζυγος-μητέρα θα έπρεπε να απολαμβάνει μόνο την ευχαρίστηση της «αγάπης», η οποία εκλαμβάνονταν ως ένα συναίσθημα απαλλαγμένο από κάθε επιθυμία τόσο για σεξ όσο και για οικονομικές απολαβές. Στην ίδια τη σεξουαλική εργασία, ο διαχωρισμός μεταξύ του «σεξ για αναπαραγωγή» και του «σεξ για ευχαρίστηση» και, στην περίπτωση των γυναικών, ο συσχετισμός του σεξ με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά, βάθυνε. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία, θεσπίστηκε νέα νομοθεσία για την πορνεία, με στόχο τον διαχωρισμό των «τίμιων γυναικών» από τις «πόρνες» -μια διάκριση την οποία είχε υποβαθμίσει η στρατολόγηση των γυναικών στη βιομηχανική εργασία.
Ο Γουίλιαμ Άκτον, ένας από τους υποστηρικτές της μεταρρύθμισης στην Αγγλία, σημείωνε πόσο ολέθρια ήταν η συνεχής παρουσία «της πόρνης» σε δημόσιους χώρους. Οι λόγοι που ανέφερε, είναι χαρακτηριστικοί:
«Το κύριο ενδιαφέρον μου έγκειται στο να λάβουμε υπόψη την επίδραση που έχει στις παντρεμένες γυναίκες η εξοικείωση με αυτές τις συναντήσεις, όπου γίνονται μάρτυρες αυτής τη φαύλης και ανήθικης αδελφότητας γυναικών που αυτοεπιδεικνύονται με ελαφρότητα, ή αυτοαποκαλούνται “πρώτης τάξεως”, που δέχονται να γίνουν το επίκεντρο της προσοχής των ανδρών, που κολυμπάνε με ελευθεριότητα στο αλκοόλ, που συχνάζουν στα καλύτερα μέρη, ντυμένες πολύ καλύτερα από τη θέση τους, με άφθονα χρήματα για ξόδεμα, που δεν στερούν από τον εαυτό τους κανενός είδους διασκέδαση ή απόλαυση, χωρίς να επιβαρύνονται από οικιακά καθήκοντα και παιδιά. Όσο προσποιητή κι αν είναι αυτή η επίδειξη, αυτή η πραγματική ανωτερότητα της έκφυλης ζωής αποκλείεται να διαφεύγει της προσοχής του πανέξυπνου φύλου».
Η πρωτοβουλία του Άκτον είχε ως κίνητρο και μια άλλη ανησυχία: την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων, ιδίως της σύφιλης, μεταξύ του προλεταριάτου:
«Ο αναγνώστης, ο οποίος τυγχάνει να είναι ευσυνείδητος γονέας, πρέπει κατ’ ανάγκη να με υποστηρίξει. Διότι, αν τεθούν σε λειτουργία τα υγειονομικά μέτρα τα οποία υποστηρίζω, δεν θα μειώσουν την αγωνία του, καθώς θα αναλογίζεται το μεγάλωμα των αγοριών του από τη βρεφική ηλικία στην ενηλικίωση; Οι άνθρωποι του κράτους και οι πολιτικοί οικονομολόγοι ήδη με υποστηρίζουν, διότι δεν είναι οι στρατοί και στόλοι που υποβαθμίζονται, δεν είναι η εργασία που εξασθενίζει, δεν είναι ο πληθυσμός που υποβαθμίζεται από τα δεινά τα οποία προτείνω να αντιπαλέψουμε;».
Η νομοθετική ρύθμιση της πορνείας είχε ως συνέπεια το να υποβληθούν οι σεξεργάτριες σε ιατρικό έλεγχο, σύμφωνα με το μοντέλο που υιοθετήθηκε στη Γαλλία από το πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα.
Με αυτή τη νομοθετική ρύθμιση, η οποία κατέστησε το κράτος, μέσω της αστυνομίας και του ιατρικού προσωπικού, τον άμεσο επόπτη της σεξουαλικής εργασίας, έχουμε τη θεσμοθέτηση της πόρνης και της μητέρας ως ξεχωριστές, αλληλοαποκλειόμενες γυναικείες μορφές και λειτουργίες. Έχουμε δηλαδή, τη θεσμοθέτηση μιας μητρότητας χωρίς ευχαρίστηση και μιας «ευχαρίστησης» χωρίς μητρότητα. Η κοινωνική πολιτική άρχισε να έχει την απαίτηση από την πόρνη να μη γίνει μητέρα.(3) Η μητρότητά της έπρεπε να κρυφτεί, να απομακρυνθεί από το χώρο εργασίας της. Στη λογοτεχνία της εποχής, το παιδί της πόρνης ζει στην ύπαιθρο και η επιμέλειά του έχει ανατεθεί σε φιλεύσπλαχνους ανθρώπους που το φροντίζουν.
Αντιθέτως, αναμενόταν από τη μητέρα, τη σύζυγο, την «τίμια γυναίκα» να θεωρεί το σεξ μόνο ως οικιακή υπηρεσία, ένα αναπόδραστο συζυγικό καθήκον, το οποίο όμως δεν θα της έδινε καμιά ευχαρίστηση. Το μόνο σεξ που αναγνωριζόταν στη μητέρα ήταν το σεξ που είχε εξαγνιστεί μέσω του γάμου και της αναπαραγωγής. Δηλαδή ένα σεξ που, κατόπιν ατελείωτων ωρών άμισθης εργασίας, έδινε ελάχιστη ευχαρίστηση και πάντα συνοδευόταν από το φόβο της εγκυμοσύνης. Από εκεί προκύπτει η κλασική εικόνα, που μας έχει δοθεί από τα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, της γυναίκας που υπομένει με δυσθυμία τις σεξουαλικές κινήσεις του συζύγου της, προσέχοντας να μην έρθει σε σύγκρουση με το φωτοστέφανο της ιερότητας, με το οποίο ήθελε να την περιβάλει η κοινωνία.
Ο διαχωρισμός μεταξύ της σεξουαλικής εργασίας και της μητρότητας κατέστη δυνατός μόνο επειδή το κεφάλαιο άσκησε εκτεταμένη ψυχολογική και σωματική βία προκειμένου να τον επιβάλει. Η μοίρα της ανύπαντρης μητέρας, της «αποπλανημένης και εγκαταλειμμένης» που, μαζί με την εξιδανίκευση της μητρικής θυσίας, γέμιζε τις σελίδες των λογοτεχνικών έργων του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν μια συνεχής προειδοποίηση προς τις γυναίκες πως οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από το να «χάσει κάποια την τιμή της» και να θεωρηθεί «τσούλα». Αλλά το μαστίγιο που χρησίμευσε περισσότερο στο να κρατήσει τις γυναίκες στη θέση τους ήταν η κατάσταση στην οποία ήταν αναγκασμένη να ζει η πόρνη -προλεταριακής τάξης- καθώς όλο και περισσότερο απομονωνόταν από τις άλλες γυναίκες και βρίσκονταν κάτω από συνεχή κρατικό έλεγχο.
Παρά την ποινικοποίηση της πορνείας, οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ευυπόληπτης οικογένειας της εργατικής τάξης παρέμειναν για πολύ καιρό άκαρπες. Αυτό συνέβαινε, επειδή μόνο ένα μικρό μέρος της ανδρικής εργατικής τάξης ήταν σε θέση να κερδίζει τέτοιο μισθό, ο οποίος θα επέτρεπε σε μια οικογένεια να επιβιώσει καθαρά από τη «δική του δουλειά», ενώ η σεξουαλική εργασία ήταν πάντα για τις προλετάριες γυναίκες η πιο άμεσα διαθέσιμη μορφή εισοδήματος, και εκείνη στην οποία εξαναγκάζονταν να καταφύγουν λόγω της αστάθειας των σεξουαλικών σχέσεων, που συχνά τις άφηνε μόνες να έχουν να συντηρήσουν και τα παιδιά τους.
Τη δεκαετία του 1970 μάθαμε ότι στην Ιταλία, πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα περισσότερα παιδιά στην εργατική τάξη κατά τη γέννησή τους είχαν καταχωρηθεί ως «αγνώστου πατρός» (ΝΝ, nomen nescio, όνομα άγνωστο). Οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν τη φτώχεια των γυναικών για να τις εξαναγκάζουν στην πορνεία, προκειμένου να διατηρήσουν τις όποιες θέσεις εργασίας τους ή να αποτρέψουν την απόλυση των συζύγων τους. Όσον αφορά τις «τίμιες» γυναίκες της εργατικής τάξης, αυτές πάντα γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ γάμου και πορνείας, μεταξύ της πόρνης και της ευηπόληπτης γυναίκας, ήταν πολύ λεπτή. Οι προλετάριες πάντα γνώριζαν ότι για τις γυναίκες ο γάμος σήμαινε το να είσαι «υπηρέτρια τη μέρα και πόρνη τη νύχτα»(4), και γι’ αυτό κάθε φορά που σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν το συζυγικό κρεβάτι, έπρεπε να συνυπολογίσουν τη φτώχεια τους.
Η κατασκευή της γυναικείας σεξουαλικότητας ως υπηρεσίας, και η άρνησή της ως ευχαρίστησης, κράτησαν για πολύ καιρό ζωντανή την ιδέα ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι αμαρτωλή και μπορεί να συγχωρεθεί μόνο μέσω του γάμου και της αναπαραγωγής. Δημιούργησε έτσι μια κατάσταση όπου κάθε γυναίκα θεωρούνταν υποψήφια πόρνη που θα πρέπει να ελέγχεται συνεχώς. Ως αποτέλεσμα, γενιές γυναικών, πριν από την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος, βίωναν τη σεξουαλικότητά τους ως κάτι ντροπιαστικό και θεωρούσαν ότι έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ήταν πόρνες. Την ίδια στιγμή, η πορνεία, αν και αντικείμενο κοινωνικής καταδίκης που έπρεπε να βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του κράτους, αναγνωρίστηκε ως απαραίτητο στοιχείο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ακριβώς επειδή εκτιμήθηκε ότι η σύζυγος δεν θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις σεξουαλικές ανάγκες του συζύγου της.
Αυτό εξηγεί γιατί η σεξουαλική υπηρεσία ήταν η πρώτη πτυχή της οικιακής εργασίας που κοινωνικοποιήθηκε. Ο κρατικός οίκος ανοχής, το «κλειστό σπίτι» (casa chiusa) ή το «σπίτι με γυναίκες» (maison des femmes), αντιπροσωπευτικά της πρώτης φάσης του σχεδιασμού της σεξουαλικής εργασίας από το κεφάλαιο, θεσμοθέτησε τη γυναίκα ως συλλογική ερωμένη, εργαζόμενη άμεσα ή έμμεσα στην υπηρεσία του κράτους που λειτουργούσε ως συλλογικός σύζυγος και προαγωγός. Εκτός από την γκετοποίηση των γυναικών, οι οποίες θα πληρώνονταν για να κάνουν αυτό που εκατομμύρια άλλες παρείχαν δωρεάν, η κοινωνικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας προσαρμόστηκε σε κριτήρια παραγωγικής αποτελεσματικότητας. Το «τεϊλορικό» μοντέλο στη συνουσία, χαρακτηριστικό των οίκων ανοχής, αύξησε σημαντικά την παραγωγικότητα της σεξουαλικής εργασίας. Το φθηνό, εύκολα προσβάσιμο, παρεχόμενο από το κράτος σεξ ήταν ιδανικό για έναν εργαζόμενο, ο οποίος, αφού είχε περάσει μια μέρα μέσα σε ένα εργοστάσιο ή γραφείο, δεν είχε το χρόνο και την ενέργεια να αναζητήσει ερωτικές περιπέτειες ή να αρχίσει να επιδιώκει εκούσιες σχέσεις.
Η αντίσταση στη σεξουαλική υπηρεσία
Με την ανάπτυξη της πυρηνικής οικογένειας και του συζυγικού σεξ, ξεκίνησε μια νέα φάση στην ιστορία του αγώνα των γυναικών ενάντια στην οικιακή εργασία και σεξουαλική υπηρεσία. Ένδειξη αυτού του αγώνα είναι η αύξηση των διαζυγίων, στις αρχές του εικοστού αιώνα, κυρίως στις ΗΠΑ και την Αγγλία, και στη μεσαία τάξη, όπου είχε αρχικά υιοθετηθεί το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας.
Όπως επισημαίνει ο Ο’Νηλ (1967): «Μέχρι περίπου τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα τα διαζύγια στο Δυτικό κόσμο σπάνιζαν. Από τότε και στο εξής προέκυπταν με τόσο σταθερά αυξανόμενο ρυθμό, ώστε μέχρι το τέλος του αιώνα η νομική διάλυση του γάμου αναγνωρίστηκε ως μείζον κοινωνικό φαινόμενο». Συνεχίζει: «Εάν θεωρήσουμε τη Βικτωριανή οικογένεια ως νέο θεσμό... μπορούμε να καταλάβουμε γιατί το διαζύγιο έγινε απαραίτητο μέρος του οικογενειακού συστήματος. Όταν η οικογένεια γίνεται το κέντρο της κοινωνικής οργάνωσης, η οικειότητά της γίνεται αποπνικτική, οι περιορισμοί της ανυπόφοροι και οι προσδοκίες της πολύ υψηλές για να πραγματοποιηθούν».
Ο Ο’Νηλ και οι σύγχρονοί του γνώριζαν καλά ότι πίσω από την κρίση της οικογένειας και τη φούρια για διαζύγιο βρισκόταν η εξέγερση των γυναικών. Στις ΗΠΑ, ο κύριος όγκος των αιτήσεων διαζυγίου είχε υποβληθεί από γυναίκες. Το διαζύγιο δεν ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες εξέφρασαν την απόρριψη στην οικογενειακή πειθαρχία. Την ίδια περίοδο, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία, η γεννητικότητα άρχισε να μειώνεται. Από το 1850 μέχρι το 1900, η μέση οικογένεια στις ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά ένα μέλος. Ταυτόχρονα, και στις δύο χώρες, αναπτύχθηκε ένα φεμινιστικό κίνημα, εμπνευσμένο από το κίνημα που μάχονταν για την κατάργηση της δουλείας, που έβαλε στο στόχαστρό του την «οικιακή σκλαβιά».
«Φταίνε οι γυναίκες;», ο τίτλος ενός συνεδρίου για το διαζύγιο, που δημοσιεύθηκε από το περιοδικό «North American Review» το 1889, ήταν ένα τυπικό παράδειγμα της επίθεσης που εξαπολύθηκε κατά των γυναικών εκείνη την περίοδο. Οι γυναίκες κατηγορήθηκαν ότι είναι άπληστες ή εγωίστριες, ότι περιμένουν πάρα πολλά από το γάμο, ότι έχουν μειωμένο αίσθημα ευθύνης και ότι θεωρούν δευτερεύουσα την ευημερία του κοινωνικού συνόλου σε σχέση με τα στενά προσωπικά συμφέροντα. Ακόμη και όταν δεν έπαιρναν διαζύγιο, οι γυναίκες συνέχιζαν τον καθημερινό αγώνα κατά της οικιακής και της σεξουαλικής εργασίας, ο οποίος συχνά έπαιρνε τη μορφή της ασθένειας και της αποσεξουαλικοποίησης. Ήδη το 1854, η Μέρι Νίκολς, Αμερικανίδα γιατρός και υποστηρίκτρια της οικογενειακής μεταρρύθμισης, θα έγραφε:
«Τα 9 στα 10 των παιδιών που γεννιούνται δεν ήταν επιθυμία της μητέρας. ...Ένας τεράστιος αριθμός γυναικών στον πολιτισμένο κόσμο δεν έχει ούτε το σεξουαλικό ούτε το μητρικό πάθος. Όλες οι γυναίκες θέλουν αγάπη και υποστήριξη. Δεν θέλουν να κάνουν παιδιά ή να γίνουν πόρνες για χάρη αυτής της αγάπης ή αυτής της υποστήριξης. Στο γάμο, όπως υφίσταται σήμερα, το ένστικτο ενάντια στο να κάνεις παιδιά και ενάντια στο να παραδοθείς στο ερωτικό αγκάλιασμα, είναι σχεδόν τόσο διαδομένο όσο και η αγάπη για τα παιδιά μετά τη γέννησή τους. Η εξάλειψη του μητρικού και σεξουαλικού ενστίκτου στις γυναίκες είναι ένα φοβερό παθολογικό γεγονός».
Οι γυναίκες κατέφευγαν στη δικαιολογία της αδυναμίας, της ευπάθειας και των αιφνίδιων ασθενειών (ημικρανίες, λιποθυμίες, υστερία) για να αποφεύγουν τα συζυγικά καθήκοντα και τον κίνδυνο της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Το γεγονός ότι αυτές δεν ήταν, για να ακριβολογούμε, «ασθένειες», αλλά μορφές αντίστασης στην οικιακή εργασία και στη σεξουαλική υπηρεσία καταδεικνύεται όχι μόνο από τον γενικευμένο χαρακτήρα αυτών των φαινομένων, αλλά επίσης από τα παράπονα των συζύγων και τις νουθεσίες των γιατρών. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μια Αμερικανίδα γιατρός, η κυρία R.B. Gleson, περιέγραψε τη διαλεκτική της ασθένειας και της άρνησης από την οπτική γωνία μιας γυναίκας και την αντίστοιχη ενός άνδρα στην οικογένεια της μεσαίας τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα:
«Δεν έπρεπε να είχα παντρευτεί ποτέ μου, γιατί η ζωή μου είναι ένα ατέλειωτο μαρτύριο. Μόνη μου θα μπορούσα να το αντέξω, αλλά η σκέψη ότι χρόνο με το χρόνο γίνομαι η μητέρα αυτών που πρόκειται να συμμετάσχουν στα βάσανα που υπομένω και να τα διαιωνίσουν, με καταρρακώνει τόσο πολύ, που γίνομαι σχεδόν έξαλλη».
Λέει ο γιατρός:
«Ο μέλλοντας σύζυγος μπορεί να φροντίσει ιδιαιτέρως για την προστασία της όμορφης, αλλά εύθραυστης εκλεκτής του. Μπορεί... να λατρεύει με τρυφερότητα τη σύζυγο της νεότητάς του, όταν αυτή πονά συνεχώς και γερνάει πρόωρα. Κι όμως δεν έχει σύντροφο για να τον βοηθήσει να διπλασιάσει τις χαρές ή να ελαφρύνει τις ταλαιπωρίες της ζωής του. Κάποιες άρρωστες γυναίκες γίνονται εγωίστριες και ξεχνούν ότι, σε μια συμβίωση όπως η δική τους, όταν υποφέρουν αυτές, υποφέρουν και οι άλλοι. Κάθε πραγματικός σύζυγος που έχει άρρωστη σύζυγο, έχει μόνο μισή ζωή».
Λέει ο σύζυγος:
«Θα μπορέσει να γίνει ποτέ καλά;»
Όταν δεν αρρώσταιναν, οι γυναίκες γίνονταν ψυχρές ή, με τα λόγια της Μέρι Νίκολς, αποκτούσαν «μία κατάσταση απάθειας, η οποία δεν τις παρακινούσε σε καμία υλική ένωση». Στο πλαίσιο μιας σεξουαλικής πειθαρχίας που στερούσε στις γυναίκες, ειδικά στη μεσαία τάξη, τον έλεγχο της σεξουαλικής ζωής τους, η ψυχρότητα και ο πολλαπλασιασμός των σωματικών πόνων φαίνονταν αποτελεσματικές μορφές άρνησης. Αυτές μπορούσαν να καμουφλαριστούν ως προέκταση της «κανονικοποιημένης» υπεράσπισης της αγνότητας, δηλαδή, ως ένα πλεόνασμα αρετής, που επέτρεπε στις γυναίκες να αναποδογυρίζουν την κατάσταση υπέρ τους και να παρουσιάζονται ως οι αληθινές υπερασπίστριες της σεξουαλικής ηθικής. Με αυτόν τον τρόπο, οι γυναίκες της μεσαίας τάξης της Βικτωριανής εποχής ήταν συχνά σε θέση να αρνηθούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι θα μπορούσαν οι εγγονές τους. Γιατί μετά από δεκαετίες άρνησης της σεξουαλικής υπηρεσίας από πλευράς των γυναικών, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και άλλοι «ειδικοί» απέκτησαν μεγάλη πείρα και πλέον ήταν λιγότερο πρόθυμοι να υποχωρήσουν. Είναι γεγονός ότι σήμερα ορθώνεται μια ολόκληρη εκστρατεία, η οποία γεμίζει με ενοχές την «ψυχρή γυναίκα», κατηγορώντας την, κυρίως, ότι δεν είναι απελευθερωμένη.
Η άνθηση των κοινωνικών επιστημών κατά το δέκατο ένατο αιώνα πρέπει εν μέρει να συνδεθεί με την κρίση της οικογένειας και την απόρριψή της από πλευράς των γυναικών. Η ψυχανάλυση γεννήθηκε ως η επιστήμη του σεξουαλικού ελέγχου, επιφορτισμένη με το καθήκον να παρέχει στρατηγικές για τη μεταρρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία, τα σχέδια για την αναμόρφωση της σεξουαλικότητας εμφανίζονται στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Βιβλία, εγχειρίδια, μπροσούρες, δοκίμια και πραγματείες αφιερώθηκαν στην οικογένεια και στο «πρόβλημα του διαζυγίου», αποκαλύπτοντας όχι μόνο το βάθος της κρίσης, αλλά και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι θα χρειαζόταν μια νέα σεξουαλική/οικογενειακή ηθική. Καθώς στις ΗΠΑ οι πιο συντηρητικοί κύκλοι ίδρυσαν το Σύνδεσμο για την Προστασία της Οικογένειας έτσι και οι ριζοσπαστικές γυναίκες τάχθηκαν υπέρ των ελεύθερων ενώσεων και υποστήριζαν ότι για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα «θα ήταν απαραίτητο το κράτος να ενισχύει οικονομικά όλες τις μητέρες ως αναφαίρετο δικαίωμα». Κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι παρενέβησαν στη δημόσια συζήτηση, προτείνοντας την επιστημονική επίλυση του προβλήματος. Ο Φρόιντ θα αναλάμβανε τη συστηματοποίηση του νέου σεξουαλικού κώδικα, και αυτός είναι ο λόγος που το έργο του έγινε τόσο δημοφιλές.
Ο Φρόιντ και η μεταρρύθμιση της σεξουαλικής εργασίας
Επιφανειακά, η θεωρία του Φρόιντ φαίνεται να αφορά τη σεξουαλικότητα γενικά, αλλά στην πραγματικότητα στόχευε στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Το έργο του Φρόιντ ήταν μια απάντηση στις αρνήσεις των γυναικών για οικιακή εργασία, αναπαραγωγή και σεξουαλική υπηρεσία. Όπως δείχνουν τα γραπτά του, γνώριζε πολύ καλά ότι η «οικογενειακή κρίση» είχε προκύψει από το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους. Επίσης, ανησυχούσε για την αύξηση της ανδρικής ανικανότητας, η οποία είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να τη χαρακτηρίζει ως ένα από τα κύρια κοινωνικά φαινόμενα της εποχής του. Ο Φρόιντ απέδωσε την τελευταία στην «επέκταση των απαιτήσεων που υπάρχουν από τις γυναίκες και στη σεξουαλική ζωή του άντρα, όπως και στο ταμπού της σεξουαλικής επαφής έξω από τον μονογαμικό γάμο». Έγραψε: «Η πολιτισμένη σεξουαλική ηθική... δοξάζοντας τη μονογαμία... σακατεύει την ανδροπρεπή σεξουαλική επιλογή -την αποκλειστική επιρροή μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί μια βελτίωση της φυλής».
Ο αγώνας των γυναικών κατά της σεξουαλικής υπηρεσίας δεν ήταν μόνο ότι έθετε σε αμφισβήτηση το ρόλο τους ως οικιακές ερωμένες και παρήγαγε δυσαρεστημένους άνδρες. Έθετε επίσης σε αμφισβήτηση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο (ίσως τον πιο σημαντικό εκείνη την εποχή). «Δεν ξέρω», έγραψε, «εάν ο τύπος των αναίσθητων γυναικών συναντάται και εκτός πολιτισμένης εκπαίδευσης, αλλά το θεωρώ πιθανό. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι γυναίκες που συλλαμβάνουν χωρίς σεξουαλική ευχαρίστηση, αργότερα είναι πολύ λιγότερο πρόθυμες να υπομείνουν συχνούς τοκετούς, καθώς αυτοί συνοδεύονται από πόνους. Συνεπώς, η εκπαίδευση που προηγείται του γάμου ματαιώνει άμεσα τον ίδιο το σκοπό του γάμου».
Η στρατηγική του Φρόιντ ήταν να (επαν)ενσωματώσει το σεξ στην εργάσιμη μέρα και στην πειθαρχία του σπιτιού, προκειμένου να ανοικοδομηθεί σε πιο στέρεες βάσεις, μέσω μιας πιο ελεύθερης και ικανοποιητικής σεξουαλικής ζωής, ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας. Με άλλα λόγια, για τον Φρόιντ, η σεξουαλικότητα τίθεται στην υπηρεσία της σταθεροποίησης της οικιακής εργασίας και μετατρέπεται σε κομμάτι της δουλειάς, για να μετατραπεί σύντομα σε καθήκον. Η συνταγή του Φρόιντ είναι μια πιο ελεύθερη σεξουαλικότητα ως μέσο για μια πιο υγιή οικογενειακή ζωή, για μια οικογένεια στην οποία η γυναίκα θα ταυτιζόταν με τη συζυγική της λειτουργία, αντί να γίνεται υστερική, νευρωτική και να περιβάλλει τον εαυτό της με τον μανδύα της ψυχρότητας μετά τους πρώτους μήνες του γάμου και ίσως να μπει στον πειρασμό να παρεκτραπεί μέσω «εκφυλιστικών» εμπειριών όπως ο λεσβιακός έρωτας.
Ξεκινώντας με τον Φρόιντ, η σεξουαλική απελευθέρωση για τις γυναίκες σήμαινε εντατικοποίηση της οικιακής εργασίας. Το μοντέλο της συζύγου και της μητέρας που καλλιεργούνταν από το επάγγελμα της ψυχολογίας δεν ήταν πλέον εκείνο της μητέρας-παραγωγού που γεννούσε άφθονους απογόνους, αλλά εκείνο της συζύγου-ερωμένης που έπρεπε να εγγυηθεί υψηλότερα επίπεδα ευχαρίστησης στον σύζυγό της από αυτά που ήταν εφικτά μέσω της απλής διείσδυσης σε ένα παθητικό ή αντιστεκόμενο σώμα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επανένταξη της σεξουαλικότητας στην οικιακή εργασία άρχισε να βρίσκει έδαφος μέσα στην προλεταριακή οικογένεια με την εξέλιξη της οικιακής ζωής κατά την Προοδευτική Εποχή [ΣτΜ: 1896–1916, περίοδος κοινωνικής ενεργοποίησης και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που στόχευαν να ρυθμίσουν κάποιες από τις συνθήκες του μέχρι τότε «αχαλίνωτου» αμερικάνικου καπιταλισμού] και επιταχύνθηκε με τη Φορντική αναδιοργάνωση της εργασίας και των μισθών. Συμβάδιζε με τη γραμμή συναρμολόγησης στο εργοστάσιο, το σταθερό ημερομίσθιο των πέντε δολαρίων και την επιτάχυνση της παραγωγής, ένα μοντέλο που απαιτούσε οι άνδρες να ξεκουράζονται τη νύχτα αντί να τριγυρίζουν στα σαλούν, έτσι ώστε να είναι φρέσκοι και ανανεωμένοι για άλλη μια μέρα σκληρής δουλειάς. Η άκαμπτη εργασιακή πειθαρχία και η επιτάχυνση της παραγωγής που εισήγαγαν ο Τεϊλορισμός και ο Φορντισμός στο αμερικάνικο εργοστάσιο απαιτούσαν μια νέα υγιεινή, ένα νέο σεξουαλικό καθεστώς και επομένως την αλλαγή της σεξουαλικότητας και της οικογενειακής ζωής. Με άλλα λόγια, προκειμένου να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να αντέξουν και να στηρίξουν την πειθάρχηση της εργοστασιακής ζωής, ο μισθός έπρεπε να μπορεί να αγοράζει μια πιο ουσιαστική σεξουαλικότητα από εκείνη που παρείχαν οι περιστασιακές συνευρέσεις στα σαλούν. Το να γίνει το σπίτι ένας πιο ελκυστικός προορισμός, μέσω της αναδιοργάνωσης της οικιακής σεξουαλικής υπηρεσίας, ήταν επίσης ζωτικής σημασίας σε μια εποχή αύξησης των μισθών, οι οποίοι διαφορετικά θα μπορούσαν να δαπανηθούν σε διασκεδάσεις.
Αυτή η στροφή ενθαρρύνθηκε επίσης και από πολιτικούς υπολογισμούς. Η προσπάθεια να πεισθούν οι άνδρες να μείνουν μέσα στο σπίτι και μακριά από το σαλούν, η οποία εντάθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ως κίνητρο το ότι τα σαλούν είχαν αποτελέσει κέντρο πολιτικής οργάνωσης και διαλόγου, όπως και πορνείας.
Για τη σύζυγο αυτή η αναδιοργάνωση σήμαινε ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να κάνει παιδιά και ότι θα έπρεπε πλέον να ανησυχεί μη χοντρύνει η περιφέρειά της, και κάπου εκεί άρχισε η μεγάλη παρέλαση από δίαιτες. Συνέχιζε να πλένει πιάτα και πατώματα, αλλά πλέον με μανικιουρισμένα νύχια και βολάν στην ποδιά της. Συνέχιζε να δουλεύει σαν σκλάβα από τα χαράματα μέχρι να νυχτώσει, αλλά έπρεπε να είναι περιποιημένη για να υποδεχτεί όπως έπρεπε τον άντρα της, όταν επέστρεφε. Σε αυτό το σημείο, το να πει όχι στο κρεβάτι έγινε πιο δύσκολο. Στην πραγματικότητα, νέοι «κανόνες», δημοσιευμένοι σε βιβλία ψυχολογίας και γυναικεία περιοδικά, άρχισαν να υπογραμμίζουν την καίρια σημασία της σεξουαλικής ένωσης για έναν καλό λειτουργικό γάμο.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950 υπήρξε επίσης μια αλλαγή στη λειτουργία της πορνείας. Καθώς προχωρούσε ο αιώνας, ο μέσος Αμερικανός άντρας κατέφευγε όλο και λιγότερο στην πορνεία για την ικανοποίηση των αναγκών του. Αυτό που έσωζε την οικογένεια, ωστόσο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η περιορισμένη δυνατότητα που είχαν οι γυναίκες για δικά τους μεροκάματα. Αλλά δεν ήταν όλα καλά μέσα στην αμερικανική οικογένεια, όπως φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό διαζυγίων κατά τη μεταπολεμική περίοδο (και στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες). Όσα περισσότερα ζητούνταν από τις γυναίκες και την οικογένεια, τόσο αυξάνονταν η άρνηση των γυναικών, η οποία δεν μπορούσε ακόμη να είναι άρνηση του γάμου, για προφανείς οικονομικούς λόγους, αλλά έπαιρνε μάλλον τη μορφή απαίτησης για μεγαλύτερη κινητικότητα εντός των πλαισίων των γάμων: Δηλαδή την απαίτηση για δυνατότητα μετάβασης από σύζυγο σε σύζυγο (όπως από εργοδότη σε εργοδότη) και την απόσπαση καλύτερων συνθηκών οικιακής εργασίας. Σε αυτή την περίοδο, ο αγώνας για τη δεύτερη θέση εργασίας (αλλά και για κοινωνικό κράτος) συνδέθηκε στενά με τον αγώνα κατά της οικογένειας, καθώς το εργοστάσιο ή το γραφείο συχνά αντιπροσώπευαν για τις γυναίκες τη μόνη εναλλακτική λύση έναντι της απλήρωτης οικιακής εργασίας, της απομόνωσής τους μέσα στην οικογένεια και της υποταγής στις επιθυμίες των συζύγων τους. Όχι τυχαία, οι άνδρες για πολύ καιρό θεωρούσαν τη δεύτερη δουλειά των γυναικών ως προθάλαμο στην πορνεία. Μέχρι την έκρηξη του αγώνα για κοινωνικό κράτος, το να έχουν μια εξωτερική δουλειά ήταν συχνά ο μόνος τρόπος για να βγουν οι γυναίκες από το σπίτι, να γνωρίσουν ανθρώπους, να ξεφύγουν από έναν αφόρητο γάμο.
Αλλά ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η έκθεση Kinsey χτύπησε το συναγερμό, καθώς κατέδειξε την αντίσταση των γυναικών στην παροχή σεξουαλικής υπηρεσίας επαρκούς επιπέδου. Ανακαλύφθηκε ότι πολλές Αμερικανίδες ήταν ψυχρές, ότι δεν συμμετείχαν στη σεξουαλική εργασία, παρά μόνο εκτελούσαν τις αναγκαίες κινήσεις. Ανακαλύφθηκε επίσης ότι οι μισοί Αμερικανοί άνδρες είχαν -ή θα ήθελαν να έχουν- ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Παρόμοια συμπεράσματα προέκυψαν από μια έρευνα για το γάμο μέσα στην αμερικανική εργατική τάξη, που διεξήχθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Εδώ διαπιστώθηκε ότι το ένα τέταρτο των παντρεμένων γυναικών έκαναν έρωτα μόνο ως καθαρό συζυγικό καθήκον και ένας υπερβολικά υψηλός αριθμός δεν αντλούσε καμία ευχαρίστηση από αυτό.
Σε αυτό το σημείο το κεφάλαιο στις ΗΠΑ εξαπέλυσε μια μαζική καμπάνια στο σεξουαλικό μέτωπο, αποφασισμένο να νικήσει με τα όπλα της θεωρίας και της πρακτικής την επίμονη απάθεια τόσων πολλών γυναικών απέναντι στη σεξουαλικότητα. Το κυρίαρχο μοτίβο αυτής της εκστρατείας ήταν η αναζήτηση του γυναικείου οργασμού, που όλο και περισσότερο θεωρούνταν ως το τεστ της τελειότητας στη συζυγική ένωση. Ο γυναικείος οργασμός, τη δεκαετία του 1960, έγινε το μοτίβο μιας ολόκληρης σειράς ψυχολογικών μελετών, που κορυφώθηκαν με τη φερόμενη ως ιστορική ανακάλυψη των Masters και Johnson ότι όχι μόνο υπήρχε γυναικείος οργασμός, αλλά θα μπορούσε να είναι και πολλαπλός.
Με τα πειράματα των Master και Johnson, η απαιτούμενη παραγωγικότητα της σεξουαλικής υπηρεσίας των γυναικών καθορίστηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Όχι μόνο μπορούσαν οι γυναίκες να κάνουν έρωτα και να φτάσουν σε οργασμό, αλλά έπρεπε κιόλας. Αν δεν τα καταφέρναμε, δεν ήμασταν πραγματικά γυναίκες. Ακόμα χειρότερα, δεν ήμασταν «απελευθερωμένες». Αυτό το μήνυμα μας πέρασαν τη δεκαετία του 1960 μέσα από τις οθόνες του κινηματογράφου, τις σελίδες των γυναικείων περιοδικών και τα εγχειρίδια τύπου «κάντο μόνη σου», που μας δίδασκαν τις στάσεις που θα μας επέτρεπαν να έχουμε μια ικανοποιητική σεξουαλική επαφή. Επίσης αυτό ήταν το κήρυγμα των ψυχαναλυτών, οι οποίοι καθιέρωσαν την άποψη ότι μια «πλήρης» σεξουαλική σχέση αποτελεί προϋπόθεση για κοινωνική και ψυχολογική ισορροπία. Στη δεκαετία του 1970, άρχισαν να εμφανίζονται κλινικές σεξολόγων και sex shops, και η οικογενειακή ζωή υπέστη μια αξιοσημείωτη αναδιάρθρωση, με τη «νομιμοποίηση» των προγαμιαίων και εξωσυζυγικών σχέσεων, του «ανοιχτού γάμου», του ομαδικού σεξ και την αποδοχή του αυτοερωτισμού. Στο μεταξύ, συμπληρωματικά, η τεχνολογική καινοτομία παρήγαγε τον δονητή για εκείνες τις γυναίκες που ακόμη και η τελευταία έκδοση του Kama Sutra δεν αρκούσε για να τις στρώσει στη δουλειά.
Τι σήμαινε αυτό για τις γυναίκες;
Ας το πούμε ξεκάθαρα. Για τις γυναίκες του σήμερα, όχι λιγότερο από ό,τι για τις μανάδες και τις γιαγιάδες μας, η σεξουαλική απελευθέρωση μπορεί μόνο να σημαίνει απελευθέρωση από το «σεξ» και όχι εντατικοποίηση της σεξουαλικής υπηρεσίας.
«Απελευθέρωση από το σεξ» σημαίνει απελευθέρωση από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είμαστε αναγκασμένες να βιώνουμε τη σεξουαλικότητά μας, οι οποίες μετατρέπουν αυτή τη δραστηριότητα σε κοπιαστική εργασία, γεμάτη ατυχήματα και κυρίως τον κίνδυνο να μείνουμε έγκυες, δεδομένου ότι ακόμη και τα τελευταίας γενιάς αντισυλληπτικά λαμβάνονται με σημαντικό κίνδυνο για την υγεία. Όσο επικρατούν αυτές οι συνθήκες, κάθε «πρόοδος» φέρνει περισσότερη δουλειά και άγχος. Αναμφίβολα, αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα να μην μας λιντσάρουν πατεράδες, αδέρφια και σύζυγοι, αν τυχόν ανακαλυφθεί ότι δεν είμαστε παρθένες ή ότι είμαστε «άπιστες» και «έχουμε παρεκτραπεί», αν και ο αριθμός των γυναικών που δολοφονούνται από τους συντρόφους τους, επειδή επιθυμούν να τους εγκαταλείψουν, αυξάνεται συνεχώς. Η σεξουαλικότητα εξακολουθεί να αποτελεί για εμάς πηγή άγχους, διότι η «σεξουαλική απελευθέρωση» έχει μετατραπεί σε ένα καθήκον, το οποίο πρέπει να αποδεχθούμε, εάν δεν θέλουμε να κατηγορηθούμε ότι είμαστε οπισθοδρομικές. Έτσι, ενώ οι γιαγιάδες μας, μετά από μια ημέρα σκληρής δουλειάς, μπορούσαν να κοιμηθούν ήσυχα, προβάλλοντας τη δικαιολογία του πονοκέφαλου, εμείς, οι απελευθερωμένες εγγονές τους, νιώθουμε ενοχές, όταν αρνούμαστε να κάνουμε σεξ, όταν δεν συμμετέχουμε ενεργά σε αυτό, ή ακόμα και όταν δεν το απολαμβάνουμε.
Το να τελειώνουμε, το να έχουμε οργασμό, έχει γίνει μια τόσο κατηγορηματική επιταγή, που νιώθουμε αμήχανα να παραδεχθούμε ότι «δεν γίνεται τίποτα», και στις επίμονες ερωτήσεις των ανδρών απαντάμε με ένα ψέμα ή αναγκάζουμε τους εαυτούς μας να κάνουμε άλλη μια προσπάθεια, με αποτέλεσμα να νιώθουμε συχνά πως τα κρεβάτια μας είναι όπως το γυμναστήριο. Αλλά η κύρια διαφορά είναι ότι οι μητέρες και οι γιαγιάδες μας έβλεπαν τις σεξουαλικές υπηρεσίες με τη λογική του δούναι και λαβείν: πήγαινες στο κρεβάτι με τον άντρα που παντρεύτηκες, δηλαδή, με αυτόν που σου υποσχέθηκε κάποια οικονομική ασφάλεια. Σήμερα, αντιθέτως, εργαζόμαστε δωρεάν, και στο κρεβάτι και στην κουζίνα, όχι μόνο επειδή η σεξουαλική εργασία είναι απλήρωτη, αλλά επειδή όλο και περισσότερο παρέχουμε σεξουαλικές υπηρεσίες χωρίς να περιμένουμε κανένα αντάλλαγμα. Πράγματι, το σύμβολο της απελευθερωμένης γυναίκας είναι η γυναίκα η οποία είναι πάντα διαθέσιμη, αλλά δεν ζητά πλέον τίποτα σε αντάλλαγμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, ότι στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, η ηλικία συναίνεσης για τις γυναίκες ορίστηκε στα δέκα περίπου έτη.
2. Είναι γενικά αναγνωρισμένο ότι οι χαμηλοί μισθοί των γυναικών και η «ασύδοτη» ανάμιξη των φύλων στις παραγκουπόλεις ήταν οι κύριες αιτίες της «έκρηξης» της πορνείας στην Αγγλία κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας εκβιομηχάνισης. Όπως έγραψε ο Γουίλιαμ Άκτον στο διάσημο έργο του για την πορνεία: «Πολλές γυναίκες ... πυκνώνουν τις τάξεις της πορνείας εξαιτίας της θέσης τους, η οποία είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στον πειρασμό. Οι γυναίκες για τις οποίες ισχύει αυτή η παρατήρηση είναι κυρίως ηθοποιοί, κατασκευάστριες καπέλων, κορίτσια που δουλεύουν σε καταστήματα, οικιακές υπηρέτριες και γυναίκες που εργάζονται σε εργοστάσια ή σε αγροκτήματα.... Είναι ένα επαίσχυντο γεγονός, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι αλήθεια ότι το χαμηλό ύψος του μισθού των εργαζόμενων γυναικών διαφόρων επαγγελμάτων αποτελεί μια αποδοτική πηγή πορνείας». Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην αστική οικογένεια, η ερωτύλη ή «ανήθικη» συμπεριφορά των γυναικών τιμωρούνταν ως μια μορφή ταξικής έκπτωσης. «Να συμπεριφέρεται κάποια σαν μία από αυτές τις γυναίκες» σήμαινε να συμπεριφέρεται όπως οι προλετάριες, οι γυναίκες των «κατώτερων τάξεων».
3. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ιδιαιτέρως ο Άκτον θρηνούσε:
«Οι πόρνες δεν πεθαίνουν, όπως πιστεύεται γενικά, κάνοντας αυτή τη δουλειά... Αντίθετα, ως επί το πλείστον, γίνονται, αργά ή γρήγορα, με σπιλωμένα σώματα και μολυσμένα μυαλά, σύζυγοι και μητέρες, ενώ μεταξύ ορισμένων λαϊκών τάξεων το ηθικό αίσθημα είναι τόσο εκφαυλισμένο, ώστε η γυναίκα που ζει μισθώνοντας το κορμί της γίνεται δεκτή με ίσους σχεδόν όρους στις κοινωνικές συναναστροφές. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι όσο κι αν αποκαλούμε αυτές τις γυναίκες απόκληρες και παρίες, έχουν ισχυρή αρνητική επιρροή σε όλες τις γραμμές της κοινότητας. Η ηθική βλάβη που προκαλείται στην κοινωνία από την πορνεία είναι ανυπολόγιστη, η σωματική βλάβη είναι τουλάχιστον εξίσου μεγάλη». [Acton (1857) 1969, 84-85].
4. Έτσι περιέγραψε τη ζωή της η γιαγιά μιας φίλης φεμινίστριας.