Η συνέντευξη πάρθηκε τον Δεκέμβρη του 2018 από το περιοδικό International Socialist Journal, του SWP στη Βρετανία. Τη μετάφραση έκανε ο Μάρκος Γαρμπής. Ο Βαλέριο Αρκάρι υπήρξε στέλεχος της εθνικής ηγεσίας του Κόμματος των Εργαζομένων μέχρι το 1992 και πρόεδρος του PSTU μεταξύ του 1994 και 1998. Είναι μέλος της Resistencia εντός του PSOL και Μαρξιστής συγγραφέας.
τεύχος
Ελπίζω να µπορέσουµε σε αυτή τη συνέντευξη να τοποθετήσουµε τη νίκη του Μπολσονάρο µέσα σε ένα ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο. Για τους ανθρώπους εκτός Βραζιλίας, θα ήταν καλό να τοποθετήσουµε αυτή τη νίκη σε ένα φόντο «µακράς διάρκειας» της Βραζιλιάνικης ιστορίας. Ακόµα και µε την περιορισµένη γνώση, υπάρχουν δύο στοιχεία που µου φαίνονται ιδιαίτερα σηµαντικά ως σηµεία αναφοράς. Πρώτο, η ιστορία της αποικιοκρατίας, της δουλείας και του ρατσισµού και δεύτερο, η πιο πρόσφατη ιστορία της στρατιωτικής δικτατορίας. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ακούσουµε τις απόψεις σου πάνω σε αυτά.
Το πρώτο πράγµα που έχει να πει κανείς, βλέποντας τα πράγµατα µέσα στη «µακρά διάρκεια», είναι ότι ζούµε σε δηµοκρατικό-προεδρικό καθεστώς µόνο τα τελευταία 30 χρόνια. Από το 1989 έχουν υπάρξει 9 εκλογικές αναµετρήσεις, µε το Κόµµα των Εργαζοµένων να έχει κερδίσει 4 από αυτές. Αυτή η περίοδος είναι µια εντυπωσιακή εξαίρεση –δεν ήταν συνηθισµένη στο παρελθόν. Γνωρίζετε µια πρόγνωση που είχε κάνει ο Λέον Τρότσκι τη δεκαετία του ’30 για το µέλλον πιθανών δηµοκρατικών-αστικοφιλελεύθερων καθεστώτων στις περιφερειακές χώρες. Τη δεκαετία του ’30 ο Τρότσκι ήταν δύσπιστος σχετικά µε τη δυνατότητα ύπαρξης δηµοκρατικών καθεστώτων, ιδιαίτερα στη Λατινική Αµερική. Στο Μεξικό συνοµιλούσε µε τον Ματτέο Φόσσα, ένα ηγετικό συνδικαλιστικό στέλεχος από την Αργεντινή που είχε πάει να τον βρει στο Κογιοακάν για µια συνέντευξη. Ο Τρότσκι υπογράµµιζε ότι του ήταν πολύ δύσκολο να φανταστεί σταθερά δηµοκρατικά καθεστώτα στις περιφερειακές εξαρτηµένες χώρες. Δεν ήταν µια «καταστροφολογική» πρόγνωση. Αντίθετα, επαληθεύτηκε στο «εργαστήριο της ιστορίας» στα επόµενα 30 χρόνια. Οι ταξικές συγκρούσεις ήταν τόσο έντονες και ο κίνδυνος της επανάστασης τόσο ρεαλιστικός και άµεσος, που η πολιτική κυριαρχία διατηρήθηκε µέσω διαφόρων τύπων αυταρχικών καθεστώτων, συµπεριλαµβανοµένων και των 20 χρόνων στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία από το 1964 και µετά. Το παράδοξο στην παρούσα κατάσταση πραγµάτων είναι ότι για πρώτη φορά είχαµε 30-35 χρόνια µε λιγότερο ή περισσότερο σταθερές δηµοκρατικές, συνδικαλιστικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ελευθερίες στη Βραζιλία.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι σήµερα ένα µεγάλο κοµµάτι της άρχουσας τάξης στηρίζει όχι µόνο την προοπτική της κυβέρνησης του Μπολσονάρο, αλλά και κάποιες αλλαγές στο καθεστώς –δεν πρόκειται για απλή αλλαγή κυβέρνησης, υπάρχει η πιθανότητα ενός Βοναπαρτισµού: Μετασχηµατισµούς στο ηµι-προεδρικό καθεστώς που ως τώρα διατηρούσε ένα ισοδύναµο µεταξύ του κογκρέσου, της δικαιοσύνης, των ενόπλων δυνάµεων και της εκτελεστικής εξουσίας. Όµως ο νέο-φασιστικός λόγος του Μπολσονάρο δεν είναι µια αντίδραση στον κίνδυνο µιας πιθανής επανάστασης. Είναι η αντίδραση ενός τµήµατος της αστικής τάξης, ενισχυµένου από την πλειοψηφία της µεσαίας τάξης, απέναντι στα 13 χρόνια κυβερνήσεων ταξικής συµφιλίωσης από το Κόµµα των Εργαζοµένων, µετά από 4 χρόνια οικονοµικής ύφεσης και τη χειρότερη κοινωνική κρίση εδώ και µισό αιώνα: Με πάνω από 12 εκατοµµύρια ανέργους και 27 εκατοµµύρια ελαστικά εργαζόµενους. Αν σκεφτείτε ότι µιλάµε για ένα εργατικό δυναµικό105 εκατοµµυρίων, θα µπορέσετε να έχετε µια ιδέα της καταστροφής.
Η Βραζιλία ήταν η τελευταία χώρα που αποδέχθηκε την κατάργηση της δουλείας, το 1888, και αυτό σήµαινε ότι προηγήθηκαν 350 χρόνια δουλείας. Έτσι λοιπόν υπάρχει µια σηµαντική διαφορά ανάµεσα στη Βραζιλία και τους γείτονές της –την Ουρουγουάη, την Αργεντινή και τη Χιλή. Η κύρια διαφορά είναι ότι η κοινωνική-ταξική δοµή είναι διαφορετική. Η κοινωνική ανισότητα είναι ποιοτικά µεγαλύτερη. Φυσικά η Αργεντινή και η Χιλή είναι διαφορετικές από την Ευρώπη, αλλά είναι επίσης χώρες όπου η µεσαία τάξη δεν απέχει και τόσο πολύ από την εργατική τάξη. Στη Βραζιλία οι µεσαίες τάξεις είναι κοινωνικά και φυλετικά διαχωρισµένες από την εργατική τάξη. Δεν είναι µόνο το ότι δεν υπάρχει κάποιο κοµµάτι µαύρης αστικής τάξης. Ακόµα και στις µεσαίες τάξεις οι µαύροι αποτελούν µια απειροελάχιστη µειοψηφία, παρότι η πλειοψηφία του πληθυσµού της χώρας –και σε µερικές επαρχίες η τεράστια πλειοψηφία– κατάγεται από εργάτες-σκλάβους αφρικανικής καταγωγής. Αυτό δεν έχει µόνο γιγαντιαίες πολιτικές επιπτώσεις –σηµαίνει πολύ περισσότερα πράγµατα. Δεν µπορείς να κατανοήσεις τη χώρα, αν δεν κατανοήσεις τους φυλετικούς φραγµούς που διαχωρίζουν την εργατική τάξη και την πλειοψηφία του πληθυσµού από τις µεσαίες τάξεις.
Έχουµε το σχήµα που δοµήθηκε από τον Μαρξισµό µετά τη Ρώσικη Επανάσταση. Βασικά, το σχήµα αυτό προϋποθέτει την παραδοχή ότι, για να αναπτυχθεί η ταξική πάλη, χρειάζεται µια επαναστατική, µαχητική διάθεση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, χρειάζεται να διασπάσει τις κατέχουσες-προνοµιούχες τάξεις και επίσης χρειάζεται να κερδίσει ένα µεγάλο τµήµα των µεσαίων τάξεων, αν θέλεις να αλλάξεις την κοινωνία. Ακόµα και η ηγεσία των ρεφορµιστών δουλεύει µε βάση αυτό το σχήµα –είναι ένα θεωρητικό µοντέλο. Το σχήµα αυτό είναι χρήσιµο φυσικά ακόµα και για τη Βραζιλία. Όµως είναι µια τελείως διαφορετική πραγµατικότητα, όπως είπα, αν συγκρίνεις τη Βραζιλία µε την Αργεντινή. Επειδή η εργατική τάξη πράγµατι έχει τη δυνατότητα να συσπειρώσει πίσω της την πλειοψηφία του έθνους –αυτό όντως έγινε τα τελευταία χρόνια του αντιδικτατορικού αγώνα– όµως µόνο σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες έχουν υπάρξει αυτά τα απτά παραδείγµατα, όπου η εργατική τάξη έδειξε µαχητική διάθεση και η ενέργειά της µπόρεσε να προσελκύσει την πλειοψηφία της µεσαίας τάξης. Εξαίρεση αποτελεί το Rio Grande do Sul, στο µακρινό νότο, καθώς είναι µια πολύ ιδιόµορφη επαρχία της Βραζιλίας, όπου η µετανάστευση από την Ευρώπη δηµιούργησε µια πολύ δραστήρια µεσαία αγροτική τάξη.
Υπ’ αυτήν την έννοια, το Rio Grande do Sul µοιάζει περισσότερο µε την Αργεντινή;
Ναι, µοιάζει περισσότερο µε την Αργεντινή. Αυτή ήταν λοιπόν µια πρώτη παρατήρηση.
Μια δεύτερη παρατήρηση, επίσης στον ιστορικό χρόνο, αλλά και πιο πρόσφατα, είναι ότι το δηµοκρατικό καθεστώς υπήρξε σταθερό, όµως η κύρια αιτία γι’ αυτό ήταν µια συνθήκη εξαίρεσης στη Βραζιλία, η οποία δεν ήταν άλλη από την ισχύ του Κόµµατος των Εργαζοµένων. Δεν µπορούµε να κατανοήσουµε τη σηµερινή νίκη του Μπολσονάρο, αν δεν αναλύσουµε τα 13 χρόνια διακυβέρνησης του Κόµµατος των Εργαζοµένων. Υπάρχει σήµερα µια συζήτηση πάνω στο αν ουσιαστικά φταίει το Κόµµα των Εργαζοµένων για τη νίκη του Μπολσονάρο. Σίγουρα υπάρχει ένα µεγάλο ποσοστό αλήθειας σε αυτόν τον ισχυρισµό, όµως θα ήταν κοντόφθαλµο να το απολυτοποιήσουµε. Είναι επιφανειακό.
Αυτό που βλέπουµε είναι ένα ιστορικό, δραµατικό παράδειγµα των περιορισµένων ορίων που έχουν στη Βραζιλία οι κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας. Οι οικονοµικές και κοινωνικές δυνατότητες για προοδευτικές µεταρρυθµίσεις αποδείχτηκαν µικρές και εφήµερες. Το Κόµµα των Εργαζοµένων είχε ως στρατηγική την ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών στη διάρκεια της διακυβέρνησής του και πράγµατι το έκανε. Αυτό σήµαινε ότι το δηµόσιο εκπαιδευτικό σύστηµα επεκτάθηκε. Για παράδειγµα –εκεί που εργάστηκα εγώ για δεκαετίες– ένα σηµαντικό εθνικό δίκτυο Πολυτεχνικών σχολών επέκτεινε την παρουσία του από 27 σε περίπου 600 πόλεις –µια τεράστια επέκταση. Εργαζόµουν στη µεγαλύτερη µονάδα στο Σάο Πάολο, όπου οι φοιτητές µπορούσαν να αποφοιτήσουν σε περίπου 40 ειδικότητες, µηχανολογία, αρχιτεκτονική, φυσική, βιολογία κ.λπ. Το σύστηµα υγείας έγινε καθολικό. Επίσης διευρύνθηκε το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης. Μεταξύ των ετών 2003 και 2013, όταν η οικονοµία αναπτυσσόταν και είχε επιβληθεί η κοινωνική ειρήνη, η πλειοψηφία της αστικής τάξης υποστήριζε τις κυβερνήσεις του Λούλα και της Ντίλµα Ρούσεφ. Μετά τη δραµατική επίδραση της διεθνούς οικονοµικής κρίσης και τις µαζικές, αυθόρµητες κινητοποιήσεις τον Ιούνη του 2013, µεταστράφηκε σε µια στάση κριτικής υποστήριξης. Τελικά, µετά το 2015, αποφάσισε να ανατρέψει την κυβέρνηση του Κόµµατος των Εργαζοµένων.
Η µεγάλη πλειοψηφία της κυρίαρχης τάξης κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αυτές οι κοινωνικές υπηρεσίες είχαν γίνει πολύ δαπανηρές και το κράτος είχε γίνει πολύ «µεγάλο». Εξαπέλυαν πολεµικές στις εφηµερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση: «Το κράτος είναι πολύ µεγάλο, το κράτος είναι πολύ δαπανηρό. Παρέχουµε στους ανθρώπους υπερβολικά πολλές υπηρεσίες. Αν συνεχίσουµε έτσι, η οικονοµία θα βαλτώσει για πάντα, θα υποφέρει από µια µακρά και δραµατική στασιµότητα». Σε όλο τον κόσµο η νεοφιλελεύθερη ρητορική είναι πάνω-κάτω παρόµοια, όµως αυτή ήταν η πρώτη φορά στη Βραζιλία που η άρχουσα τάξη υποστήριξε κατηγορηµατικά ότι το κράτος είναι πολύ µεγάλο, ότι η δηµοκρατία είναι πολύ ακριβή και ότι χρειαζόµαστε ένα µικρότερο κράτος.Τη δεκαετία του 1990, ο Φερνάντο Κολόρ, ο πρώτος εκλεγµένος πρόεδρος, άνοιξε µια τέτοια συζήτηση, όµως η κυβέρνησή του αποτέλεσε µια σύντοµη περιπετειώδη παρένθεση, που τερµατίστηκε µε την παραποµπή του σε δίκη το 1992. Κατόπιν είχαµε δύο κυβερνητικές θητείες του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, µε την υποστήριξη του PSDB, του σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος της αστικής τάξης, που είχε προκύψει από τη διάσπαση του Κόµµατος «Βραζιλιάνικο Δηµοκρατικό Κίνηµα» (PMDB). Αυτές οι κυβερνήσεις εξέφραζαν παρόµοια ρητορική, αλλά όχι τόσο ακραία. Φυσικά, υλοποίησαν ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.
Αυτή είναι η όγδοη προεδρική εκλογή µετά το τέλος της δικτατορίας. Τώρα µε αυτήν την ακροδεξιά –εµείς την αποκαλούµε νεοφασιστική– κυβέρνηση του Μπολσονάρο, ο νεοφιλελεύθερος λόγος έχει γίνει ξεκάθαρος και την επιδιώκουν αυτήν την αναπροσαρµογή. Σίγουρα υπάρχει δόση αλήθειας στον ισχυρισµό που λέει: «Εάν το Κόµµα των Εργαζοµένων είχε προβεί σε πιο ριζοσπαστικές µεταρρυθµίσεις στη διάρκεια των 13 χρόνων, η κοινωνική βάση του κόµµατος στην εργατική τάξη θα ήταν πιο πρόθυµη και εµπνευσµένη να υπερασπιστεί τη Ντίλµα Ρούσεφ όταν άρχισε η µάχη για την ποινική παραποµπή της 2 χρόνια πριν». Αυτό µάλλον ισχύει, δεν παύει όµως να αποτελεί ένα υποθετικό «τι θα είχε γίνει αν…».
Φυσικά, εάν η Ρούσεφ δεν είχε επιλέξει τον Χοακίµ Λέβι ως επικεφαλής του οικονοµικού επιτελείου –αυτόν ακριβώς που ήθελε το τραπεζικό σύστηµα– και αν είχε κάνει στροφή προς τα αριστερά, παραπέµποντας τους στρατηγούς σε δίκη, συγκρουόµενη µε τα µονοπωλιακά επιχειρηµατικά ΜΜΕ, ακολουθώντας έναν διαφορετικό προσανατολισµό σε σχέση µε την αντιµετώπιση της ανεργίας, ίσως η πολιτική κινητοποίηση της εργατικής τάξης να της είχε δώσει την αναγκαία στήριξη, για να αντιµετωπίσει την επίθεση της αστικής τάξης και την κινητοποίηση των µεσαίων τάξεων το 2016. Όµως νοµίζω ότι είναι παρακινδυνευµένο να ισχυριστούµε ότι θα κατορθώναµε να διεµβολήσουµε τις µεσαίες τάξεις και να αποσπάσουµε την πλειοψηφία τους. Αυτή δεν είναι µια στέρεη υπόθεση. Πιθανότατα, ακόµα κι αν η τελευταία κυβέρνηση του Κόµµατος των Εργαζοµένων µε επικεφαλής την Ντίλµα Ρούσεφ είχε κάνει στροφή στα αριστερά, και τα οργανωµένα τµήµατα της εργατικής τάξης είχαν πεισθεί να πολεµήσουν σοβαρά εναντίον της παραποµπής της, οι µεσαίες τάξεις θα είχαν κάνει στροφή προς τα δεξιά.
Γιατί αυτό που προκάλεσε την κινητοποίηση των µεσαίων τάξεων δεν ήταν ουσιαστικά η ρητορική ενάντια στη διαφθορά –οπωσδήποτε το «λεξιλόγιο» της κινητοποίησης αφορούσε τη διαφθορά, αλλά ας µην είµαστε αφελείς. Αφού παραπέµφθηκε η Ντίλµα, την κυβέρνηση ανέλαβε ο Μισέλ Τεµέρ και η κυβέρνηση του Τεµέρ καταγγέλθηκε επίσης για διαφθορά –για παράλογες καταστάσεις πολύ σοβαρότερες από εκείνες που έπληξαν το Κόµµα των Εργαζοµένων. Ο Τεµέρ µαγνητοφωνήθηκε σε µια απίστευτη συνοµιλία µε έναν απ’ τους πλουσιότερους αστούς στη Βραζιλία να λέει: «Θα ήταν καλό να πλήρωνες τον Εντουάρντο Κούνια [τον πρώην πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Εθνικό Κογκρέσο] για να κάτσει ήσυχος στη φυλακή, να µη µας καταγγείλει»! Αυτό καταγράφηκε! Όποιος παρακολουθεί τηλεόραση –δηλαδή 60 εκατοµµύρια νοικοκυριά στη Βραζιλία– µπόρεσε να ακούσει τον πρόεδρο της χώρας να λέει σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Βραζιλία: «Πλήρωσέ τον για να το βουλώσει»! Και η µεσαία τάξη δεν κουνήθηκε. Επιχειρήσαµε να την κινητοποιήσουµε. Tο Εργατικό Κόµµα δεν το προσπάθησε, αλλά το PSOL το έκανε, και οργανώσαµε µεγάλες συγκεντρώσεις στο Σάο Πάολο και στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Αλλά µιλάµε για µεγάλες συγκεντρώσεις των 30 ή 40 χιλιάδων ανθρώπων σε µια πόλη σαν το Ρίο. Αυτό δεν είναι αρκετά µεγάλο για τη Βραζιλία. Είναι µεγάλο για εµάς, αλλά δεν είναι αποφασιστικά µεγάλο για µια χώρα όπως η Βραζιλία.
Γιατί λοιπόν οι µεσαίες τάξεις στράφηκαν προς τα δεξιά; Παρείχαν µαζική υποστήριξη στη διαδικασία παραποµπής της Ντίλµα και κατόπιν, τα 2 τελευταία χρόνια, έκαναν µια δεύτερη µετατόπιση προς ακόµα πιο δεξιές θέσεις, υποστηρίζοντας τον Μπολσονάρο και εγκαταλείποντας το PSDB, το οποίο θα περιγράφαµε ως κεντροδεξιό, φιλελεύθερο κόµµα. Έκαναν αυτή τη µετατόπιση, επειδή, µε ιστορικούς όρους, η κοινωνική τους θέση µεταβάλλεται από την πτώση της δικτατορίας κι έπειτα. Η σύγχρονη νέα µεσαία τάξη διατηρεί ακόµη τεράστια προνόµια, µε την υλική έννοια, αλλά και µε την έννοια της κοινωνικής θέσης. Η µεσαία τάξη αντιστέκεται στις αλλαγές, που έχουν λάβει χώρα σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες. Ποια είναι η κυριότερη µεταβολή; Έχουµε τρία επίπεδα διαστρωµάτωσης των ανθρώπων που ζουν από το µισθό τους: Πρώτα έχουµε τους χειρώνακτες εργάτες, τα µπλε κολάρα. Κατόπιν έχουµε σε ένα δεύτερο επίπεδο, τους εργαζόµενους στις υπηρεσίες που κάνουν απλές δουλειές ρουτίνας σε υπαλληλικές θέσεις (λευκά κολάρα). Αυτούς που υπακούουν σε κανόνες και πρωτόκολλα και δεν τους δίνεται η πρωτοβουλία να αποφασίσουν για οτιδήποτε. Τέλος, υπάρχει ένα τρίτο επίπεδο –οι άνθρωποι µε ανώτερη µόρφωση. Έτσι λοιπόν έχουµε τρία επίπεδα µισθών και κοινωνικής θέσης.
Αυτό που συνέβη τα τελευταία 35 χρόνια, και πολύ εντονότερα στα 13 χρόνια των κυβερνήσεων του Κόµµατος των Εργαζοµένων, είναι ότι από το τέλος της δικτατορίας και µετά ανέβηκε ο µέσος µισθός του χειρώνακτα –συνέβη σταδιακά, στη διάρκεια µιας γενιάς. Αυτό συνέβη, καθώς βρισκόταν σε επίπεδα βιολογικής ένδειας. Επίσης ο κατώτατος µισθός ανέβηκε από τα 100 δολάρια ΗΠΑ στα 250 το µήνα. Στο δεύτερο επίπεδο, οι απολαβές για τους υπαλλήλους, τους δηµόσιους εκπαιδευτικούς, τους υπαλλήλους που εργάζονται στο εµπόριο, έµειναν καθηλωµένες. Ο µέσος µηνιαίος µισθός όλου του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ισούται µε 2 κατώτατους µισθούς, δηλαδή µε 500 δολάρια το µήνα. Οι υπάλληλοι των οποίων οι αποδοχές έχουν καθηλωθεί, παλιότερα έπαιρναν το ισοδύναµο τεσσάρων ή ακόµα και πέντε κατώτατων µισθών. Αυτό που έχει αλλάξει σήµερα είναι ότι δεν υπάρχει σοβαρή διαφορά στους µισθούς µεταξύ υπαλλήλων και εργαζόµενων χειρωνακτικά. Ένας νέος βιοµηχανικός εργάτης, όχι σε µεγάλο εργοστάσιο όπως η αυτοκινητοβιοµηχανία ή η χαλυβουργία, αλλά ένας µέσος βιοµηχανικός εργάτης µπορεί να κερδίζει δύο µε δυόµισι κατώτατους µισθούς. Ακριβώς µε τα ίδια χρήµατα ξεκινά κάποιος ως δάσκαλος στο δηµόσιο. Και τι συνέβη µε τους ανθρώπους µε ανώτερη µόρφωση, όπως γιατροί, δικηγόροι, µηχανικοί; Οι αποδοχές τους δεν καθηλώθηκαν απλά, βρίσκονται σε µια αργή, αλλά σταθερή παρακµή. Σήµερα νέοι άνθρωποι µε πτυχία κύρους, όταν αρχίζουν να εργάζονται, αν µπορέσουν να βρουν εργασία, το καλύτερο που µπορούν να περιµένουν είναι τέσσερεις ή πέντε φορές τον κατώτατο µισθό.
Φυσικά πρέπει να πάρουµε στα υπόψη και τη µικροαστική τάξη µε τις κληρονοµιές και τις περιουσίες της. Η µεσαία τάξη διατηρεί ακόµη κληρονοµηµένα προνόµια. Από πού προέρχονται αυτά; Τα περισσότερα προέρχονται από την ακίνητη ιδιοκτησία και την πολύ ανώτερη µόρφωση. Η κύρια στρατηγική των γονιών εκείνων από µας, που έχουµε ευρωπαϊκή καταγωγή, οι οποίοι ήταν µετανάστες και δεν είχαν λεφτά, ήταν να επιχειρήσουν να αγοράσουν ή να χτίσουν ένα σπίτι. Ήθελαν να ζουν στην πόλη, δεν ήθελαν να δουλέψουν στη γη, παρόλο που δεν ήταν µορφωµένοι. Συνεπώς το θέµα τους ήταν να αποκτήσουν ένα σπίτι. Πενήντα χρόνια πριν τα σπίτια δεν ήταν ακριβά στη Βραζιλία. Το χτίσιµο ενός σπιτιού δεν ήταν ακριβή υπόθεση, γιατί η χειρωνακτική εργασία παρεχόταν από µισο-σκλάβους. Συνεπώς απέκτησαν σπίτια. Πούλησαν τα σπίτια και αγόρασαν διαµερίσµατα. Την τελευταία εικοσαετία τα διαµερίσµατα και τα σπίτια γνώρισαν µια εκπληκτική αύξηση της αξίας τους. Η πίεση των διεθνών αγορών στη Βραζιλία ήρθε µε την πρόσβαση που απέκτησαν οι Βραζιλιάνικες τράπεζες στη διεθνή χρηµαταγορά. Προηγουµένως ήταν εξαιρετικά δύσκολο για το Βραζιλιάνικο τµήµα του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος να έχει πρόσβαση σε πληθώρα διεθνών δανείων. Από τη στιγµή που απέκτησαν πρόσβαση στο δανεισµό, µπορούσαν να δανείσουν πολλούς ανθρώπους για να αγοράσουν σπίτια. Συνεπώς η παλιά ιδιοκτησία σε ακίνητα απέκτησε αξία. Έτσι λοιπόν η πλειοψηφία των Βραζιλιάνικων µεσαίων τάξεων βιοπορίζεται από τους µισθούς που παίρνει, καθώς έχει υψηλή µόρφωση, αλλά επίσης στηρίζεται οικονοµικά στην ακίνητη περιουσία της. Αυτό σηµαίνει ότι η κοινωνική ανισότητα µεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν µειώθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κόµµατος των Εργαζοµένων, παρά µόνο µεταξύ εκείνων που ζουν από το µισθό τους. Το κεφάλαιο είναι εξαιρετικά συγκεντρωµένο –η αστική τάξη είναι πολύ µικρή και πλούσια. Η εργατική τάξη έγινε πιο οµοιογενής και η µεσαία τάξη έχει χάσει σε θέση και κοινωνικό στάτους, αν και ακόµα διατηρεί τεράστια προνόµια.
Δίνω µόνο µερικά παραδείγµατα, αλλά το θέµα είναι ότι αυτή η µεσαία τάξη έχασε σε κοινωνική ισχύ µέσα στα τελευταία 35 χρόνια. Δεν είναι σε ολέθρια θέση, καθώς διατηρεί προνόµια, αλλά γι’ αυτήν είναι µια εντελώς καινούρια εµπειρία, επειδή από γενιά σε γενιά –αν και η Βραζιλιάνικη ιστορία είναι γεµάτη εκπλήξεις– η µεσαία τάξη κέρδιζε ένα ολοένα και καλύτερο επίπεδο ζωής. Αυτό σηµαίνει ότι η µητέρα µου ζούσε καλύτερα από τη γιαγιά µου και εγώ ζω καλύτερα από τη µητέρα µου. Το µέλλον όµως έγινε πολύ λιγότερο βέβαιο. Αντιλαµβάνεστε τώρα τη µεγάλη εικόνα;
Συνεπώς, τα κύρια ζητήµατα είναι η δραµατική κοινωνική ανισότητα που κληροδοτήθηκε από το δουλοκτητικό παρελθόν, η κοινωνική θέση της µεσαίας τάξης, οι µεταβολές κατά τη διάρκεια του δηµοκρατικού καθεστώτος, η δεξιά στροφή της µεσαίας τάξης, και ο ρόλος του Κόµµατος των Εργαζοµένων. Για να τελειώνω, εάν το Κόµµα των Εργαζοµένων είχε κάνει ριζοσπαστικές µεταρρυθµίσεις, βλέποντάς το προοπτικά, θα είχαµε εµφύλια σύγκρουση, θα περνούσαµε σε µια κατάσταση παρόµοια µε αυτήν της Βενεζουέλας, ή και ακόµη σοβαρότερη. Έχουµε λοιπόν την αντίδραση της αστικής τάξης, µε τη µεσαία τάξη ως κοινωνική βάση στήριξης, εναντίον των παραχωρήσεων που υποχρεώθηκε να κάνει ο καπιταλισµός προς την εργατική τάξη τα τελευταία 30 χρόνια, προκειµένου να διατηρήσει το αστικο-δηµοκρατικό φιλελεύθερο καθεστώς. Και αν αυτές οι παραχωρήσεις ήταν ριζοσπαστικότερες και µεγαλύτερες, ακόµα κι αν ήταν ρεφορµιστικές, θα γινόµασταν«Βενεζουέλα», θα ήταν ένα βήµα στην κατεύθυνση του εµφυλίου πολέµου. Θα ήταν καλό –ναι, για εµάς, την επαναστατική Αριστερά, θα ήταν καλό. Όµως θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο καθ’ ότι δεν θα είχαµε να αντιµετωπίσουµε έναν «κοινοβουλευτικό φασισµό». Θα είχαµε πιθανότατα να αντιµετωπίσουµε έναν µαχητικό φασισµό, που δεν είναι το ίδιο πράγµα.
Ας επιστρέψουµε στο ζήτηµα του φασισµού, αλλά πριν το κάνουµε… Αυτό που λες, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Ισχυρίζεσαι ότι το φαινόµενο Μπολσονάρο ενδυναµώθηκε και από τη σχετική υλική παρακµή της µεσαίας τάξης, αλλά και από το είδος του ταξικού ρατσισµού –για να χρησιµοποιήσω µια φράση του Πιερ Μπουρντιέ– που ενυπάρχει στη βραζιλιάνικη κοινωνία;
Ακριβώς.
Ο ρατσισµός, τα ταξικά προνόµια και η αίσθηση ταξικής ανωτερότητας ανθούν σε µια κοινωνία όπως της Βραζιλίας. Η σύγκριση µε τη Βενεζουέλα είναι ενδιαφέρουσα, επειδή στη στάση απέναντι στον ΟύγκοΤσάβες κατά τη διάρκεια της απεργίας των αφεντικών το 2002-2003 µπορούσε κανείς να δει ακριβώς αυτό το είδος ταξικού ρατσισµού. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αναφέρεσαι σε αυτό που εγώ θα αποκαλούσα η νέα µεσαία τάξη. Με άλλα λόγια, δεν αναφέρεσαι στην κλασσική µικροαστική τάξη –µικροµαγαζάτορεςκ.ο.κ.– αλλά σε ανθρώπους σε σχετικά προνοµιούχα µη-χειρωνακτικά επαγγέλµατα, συµπεριλαµβανοµένων γιατρών, δικηγόρων, πανεπιστηµιακών και άλλων.
Απλά για να ολοκληρώσουµε την ανάλυση της εκλογικής βάσης του Μπολσονάρο: Κέρδισε την πλειοψηφία των ψήφων και τα πήγε πολύ καλά ακόµα και στον πρώτο γύρο. Γίνεται µεγάλη συζήτηση πάνω στο θέµα της υποστήριξής του από τούς φτωχούς και στο θέµα του νόµου και της τάξης. Θέλω να πω ότι είναι αδύνατο να κέρδισε µια πλειοψηφία απλά και µόνο µε τις ψήφους της νέας µεσαίας τάξης. Πώς κατάφερε να διεισδύσει στα φτωχότερα κοµµάτια της κοινωνίας;
Ο νόµος και η τάξη έπαιξαν ένα σηµαντικό ρόλο, γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται φοβισµένοι από την ενίσχυση του οργανωµένου εγκλήµατος. Έχουµε πάνω από 600.000 φυλακισµένους σε ένα τροµακτικό σωφρονιστικό σύστηµα. Οι εγκληµατικές οργανώσεις πράγµατι έγιναν πανίσχυρες στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων. H αύξηση της βίας στις πόλεις είναι συστηµατική: οι ανθρωποκτονίες ξεπερνούν τις 60.000 το χρόνο, που σηµαίνει πάνω από 30 δολοφονίες για κάθε 100.000 ανθρώπους. Πρέπει επίσης να λάβουµε υπόψη την αντίδραση µιας πιο συντηρητικής, ρατσιστικής, µισογυνιστικής και οµοφοβικής µερίδας της κοινωνίας απέναντι στον αντίκτυπο που είχε η αστικοποίηση, η µεγέθυνση των πόλεων στη γενεαλογική και πολιτισµική εξέλιξη της κοινωνίας. Και τέλος πρέπει να αναφέρουµε το ρόλο που έπαιξαν τα παράνοµα fakenews που διακινούνταν από εφαρµογές όπως το WhatsApp: Ιδιωτικές εταιρίες χρησιµοποιούσαν βάσεις δεδοµένων στις ΗΠΑ µε στόχο να στέλνουν δεκάδες εκατοµµύρια µηνύµατα µε κάθε είδους παράλογες, ανυπόστατες, παρανοϊκές κατηγορίες εναντίον του υποψηφίου του Κόµµατος των Εργαζοµένων.
Ο Μπολσονάρο πήρε το 55% των ψήφων. Ο Φερνάντο Χαντάντ, ο υποψήφιος των Εργατικών, το 45%. Έχουµε, λοιπόν, µια τεράστια γεωγραφική διαίρεση µέσα στην εργατική τάξη. Στα βορειοανατολικά ο Μπολσονάρο ηττήθηκε, µε το Κόµµα των Εργαζοµένων να παίρνει 70% και ο Μπολσονάρο µόνο 30%. Σε αυτές τις περιοχές, ο Μπολσονάρο εκφράζει κυρίως την αστική τάξη, τη µεσαία τάξη και αυτούς που έχουν ευρωπαϊκή καταγωγή. Όµως στα βορειοανατολικά ζει µόνο το 35% του Βραζιλιάνικου πληθυσµού. Η καρδιά της Βραζιλίας είναι στα νοτιοανατολικά, δηλαδή στο τρίγωνο Μίνας Γκεράις, Ρίο και Σάο Πάολο. Και εκεί ο Μπολσονάρο νίκησε, παίρνοντας περίπου 60-65% των ψήφων –πολύ πάνω από το εθνικό του ποσοστό, δηλαδή το 55%. Τµήµατα της εργατικής τάξης, εκεί, ψήφισαν Μπολσονάρο.
Όταν µιλάµε για τη Βραζιλία, δεν συναντάµε ακριβώς την ευρωπαϊκή ή την αργεντίνικη κοινωνική δοµή. Είναι διαφορετική κοινωνικά. Έχεις την αστική τάξη, έχεις αρκετά επίπεδα µεσαίων τάξεων, έπειτα έχεις το τµήµα της εργατικής τάξης µε σταθερή εργασιακή σχέση και σύµβαση και, χαµηλότερα από αυτούς, διάφορα στρώµατα εργαζοµένων. Τι σηµαίνει αυτό σε αριθµούς; Έχουµε 208 εκατοµµύρια πληθυσµό στη Βραζιλία –τα 140 εκατοµµύρια είναι πάνω από 18 χρονών και µπορούν να ψηφίζουν. Σχεδόν 34 εκατοµµύρια είναι οι συνταξιούχοι. Ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός υπολογίζεται σε 105 εκατοµµύρια. Πρέπει να θυµάστε ότι το 45% των ενήλικων γυναικών είναι νοικοκυρές. Στον ιδιωτικό τοµέα, µετά την ύφεση, απασχολούνται 34 εκατοµµύρια άνθρωποι. Στο δηµόσιο τοµέα έχουµε 12 εκατοµµύρια υπαλλήλους µε σταθερή σύµβαση –σε επίπεδο δήµων, περιφερειών και οµοσπονδιακής κυβέρνησης. Οι περισσότεροι απ’αυτούς είναι δηµοτικοί υπάλληλοι –6 εκατοµµύρια εργάζονται στους Δήµους. Κατόπιν έχουµε 4 εκατοµµύρια που δουλεύουν στις περιφέρειες –οι περισσότεροι από αυτούς εκπαιδευτικοί και αστυνοµικοί. Και κατόπιν έχουµε περίπου 1,5 εκατοµµύριο ανθρώπους που εργάζονται για την οµοσπονδιακή κυβέρνηση.
Όµως κάτω από την εργατική τάξη των 45-50 εκατοµµυρίων ανθρώπων µε σταθερή εργασιακή σχέση, τώρα υπάρχουν 40 εκατοµµύρια άνθρωποι που δουλεύουν στην επισφάλεια. Δέκα εκατοµµύρια από αυτούς είναι προσαρτηµένοι σε µια επιχείρηση, σε έναν καπιταλιστή, έχουν ένα αφεντικό. Δεν έχουν σταθερή σχέση εργασίας και έτσι δεν έχουν τη νοµική προστασία που παρέχει µια σύµβαση. Όµως έχουν ένα αφεντικό στο οποίο υπακούουν –είναι εργάτες µε την ιστορική έννοια του όρου της εργατικής τάξης. Όµως τα άλλα 30 εκατοµµύρια δουλεύουν µεν, αλλά δεν έχουν ένα αφεντικό για το οποίο δουλεύουν. Δουλεύουν για τον εαυτό τους. Και τι κάνουν κυρίως; Αυτοσχεδιάζουν. Για παράδειγµα, αν χαλάσει το ψυγείο µου, ψάχνω για κάποιον να µου το φτιάξει και έρχεται. Δεν είναι µικροαστός, γιατί δεν έχει εταιρία. Απλά ζει κάπου στη γειτονιά και προσφέρει τις υπηρεσίες του ως χειρώνακτας που έχει κάποιες ικανότητες. Άλλοι δουλεύουν στο εµπόριο. Αγοράζουν και πουλούν µικροπράγµατα. Αυτοσχεδιάζουν.
Ποια είναι η διαφορά µε την Ευρώπη ή ακόµα και µε την Αργεντινή, παρότι αυτή η διαφορά σταδιακά µικραίνει; Ουσιαστικά η διαφορά είναι ότι οι άνθρωποι που ζουν από τη δουλειά τους είναι διασπασµένοι. Δύο στους τρεις έχουν αφεντικό, είτε στον ιδιωτικό τοµέα, είτε στο δηµόσιο, είτε µε σταθερή σύµβαση, είτε όχι. Υπάρχει όµως ένα τρίτο της εργατικής τάξης που δεν έχει αφεντικό. Τους αποκαλούµε ηµι-προλετάριους και άλλοι τους αποκαλούν υπο-προλετάριους. Αυτό το φαινόµενο στη Βραζιλία είναι τεράστιο, γιγαντιαίο.
Για να κατανοήσουµε την εκλογική νίκη του Μπολσονάρο, πρέπει να καταλάβουµε τη σχέση κάποιων τµηµάτων της εργατικής τάξης µε τη µεσαία τάξη. Είναι αδύνατον να κατανοηθεί αυτό, αν προηγουµένως δεν δούµε ότι η µετάβαση από την αγροτική κοινωνία στην αστική συνέβη στη Βραζιλία στη διάρκεια µιας γενιάς. Τη δεκαετία του 1950 η Βραζιλία ήταν µια αγροτική κοινωνία. Πόσο αγροτική; Περισσότερο από το 60% του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ζούσε στην ενδοχώρα, στην ύπαιθρο. Μέσα σε µια γενιά, αυτό που έκανε η Κίνα σε 300 εκατοµµύρια ανθρώπους, η Βραζιλία το έκανε στο 20-25% της εργατικής δύναµης που είχε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μέσα σε 25 χρόνια η χώρα άλλαξε ριζικά. Ενδεχοµένως δεν γνωρίζετε ότι περισσότερο από το 80% (το 86% για την ακρίβεια) της εργατικής δύναµης είναι συγκεντρωµένη σε τεράστιες πόλεις και ότι έχουµε σχεδόν 20 πόλεις µε πληθυσµό ενός τουλάχιστον εκατοµµυρίου. Το Σάο Πάολο και το Ρίο είναι δύο από τις µεγαλύτερες µητροπολιτικές περιοχές στον κόσµο. Είναι διαφορετικά από το Μεξικό. Το Μεξικό εξακολουθεί να έχει το 50% του πληθυσµού του στην αγροτική ενδοχώρα.
Όταν συµβαίνει µια τέτοια αλλαγή, αυτό σηµαίνει ότι οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την περιοχή όπου γεννήθηκαν οι ίδιοι ή οι γονείς τους. Η δηµογραφική καµπύλη της βραζιλιάνικης κοινωνίας είναι επίσης πολύ έντονη. Λέγοντας «πολύ έντονη» εννοώ ότι, όταν γύρισα στη Βραζιλία στα 1980, ο δείκτης γονιµότητας των γυναικών ήταν ακόµη 4 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ τώρα είναι κάτω από τα δύο. Συνεπώς έχουµε µια δηµογραφική καµπύλη εντελώς διαφορετική από της Ουρουγουάης ή της Αργεντινής. Η Βραζιλία µέχρι τη δεκαετία του 1980 ήταν µια χώρα όπου ο µισός πληθυσµός ήταν µωρά και νέοι άνθρωποι και όπου το µέσο προσδόκιµο ζωής ήταν πολύ χαµηλό. Αυτό που συνέβη στη διάρκεια αυτών των τριάντα χρόνων φιλελεύθερου δηµοκρατικού καθεστώτος ήταν ότι αυτές οι µεγάλες δοµικές αλλαγές, από την αγροτική κοινωνία στην αστική, από την ύπαρξη µεγάλων οικογενειών στην εµφάνιση µικρότερων κ.ο.κ., συνέβησαν πολύ γρήγορα. Όµως οι αλλαγές στη συνείδηση και στην κουλτούρα είναι πολύ πιο αργές.
Με ιδεολογικούς όρους, αν εξετάσουµε τις ιδεολογικές αναφορές της νοοτροπίας, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ζει σε πόλεις, αλλά πολλοί, ειδικά αυτοί που είναι άνω των 50, έχουν ακόµη αγροτική αντίληψη. Έτσι είναι ακραία συντηρητικοί, υπερβολικά θρησκευόµενοι και µε πολύ χαµηλό µορφωτικό επίπεδο. Σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσµού της ηλικίας 15 και άνω είναι λειτουργικά αναλφάβητοι.
Αυτές οι δοµικές αναφορές έχουν σηµασία, επειδή το Κόµµα των Εργαζοµένων µεγεθύνθηκε τη δεκαετία του ’80 και έγινε αυτό που θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε ένα ιστορικά αργοπορηµένο εργατικό κόµµα µε µια σηµαντική παρουσία στα συνδικάτα. Όµως στη δεκαετία του ’90, όταν έγινε ένα δραστήριο, µαζικό εκλογικό κόµµα, η ρητορική του έγινε κυρίως ριζοσπαστική-δηµοκρατική. Απευθυνόταν κυρίως στην αριστερή πτέρυγα των µεσαίων τάξεων. Τότε ήταν που ο Λούλα µετατράπηκε σε «Λουλίνιο - Ειρήνη και Αγάπη», όπως έλεγε το σύνθηµα στις προεδρικές εκλογές του 2002. Να τι πραγµατικά είπε στη χώρα: «Έχω γίνει ένας γλυκός άνθρωπος. Δεν είµαι πια ένας αρνητικός άνθρωπος. Δεν είµαι πια ο άνθρωπος που ήθελε να αλλάξει τη Βραζιλία και να συγκρουστεί µε τους πλούσιους. Θέλω να ενθαρρύνω την ταξική συνεργασία και την αλληλεγγύη µεταξύ των τάξεων».
Είναι ένα πράγµα όταν η δύναµη της κινητοποίησης της εργατικής τάξης λειτουργεί ελκτικά, εκλογικά, σε κοµµάτια της µεσαίας τάξης και εντελώς διαφορετικό όταν συµβαίνει το αντίθετο και η µεσαία τάξη έλκει την εργατική τάξη. Αυτό που συνέβη στις τελευταίες εκλογές ήταν ότι οι µεσαίες τάξεις άσκησαν έλξη στην εργατική τάξη. Δύο χρόνια πριν, σε ένα συγκλονιστικό, αιφνιδιαστικό και ταυτόχρονα τροµακτικό κίνηµα, οι µεσαίες τάξεις κατέβηκαν στους δρόµους κατά εκατοµµύρια –κάτι περισσότερο από 5 εκατοµµύρια για να ρίξουν την κυβέρνηση Ρούσεφ. Δεν είχε ξανασυµβεί ποτέ στο παρελθόν, µε την εξαίρεση του 1984, στην τελική κινητοποίηση ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία –αυτό που αποκαλούµε το κίνηµα «Diretas», το κίνηµα που αξίωνε την άµεση εκλογή του προέδρου µε καθολική ψηφοφορία. (Θυµηθείτε ότι εκείνο τον καιρό δεν είχαν δικαίωµα ψήφου οι αναλφάβητοι: το σύνταγµα του 1988 ήταν η πρώτη µεγάλη νοµοθετική µεταρρύθµιση και ένα από τα κύρια άρθρα του ήταν το δικαίωµα στην ψήφο για όλους άνω των 18 είτε ήσαν εγγράµµατοι είτε όχι).
Σήµερα λοιπόν η µεσαία τάξη έσυρε την εργατική τάξη. Τα κοµµάτια της εργατικής τάξης που ψήφισαν τον Μπολσονάρο, το έκαναν πρώτον, επειδή οι εργαζόµενοι αντιµετωπίζουν το ζήτηµα της διαφθοράς πολύ σοβαρά. Η µεσαία τάξη είναι πολύ κυνική σε αυτό το θέµα. Για τα µέλη της µπορεί να αποτελεί ένα θέµα συζήτησης, αλλά η πραγµατική τους προτεραιότητα είναι µια κοινωνία που να τους δίνει αξία και να σέβεται τα προνόµια που κατέχουν –όπως οι ίδιοι πιστεύουν– αξιοκρατικά.
Στην εργατική τάξη υπάρχει ο ισχυρός φόβος της φτώχειας, ο φόβος της πτώσης στη δεινή θέση του ηµι-προλετάριου. Υπάρχει επίσης η ισχυρή πίεση που ασκείται από το λούµπεν προλεταριάτο. Γιατί δεν έχουµε µόνο το προλεταριάτο και το ηµι-προλεταριάτο, έχουµε και µια µάζα λούµπεν προλετάριων, που υποχρεώνονται να επιβιώνουν µε παράνοµες δραστηριότητες.
Υπάρχουν εκατοµµύρια ανθρώπων που επιβιώνουν µε εγκληµατικές δραστηριότητες –εγκληµατικές µε την έννοια ότι είναι παράνοµες. Θα δώσω µερικούς αριθµούς. Στη Βραζιλία αυτή τη στιγµή έχουµε 600.000 φυλακισµένους. Είµαστε η τέταρτη χώρα διεθνώς σε αριθµό φυλακισµένων, µετά τις Ηνωµένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία. Στην περιφέρεια του Σάο Πάολο έχουµε περισσότερους από 200.000 µέσα στις φυλακές. Σε καθέναν απ’ αυτούς αντιστοιχούν 2,5 εξαρτώµενα µέλη. Αυτό σηµαίνει ότι [µόνο στο Σάο Πάολο] πάνω από 500.000 άνθρωποι εξαρτώνται από ανθρώπους που ζουν µέσα στη φυλακή. Και έχουµε µια εγκληµατική οργάνωση µε το καταπληκτικό όνοµα Primeiro Comando da Capital (PCC –Πρώτη/Κεντρική Διοίκηση/Κοµάντο της Πρωτεύουσας). Είναι µια αριστερή ονοµασία, που η ιστορία της πάει πίσω στην εποχή της δικτατορίας –όταν οι αριστεροί πολιτικοί κρατούµενοι συνυπήρχαν στη φυλακή µαζί µε τους ποινικούς κρατούµενους. Η PCC έχει οργανώσει ένα σύστηµα µέσω του οποίου καταβάλει ένα ελάχιστο επίδοµα σε κάθε οικογένεια φυλακισµένου. Αυτό σηµαίνει ότι, αν στην περιφέρεια του Σάο Πάολο έχουµε 41 εκατοµµύρια ανθρώπους, το ένα εκατοµµύριο από αυτούς συνδέονται µε την PCC. Συνεπώς, αν µπεις στο µετρό, υπάρχει µεγάλη πιθανότητα ένας στους 40 επιβάτες στο βαγόνι να ζει από χρήµα που προέρχεται από παράνοµες εγκληµατικές δραστηριότητες.
Το πιο σηµαντικό θέµα είναι η σχέση µεταξύ της εργατικής τάξης, των λούµπεν και των µεσαίων τάξεων. Η εργατική τάξη πιέζεται πολύ από το λούµπεν στοιχείο. Σε µερικές επαρχίες της Βραζιλίας είναι σχεδόν αδύνατο µια εργατική οικογένεια να µην έχει κάποιο µέλος που συνδέεται µε εγκληµατικές δραστηριότητες. Έτσι έχουµε ισχυρή πίεση από το λούµπεν στοιχείο. Όµως ταυτοχρόνως εξακολουθεί να υπάρχει η ιδεολογική πίεση που προέρχεται από την αντίληψη των µεσαίων στρωµάτων για τον κόσµο. Και στη διάρκεια των 13 χρόνων της διακυβέρνησής του, το Κόµµα των Εργαζοµένων δεν έκανε καµία πολιτικο-ιδεολογική προσπάθεια για να δοθεί στην εργατική τάξη ένας διαφορετικός τρόπος κατανόησης του κόσµου. Αγκάλιασε την αντίληψη των µεσοστρωµάτων. Και αυτή συνίσταται στο ότι ο καπιταλισµός είναι σπουδαίος, η οικονοµία της αγοράς είναι σπουδαία και αυτό που πρέπει να επικρατήσει είναι η αξιοκρατία –ότι ο καθένας έχει έναν συγκεκριµένο ρόλο να παίξει στην κοινωνία ανάλογα µε τις ικανότητές του, τις δεξιότητές του, τις επιθυµίες του και τις κλίσεις του.
Τι ήταν αυτό που είπε ο Μπολσονάρο και βρήκε απήχηση στην εργατική τάξη; Είπε: «Όλο το δηµοκρατικό σύστηµα είναι διεφθαρµένο κι εγώ θα καταπολεµήσω τη διαφθορά, όπως επίσης θα καταπολεµήσω το έγκληµα. Θα πολεµήσω τις εγκληµατικές δραστηριότητες. Θα πολεµήσω τις εγκληµατικές οργανώσεις. Θα καταργήσω τη διαφθορά και θα το κάνω χειρουργικά, µε ένα σπαθί –θα είναι σκληρό, αλλά θα είναι γρήγορο». Και όταν παρουσιάστηκε ως µάρτυρας –γιατί τον µαχαίρωσαν– ήταν κάτι που έπαιξε τεράστιο ρόλο. Θυµηθείτε ότι ένα χρόνο πριν είχε µόνο 15% στις δηµοσκοπήσεις. Όταν άρχισε η προεκλογική διαδικασία είχε ακόµα 15%. Όταν ο Λούλα δεν µπόρεσε να θέσει υποψηφιότητα, ο Μπολσονάρο ήρθε στην πρώτη θέση και πήγε στο 22%. Μετά το µαχαίρωµα πήγε από το 29% στο 42% στις δηµοσκοπήσεις. Το µαχαίρωµα έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο.
Έχεις καλύψει πολλά ζητήµατα, οπότε τώρα θέλω να εστιάσουµε στο τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο Μπολσονάρο µε όρους πολιτικής για την άκρα δεξιά. Και έχεις ανοίξει –κάτι που θεωρώ πολύ χρήσιµο–τη συζήτηση γύρω από τη σχέση του µε τον φασισµό. Είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ερώτηµα, γιατί γενικά οι άνθρωποι στη δική µας παράδοση, στην τροτσκιστική παράδοση, είναι πολύ επιφυλακτικοί, όταν ακροδεξιοί πολιτικοί αποκαλούνται φασίστες, επειδή βασιζόµαστε στην πολύ συγκεκριµένη ανάλυση του Τρότσκι. Οπωσδήποτε όµως, θεωρία δεν είναι η απλή επανάληψη αυτού που έχει ειπωθεί στο παρελθόν, αλλά το να καταπιάνεσαι µε τα φαινόµενα του παρόντος. Αυτό το ερώτηµα δεν αφορά µόνο τη Βραζιλία, καθώς για παράδειγµα βλέπουµε την Αυστρία όπου υπάρχει µια κυβέρνηση συνασπισµού που περιλαµβάνει ένα φασιστικό κόµµα.
Αυτό που µε κάνει διστακτικό να χαρακτηρίσω κάποιον σαν τον Μπολσονάρο φασίστα είναι το εξής. Αν εξετάσουµε τα κλασσικά φασιστικά κινήµατα, είναι κρίσιµο χαρακτηριστικό τους ότι αποτελούν µαζικά κινήµατα, µε έναν οργανωµένο κοµµατικό µηχανισµό που κινητοποιεί τη µικροαστική τάξη και ευρύτερα τις µεσαίες τάξεις και τα καθυστερηµένα κοµµάτια της εργατικής τάξης γύρω από µια ιδεολογία που έχει, τουλάχιστον στα λόγια, αντι-καπιταλιστικά στοιχεία και παρέχει στη φασιστική ηγεσία έναν βαθµό αυτονοµίας και από τον στρατό και από την αστική τάξη. Αυτό µπορούµε να το δούµε πιο καθαρά στο Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς στη Γερµανία. Για µένα αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του κλασσικού φασισµού –το κίνηµα, η πληβειακή αντι-καπιταλιστική ρητορεία και η σχετική αυτονοµία του φασιστικού κόµµατος στην εξουσία. Ας εξετάσουµε λοιπόν την εξέλιξη του καθεστώτος του Χίτλερ. Ο Τρότσκι έλεγε ότι θα κατέληγε σε µια στρατιωτική δικτατορία. Αλλά µετά τη συνωµοσία του Ιουλίου του 1944 µε σκοπό τη δολοφονία του Χίτλερ, ήταν τα SS, ο φασιστικός τοµέας της κρατικής γραφειοκρατίας, που εκτέλεσε τους στρατηγούς, και όχι το ανάποδο. Δεν µπορούµε να περιµένουµε την ιστορία άπλα να επαναληφτεί, ξεκάθαρα βλέπουµε µια καινούρια µεταµόρφωση του φασισµού, όµως πόσο σηµαντικό είναι το ότι δεν βλέπουµε κάποια απ’ τα κλασικά του χαρακτηριστικά; Το θέµα δεν αφορά µόνο τη Βραζιλία. Στη Γαλλία το Rassemblement National [ΣτΜ: το κόµµα της Λεπέν, πρώην Εθνικό Μέτωπο] αριθµεί 50.000 µέλη –σε σύγκριση µε τους Εθνικοσοσιαλιστές δεν είναι τίποτα, σε σύγκριση µε το Εργατικό Κόµµα στη Βρετανία είναι τίποτα –το Εργατικό Κόµµα έχει µισό εκατοµµύριο µέλη. Νοµίζω ότι έχω περιγράψει ποιο είναι το ερώτηµα για µένα.
Είναι ένα καλό ερώτηµα και το θέτουµε στον εαυτό µας κάθε µέρα –δεν έχουµε κατηγορηµατικές απαντήσεις σε αυτό, δεν είµαστε δογµατικοί. Δεν αποκαλούµε τον Μπολσονάρο φασίστα, τον αποκαλούµε νεο-φασίστα. Με τη λέξη «νεο-φασίστας» θέλουµε να πούµε ότι δεν είναι ιστορικός φασισµός. Στη βραζιλιάνικη κοινωνία µάλλον δεν είναι εφικτό να έχουµε ένα φασιστικό κίνηµα. Αυτή βέβαια είναι µια εικασία: Ελπίζω να µην είναι εφικτό! Μιλάει ο αισιόδοξος µέσα µου. Για µας η ουσιαστική ιδέα του φασισµού είναι ότι είναι αντεπαναστατικός –είναι και όλα όσα είπες και θα σχολιάσω κάθε πτυχή που έθιξες. Όµως το κύριο θέµα είναι ότι ο φασισµός είναι ένα αντεπαναστατικό πολιτικό εργαλείο, που επιστρατεύεται για να πολεµήσει εναντίον της προλεταριακής σοσιαλιστικής ή αντικαπιταλιστικής επανάστασης –ιστορικά, αυτό συνέβη ενάντια στον κίνδυνο µιας ευρωπαϊκής επανάστασης, ή τον κίνδυνο της Ιταλικής ή της Γερµανικής ή της Πορτογαλικής ή της Ισπανικής επανάστασης. Οι άλλοι παράγοντες έρχονται δευτερευόντως. Ο Μπολσονάρο δεν είναι αυτό, γιατί δεν υπάρχει καµιά προοπτική επανάστασης.
Δυστυχώς…
Έχουµε να κάνουµε µε µια αντιδραστική φασιστική ρητορική που υιοθετήθηκε εναντίον ενός ρεφορµιστικού κόµµατος, που ήταν στην κυβέρνηση και συνεργαζόταν µε τις ισχυρότερες µερίδες της ηγετικής δύναµης της αστικής τάξης, της «Paulista» (που έχει σαν βάση το Σάο Πάολο) αστικής τάξης. Λέµε «νεοφασίστας», γιατί ο Μπολσονάρο είναι αντιδραστικός –όχι αντεπαναστάτης. Όµως έχουµε ανοιχτό µυαλό. Η τελευταία λέξη δεν έχει ειπωθεί ακόµα. Η τελική αποτίµηση εξαρτάται από τη διεθνή κατάσταση του καπιταλισµού, τη στασιµότητα της βραζιλιάνικης οικονοµίας, την αντίδραση της εργατικής τάξης εναντίον της κυβέρνησης –εξαρτάται, µπορεί τα πράγµατα να χειροτερέψουν. Το βασικό σχέδιο του Μπολσονάρο είναι µια Βοναπαρτιστική κυβέρνηση. Δεν σχεδιάζει µια φασιστική δικτατορία. Οικοδοµεί ένα αυτοσχέδιο πολιτικό εργαλείο, που χρησιµοποιεί φασιστική ρητορική, όµως το πολιτικό του σχέδιο δεν είναι ο φασισµός, αλλά µια Βοναπαρτιστική, αυταρχική κυβέρνηση. Θέλει να αλλάξει την ισορροπία µεταξύ των εξουσιών –της εκτελεστικής, της νοµοθετικής, της δικαστικής, του στρατού, της αστυνοµίας και των ΜΜΕ. Έχει µιλήσει αρκετές φορές για τις σχέσεις µεταξύ αυτών των θεσµών και πώς αυτές πρόκειται να αλλάξουν. Αυτό το έχει πει ξεκάθαρα.
Ο Μπολσονάρο είπε αρκετές φορές : «Φιλελεύθερα ΜΜΕ µε ακούτε; Σας το λέω –είστε µόνο fakenews», όπως ακριβώς λέει ο Ντόναλντ Τράµπ. «Από µένα ως πρόεδρο θα στραγγαλιστείτε οικονοµικά. Με ακούτε; Μου πήγατε κόντρα, µου κάνατε κριτική –θα καταστραφείτε οικονοµικά». Όλα αυτά µε ακριβώς αυτές τις λέξεις. Ενάντια στην εφηµερίδα Folha de Sao Paulo, εναντίον της οικογένειας Φρίας που έχει την ιδιοκτησία της. Δεν είµαι σίγουρος για το τι θα συµβεί στη σηµαντικότερη εφηµερίδα της Βραζιλίας και πρόκειται για µια καθαρά οικογενειακή εφηµερίδα. Η οικογένεια Μαρίνιο –ιδιοκτήτρια της µιντιακής αυτοκρατορίας Globo TV– πραγµατικά τον φοβάται τον Μπολσονάρο. Συνεπώς πιέζουν και προσπαθούν να τον εναγκαλιστούν και πιθανότατα να επανατοποθετηθούν στο πολιτικό πλαίσιο και να τον αποδεχτούν σαν µια ακροδεξιά νόµιµη κυβέρνηση.
Επιστρέφοντας στο κύριο ερώτηµα, ας δούµε τώρα τις πτυχές του. Η πρώτη πλευρά: η κινητοποίηση της µεσαίας τάξης. Ο Μπολσονάρο το έκανε αυτό. Είναι η νέα µεσαία τάξη σε µια εξαρτηµένη χώρα και τους κινητοποίησε. Ο κόσµος βγήκε στους δρόµους. Η δεύτερη πλευρά: το µαζικό φασιστικό κόµµα. Δεν έχει κάτι τέτοιο. Αλλά έχει κόµµα, το Κοινωνικό Φιλελεύθερο Κόµµα (PLS) –µιλάµε για κάποιες δεκάδες χιλιάδες µέλη– το οποίο όµως δεν είναι µεγάλο. Όµως έχει αρχίσει µια εκστρατεία για να στρατολογήσει 70 εκατοµµύρια ανθρώπους µέσω του διαδικτύου. Κάνει εκστρατεία στο ιντερνέτ και στόχος της εκστρατείας είναι: «Οικοδοµείστε το Κόµµα! Θα γίνουµε 70 εκατοµµύρια!». Δεν υπάρχει καµιά πιθανότητα να µπορέσει να επιτευχθεί κάτι τέτοιο αυτή τη στιγµή. Είναι φούσκα. Ξέρει όµως ότι δεν θα νικούσε χωρίς την αποτελεσµατική ενεργοποίηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στις κύριες πόλεις της Βραζιλίας. Αυτό σήµαινε ότι για τα 3 προηγούµενα χρόνια, από το 2015, από τότε δηλαδή που η µεσαία τάξη άρχισε να κινητοποιείται για να ρίξει την κυβέρνηση της Ντίλµα Ρούσεφ, σε κάθε πόλη µε αεροδρόµιο, κάθε φορά που έφτανε στο αεροδρόµιο, υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι να τον περιµένουν. Αυτό είναι οργανωµένο. Είναι εργάσιµη µέρα και οι άνθρωποι δεν πάνε στη δουλειά και κάθονται µαζί του όλη µέρα. Και το κάνει αυτό για τρία συναπτά χρόνια. Έχει λοιπόν δεκάδες χιλιάδες. Θα µεγαλώσει αυτός ο αριθµός; Πιθανότατα. Αλλά 70 εκατοµµύρια; Αδύνατον. Δεν έχουν τα οργανωτικά στελέχη για να το πετύχουν. Για να στρατολογήσεις 70 εκατοµµύρια, θα χρειαζόσουν να οργανώσεις εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικά ενεργούς και επαγγελµατικά αποτελεσµατικούς ανθρώπους. Βέβαια κάποια δύναµη θα κατορθώσει να οργανώσει. Ξέρει ότι χρειάζεται υποστήριξη.
Η σχέση µε το στρατό εµπεριέχει συγκρούσεις. Είναι συνεργατική, είναι ισχυρή αλληλεξάρτηση, αλλά οι διάφορες πλευρές έχουν διαφορετικά συµφέροντα. Χθες, για παράδειγµα, ο πιο ισχυρός εν ενεργεία στρατηγός, ο στρατηγός Εντουάρντο Βίγιας Μπόας, έδωσε συνέντευξη στην Folha όπου είπε: «Θα συνεργαστούµε µε την κυβέρνηση, αλλά δεν θα είναι µια κυβέρνηση των στρατιωτικών και ανησυχούµε πάρα πολύ ότι η εικόνα των ενόπλων δυνάµεων θα µολυνθεί µαζί µε αυτήν της κυβέρνησης. Δεν είµαστε το ίδιο πράγµα». Και ο Μπολσονάρο αντιπαρατίθεται µε τους στρατηγούς δηµόσια. Λέει: «Σέβοµαι τους στρατηγούς, αλλά ο λοχαγός ήταν αυτός που εξελέγη (ο ίδιος ο Μπολσονάρο, πρώην λοχαγός του στρατού). Κανένας στρατηγός δεν εκλέχτηκε –εγώ όµως εκλέχτηκα». Τους πιέζει κι αυτός από τη µεριά του.
Αυτό δεν είναι φασισµός –το αποκαλούµε νεο-φασισµό. Ο κίνδυνος είναι ένα Βοναπαρτιστικό καθεστώς. Ακόµα και η έννοια του νέο-φασισµού είναι µια θεωρητική σύλληψη υπό κατασκευή. Δεν κάνουµε συγκρίσεις µε τις αναπτυγµένες χώρες. Αυτό εδώ είναι ένα φαινόµενο που έχει τις ιδιαιτερότητες µιας περιφερειακής χώρας. Δεν µπορείς να ισχυριστείς ότι το 55% της χώρας ψήφισε έναν φασίστα, καθώς δεν ξέρουν κάτι τέτοιο. Ψήφισαν έναν συντηρητικό, αυταρχικό υποψήφιο. Αυτοί αυτό βλέπουν.
Επίτρεψέ µου στο τέλος να θέσω το ερώτηµα που αφορά τη σχέση του Μπολσονάρο µε τον νεοφιλελευθερισµό, γιατί µε τον τρόπο που περιγράφεις τις διαθέσεις της αστικής και της µεσαίας τάξης, φαίνεται ότι επιθυµούν µια ριζοσπαστικοποίηση του νεοφιλελευθερισµού –το κράτος είναι υπερβολικά µεγάλο κλπ. Και αυτό είναι ξεκάθαρα το πρόγραµµα µερικών ανθρώπων της κυβέρνησης του Μπολσονάρο, παραδείγµατος χάριν, του Πάουλο Γκουέδες, που επιλέχθηκε για τη θέση του υπουργού οικονοµικών, ο οποίος έχει το διδακτορικό του από το Σικάγο και ο οποίος λέει ότι θέλει να κάνει στη Βραζιλία ότι έκαναν τα Παιδιά του Σικάγου (Chicago Boys) στη Χιλή του Πινοσέτ. Αυτό και πάλι είναι ένα πρωτότυπο πρόβληµα: Με τη γενικότερη άνοδο της ακροδεξιάς, βλέπουµε µια αυταρχική στροφή του νεοφιλελευθερισµού ή έχουµε κάτι διαφορετικό; Ή ένα συνδυασµό και των δύο; Ρωτάω πάντα σε σχέση µε τη βραζιλιάνικη περίπτωση. Βλέπω διάφορα προβλήµατα στην πρoσπάθεια απλά να ριζοσπαστικοποιηθεί ο νεοφιλελευθερισµός: πρώτα-πρώτα, όσον αφορά την επιρροή του στους φτωχούς και στα κοµµάτια της εργατικής τάξης που προσεγγίζει ο Μπολσονάρο. Αν υπάρξει µια πραγµατική επίθεση στα κοινωνικά προγράµµατα που εισήγαγε το PT, ενδεχοµένως να αρέσει στη µεσαία τάξη, θα αρέσει όµως στους φτωχότερους; Δεύτερον, ιστορικά η βραζιλιάνικη αστική τάξη είναι βαθειά εξαρτηµένη από το κράτος –συνεπώς µε το να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, δεν θα υπάρξει πρόβληµα για κάποια, τουλάχιστον, κοµµάτια της µπουρζουαζίας;
Στη Βραζιλία η άρχουσα τάξη αυτοσχεδιάζει πολύ –µε αυτήν την έννοια είναι πολύ Αµερικάνοι. Η ιδεολογία δεν έχει µεγάλο βάρος στην άρχουσα τάξη ή στη βραζιλιάνικη κοινωνία. Οι ιδέες δεν παίζουν το ρόλο που παίζουν στη Βρετανία ή στην Ευρώπη. Παίζουν ένα ρόλο στην ιστορία σε κάποιο βαθµό, το γνωρίζουµε αυτό, αλλά η Βραζιλία είναι κατά το πλείστον µη-ιδεολογική κοινωνία. Συνεπώς η αστική τάξη δεν είναι φανατική µε κανένα είδος ιδεολογίας –είναι πολύ εµπειρικοί άνθρωποι. Θα υπάρξουν συγκρούσεις και θα υπάρξουν τµήµατα της αστικής τάξης που θα θυσιαστούν, όµως το βασικό θέµα είναι ποια θα είναι η σχέση του Μπολσονάρο µε τον οικονοµικό τοµέα της αστικής τάξης του Σάο Πάολο. Αυτό είναι το βασικό ερώτηµα, γιατί αυτή είναι η πιο ισχυρή πτέρυγα της αστικής τάξης στη Βραζιλία.
Ο Μπολσονάρο θα προσπαθήσει να καταφέρει ένα σοκ µε τον προϋπολογισµό για τον επόµενο χρόνο. Έχουµε το µεγαλύτερο έλλειµµα στον προϋπολογισµό µεταξύ των εξαρτώµενων χωρών –8% του ΑΕΠ. Πολύ περισσότερο από την Αργεντινή που έχει λιγότερο από 5%. Ο Μπολσονάρο θέλει µηδενικό έλλειµµα του χρόνου. Ποτέ δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Η αστική τάξη του Σάο Πάολο το υποστηρίζει αυτό, γιατί το κρατικό χρέος είναι το πλέον σηµαντικό ζήτηµα: είναι πάνω από το 75% του ΑΕΠ, η υψηλότερη αναλογία στις εξαρτώµενες χώρες. Έτσι υπάρχουν δύο ανωµαλίες στη βραζιλιάνικη οικονοµία, µια από τις µεγαλύτερες οικονοµίες στις εξαρτώµενες χώρες, µε συνολικό ΑΕΠ 2 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων. Οι δύο ανωµαλίες είναι το έλλειµµα στον προϋπολογισµό –πάνω από 8% του ΑΕΠ– και το συνολικό κρατικό χρέος της κυβέρνησης, 75% του ΑΕΠ. Ο Μπολσονάρο θέλει να πετύχει µηδενικό έλλειµµα και στη συνέχεια πλεόνασµα στον προϋπολογισµό µέσα σε διάστηµα δύο χρόνων. Η αστική µερίδα του Σάο Πάολο στηρίζει αυτό το σχέδιο. Θεωρούν ότι δεν είναι λογικό να γίνει µέσα σε ένα-δυο χρόνια, αλλά το υποστηρίζουν. Συνεπώς θα δώσουν υποστήριξη στο να επιχειρηθεί ένα νεοφιλελεύθερο σοκ.
Το δεύτερο ζήτηµα είναι: Θα ιδιωτικοποιήσει ο Μπολσονάρο την Petrobras; Αυτό είναι τεράστιο θέµα. Θα πουλήσει τις δηµόσιες τράπεζες; Αυτό είναι τεράστιο θέµα. Θα πουλήσει την κρατική-εθνική εταιρία ηλεκτρισµού, Electrobras; Τεράστιο θέµα. Πιθανότατα να πουλήσει την Correios, την ταχυδροµική εταιρία –είναι µια τεράστια κρατική-εθνική εταιρεία. Αλλά για τις άλλες θα έλεγα: άσε να δούµε πρώτα, είναι πρακτικό το ζήτηµα. Ο νεοφιλελευθερισµός είναι µια ιδεολογία: το βασικό ζήτηµα είναι πώς την προσαρµόζουν στις εσωτερικές συγκρούσεις της αστικής τάξης.
Εδώ προκύπτει η άλλη πλευρά του θέµατος. Δεν είναι δυνατό να καταφέρει αυτό το σοκ στον προϋπολογισµό χωρίς να κάνει µια πολύ ριζοσπαστική µεταρρύθµιση του κοινωνικού συστήµατος πρόνοιας και θα υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις σ’ αυτό. Αυτό είναι ένα ακόµη ζήτηµα. Χρειάζεται να καθιερώσει ως ελάχιστο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 65ο έτος και να καταργήσει τα 5 χρόνια διαφορά ανάµεσα στην ηλικία συνταξιοδότησης των γυναικών και των ανδρών. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι εύκολο να δοθεί, γιατί εξαρτάται από µια άλλη ερώτηση για την οποία δεν έχουµε την απάντηση: Τι είδους ήττα υποστήκαµε; Πώς µετράµε αυτή την ήττα; Συνήθως στο κίνηµά µας, στο Τροτσκιστικό κίνηµα, είµαστε πολύ παθιασµένοι µε τις δυνατότητες της εργατικής τάξης. Μας είναι πολύ δύσκολο να «ζυγίζουµε» τις ήττες. Είµαστε αθεράπευτα αισιόδοξοι. Έχουµε αυτή την ταξική πίστη. Είναι στην ψυχή µας. Οι δύο καρδιές του Τροτσκισµού είναι ο διεθνισµός και η εµπιστοσύνη στην εργατική τάξη. Συνεπώς το κύριο ερώτηµα είναι: Στα όσα έγιναν τα τελευταία 2-3 χρόνια, που κορυφώθηκαν µε την εκλογική νίκη του Μπολσονάρο, ζήσαµε µια ιστορική ήττα ή ήταν απλά µια πολιτική ήττα;
Εµείς –η Resistencia γενικά, κι εγώ ο ίδιος– πιστεύουµε ότι δεν πρόκειται περί ιστορικής ήττας. Όµως είµαστε ανοιχτόµυαλοι. Θα επιβεβαιώσουµε αν έχουµε δίκιο στο επόµενο διάστηµα έξι µηνών. Οι δύο τραγικές στιγµές της δικτατορίας, το 1964 και το 1968, ήταν µια ιστορική ήττα, και χρειαστήκαµε 15 µε 20 χρόνια για να ξαναφτιάξουµε ένα µαζικό κίνηµα το 1984. Ιστορική ήττα σηµαίνει ότι µια γενιά αισθάνεται νικηµένη, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της. Έτσι λοιπόν κυριαρχεί ο ατοµισµός. Οι άνθρωποι αποκαρδιώνονται. Στους χώρους δουλειάς οι εργάτες διασπώνται και συνθλίβονται. Τα συνδικάτα επιβιώνουν, αλλά δεν υπάρχει ένας µαζικός χώρος –και όχι απαραίτητα η πλειοψηφία της εργατικής τάξης– που να ανταποκρίνεται σε αυτά που λένε τα συνδικάτα και η Αριστερά. Η Αριστερά µιλάει στον εαυτό της –δεν έχει µαζικό ακροατήριο.
Το κύριο ερώτηµα είναι: Ήταν η δεξιά στροφή της µεσαίας τάξης, η ενοποίηση της αστικής τάξης, η δραµατική µορφή που πήρε το τέλος της εµπειρίας του Κόµµατος των Εργαζοµένων, µε την παραποµπή στη δικαιοσύνη της ηγεσίας του και την κάθειρξη του ίδιου του Λούλα, µια ιστορική ήττα; Ο Λούλα στη φυλακή δεν είναι ένα δευτερεύον θέµα, είναι ένα σύµβολο για τα πολιτικοποιηµένα και έµπειρα τµήµατα της εργατικής τάξης, που µε τη σειρά τους επηρεάζουν και τη νεότερη γενιά (δεν υπάρχουν πολλοί ενεργοί αγωνιστές στις µεγάλες επιχειρήσεις που να είναι πάνω από 55 ή 60 χρόνων –τα περισσότερα από τα µαχητικά στελέχη είναι στην ηλικία των 30– αλλά αυτοί που υπάρχουν είναι και αυτοί που έχουν το µεγαλύτερο κύρος). Γι’ αυτούς, το ότι ο Λούλα σαπίζει στη φυλακή είναι µια ηχηρή απόδειξη της δύναµης του κράτους και της άρχουσας τάξης.
Δεν πιστεύουµε ότι είναι µια ιστορική ήττα. Νοµίζουµε ότι µπορούµε να οργανώσουµε µαζική αντίσταση. Δεν κλείνουµε όµως την πόρτα στη συζήτηση και της άλλης εκδοχής. Αν πρόκειται για ιστορική ήττα, θα πάρει αρκετό καιρό µέχρι µια νέα γενιά να αρχίσει να κινείται. Το κυριότερο είναι να στρέψουµε την προσοχή µας στη νέα γενιά, αυτούς που βγήκαν στη δράση µετά το κίνηµα διαµαρτυρίας του 2013. Αυτοί είναι το πιο ενεργητικό τµήµα, το τµήµα που δείχνει την πιο µαχητική διάθεση. Θα βρεθούν αποµονωµένοι µέσα στους χώρους δουλειάς, µε τον κόσµο να µην ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις τους, και κατόπιν µε τη σειρά τους θα αποκαρδιωθούν, επειδή θα αισθάνονται το βάρος της απογοήτευσης των µαζών; Πώς θα εξελιχθεί η σχέση µαζικού κινήµατος – πρωτοπορίας; Συνεπώς πάνω σ’αυτό το ζήτηµα είµαστε προσεκτικοί, περιµένουµε. Και για τις δύο έννοιες –νεοφασισµός και ιστορική ή πολιτική ήττα– θέτουµε τις διαφορετικές εκδοχές και θα δούµε. Θα είµαστε πιο σίγουροι σε 6 µήνες.