Ενάντια στη «συλλογική αμνησία»: Τα εγκλήματα της 20ετούς κατοχής

Από την πρώτη μέρα της πτώσης της Καμπούλ, ξεκίνησε μια συντονισμένη μιντιακή επιχείρηση έμμεσου ξεπλύματος του 20ετούς πολέμου. Καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρήσει κανείς να ωραιοποιήσει άμεσα την κατάσταση στο Αφγανιστάν τα τελευταία 20 χρόνια, η μέθοδος που επιλέχθηκε υπήρξε πιο έμμεση: μια υπέρμετρη και διάχυτη «ανησυχία» για το «τι θα γίνει τώρα». 
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Οι ανοιχτά πολεμοκάπηλοι επικριτές του Μπάιντεν το δηλώνουν ανοιχτά: «Έπρεπε να παραμείνουμε». Πιο φιλελεύθεροι, δείχνουν κατανόηση στην αποχώρηση, αλλά ο θρήνος τους για την «επόμενη μέρα» έχει ευρύτερη ιδεολογική στόχευση με το βλέμμα στο μέλλον: αναπαράγει τον πυρήνα του επιχειρήματος του «εκπολιτιστικού» ρόλου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. 
Καθώς αυτές οι αναλύσεις (και τα ρεπορτάζ, τα οπτικοακουστικά μέσα κλπ που δημιουργούν «κλίμα») αποφεύγουν να μιλήσουν για το παρελθόν, εστιάζοντας το «φακό» στο παρόν για να χτίσουν το επιχείρημά τους, ο μιντιακός βομβαρδισμός των ημερών έχει περιγραφεί πιο εύστοχα ως «επιχείρηση συλλογικής αμνησίας».
Αγριότητες
Αξίζει λοιπόν να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη. Να θυμόμαστε λοιπόν ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δηλώνει ότι έχει στοιχεία πως αμερικανικές δυνάμεις «διέπραξαν πράξεις βασανιστηρίων, βάναυσης μεταχείρισης, εξοργιστικών προσβολών στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, βιασμών και σεξουαλικής βίας». Η περιγραφή θυμίζει το Γκουαντάναμο, αλλά στο Αφγανιστάν πήρε πιο εκτεταμένη και καθημερινή μορφή. 
Να θυμόμαστε ότι η Human Rights Watch, μια ΜΚΟ που έχει κατηγορηθεί για «φιλικότητα» προς τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έχει περιγράψει αναλυτικά (κι από το 2004) πώς τέτοιες πρακτικές στρέφονταν μαζικά ενάντια σε αθώους χωρικούς και τα παιδιά τους. 
Να θυμόμαστε ότι οι βόμβες σε γάμους, νοσοκομεία κ.ά. «μαζικούς χώρους», σκότωσαν αναρίθμητους αμάχους. Μετάτο 2016, το 40% των θυμάτων των βομβαρδισμών από αέρος ήταν παιδιά.
Να θυμόμαστε τις συνέπειες του «πολέμου των drones». Τα δήθεν «χειρουργικά» χτυπήματα καθημερινά, δεν είχαν μόνο μαζικούς νεκρούς, αλλά δημιούργησαν τεράστια ψυχολογικά προβλήματα στον πληθυσμό. Σύμφωνα με το «Foreign Policy», υπεράνω πάσης υποψίας για αντι-ιμπεριαλισμό, τα παιδιά στη χώρα ανέπτυξαν φόβο απέναντι στην προοπτική να βγουν έξω να παίξουν, λόγω της (υπαρκτής!) πιθανότητας να τα χτυπήσουν βόμβες από τον ουρανό ανά πάσα στιγμή. Στο ίδιο μέσο, ένας Αφγανός που είχε χάσει πολλούς συγγενείς με αυτό τον τρόπο συμπύκνωνε την πικρή εμπειρία των χωρικών: «Είμαστε σα μυρμήγκια για αυτούς». 
Πρόσφατα στην Αυστραλία ξεκίνησε μια έρευνα για αποτρόπαια σαδιστικά εγκλήματα πολέμου από τις Αυστραλιανές Ειδικές Δυνάμεις. Η ίδια η κυβερνητική αναφορά έκανε λόγο για μια «διεστραμμένη κουλτούρα» στις γραμμές τους. Δεν είναι κάποια «απόκλιση»: Είναι η αποκτήνωση του πολέμου και η «διαστροφή» του μιλιταρισμού. Τα μέλη αυτών των Ειδικών Δυνάμεων ισχυρίστηκαν πως «ό,τι κι αν κάναμε… οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι ήταν πολύ, μα πολύ χειρότεροι…». 
Τα «δικά μας καθάρματα»
Εκτός από τη δράση των κατοχικών δυνάμεων, υπήρξε και η δράση των φιλοκυβερνητικών πολέμαρχων, των συμμάχων της Δύσης στον αντι-ταλιμπανικό αγώνα. Με διαβόητο παρελθόν, συνέχισαν τις άγριες πρακτικές τους (που περιλάμβαναν τη συστηματική σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων αγοριών και κοριτσιών), αλλά οι κατοχικές δυτικές δυνάμεις έκαναν τα στραβά μάτια γιατί τα εγκλήματα τα έκαναν «οι δικοί μας». Ένας λοχαγός των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων είχε υπάρξει ειλικρινής ως προς αυτό στους NewYorkTimes: «Τοποθετήσαμε σε θέσεις εξουσίας ανθρώπους που έκαναν πράγματα πολύ χειρότερα από τους Ταλιμπάν -ήταν κάτι που μου έλεγαν συνέχεια οι γηραιοί των χωριών».  
Σε δίπλα σελίδες, αναφέρουμε ότι η δημοσκοπική δημοφιλία των Ταλιμπάν βρισκόταν σε απόλυτη συνάρτηση με το μέγεθος της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα. Υπάρχει κι ένα ακόμα «μέγεθος» που βρίσκεται σε στενή συνάφεια με την αμερικανική παρουσία: Οι θάνατοι. Αυτοί πάντα αυξομειώνονταν ανάλογα με τον αριθμό αμερικανικών στρατευμάτων, ενώ πρώτη φορά άρχισαν να αυξάνονται παρά τη μείωση των χερσαίων δυνάμεων στα χρόνια του Τραμπ και της κλιμάκωσης του πολέμου «από αέρος». 
Μαζί με τα δεινά του πολέμου, υπήρξε και η απόλυτη φτώχεια. Ενώ δαπανήθηκαν εκατοντάδες δισ. δολάρια στην υποτιθέμενη «οικοδόμηση έθνους-κράτους», οι Αφγανοί παρέμειναν στην εξαθλίωση μιας καθυστερημένης χώρας. Το μόνο που άλλαξε ήταν η δημιουργία τεράστιων αυτοσχέδιων παραγκουπόλεων στα περίχωρα της Καμπούλ και συγκεκριμένα στα περίχωρα της πολυτελούς «Πράσινης Ζώνης», από της οποίας τα σκουπίδια ήλπιζαν να τραφούν οι άποροι. Σε μια χώρα που βρισκόταν σε διαρκή πόλεμο 40 χρόνια, οι νέες Αρχές έδιναν συντάξεις χηρείας μόνο αν ο σύζυγος είχε σκοτωθεί από τους Ταλιμπάν… 
Γυναίκες
Αυτά θα αρκούσαν για να απαντήσουν στο -τάχα- «φεμινιστικό» επιχείρημα υπέρ της αμερικανικής παρουσίας, που κυριαρχεί στην αστική αρθρογραφία. Με την απλή έννοια ότι όλα αυτά τα δεινά που περιγράψαμε χτύπησαν εξίσου τις γυναίκες, το 50% του πληθυσμού, που δεν «εξαιρείται» ούτε από τη φτώχεια, ούτε από τις βόμβες, ούτε από την συστηματική κακοποίηση. 
Αλλά και με όρους δικαιωμάτων, το 2019 το Αφγανιστάν βρισκόταν δεύτερο από το τέλος στην παγκόσμια κατάταξη. Αυτό που ίσως άλλαξε ήταν οι δυνατότητες για κάποιες γυναίκες εντός της Πράσινης Ζώνης και της ζώνης δράσης των ΜΚΟ. H Σαμία Γουαλίντ, της RAWA (Επαναστατική Ένωση Γυναικών του Αφγανιστάν), σε μια συνέντευξή της το Σεπτέμβρη του 2019 περιέγραφε αυτή τη διαδικασία ως «εξαγορά» κι όχι ως «απελευθέρωση». Ακόμα και για όσους κι όσες διατηρούμε μια μεγαλύτερη κατανόηση στην προσπάθεια ή τη διαδρομή αυτών των γυναικών «της Πράσινης Ζώνης», παραμένει ακριβές ότι η όποια βελτίωση των δικών τους προοπτικών δεν σήμαινε τελικά τίποτε για τη μεγάλη πλειοψηφία των Αφγανών γυναικών, που βιάζονταν, κακοποιούνταν, γίνονταν θύματα ενός εκτεταμένου συστήματος sex trafficking που εξυπηρετούσε τους φιλοδυτικούς πολέμαρχους, τα κυβερνητικά στρατεύματα και τις δυνάμεις κατοχής. Μια αφγανική ιδιαιτερότητα υπήρξε ότι σε αντίθεση με το διεθνές μοτίβο, το 80% των επιθέσεων αυτοκτονίας είχε δράστρια γυναίκα. Είναι μια επιλογή στην οποία εξωθούνται συνήθως άνθρωποι που η ζωή τους έχει γίνει αβίωτη…
Αν κάτι άλλαξε για τις γυναίκες του Αφγανιστάν όλα αυτά τα χρόνια, είναι το… ενδιαφέρον των αμερικανικών ΜΜΕ. Στα δύο περίπου χρόνια ανάμεσα στο Γενάρη του 2000 και την 11η Σεπτέμβρη του 2001, υπήρξαν 15 άρθρα και 33 τηλεοπτικά ρεπορτάζ για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν. Στις λίγες εβδομάδες μεταξύ 12 Σεπτέμβρη 2001 και 1 Γενάρη 2002 (κατά την κορύφωση της αμερικανικής εκστρατείας) υπήρξαν 93 άρθρα και 628 τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Μετά από αυτό (και την στρατιωτική επικράτηση των ΗΠΑ στον πόλεμο), το ζήτημα «δικαιώματα γυναικών στο Αφγανιστάν» εξαφανίστηκε ξανά από τη δημόσια σφαίρα. Επέστρεψε «ξαφνικά» με εντυπωσιακή δριμύτητα και πυκνότητα, σήμερα που οι ΗΠΑ αποχωρούν.  
Στο πρόσφατο παρελθόν, η Μαλαλάι Τζόγια, Αφγανή αγωνίστρια, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι οι γυναίκες στο Αφγανιστάν αντιμετωπίζουν τρεις εχθρούς ταυτόχρονα: «Τους Ταλιμπάν, τους υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ πολέμαρχους και την αμερικανική κατοχή». Και συμπλήρωνε: «Αν εσείς στη Δύση καταφέρετε να διώξετε την αμερικανική κατοχή, θα μας μείνουν δύο». «Εμείς στη Δύση» δεν τα καταφέραμε και τη δουλειά την έκαναν οι Ταλιμπάν, με αποτέλεσμα να βγει ενισχυμένη η μία από τρεις απειλές. Αλλά παραμένει αλήθεια ότι οι γυναίκες εκεί έχουν να αντιμετωπίσουν πλέον έναν εχθρό λιγότερο. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία