Οι εκλογές στη Γερμανία έχουν πάντοτε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα φέτος, όπου μετά από την 15ετή ηγεμονική παρουσία της Μέρκελ, επικρατεί μεγάλη ρευστότητα. Η Χριστιανοδημοκρατία βρίσκεται σε πιο επισφαλή θέση από το πρόσφατο παρελθόν, με αποτέλεσμα πολλές δημοσκοπικές διακυμάνσεις (τελευταία εξέλιξη η αιφνίδια «πρωτιά» του SPD για πρώτη φορά σε δημοσκόπηση εδώ και πάρα πολλά χρόνια) και αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα της κάλπης. Στο επόμενο φύλλο της «Ε.Α.» θα επανέλθουμε, έχοντας τη γνώση των αποτελεσμάτων. Προς το παρόν, αναδημοσιεύουμε αυτό το άρθρο από την εφημερίδα Red Flag. Εστιάζει στους Γερμανούς Πράσινους, που ανεξαρτήτως τελικής κατάταξης, αναμένεται να συγκεντρώσουν τα φώτα της δημοσιότητας το βράδυ των εκλογών και να αποτελέσουν κεντρικό «παίκτη» στις συζητήσεις συγκρότησης κυβέρνησης. Αλλά δίνει και μια σύντομη εικόνα για την κατάσταση των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων στην τελική ευθεία προς την κάλπη.
Τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα.
Οι γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές είναι στις 26 Σεπτεμβρίου και κατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους οι Πράσινοι έρχονταν δεύτεροι μετά τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) στις δημοσκοπήσεις. Κάποια στιγμή βρέθηκαν και πρώτοι. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αλλαγή σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές, του 2017, όπου ήταν το μικρότερο από τα έξι κόμματα που εισήλθαν στο Κοινοβούλιο.
Κανένα κόμμα δεν πλησιάζει καν στο να πάρει την πλειοψηφία από μόνο του, οπότε μετά τον Σεπτέμβριο μια ακόμη κυβέρνηση συνασπισμού θα είναι αναπόφευκτη. Θα ήταν ικανός ένας πρωθυπουργός των Πρασίνων για μεγάλες αλλαγές; Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, πρέπει να εξετάσουμε την ιστορία των Πρασίνων.
Όταν οι Πράσινοι εισέβαλαν με ορμή στην πολιτειακή και ομοσπονδιακή πολιτική σκηνή της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποτελούσαν μια αναζωογονητική ανάσα καθαρού αέρα. Το διάσημο σύνθημά τους στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1990 ήταν «Όλοι μιλάνε για τη Γερμανία. Εμείς μιλάμε για τον καιρό». Αλλά αυτό που τους έκανε ελκυστικούς δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο ότι εξέφραζαν τις οικολογικές ανησυχίες σχετικά με τη ρύπανση.
Οι ρίζες του κόμματος εντοπίζονταν στα ριζοσπαστικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 και στις μαχητικές αντιπολεμικές και αντιπυρηνικές καμπάνιες της δεκαετίας του 1970. Οι Πράσινοι και οι κατά τόπους «πρόδρομοί» τους, επεδίωκαν να δρουν συμπληρωματικά στις αγωνιστικές πρωτοβουλίες από τα κάτω, οι οποίες συμπεριλάμβαναν την προστασία του περιβάλλοντος, την κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και τη νομιμοποίηση της κάνναβης. Διαβεβαίωναν: «Δεν πρόκειται να συμμετάσχουμε σε κυβέρνηση που συνεχίζει την [τρέχουσα περιβαλλοντικά, οικολογικά και πολιτικά] καταστροφική πορεία».
Τα πρώτα μέλη και ηγετικά στελέχη του κόμματος περιλάμβαναν ανθρώπους που είχαν περάσει από τις φοιτητικές αναρχικές ομάδες της δεκαετίας του ’60 και τις μαοϊκές οργανώσεις της δεκαετίας του 1970. Υπήρχαν και κάποιοι ακροδεξιοί οικολόγοι της λογικής «αίμα και χώμα» [ναζιστικό σύνθημα], αλλά η ακροδεξιά εκδιώχθηκε σύντομα. Ωστόσο σύντομα ξέσπασε ένας παρατεταμένος φραξιονιστικός αγώνας μεταξύ των επονομαζόμενων «Fundis» (αριστεροί φονταμενταλιστές) και των «Realos» (συντηρητικοί ρεαλιστές), πάνω σε μια σειρά πολιτικών θέσεων όπως και γύρω από τη συμμετοχή ή μη σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Μεταξύ των κορυφαίων Fundis ήταν ο πρώην αναρχικός Γιόσκα Φίσερ και ο ήρωας του φοιτητικού κινήματος του 1968 στο Παρίσι, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, μαζί με τους πρώην μαοϊκούς Ράινχαρντ Μπιτικόφερ και Βίνφριντ Κρέτσμαν.
Οι Realos επικράτησαν. Η εστίαση στην κοινοβουλευτική πολιτική και στην «άσκηση εξουσίας» μέσω της εισόδου σε κυβερνήσεις, ώθησαν προς τα δεξιά τους Γερμανούς Πράσινους, όπως συνέβη και με τους Πράσινους της Αυστραλίας.
Έγιναν ο μικρός εταίρος σε έναν ομοσπονδιακό κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον Σοσιαλδημοκράτη (SPD) πρωθυπουργό Γκέρχαρντ Σρέντερ μεταξύ του 1998 και του 2005. Ο Φίσερ ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών. Οι «αντιπολεμικοί» Πράσινοι ψήφισαν υπέρ της γερμανικής συμμετοχής σε πόλεμο για πρώτη φορά μετά το 1945 -το βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ το 1999. Στη συνέχεια, το 2001, γερμανικά στρατεύματα στάλθηκαν για να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν.
Νεοφιλελευθερισμός
Η στροφή προς τα δεξιά δεν περιορίστηκε στην εξωτερική πολιτική. Ο Κοκκινοπράσινος συνασπισμός [ΣτΜ: όπως ονομάζεται η συμμαχία SPD-Πρασίνων] ήταν επίσης υπεύθυνος για την αποφασιστική στροφή της Γερμανίας προς τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, με την «Ατζέντα 2010». Επρόκειτο για μια πολυμέτωπη επίθεση εναντίον των Γερμανών εργαζομένων.
Το 2003 και το 2004, ο συνασπισμός μείωσε τον φορολογικό συντελεστή για τα χαμηλότερα εισοδήματα κατά 4,5% (από 19,5 σε 15%), αλλά ταυτόχρονα μείωσε το φορολογικό συντελεστή για τους υψηλότερους εισοδηματίες κατά 6,5% (από 48,5 σε 42%). Μείωσε τη δημόσια παροχή υγειονομικής περίθαλψης και ανάγκασε το λαό να πληρώνει συμμετοχή στα φάρμακα και στις ιατρικές επισκέψεις. Μαζί με το SPD, οι Πράσινοι μείωσαν επίσης τις συντάξεις. Οι συναφείς «μεταρρυθμίσεις» Χαρτζ [από το όνομα του επικεφαλής της επιτροπής] στην αγορά εργασίας νομιμοποίησαν για πρώτη φορά μορφές επισφαλούς εργασίας και πετσόκοψαν τα επιδόματα ανεργίας.
Από το 2005 και μετά, οι Πράσινοι βρίσκονται εκτός κυβερνητικής εξουσίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Συμμετείχαν όμως σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε 11 από τα 16 γερμανικά κρατίδια. Οι επιλογές τους σε ό,τι αφορά τους κυβερνητικούς συμμάχους τους ήταν πολύ ετερόκλητες. Οι Πράσινοι είναι σήμερα μικροί εταίροι σε συνασπισμό με το Αριστερό Κόμμα και το SPD σε 3 κρατίδια, μικροί εταίροι σε συνασπισμό και με το χριστιανοδημοκρατικό CDU και με το SPD σε άλλα 2, μικροί εταίροι είτε με το CDU είτε με το SPD σε άλλα 2, και μικροί εταίροι σε συνασπισμό είτε με το CDU είτε με το SPD από κοινού με τους δεξιούς νεοφιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες σε 2 κρατίδια.
Οι Πράσινοι είναι ο μεγάλος εταίρος σε ένα συνασπισμό με το CDU στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Ο πρώην Μαοϊκός και στη συνέχεια Πράσινος «Realo», ο Βίνφριντ Κρέτσμαν, έγινε ο πρώτος Πράσινος πρωθυπουργός ενός γερμανικού κρατιδίου το 2011. Αρχικά κυβερνούσε σε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Η πτώση του SPD οδήγησε τους Πράσινους στο να στραφούν προς το CDU ως μικρό τους εταίρο το 2016.
Η Βάδη-Βυρτεμβέργη είναι ένα από τα πιο εύπορα κρατίδια της Γερμανίας, καθιστώντας τις συντηρητικές δημοσιονομικές πολιτικές των Πρασίνων πιο υποφερτές. Το Πράσινο Κόμμα του συγκεκριμένου κρατιδίου [ΣτΜ: τα γερμανικά πολιτικά κόμματα συγκροτούνται «ομόσπονδα», ακολουθώντας το πολιτειακό σύστημα των ομόσπονδων κρατιδίων] τάχθηκε υπέρ της αυστηροποίησης της Γερμανικής πολιτικής χορήγησης ασύλου. Ο Κρέτσμαν πρότεινε να διαθέσει τη Βάδη-Βυρτεμβέργη ως χώρο απόθεσης των πυρηνικών αποβλήτων. Απέχοντας από την ψηφοφορία, η κοινοβουλευτική ομάδα των Πρασίνων επέτρεψε πρόσφατα στον υποψήφιο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) να διοριστεί στο συνταγματικό δικαστήριο του κρατιδίου.
Το συντηρητικό ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel παρατηρούσε το 2016 ότι οι Πράσινοι στη Βάδη-Βυρτεμβέργη ήταν «αστοί, τοπικοποιημένοι και τόσο “μετρημένοι” οικολογικά που πλέον ο ιδιοκτήτης μιας Πόρσε Καγιέν δεν βλέπει καμιά αντίφαση μεταξύ της επιλογής του μεταφορικού του μέσου και της απόφασης που παίρνει μέσα στο εκλογικό παραβάν». Νωρίτερα φέτος οι Πράσινοι κέρδισαν ψήφους στις εκλογές από την εκλογική βάση του CDU.
Συνολικά, οι πολιτικές των Πρασίνων έχουν μετατοπιστεί προς τα δεξιά και το κόμμα έχει διευρύνει την εκλογική του βάση σε τμήμα των υπαλληλικών εργαζομένων και στη μεσαία τάξη, ευρύτερα από το κοινό που ενδιαφέρεται για σημαντικές εναλλακτικές λύσεις σε ό,τι αφορά την κοινωνία και τον τρόπο ζωής. Δεν έχει καταφέρει όμως να διευρύνει την επιρροή του σε άτομα με χαμηλό εισόδημα.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι Πράσινοι έχουν επωφεληθεί από το γεγονός ότι βρίσκονταν στην αντιπολίτευση του «Μεγάλου Συνασπισμού» μεταξύ CDU (και του αδελφού Βαυαρικού κόμματος, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση, CSU) και SPD, με επικεφαλής την πρωθυπουργό Άνγκελα Μέρκελ, μεταξύ 2005-2009 και ξανά από το 2013 και μετά.
Αν και παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα, το CDU έχει χάσει αρκετή υποστήριξη τον τελευταίο καιρό, μετά από 15 χρόνια στην κυβέρνηση υπό τη Μέρκελ, η οποία αποσύρεται. Ο διάδοχός της, Άρμιν Λάσετ, είναι σχετικά άγνωστος έξω από τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας, του οποίου είναι ο πρωθυπουργός.
Μετά τη σκληρή στροφή του Σρέντερ προς το νεοφιλελευθερισμό στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και έπειτα και από πολλά χρόνια συγκυβέρνησης στο Μεγάλο Συνασπισμό με το CDU-CSU, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν απαξιωθεί μεταξύ τμημάτων του σκληρού πυρήνα της εκλογικής τους βάσης στην εργατική τάξη και τα συνδικάτα. Στις 12 Αυγούστου, ο συμπρόεδρος του SPD, Νόρμπερτ Βάλτερ Μπόργιανς, κατήγγειλε τους οδηγούς τρένων που απεργούσαν για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, δηλώνοντας ότι αποξενώνουν τους πελάτες.
Η υπόλοιπη αντιπολίτευση
Το Αριστερό Κόμμα έχει πιο παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και έναν σχεδόν αποκλειστικά κοινοβουλευτικό προσανατολισμό, αλλά δεν έχει την υποστήριξη του κύριου όγκου της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και έχει ταλαιπωρηθεί από την υπόκλιση της Σάρα Βάγκενκνεχτ, της πιο εξέχουσας πολιτικού του, στις ρατσιστικές απόψεις.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, με τη δογματική τους ιδεολογική προσήλωση στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα, και την αμφιταλάντευσή τους μεταξύ ακροδεξιών και κοινωνικά φιλελεύθερων πολιτικών, είχαν πάντα περιορισμένη απήχηση, αυστηρά στα πλαίσια της αυτοαπασχολούμενης μεσαίας τάξης, αν και επωφελήθηκαν επίσης από τη θέση αντιπολίτευσης στο Μεγάλο Συνασπισμό.
Η δυνατότητα του AfD, το οποίο δημιουργήθηκε το 2013, να διευρύνει την υποστήριξή του έχει περιοριστεί από τις κινητοποιήσεις ενάντια στα ρατσιστικά κινήματα στους δρόμους -μέσα από τα οποία είχε αναπτυχθεί στο ξεκίνημά του-, από τις εσωκομματικές συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και απλά σκληρών δεξιών, και από την υιοθέτηση γραμμής «άρνησης» του Covid.
Σε αντίθεση και με το Αριστερό Κόμμα και με το AfD, οι Πράσινοι έχουν σταθεί ενωμένοι γύρω από το γενικά συντηρητικό τους πρόγραμμα. Επιπλέον, σε σύγκριση με τον περιορισμένο ριζοσπαστισμό του Αριστερού Κόμματος και του ακροδεξιού AfD που βρίσκονται στα δύο «άκρα» του πολιτικού φάσματος, οι Πράσινοι ήταν σε καλύτερη θέση να διευρύνουν την εκλογική βάση τους στον κεντρώο χώρο, διεκδικώντας από την επιρροή και του κεντροδεξιού CDU και του κεντροαριστερού SPD.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, στους Πράσινους συμπροεδρεύουν η Αναλένα Μπέρμποκ και ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Τον Απρίλιο, μόλις επιλέχθηκε η Μπέρμποκ ως υποψήφια του κόμματος για την πρωθυπουργία στις επερχόμενες εκλογές, οι Πράσινοι απέκτησαν για λίγο μια ώθηση που τους έφερε μπροστά από το CDU στις δημοσκοπήσεις για δεύτερη φορά από τα μέσα του 2019. Η υποστήριξή τους ωστόσο μειώθηκε, μετά από ένα σφυροκόπημα των δεξιών ΜΜΕ για μικροσφάλματα στο βιογραφικό της, για μια επιστροφή φόρου και μια ψευδή κατηγορία για λογοκλοπή.
Η Μπέρμποκ δε βγήκε ποτέ στην αγορά εργασίας, πηγαίνοντας κατευθείαν από το πανεπιστήμιο σε μια σειρά από θέσεις στα επιτελεία Πράσινων πολιτικών ως ότου εκλέχτηκε βουλευτής η ίδια το 2013. Ο σύζυγός της συντόνιζε τις επαφές μεταξύ των Πρασίνων και των μεγάλων επιχειρήσεων προτού προχωρήσει στην καλύτερα αμειβόμενη δουλειά του ανώτερου εμπειρογνώμονα εταιρικών υποθέσεων στην DHL, τον γίγαντα των εμπορευματικών μεταφορών και της υλικοτεχνικής υποστήριξης (logistics).
Οι βασικές πολιτικές των Πρασίνων στη φετινή προεκλογική περίοδο περιλαμβάνουν την αύξηση του φορολογικού συντελεστή στα μεγαλύτερα εισοδήματα, τον οποίο είχαν βοηθήσει τον Σρέντερ να μειώσει. Παρομοίως, προτείνουν αύξηση των επιδομάτων πρόνοιας που είχε κόψει ο Κοκκινοπράσινος συνασπισμός. Οι Πράσινοι θέλουν να κάνουν τη γερμανική ιθαγένεια πολύ πιο προσβάσιμη στους μετανάστες και αυτόματη για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στη χώρα. Το κόμμα έχει «νερώσει» πλέον την προηγούμενη πολιτική του που υποστήριζε το τέλος κάθε νομοθετικού περιορισμού του δικαιώματος των γυναικών στην έκτρωση. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το ΝΑΤΟ βρίσκονται στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των Πρασίνων, μαζί με την προθυμία τους να στέλνουν γερμανικά στρατεύματα στο εξωτερικό σε «ανθρωπιστικές» αποστολές. Υπόσχονται να τερματίσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα έως το 2030, έναντι του στόχου της σημερινής κυβέρνησης για το 2038.
Καπιταλιστικό κόμμα
Συνολικά, οι Πράσινοι έχουν πλέον μια γερά εγκαθιδρυμένη καπιταλιστική προσέγγιση. Στο ομοσπονδιακό εκλογικό τους πρόγραμμα του 2021, μιλούν με όρους όπως «δημιουργία ενός κοινωνικού-οικολογικού πλαισίου για τις αγορές», «προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος, του ανταγωνισμού και των ιδεών», να καταστούν «οι χρηματοπιστωτικές αγορές πιο σταθερές και βιώσιμες» και «της εφαρμογής υγιούς, διορατικού και δίκαιου προϋπολογισμού». Με άλλα λόγια, είναι τόσο αφοσιωμένοι στη διαχείριση του καπιταλισμού όσο και τα άλλα κόμματα στο γερμανικό κοινοβούλιο, διαφέροντας μόνο στο βαθμό στον οποίο αναγνωρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελούν απειλή για τα κέρδη.
Όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι η γερμανική κυβέρνηση μετά τις εκλογές θα είναι ένας συνασπισμός με επικεφαλής το CDU-CSU. Αυτός μπορεί και να περιλαμβάνει τους Πράσινους. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η αναμενόμενη άνοδος των Πράσινων σε σχέση με τις προηγούμενες επιδόσεις τους, αυτή τη φορά θα φέρει μόνο μια ριπή μπαγιάτικου, μεσοβέζικου αέρα.