Σχεδόν σπάνια το δημοσιογραφικό κλισέ «ώδινεν όρος – έτεκεν μυν» ταιριάζει τόσο καλά στην πραγματικότητα όσο στον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις 31 Αυγούστου.
Το καταστροφικό καλοκαίρι του ’21, με τις ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και το φούντωμα ξανά της απειλής της πανδημίας, επέφερε ένα ισχυρό ιδεολογικοπολιτικό πλήγμα στην κυβέρνηση της ΝΔ και στρίμωξε στα σχοινιά τον Κυρ. Μητσοτάκη. Και μια κυβέρνηση στριμωγμένη, μια κυβέρνηση σε κρίση, έχει περιορισμένα περιθώρια πρωτοβουλιών «επεκτατικής» πολιτικής. Αυτό κατέγραψε πέραν κάθε αμφιβολίας ο τζούφιος ανασχηματισμός του Μητσοτάκη.
Ο ανασχηματισμός είχε προαναγγελθεί από τη ΝΔ ως «τομή», ως πρωτοβουλία «επανεκκίνησης» της κυβέρνησης. Ως πράξη που θα διασφάλιζε τον «έλεγχο των ζημιών» (damage control που λένε και στην Εύβοια…), θα διεύρυνε την επιρροή προς την κεντροαριστερά και θα βοηθούσε τη συνοχή του κομματικού κορμού της ΝΔ με το πιθανολογούμενο άνοιγμα προς την καραμανλική πτέρυγα.
Με τις προηγούμενες αλλαγές, στις αρχές Αυγούστου, είχε επιτευχθεί μια ενίσχυση των άμεσων σχέσεων της κυβέρνησης με τον κόσμο της «επιχειρηματικότητας». Η αναβάθμιση σε Νο 2 της κυβέρνησης του Άκη Σκέρτσου (στέλεχος της ομάδας Στουρνάρα το 2012-14 και διευθυντής των υπηρεσιών του ΣΕΒ το 2014-19), μαζί με τον Γεραπετρίτη (γ. γραμματέας της κυβέρνησης ΓΑΠ, κατά την προετοιμασία της μνημονιακής στροφής) και τον Πιερρακάκη (σύμβουλο της Άννας Διαμαντοπούλου και «φίλο» του Ευαγγ. Βενιζέλου), συγκροτούν –κατά τον Μητσοτάκη– την ηγεσία του «επιτελικού κράτους». Αξίζει να σημειώσουμε την κατάργηση της θέσης του υφυπουργού με ευθύνη τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι εξελίξεις στις τράπεζες αφήνονται πλέον και τυπικά στον έλεγχο του Στουρνάρα και της παρέας του, πέρα από κάθε «γραφειοκρατικό» περιορισμό. Σε όλους τους υπόλοιπους άξονες, όμως, ο ανασχηματισμός ήταν απολύτως ανούσιος.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είχε την τύχη της λεμονόκουπας όταν τελειώνει το στίψιμο. Στη διεύθυνση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, τον πρώην γραμματέα του ΠΑΣΟΚ διαδέχεται ο πρώην γραμματέας της ΚΝΕ (το 1989). Όμως ο Τ. Θεοδωρικάκος είναι «παλιά μεταγραφή» στη ΝΔ και δεν προσθέτει καμιά ιδιαίτερη πολιτική δυναμική, ενώ μάλλον θα προσθέσει προβλήματα στον ευαίσθητο χώρο του ελέγχου των αστυνομικών δυνάμεων, όπου ο Χρυσοχοΐδης είχε τουλάχιστον μια προϋπηρεσία.
Η πιο χαρακτηριστική για τη «φτώχεια» των επιλογών του Μητσοτάκη κίνηση είναι η ανάθεση του υπουργείου Υγείας στον Θάνο Πλεύρη. Ένας ακροδεξιός ρατσιστής, με προϋπηρεσία μονάχα στους μηχανισμούς προπαγάνδας, ένας ακόμα από τους καιροσκόπους του Καρατζαφέρη, αναλαμβάνει την ηγεσία των υπηρεσιών Υγείας σε συνθήκες πανδημικής κρίσης! Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Πλεύρης υπήρξε «δεξί χέρι» του Άδωνι Γεωργιάδη, όταν αυτός στην εποχή του μνημονίου 2, έκλεινε κατ’ εντολή τα δημόσια νοσοκομεία και διέλυε το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης των ασφαλιστικών ταμείων.
Η υπουργοποίηση του Πλεύρη, δίπλα στους Γεωργιάδη και Βορίδη, μαζί με τη νέα ενίσχυση της σαμαρικής πτέρυγας (Κατσανιώτης, Κεδίκογλου) αποδεικνύει ότι η ακροδεξιά είναι ισχυρή «συνιστώσα» της κυβέρνησης σε σύμπλευση με τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους του Μητσοτάκη και του «επιτελικού κράτους».
Η Κεραμέως, ακόμα και η Μενδώνη, παρέμειναν στις θέσεις τους, παρόλο που έχουν γίνει «κόκκινο πανί» για την κοινωνία. Ο Χαρδαλιάς βολεύτηκε στο «απάγκιο» του υφυπουργείου Εθνικής Άμυνας και ο Κικίλιας μετακόμισε στο «ήρεμο» (και προσοδοφόρο) υπουργείο Τουρισμού. Ούτε κουβέντα δεν έγινε για απομάκρυνση του διδύμου της συμφοράς Μηταράκης-Βούλτεψη στο υπουργείο Μετανάστευσης. Το damage control επαφίεται στην τύχη του καπετάνιου…
Τα φημολογούμενα «ανοίγματα» (κάποιοι είχαν φτάσει να μιλούν για υπουργοποίηση του Ευαγγ. Βενιζέλου και άλλοι για τον Θοδ. Ρουσσόπουλο) δεν επιβεβαιώθηκαν.
Μια κίνηση που θα είχε κάποια πολιτική σημασία θα ήταν η υπουργοποίηση του Ευαγγ. Αποστολάκη και η ανάθεση σε αυτόν του κρίσιμου τομέα της Πολιτικής Προστασίας. Η απόρριψη της πρότασης από τον Αποστολάκη, μετά την ανακοίνωση της υπουργοποίησής του (!) αναδεικνύει την πτώτικη τάση του κύρους του Μητσοτάκη και δίνει χαρακτηριστικά φιάσκου στο σχεδιασμό του ανασχηματισμού.
Ο Αλ. Τσίπρας δεν απαλλάσσεται από καμιά ευθύνη για την επιλογή του Ευαγγ. Αποστολάκη –ενός έμπειρου νατοϊκού μεγαλοαξιωματούχου και «συνομιλητή» του Τζέφρι Πάγιατ…– για το κρίσιμο πόστο του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ το 2015 και στη συνέχεια για τη θέση του υπουργού Εθνικής Άμυνας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μητσοτάκης διάλεξε τον Ευαγγ. Αποστολάκη για να αντιγυρίσει στον Τσίπρα το «γάντι» του αιτήματος για συναίνεση στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας. Όμως το θέμα του παρόντος άρθρου είναι ο ανασχηματισμός του Μητσοτάκη και σε αυτό το θέμα δεν χωρεί αμφιβολία ότι η άρνηση Αποστολάκη να υπουργοποιηθεί, δίνει στην όλη επιχείρηση χαρακτηριστικά πλήρους γελοιοποίησης. Στη συνέχεια, σε μια σπάνια επίδειξη προχειρότητας, ο Μητσοτάκης κατάργησε το υπ. Πολιτικής Προστασίας που είχε μόλις ιδρύσει και ανέθεσε τον τομέα αυτό στις αρμοδιότητες του Θεοδωρικάκου.
Η «νέα» κυβέρνηση σημαδεύεται από την επιβίωση των ακραιφνών νεοφιλελεύθερων υπουργών, ακόμα και των πιο αποτυχημένων, από την ενίσχυση της ακροδεξιάς πτέρυγας στο εσωτερικό της, από τις περιορισμένες δυνατότητες να αξιοποιήσει «εφεδρείες» ώστε να παρουσιάσει –έστω και μόνο επικοινωνιακά– δυναμική «επανεκκίνησης».
Είναι μια κυβέρνηση πιο αδύναμη, πιο ασταθής, πιο ευάλωτη στις μεγάλες δοκιμασίες που έρχονται. Η πανδημία, η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού, το κύμα ακρίβειας που ροκανίζει το εργατικό εισόδημα και τα άλλα που έρχονται, είναι πιθανότατο ότι θα την οδηγήσουν στην πτώση. Το πόσο γρήγορα και το πόσο αποτελεσματικά –με την έννοια της κατοχύρωσης βασικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων– είναι υπόθεση της δράσης της Αριστεράς.