Στην «καρδιά» της όποιας «προοδευτικής μεταρρύθμισης» των οικογενειακών σχέσεων δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η ανάληψη από το κράτος των υλικών βαρών της οικογενειακής ζωής
Την περασμένη Τετάρτη (24/2) εισήχθη στο Υπουργικό Συμβούλιο το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του Οικογενειακού δικαίου. Η συζήτηση και ψήφισή του από τη Βουλή αναμένεται εντός του αμέσως επόμενου διαστήματος, τη στιγμή που συμπληρώνεται ένας χρόνος από τις πρώτες εξαγγελίες του Υπουργού Δικαιοσύνης για την πρόθεση της Κυβέρνησης να αναλάβει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.
Βαίνοντας προς την ολοκλήρωση της νομοθετικής διαδικασίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως το νομοσχέδιο, στη μορφή που παρουσιάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, δε φέρεται να επιφέρει κάποια θεμελιακή «τομή» στο ισχύον καθεστώς. Με βάση τις μέχρι στιγμής διαρροές, κατοχυρώνεται η αρχή της μη διάκρισης των γονέων βάσει φύλου, ενώ το συμφέρον του παιδιού ανάγεται ρητά σε αποφασιστικό κριτήριο κάθε απόφασης των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας. Στο πεδίο των γονικών ευθυνών, το νομοσχέδιο φέρεται να καθιερώνει ρητά την άσκηση της γονικής μέριμνας από κοινού και εξίσου και από τους δύο γονείς, λύση που, πάντως, και υπό το ισχύον καθεστώς αποτελεί πάγια πρακτική των δικαστηρίων.
Γονική μέριμνα
Αναφορικά με την επιμέλεια, το μοντέλο που εισάγει το νομοσχέδιο δεν παρουσιάζει κάποια ουσιώδη διαφορά σε σχέση με το ισχύον. Σε αντίθεση με τις αρχικές εξαγγελίες του Υπουργείου και τα «θορυβώδη» αιτήματα διαφόρων «Ενεργών Μπαμπάδων», δεν εισάγεται κάποια οριζόντια ρύθμιση, που θα δέσμευε υποχρεωτικά το δικαστή στη λύση της συνεπιμέλειας (με την έννοια του ισότιμου χρόνου διαμονής του παιδιού με τον κάθε γονέα, της εναλλασσόμενης κατοικίας και της ανάλογης μείωσης της διατροφής). Η απόφαση για την επιμέλεια, λοιπόν, παραμένει στην κρίση του/της δικαστή, που, με βάση μία σειρά από παράγοντες, θα επιλέξει την πιο συμφέρουσα για το παιδί λύση. Το στοιχείο που διαφοροποιείται είναι ότι θεσπίζεται τεκμήριο (μίνιμουμ) του 1/3 του συνολικού χρόνου για την επικοινωνία του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δε διαμένει.
Το νομοσχέδιο προσδιορίζει αντικειμενικά τα κριτήρια αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από κάποιο γονέα, δίνοντας τον ορισμό του τι συνιστά «κακή άσκηση»: υπαίτια παραβίαση δικαστικής απόφασης ή συμφωνίας για την επιμέλεια, υπαίτια παρακώλυση της επικοινωνίας ή διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα, καθώς και η αδικαιολόγητη μη καταβολή της οφειλόμενης διατροφής. Αποδεδειγμένη ακαταλληλότητα του γονέα θα υπάρχει και στην περίπτωση καταδίκης του για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, καταδίκη που, όμως ορίζεται ότι θα πρέπει να είναι αμετάκλητη. Το τελευταίο, αν πράγματι επιβεβαιωθεί, θα λειτουργήσει ως τεράστιο εμπόδιο στη δυνατότητα των θυμάτων κακοποίησης/ ενδοοικογενειακής βίας να προστατευθούν έγκαιρα από το θύτη.
Νέο στοιχείο αποτελεί και η εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης ως σταδίου υποχρεωτικού για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών (μέχρι στιγμής η προσφυγή σε οικογενειακό διαμεσολαβητή ήταν εκούσια). Εν ολίγοις, σε περιπτώσεις γονέων που αντιδικούν ως προς την κατανομή της γονικής μέριμνας - επιμέλειας, πριν την προσφυγή στο δικαστήριο, θα επιλαμβάνονται ειδικοί μεσολαβητές, με σκοπό να εξαντληθούν οι δυνατότητες εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Την ίδια στιγμή, προβλέπεται ειδική επιμόρφωση (στα πλαίσια της Εθνικής Σχολής Δικαστών) των δικαστών που θα επιλαμβάνονται οικογενειακών διαφορών.
Αιτήματα
Σε μία συνθήκη που όλο και πιο άγρια ξεδιπλώνεται η επίθεση της Κυβέρνησης στο κοινωνικό κράτος, οι ελλιπείς ρυθμίσεις του νέου νομοσχεδίου για θεσμούς όπως η διαμεσολάβηση και τα οικογενειακά δικαστήρια δεν μπορούν παρά να αντανακλούν τις κυβερνητικές προθέσεις. Η διαμεσολάβηση οφείλει να είναι δημόσια, δωρεάν και αποτελεσματική για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά για τους οικονομικά πιο ευάλωτους γονείς, ιδίως τις γυναίκες, τα θύματα τοξικών ή κακοποιητικών γάμων, που συχνά αδυνατούν να βγουν από το γάμο λόγω του οικονομικού και συναισθηματικού βάρους που θα τους προσέθετε η εμπλοκή σε πολυετείς δικαστικές διαμάχες.
Αντίστοιχα, το διαχρονικό αίτημα του φεμινιστικού κινήματος για την ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων δεν εξαντλείται σε μία σεμιναριακού χαρακτήρα επιμόρφωση των οικογενειακών δικαστών. Συνοδεύεται από το αίτημα για λειτουργία ειδικών ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών εντός των οικογενειακών δικαστηρίων, που θα στελεχώνονται από εξειδικευμένους λειτουργούς και εμπειρογνώμονες σε ζητήματα παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Συγχρόνως, απαιτούνται ουσιαστικές αλλαγές στην ίδια τη διαδικασία εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων.
Ο καταιγισμός των καταγγελιών για περιστατικά σεξιστικής βίας και κακοποίησης που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες, δεν αφήνει πλέον στην Κυβέρνηση το άλλοθι της άγνοιας. Το να εξαρτάται η στοιχειοθέτηση αποδεδειγμένης ακαταλληλότητας του γονέα/ συζύγου – κακοποιητή από το αμετάκλητο σχετικής δικαστικής απόφασης –και μάλιστα χωρίς να προβλέπεται η οποιαδήποτε επιτάχυνση της παράλληλης ποινικής διαδικασίας- αποτελεί πρόκληση απέναντι στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι γνωστή η τεράστια δυσκολία της καταγγελίας τέτοιων εγκλημάτων (λόγω της στάσης των ίδιων των αρχών), αλλά και της αποδεικτικής τους θεμελίωσης, ακόμη και όταν οι καταγγελίες παίρνουν τη δικαστική οδό. Για να φτάσει να τελεσιδικήσει μία τέτοια δικαστική απόφαση μπορεί να απαιτηθεί ακόμη και δεκαετία, κατά την οποία τα θύματα (σύζυγος ή/και παιδί) θα βρίσκονται παντελώς εκτεθειμένα και απροστάτευτα απέναντι στον κακοποιητή. Οποιαδήποτε «μεταρρύθμιση» του οικογενειακού δικαίου οφείλει να έχει ως προτεραιότητα να προστατεύσει τα θύματα, παρέχοντάς τους την υλική, ψυχοκοινωνική και νομική στήριξη που θα τους επιτρέψει να σταθούν στα πόδια τους και να αντιμετωπίσουν τον –συνήθως οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερο- καταπιεστή τους.
Η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα μας θυμίζει καθημερινά πόσο μη κεκτημένη είναι η έμφυλη ισότητα. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουμε τρομακτικές διακρίσεις στην εργασία, τις σπουδές, την πρόσβαση στο δημόσιο χώρο, ενώ το κράτος όλο και περισσότερο μετακυλίει στις πλάτες μας τα βάρη της οικογενειακής φροντίδας. Στις μέρες της πανδημίας, η απλήρωτη γυναικεία εργασία (για τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, την περίθαλψη των αρρώστων, κ.ό.κ.) «επιστρατεύθηκε» για να αναπληρώσει την απόσυρση του κράτους από τις πολιτικές της φροντίδας. Και σε αυτή την «κούρσα» της κοινωνικής αναπαραγωγής βρεθήκαμε αποκλεισμένες από υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, χωρίς καμία οικονομική ενίσχυση από το κράτος. Στην «καρδιά» της όποιας «προοδευτικής μεταρρύθμισης» των οικογενειακών σχέσεων δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η ανάληψη από το κράτος των υλικών βαρών της οικογενειακής ζωής και η μετατροπή της «ιδιωτικής σφαίρας» σε σφαίρα κρατικής ευθύνης. Αυτό σημαίνει δημόσιες και δωρεάν δομές και υπηρεσίες (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, δημόσιες κουζίνες, πλυντήρια, γηροκομεία, κ.ό.κ), καθώς και κρατικές ενισχύσεις στους οικονομικά αδύναμους γονείς. Συγχρόνως, η πρόσβαση σε δημόσια και δωρεάν ψυχοκοινωνική στήριξη (οικογενειακή συμβουλευτική, υπηρεσίες παιδοψυχολόγων, αναπτυξιολόγων, κοινωνικών λειτουργών, κ.ό.κ.) θα πρέπει επιτέλους να αναγνωριστεί ως αναγκαία σε όλη τη διάρκεια της οικογενειακής ζωής και της ανατροφής των παιδιών.