Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821

Η αξία του θεμελιώδους βιβλίου του Γιάνη Κορδάτου
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Παναγιώτης Λίλλης

Τρία είναι τα κύρια ερωτήματα που ζητούν απάντηση για την επανάσταση του 1821. Πρώτο, γιατί έγινε, ποιες ήταν οι αιτίες της. Δεύτερο, ποιος ήταν ο χαρακτήρας της δηλαδή τι επιδίωκαν οι δυνάμεις που την πραγματοποίησαν. Τρίτο, πέτυχε ή απέτυχε στους σκοπούς της?
Γύρω απ’ αυτά τα ερωτήματα στριφογυρίζει κάθε μεγάλη θεώρηση και αφήγηση της επανάστασης του 1821. Σ’ αυτή τη κατηγορία υπάγεται και το έργο του Γιάνη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», που εκδόθηκε το 1924. Ο Γ.Κορδάτος(1891-1961)σπούδασε νομικά και ήταν από τους ηγέτες του ΣΕΚΕ. Γενικός Γραμματέας του το 1921-22 και διευθυντής του Ριζοσπάστη το 1922. Αποχώρησε από το ΚΚΕ, που διαδέχτηκε το ΣΕΚΕ, το 1924. Συμμετείχε στο ΕΑΜ την περίοδο της κατοχής και στην ΕΔΑ μεταπολεμικά. Πολυγραφότατος συγγραφέας, θεωρείται ένας «καθολικός διανοούμενος» της Αριστεράς με μεγάλη συμβολή στις ιστοριογραφικές μελέτες.
Η κυκλοφορία του βιβλίου αποτέλεσε μια βόμβα στα θεμέλια της εθνικής μυθολογίας. Όχι όμως μόνο. Ταρακούνησε μαζί με το πνευματικό κατεστημένο των καθηγητών και των θεολόγων της αντίδρασης και τους πολιτικούς και τον όχλο του εθνικισμού. Ήταν εξάλλου το 1924. Είχε προηγηθεί η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) που στο επίπεδο της διπλωματίας έβαζε τέλος στη Μεγάλη Ιδέα. Έτσι και αλλιώς, είχε προηγηθεί η συντριβή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία (1919-22). Η αστική τάξη προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της συγκροτημένη σαν στρατιωτική δικτατορία. Η κύρια προσπάθεια της ήταν η εθνική ενότητα και συσπείρωση μπροστά στη εθνική τραγωδία. Η σταθεροποίηση της όμως θα περνούσε μέσα και από την συντριβή της γενικής απεργίας του 1923 και τη περιβόητη «Δίκη των Εξ»(μοναρχικοί παράγοντες που εκτελέστηκαν σαν υπεύθυνοι για την Μικρασιατική καταστροφή). Αυτή ακριβώς την περίοδο κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάνη Κορδάτου.
Το ζήτημα του έθνους
Το βιβλίο ξεκινάει μ’ένα πρωταρχικό ζήτημα, το ζήτημα της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους. Στο διάλογο μέσα στην Αριστερά, ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή, αυτό το ζήτημα παρακάμπτεται. Αυτό κατά τη γνώμη μας έχει συνέπειες. Γιατί έτσι η Αριστερά σύρεται στις θέσεις της εθνικιστικής μυθολογίας για την «αδιάρρηκτη συνέχεια του έθνους», με το Βυζάντιο να παίζει το ρόλο της γέφυρας μεταξύ Αρχαίας και Νεότερης Ελλάδας. Όμως οι πολιτικές επιπτώσεις της θέσης ότι οι Έλληνες προέρχονται από μιαν διαρκή ενιαία πορεία 3 χιλιετιών, είναι ακόμη και επικίνδυνες.
«Το ομόαιμον, το ομόθρησκον και το ομότροπον» είναι το σύνθημα των εθνικιστών και κάθε σκοταδιστικού κύκλου, που συνδέει την αρχαιοελληνική λαότητα με το σύγχρονο ελληνικό έθνος. Αυτό το θεωρητικό σχήμα, που φτάνει μέχρι σήμερα, δεν έπρεπε να μείνει αναπάντητο για τον Κορδάτο. Το «ομαιμον» δηλαδή η κοινή καταγωγή, δεν υφίσταται έτσι και αλλιώς. Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη χάθηκαν από τον χάρτη τον δεύτερο και τον πρώτο αιώνα προ Χριστού και τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών σάρωναν τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή επί αιώνες. Το «ομότροπον», δηλαδή τα κοινά ήθη και έθιμα, έχουν αλλάξει τόσο ριζικά όσο και ο τρόπος ζωής των ανθρώπινων κοινοτήτων στο πέρασμα των αιώνων. Όσο δε για το «ομόγλωσσον» είναι όντως μια ρίζα που συνδέει το παρόν με το ιστορικό παρελθόν. Επίσης είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έθνους σαν έννοια, αν και η ενιαία γλώσσα σε όλη την κρατική επικράτεια είναι ένα χαρακτηριστικό των σύγχρονων αστικών κρατών. Όμως η γλώσσα δεν αρκεί από μόνη της να συνθέσει εθνότητα. Τέλος στο «ομόθρησκον», το χάσμα που χωρίζει τις αρχαίες θρησκείες από τον χριστιανισμό είναι απίστευτα βαθύ και αγεφύρωτο.
Για τον Κορδάτο η έννοια του έθνους συνδέεται με την άνοδο της αστικής τάξης. Τα αγροτικά πλεονάσματα, η ανάγκη της εξάπλωσης των συναλλαγών, η δημιουργία εσωτερικών αγορών, οι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι και η ασφάλεια των εμπόρων, το χρήμα και οι λογιστικοί λογαριασμοί κλπ απαιτούσαν την ενοποίηση της νομοθεσίας, των εθίμων, της κυριαρχίας μιας ενιαίας γλώσσας στις συναλλαγές, όπωςκαι τη διάλυση των τελωνειακών φραγμών και κάθε ανάλογου εμποδίου. Μια ενιαία αγορά και ένα κράτος δομημένο για να την προστατεύει. Αυτή είναι η υλική βάση και η προυπόθεση για την κοινότητα του εθνικού πολιτισμού. Αυτή είναι η ενότητα υλικών και πνευματικών στοιχείων που συγκροτεί τα έθνη. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της μακρόχρονης συμβίωσης των κοινοτήτων των ανθρώπων, που σφυραλατεί η Ιστορία.
Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει «αδιάρρηκτη συνέχεια» του ελληνικού έθνους. Να γιατί το 1821, δεν είναι η Παλιγγενεσία, η Εθνική Αφύπνιση, η Ανάσταση του Γένους, που προυπάρχει εδώ και τρείς χιλιάδες χρόνια. Το 1821, είναι η «στιγμή» της γέννησης του ελληνικού έθνους. Και το κράτος του 1832, που αναγνωρίζεται διεθνώς, είναι το πρώτο έθνος–κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ανατολική Ευρώπη!!
Γιατί έγινε η επανάσταση;
Ας αφήσουμε όμως τα προκαταρκτικά και ας περάσουμε στο πρώτο ερώτημα: «γιατί έγινε η επανάσταση;»
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία παρασιτική και δεσποτική. «Ζούσε» από τη ληστεία και τη φορολογία των υποταγμένων πληθυσμών. Ο κύριος συνεκτικός δεσμός των πληθυσμών της ήταν η θρησκεία. Εκτός όμως από τη βαναυσότητα και την αυθαιρεσία, ο σουλτάνος και η αυλή του ξεχώριζαν για την θρησκευτική ανεκτικότητά τους απέναντι στις μη μουσουλμανικές θρησκείες (εβραίους και χριστιανούς). Αυτή η προσέγγιση και η θεσμική της κατοχύρωση, λειτουργούσε συμπληρωματικά στην άσκηση της άμεσης βίας πάνω στους υποταγμένους λαούς. Το ελληνικό Πατριαρχείο συμμετείχε σ’αυτό το σύστημα εξουσίας, εκπροσωπώντας όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Δεν ήταν υπάλληλος αλλά συνεταίρος. Όχι κυρίαρχος αλλά συνεταίρος του κυρίαρχου. Με τεράστια υλικά οφέλη και υποχρέωση να κρατά πειθαρχημένους τους χριστιανούς υπήκοους στο Σουλτάνο.
Την περίοδο του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα τα χρόνια πριν την επανάσταση, η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε σε βαθιά κρίση παρακμής. Αυτή εκδηλώθηκε πρώτα με τις συνεχείς στρατιωτικές ήττες και τις απώλειες εδαφών, με την υπονόμευση της κεντρικής εξουσίας από στασιαστές πασάδες, όπως ο Αλή Πασάς, ο Πασβάνογλου, ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου κλπ. και βεβαίως με την κατάρρευση των οικονομικών του κράτους.
Σ’αυτόν τον καταπληκτικό 18ο αιώνα όμως, που είχε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και τις δύο μεγαλύτερες δημοκρατικές αστικές επαναστάσεις, την αμερικανική και τη γαλλική, εμφανίσθηκε η ελληνόφωνη χριστιανική εμπορική αστική τάξη. Κυρίαρχη στο Αιγαίο και ισχυρή στη Μαύρη Θάλασσα, ριζωμένη στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας αλλά και εξαπλωμένη στην Ευρώπη μέσα από ένα δίκτυο παροικιών εμπορικών σταθμών και σχολείων. Αυτή η τάξη ασφυκτιούσε μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτή έγινε η ηγετική δύναμη της επανάστασης. 
Να πως περιγράφει ο Κορδάτος τις εξελίξεις: «Η σχηματισθείσα νέα κοινωνική τάξις, η αστική, εις την υπόδουλον Ελλάδα είχε φθάσει εις μεγάλην ανάπτυξιν υλικήν. Ένεκα του λόγου αυτού (αντικειμενικός όρος μιας Επαναστάσεως), και του επικρατούντος πανευρωπαικού αναβρασμού…(υποκειμενικός όρος), η ελληνική αστική τάξις ωθήθη προς την ιδέαν της Επαναστάσεως κατά του τουρκικού ζυγού. Βεβαίως εάν η τότε ανδρωθείσα ελληνική αστική τάξις δεν ευρίσκετο εις την υλικής ακμήν εις την οποίαν ευρίσκετο με την τεράστιαναν άπτυξιν του εμπορίου και της ναυτιλίας εσωτερικώς και εξωτερικώς δεν θα ήτο ψυχικώς προπαρασκευασμένη να δεχθή τα γαλλικάς επαναστατικάς ιδέας και να φανατισθή από τα δόγματα της Γαλλικής Επαναστάσεως. Διότι ήτο ως τάξις σχηματισμένη δι’αυτό ηθέλησε να ανέλθη ως τάξις κοινωνική επιδιώκουσα κατά πρώτον και απαράβατον όρον να εκδιώξη τους Τούρκους, διότι η κυριαρχία των ήτο το μεγαλύτερον και ανυπέρβλητον εμπόδιον δια την άνοδον της εις την εξουσίαν».
Η ελληνική αστική τάξη ήταν λοιπόν ο ταξικός φορέας της ιδεολογίας του Διαφωτισμού. Το αίτημα για μια κλασική παιδεία ενάντια στο ιερατείο και τους καλογέρους , η πεποίθηση ότι η ελευθερία θα έρθει από τους αγώνες των ανθρώπων και όχι από τον θεό και ότι ελευθερία σημαίνει κράτος με σύνταγμα και ισότητα απέναντι στους νόμους, συμπύκνωναν την πολιτική της φιλοσοφία.
Κατά τη γνώμη μας αυτοί είναι οι λόγοι της επανάστασης του 1821. Αν δεν είναι αυτή η εξήγηση, τότε πρέπει να την αναζητήσουμε στους θρύλους της ξαφνικής «αφύπνισης του έθνους».
Όλο το έθνος μαζί; 
Ο Κορδάτος καταπολεμά και τον δεύτερο θεμελιώδη μύθο του ελληνικού εθνικισμού: «ο κλήρος, οι προεστοί και ο λαός. Όλοι ενωμένοι ενάντια στους βάρβαρους Οθωμανούς κατακτητές…».
Όπως ήταν αναμενόμενο, το Πατριαρχείο αντέδρασε στις επαναστατικές επιδιώξεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, από τον πατριάρχη μέχρι τους επισκόπους, δεν μπορούσε να ανεχθεί όχι μόνο την πράξη μιας αστικής επανάστασης αλλά ούτε και τις δημοκρατικές ιδέες του Διαφωτισμού.Η Πατρική Διδασκαλία του 1798 ήταν το πιο χαρακτηριστικό δείγμα των απόψεων της αντίδρασης «…κλείσατε τα αυτία σας, και μην δώσετε καμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας… διότι αύτη αντιβαίνει προς τα ρητά της Αγίας Γραφής, ήτις κελεύει να υποτασσώμεθα εις τας υπερέχουσας αρχάς». Η Πατρική Διδασκαλία ήταν η απάντηση του Πατριαρχείου στα κηρύγματα του Ρήγα. Σχεδόν ταυτόχρονα δολοφονείτο ο Ρήγας…Στο ίδιο πνεύμα και χειρότερα ήταν ο αφορισμός κατά του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας, το 1821. Παρά την συντριπτικά κυρίαρχη γνώμη στην Αριστερά ότι το Πατριαρχείο και ο μεγάλος κλήρος ήταν προδότες, έχουμε διαφορετική γνώμη. Δεν ήταν προδότες, ήταν αντίπαλοι της επανάστασης. Ήταν ένα κομμάτι της Οθωμανικής αριστοκρατίας. 
Ανάλογη ήταν και η στάση των προεστών και μεγάλου μέρους των οπλαρχηγών. Ο Δεληγιάννης, ο μεγαλύτερος προεστός της Πελοποννήσου, έγραψε στα απομνημονεύματα του, την απάντηση που έδωσε στον Παπαφλέσσα και τους άλλους Φιλικούς, που πίεζαν για άμεση εξέγερση:
«…μήτε πάλιν περιμένομεν από σας (οπού δεν έχετε εν δένδρον να σας κρεμάσουν, μήτε τίποτε) να μας οδηγήσετε … με απερισκεψίαν εις τα εδικάς σας παραφοράς και ανοησίας». 
Υπήρχε όμως μια διαφορά: οι προεστοί αποτελούσαν έναν κατώτερο κρίκο της οθωμανικής διοίκησης. Ήταν αυτοί που μάζευαν τους φόρους από τους αγρότες και είχαν άμεση επαφή μαζί τους. Και την περίοδο της επανάστασης 1821-32, οι αγροτικές μάζες είχαν όπλα και πολεμούσαν. Τουλάχιστον τρείς φορές, χρειάστηκε η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη για να τους σώσει από το λιντσάρισμα των εξαγριωμένων και ένοπλων χωριατών.
Έτσι η αστική τάξη, αρχικά οι έμποροι και οι καραβοκυραίοι, μαζί με τη διανόηση του Διαφωτισμού αποτέλεσαν την ηγεσία της επανάστασης. Ακολουθούσαν οι αγροτολαϊκές μάζες και εκόντες άκοντες οι προεστοί. Το δε πρόγραμμα του αγώνα καταγράφτηκε στα τρία επαναστατικά συντάγματα του 1822 (Επίδαυρος), 1823 (Αστρος) και 1827(Τροιζήνα). Άρα η απάντηση και σ’αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Ήταν ένα εθνικο-αστικό κίνημα, την εποχή που η αστική τάξη ήταν προοδευτική.
Μετά από 10 σχεδόν χρόνια , το 1832 καθορίστηκαν και διεθνώς τα σύνορα του νέου εθνικού κράτους. Πόσο κοντά και πόσο μακριά ήταν από τα οράματα των Φιλικών; Η νέα χώρα, κατείχε τη γωνιά της νότιας Βαλκανικής. Στο πολιτικό επίπεδο, ο συνταγματισμός είχε υποχωρήσει και στη θέση του είχε προκύψει η απόλυτη μοναρχία του Οθωνα. Όμως ένα νέο δημοκρατικό κίνημα τον ανέτρεψε και επέβαλλε το σύνταγμα του 1843. Η γη και η διανομή της, που δεν ήταν ανεξάρτητη από την διεκδίκηση του συνταγματικού κράτους, ήταν μια μάχη που κράτησε περισσότερο. Το 1871 τελικά, η γη μοιράστηκε στους άκληρους αγρότες και έτσι οι τσιφλικάδες δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκροτηθούν σε ανεξάρτητη κοινωνική δύναμη. Όπως και να δούμε το τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να ξεχνάμε ότι η επανάσταση πέρασε από ένα εθνικό πόλεμο ενάντια στους οθωμανούς και τρείς εμφυλίους πολέμους και επιβίωσε.
Όταν όμως αναπολούμε και εξετάζουμε το παρελθόν, είναι σα να σχεδιάζουμε το μέλλον. Αλλά τι σχεδιάζουμε; Σ’ αυτό το σημείο ο Κορδάτος δίνει την καλύτερη απάντηση:
«Η αστική τάξις εις όλον τον κόσμον είνε πλέον τάξις αντιδραστική, τάξις η οποία πολιτικώς και οικονομικώς καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενον λαόν. Η ελληνική αστική τάξις, ωθούμενη από τα συμφέροντα της , ακολουθεί τον ίδιον δρόμον, τον δρόμον της αντιδράσεως. Ο προοδευτικός της ρόλος προ πολλού παρήλθε. Μόνον η ωργανωμένη εργατική τάξις είναι σήμερα τάξις προοδευτική. Οι αγώνες της εμπνεόμενοι από το διεθνιστικόν ιδανικόν του Κομμουνισμού, αποβλέπουν εις το να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από τας καταστροφάς και τας φρίκαςνέων ιμπεριαλιστικών πολέμων. Δια της κοινωνικής επαναστάσεως θα γίνη όχι μόνον ο καταλύτης των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της, αλλά και ο ελευθερωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών».
Η ηγεμονία της αστικής τάξης στη συγκρότηση του εθνικού κράτους εμπεριείχε το στοιχείο του επεκτατισμού, σε συνεργασία με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που επιδίωκαν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να πετύχουν τις δικές τους προσαρτήσεις. Η Μεγάλη Ιδέα καθοδήγησε τους διαρκείς πολέμους των αρχών του 20ού αιώνα. Η στροφή του ΚΚΕ προς τη μεταρρυθμιστική σρατηγική των σταδίων από τη δεκαετία του ’30, που είχε ανάγκη να ισχυρίζεται ότι η αστική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί στον ελλαδικό χώρο, ώθησε την ηγεσία του ΚΚΕ να αμφισβητήσει το έργο του Κορδάτου. Παρόλα αυτά το βιβλίο του για το 1821, παρά άλλες αδυναμίες του συγγραφέα του, είναι από τα θεμελιώδη έργα της μαρξιστικής ανάλυσης για την ιδρυτική περίοδο του αστισμού στην Ελλάδα.

Φύλλο Εφημερίδας