Την «Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων» στη Μιανμάρ, οι ένοπλες δυνάμεις έδειξαν το αποκρουστικό τους πρόσωπο, δολοφονώντας 114 ανθρώπους που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις με το όνομα «Μέρα Ενάντια στη Στρατιωτική Δικτατορία». Ήταν η πιο αιματοβαμμένη μέρα σε αυτούς τους 2 πρώτους μήνες αντίστασης στο πραξικόπημα.
Εν τω μεταξύ, μια σειρά από τις ένοπλες οργανώσεις των εθνικών μειονοτήτων δηλώνουν ότι προσχωρούν στο αντιδικτατορικό κίνημα. Η «γενναιοδωρία» οργανώσεων που θα μπορούσαν να σταθούν με καχύποπτη ουδετερότητα μπροστά στην ανατροπή μιας κυβέρνησης που συνεργάστηκε με το στρατό εναντίον τους, βρίσκει ανταπόκριση.
Η πιο συγκλονιστική στιγμή, που δείχνει πώς λειτουργούν οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις, αφορά μια ανακοίνωση της Φοιτητικής Ένωσης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου, που αφορά και τους Ροχίνγκια, τα ξεχασμένα (ή και μισητά) από όλους θύματα πολιτικών εθνοκάθαρσης τα τελευταία χρόνια: «Παραδοσιακά, ήμασταν αδύναμοι στον αγώνα λόγω των θρησκευτικών και φυλετικών εντάσεων. Αλλά σήμερα, σε αυτόν τον επαναστατικό καιρό, μπορούμε να σπάσουμε αυτές τις αλυσίδες. Συνεπώς, από σήμερα στεκόμαστε στο πλευρό των μουσουλμάνων Ροχίνγκια απέναντι σε κάθε αδικία εις βάρος τους. Η μεταμέλειά μας είναι η υπόσχεση να στεκόμαστε πάντοτε στο πλευρό κάθε φυλής και κάθε θρησκείας ενάντια σε κάθε αδικία. Ζητάμε ειλικρινά συγνώμη για την άγνοια ή τη σιωπή μας στο παρελθόν».
Πρόκειται για σημαντικές εξελίξεις και στο ζήτημα της αντιμετώπισης του στρατού αλλά και της ενότητας των «από κάτω». Ωστόσο, το πεδίο που θα κρίνει αυτές τις δυνατότητες παραμένει η γενική απεργία. Το άρθρο που ακολουθεί επικεντρώνει σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Γράφτηκε για την εφημερίδα Red Flag και τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα.
-----
Σε απάντηση μιας γενικής απεργίας στις 22 Φεβρουαρίου, στην οποία διαδήλωσαν πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι σε ολόκληρη τη Μιανμάρ και εκτεταμένων στάσεων εργασίας οι οποίες παρέλυσαν την οικονομία, ο Tatmadaw [όπως είναι γνωστός ο στρατός της Μιανμάρ) εξαπέλυσε ένα κύμα βίας σε μια προσπάθεια να συντρίψει το κίνημα που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα κατά της νέας χούντας.
Καταστολή
Αστυνομία και στρατός πυροβολούν εναντίον του ειρηνικού πλήθους των διαδηλωτών με πλαστικές σφαίρες αλλά και με πραγματικά πυρά σε διάφορες τοποθεσίες σε ολόκληρη τη χώρα. Μεγάλα αποσπάσματα ειδικών δυνάμεων, οπλισμένα με γκλομπ και ασπίδες, έχουν εξαπολυθεί ενάντια στο πλήθος τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές και επιτίθενται αδιάκριτα σε διαδηλωτές και περαστικούς. Σύμφωνα με την Ένωση Αρωγής Πολιτικών Κρατουμένων, έχουν συλληφθεί πάνω από 2.100 άτομα και έχουν σκοτωθεί περισσότερα από 200 [ως τις 20 Μάρτη].
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν στις κηδείες των μαρτύρων που μετατρέπονται σε πορείες. Στο Μάνταλαϊ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν στην κηδεία της Ma Kya Sin, μιας 19χρονης γυναίκας που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από ελεύθερο σκοπευτή λίγο αφότου είχε σπάσει έναν σωλήνα νερού ώστε οι διαδηλωτές που είχαν πληγεί από τα δακρυγόνα να πλύνουν τα μάτια τους. Την επόμενη μέρα, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και εργαζόμενοι διέσχισαν την πόλη διαδηλώνοντας και φωνάζοντας το σύνθημα «Δεν θα μας φοβίσετε με την απειλή βίας!».
Σε μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις, ο στρατός έχει προχωρήσει σε μαζικές συλλήψεις φοιτητών και προσωπικού και εγκατέστησε προσωρινές βάσεις για προσωπικό ασφαλείας. Σε δεκάδες πανεπιστημιουπόλεις, έχουν πλέον δημιουργηθεί στρατώνες. Οι σπουδαστές σε πολλά πανεπιστήμια επιχειρούν να αδελφοποιηθούν με τους απλούς στρατιώτες και προσπαθούν να τους πείσουν να έρθουν σε ρήξη τους αξιωματικούς τους.
Η κλίμακα της καταστολής έχει επηρεάσει την αντίσταση στη χούντα. Οι μεγάλες διαδηλώσεις στους δρόμους και οι υπαίθριες συνελεύσεις που κυριαρχούσαν κατά τις πρώτες εβδομάδες της εξέγερσης έχουν αντικατασταθεί από σκληρές οδομαχίες. Διαδηλωτές και απεργοί έχουν χτίσει οδοφράγματα από κάδους σκουπιδιών, καρότσια, λάστιχα αυτοκινήτων και αγκαθωτά συρματοπλέγματα στις εργατογειτονιές σε όλη την Γιανγκόν και το Μανταλάι, και κεντρικοί δρόμοι μέσα στις πόλεις είναι μόνιμα αποκλεισμένοι. Οι διαδηλωτές έχουν εξοπλιστεί με κράνη, αντιασφυξιογόνες μάσκες και αυτοσχέδιες ασπίδες για να προστατευθούν κατά τη διάρκεια των οδομαχιών με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Είναι σημαντικό ότι η καταστολή έχει οδηγήσει στην επέκταση των απεργιών και σε άλλα τμήματα της εργατικής τάξης. Οι οδηγοί φορτηγών και οι εργαζόμενοι στις κρατικές εφημερίδες προσχώρησαν στο απεργιακό κίνημα ως αντίδραση στην αυξημένη καταστολή, δεσμευόμενοι να σταματήσουν να εργάζονται μέχρι να ανατραπεί η στρατιωτική χούντα. Σύμφωνα με την κοινή γραμματεία του Συνδέσμου Φορτηγών Εμπορευματοκιβωτίων της Μιανμάρ, το 90% των οδηγών φορτηγών της Γιανγκόν κατέβηκε σε απεργία την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, υποσχόμενοι να διανέμουν μόνο βασικά τρόφιμα και φάρμακα.
Προχωρώντας σε ένα σημαντικό βήμα για την εργατική αντίσταση, δεκαοκτώ διαφορετικές εργατικές ομοσπονδίες και οργανώσεις εξέδωσαν μια κοινή έκκληση για εκτεταμένη γενική απεργία που θα ξεκινούσε την Παγκόσμια Ημέρα της Εργαζόμενης Γυναίκας. Στο δρόμο για τη γενική απεργία, πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα μερικές από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων. Δεκάδες χιλιάδες συμμετείχαν σε μαζικές καθιστικές διαμαρτυρίες στην κωμόπολη Thanlyin της Γιανγκόν. Στο Μανταλάι, χιλιάδες γιατροί, μηχανικοί και δάσκαλοι διαδήλωσαν και δεσμεύθηκαν να κατέβουν σε απεργία διαρκείας μέχρι να ανατραπεί η στρατιωτική χούντα.
Σε μια προσπάθεια εκφοβισμού των εργαζομένων για να μη συμμετάσχουν στη γενική απεργία, οι δυνάμεις ασφαλείας κλιμάκωσαν την καταστολή, καταλαμβάνοντας τουλάχιστον 20 πανεπιστήμια, σχολεία και νοσοκομεία στη Γιανγκόν, το Μανταλάι, το Magway, το Monywa και στην περιφέρεια Ayeyarwady. Στο βόρεια κωμόπολη Oakkalapa της Γιανγκόν, η αστυνομία και οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ και χρησιμοποίησαν κρουστικές χειροβομβίδες σε μια προσπάθεια να εκφοβίσουν τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έξω από μία πανεπιστημιακή κλινική. Παράλληλα με τους φοιτητές και τα πανεπιστήμια, ο στρατός έχει στοχοποιήσει τους υγειονομικούς και τα νοσοκομεία, επειδή ο αυτός ο κλάδος ήταν μεταξύ των πρώτων που προέβαλλε αντίσταση στη στρατιωτική χούντα και απεύθυνε έκκληση για απεργίες και στάσεις εργασίας τον περασμένο μήνα.
Αψηφώντας την καταστολή, οι εργαζόμενες γυναίκες βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές των διαδηλώσεων που πυροδότησαν τη γενική απεργία. «Μεραρχίες» εργατριών στον τομέα της ένδυσης, καταγγέλλοντας το Στρατό, ανέμιζαν σημαίες φτιαγμένες από htamain (γυναικείες φούστες σαρόνγκ) και τις κρέμασαν στα οδοφράγματα. (Ο στρατός της Μιανμάρ, βαθιά προληπτικός και μισογυνικός, πιστεύει ότι το να περνάς κάτω από γυναικείο ένδυμα φέρνει κακοτυχία, οπότε επιβραδύνεται η ορμή της αστυνομίας και των στρατιωτών).
Υπάρχουν περιγραφές για μαζικές συνελεύσεις των εργαζομένων στον τομέα της ένδυσης σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές της Γιανγκόν και του Μανταλάι, στις οποίες οι εργάτριες παρότρυναν όλο τον κόσμο της εργατικής τάξης να συμμμετάσχει στην εκτεταμένη γενική απεργία. Σε μια επίσημη ανακοίνωση, ο συνασπισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων δήλωσε: «Καλούμε όλους τους εργαζόμενους να προσχωρήσουν στην εκτεταμένη πανεθνική απεργία και δεσμεύουμε τις οργανώσεις μας [να] συμμετάσχουν με όλες τους τις δυνάμεις».
Τα συνδικάτα
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν επίσημα απαγορευμένες κατά την προηγούμενη στρατιωτική χούντα, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία το 1962 και κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την κατόπιν διαπραγμάτευσης μετάβαση σε καθεστώς πολιτικής διακυβέρνησης το 2011. Εκείνη τη χρονιά, η απαγόρευση των συνδικάτων άρθηκε από τη νέα κυβέρνηση της Εθνικής Ένωσης για τη Δημοκρατία (National League for Democracy, NLD) και νομιμοποιήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αλλά το NLD, ως εκπρόσωπος των φιλελεύθερων τμημάτων της αστικής τάξης της Μιανμάρ, επέτρεψε στα αφεντικά να εκμεταλλευτούν παραθυράκια στο νόμο χάρη στα οποία άφηναν τα μεροκάματα απλήρωτα και κάτω από το όριο του κατώτατου μισθού.
Το NLD χρησιμοποίησε επίσης τον εθνικισμό και τη δίωξη των μειονοτήτων, όπως οι Ροχίνγκια, για να εκτρέψει την ταξική οργή μακριά από τα οικονομικά προβλήματα. Παρά το γεγονός αυτό, οι εργαζόμενοι αξιοποίησαν την επέκταση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα του συνδικαλίζεσθαι και της απεργίας, για να αγωνιστούν για καλύτερους μισθούς και εργασιακές συνθήκες.
Η γυναικοκρατούμενη βιομηχανία ενδυμάτων έχει υπάρξει ιδιαίτερα μαχητική. Η βιομηχανία ενδυμάτων είναι ο κύριος εξαγωγέας της Μιανμάρ και απασχολεί περισσότερες από 600.000 εργαζόμενες-ους. Ένας συνδυασμός οικονομικού και πολιτικού εξαναγκασμού έχει αναγκάσει μέλη των εθνικών μειονοτήτων να μεταναστεύσουν από τις αγροτικές περιοχές προς τις μεγάλες πόλεις όπου αναζητούν θέσεις εργασίας. Πολλές νέες γυναίκες έχουν βρει δουλειά στη βιομηχανία ενδυμάτων. (Το 90% των εργαζομένων στον τομέα της ένδυσης στη Μιανμάρ είναι γυναίκες).
Πριν από τη μετάβαση στην πολιτική-δημοκρατική διακυβέρνηση, ένα τεράστιο απεργιακό κύμα των εργατριών στον τομέα της ένδυσης σάρωσε τη χώρα το 2009-10. Η απάντηση στις απεργίες ήταν η άγρια καταστολή: με το διαχωρισμό και αποκλεισμό των εργοστασίων και τον εξαναγκασμό των εργαζομένων και των εργοδοτών να καταλήξουν σε μια συμφωνία, υποσκάπτοντας τη δυναμική του κίνηματος. Αλλά το 2015-17, ξέσπασε ένα κύμα άγριων απεργιών από τα κάτω, οδηγώντας στη δημιουργία νέων σωματείων. Στις αρχές του 2017, εκατοντάδες εργαζόμενες-οι πολιόρκησαν το εργοστάσιο ένδυσης Hundred-Tex στο Hangzhou στα περίχωρα της Γιανγκόν, προκαλώντας ζημιές στα οχήματα του εργοστασίου, σπάζοντας τα παράθυρα, καταστρέφοντας μηχανήματα, επιτιθέμενες στη διεύθυνση και παίρνοντας ομήρους 7 διευθυντικά στελέχη (της βίαιης διαδήλωσης είχε προηγηθεί μια δεκαπεντάμηνη απεργία για απλήρωτες υπερωρίες εξαιτίας της οποίας είχε απολυθεί η επικεφαλής του σωματείου του εργοστασίου). Έπειτα, το 2019, οι εργαζόμενες στον τομέα της ένδυσης ηγήθηκαν ενός ακόμα κύματος άγριων απεργιών πριν ο Covid-19 χρησιμοποιηθεί για να τσακίσει τη μαχητικότητα τους.
Μέσα από τον αγώνα, οι εργαζόμενες στον τομέα της ένδυσης αμφισβήτησαν πολλά σεξιστικά στερεότυπα. Και σε αντίθεση με χώρες όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι καλά εδραιωμένες, με παγιωμένες γραφειοκρατίες και παθητικές ηγεσίες, πολλά από τα συνδικάτα στη Μιανμάρ, όπως η Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Τομέα της Ένδυσης, έχουν συγκροτηθεί μέσω άγριων απεργιών και βίαιων διαδηλώσεων. Η απόλυτη στρατιωτική εξουσία εκλαμβάνεται ως υπαρξιακή απειλή για το συνδικαλιστικό κίνημα που προέκυψε τα τελευταία χρόνια. (Στις 26 Φεβρουαρίου, ο στρατός κήρυξε τα περισσότερα από τα συνδικάτα της Μιανμάρ παράνομα και εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για πολλά ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη).
Λόγω της μαχητικής τους ιστορίας, οι εργαζόμενες στον τομέα της ένδυσης έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε καίριες στιγμές του αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Ήταν από τα πρώτα κομμάτια της εργατικής τάξης που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα που απεύθυναν οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας και οι φοιτητές για ανυπακοή στη νέα χούντα. Στις πρώτες δύο εβδομάδες της αντίστασης, βοήθησαν στην κινητοποίηση ευρύτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης ώστε να ακολουθήσουν το απεργιακό κίνημα: τους εκπαιδευτικούς, τους δημόσιους υπάλληλους, τους ανθρακωρύχους, τους εργαζόμενους στον ηλεκτρισμό και τους οδηγούς τρένων.
Σήμερα ηγούνται της γενικής απεργίας. Η MoE Sandar Myint, ηγετικό στέλεχος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Τομέα της Ένδυσης της Μιανμάρ, δήλωσε κατά τη διάρκεια μιας μαζικής συγκέντρωσης των εργαζομένων στον τομέα της ένδυσης στη βιομηχανική ζώνη της Γιανγκόν στο Hlaing Thi Yar: «Δεν μας αρκεί απλά να αποκτούμε μάρτυρες στον αγώνα για τη δημοκρατία στη Μιανμάρ. Πρέπει να κερδίσουμε αυτόν τον αγώνα και η εκτεταμένη πανεθνική απεργία είναι η πορεία προς τη νίκη του λαού».
Προκλησεις
Παρόλο που η γενική απεργία δίνει ένα προβάδισμα στην εργατική τάξη, η νίκη είναι κάθε άλλο παρά εγγυημένη. Ο βαθμός στον οποίο η απεργία θα ακολουθηθεί από ασυνδικάλιστους εργαζομένους, που αποτελούν την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού, θα είναι ζωτικής σημασίας. Αλλά σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Συνδικάτων της Μιανμάρ, μεγάλα τμήματα της οικονομίας έχουν παραλύσει, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των ναυπηγείων, των μεταφορών, των σιδηροδρόμων, των μεγάλων εργοστασίων, των αγροκτημάτων μεγάλης κλίμακας, των διυλιστηρίων πετρελαίου, των ορυχείων, των νοσοκομείων, των σχολείων, των εμπορικών κέντρων και των αγορών. Είναι σημαντικό ότι όλοι οι τομείς της εξόρυξης ενέργειας έχουν πλέον σταματήσει να λειτουργούν και τα αποθέματα καυσίμων και ενέργειας της χώρας μειώνονται.
Η εκτεταμένη απεργία θέτει μια σειρά ζητημάτων που οι απεργοί θα αναγκαστούν να απαντήσουν. Εάν τα αποθέματα καυσίμων και ενέργειας εξαντληθούν, θα επανεκκινήσει η παραγωγή υπό τον έλεγχο των εργαζομένων για να έχουν ενέργεια οι εργατικές περιοχές; Εάν όλα τα αγροκτήματα, τα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων και οι αγορές μείνουν κλειστά, πώς θα τραφούν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης; Το αν οι εργαζόμενοι-ες μπορούν ή όχι να έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά, ενώ συνεχίζουν να απεργούν, μπορεί να σημάνει την επιτυχία ή την αποτυχία του κινήματος κατά του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Η γενική απεργία δημιουργεί επίσης τη δυνατότητα να δημιουργηθούν ρήγματα μεταξύ των απλών στρατιωτών και των αξιωματικών, καθώς διατάσσονται να εξαναγκάσουν απεργούς να γυρίσουν πίσω στην δουλειά. Η συντριπτική πλειοψηφία των απλών φαντάρων του Tatmadaw προέρχεται από τους φτωχούς και την εργατική τάξη της Μιανμάρ, σε αντίθεση με τις άρχουσες κλίκες των αξιωματικών και των στρατηγών που κατέχουν και ελέγχουν την πλειοψηφία των παραγωγικών υποδομών της χώρας. Εάν οι στρατιώτες χρησιμοποιηθούν για το σπάσιμο των απεργιών, η ικανότητα των απεργών να παρουσιάσουν μια βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στην ηγεσία του στρατού θα είναι ζωτικής σημασίας.
Εάν η εκτεταμένη γενική απεργία επιμείνει, ο στρατός μπορεί επίσης να προσπαθήσει να κλείσει μια συμφωνία με το NLD και τα πιο συντηρητικά τμήματα της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Αλλά όσο περισσότερο διαρκεί η γενική απεργία, τόσο πιο δύσκολο μπορεί να αποδειχθεί να κλείσει μια τέτοια συμφωνία. Οι απεργοί θα χρειαστεί να αψηφήσουν τέτοιες παραχωρήσεις εφόσον θέλουν να κατακτηθούν τα κύρια αιτήματα του κινήματος -τέλος της στρατιωτικής διακυβέρνησης, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, νέο σύνταγμα που αφαιρεί την επιρροή του στρατού στην πολιτική ζωή και μια νέα δημοκρατική ένωση που θα εγγυάται τα πολιτικά δικαιώματα όλων των εθνικών μειονοτήτων.
Καθώς συνεχίζεται η γενική απεργία, η ικανότητα των απεργών να απαντήσουν σε αυτά τα ζητήματα θα είναι αποφασιστική προκειμένου το κίνημα να ανατρέψει τη στρατιωτική χούντα.