Ο καθεστωτικός Τύπος συνέκλινε στη διαπίστωση ότι «η Ελλάδα δεν είναι μόνη», συνοψίζοντας τα συμπεράσματα από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, αναλύοντας το νόημα των δηλώσεων Μπάιντεν και υπογραμμίζοντας τα μηνύματα των διεθνών ηγετικών ελίτ επ’ ευκαιρίας της 200ής επετείου από την επανάσταση του 1821.
Οι αναλύσεις συνοδεύτηκαν με μπόλικες μερίδες εθνικού κιτς, όπως τα «ρεπορτάζ» που σημείωναν ότι ο Κάρολος της Βρετανίας δάκρυσε συγκινημένος όταν αντίκρυσε πάνω στο τραπέζι όπου βρίσκονταν σερβιρισμένοι οι κεφτέδες γαρίδας και τα μπισκότα σουπιάς, το… λάβαρο της Αγίας Λαύρας, που τάχα σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός για να κηρύξει την επανάσταση στις 25 Μαρτίου του 1821. Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι δεν δίστασαν για μια ακόμα φορά να αυτογελοιοποιηθούν, αφού εδώ και πολλά χρόνια ακόμα και οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιστορίας γνωρίζουν ότι στις 25 Μαρτίου στο μοναστήρι της Λαύρας δεν έγινε τίποτα απολύτως, ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν ήταν καν εκεί, ότι το «λάβαρο» είναι μια εκ των υστέρων κατασκευή για να αναδείξει έναν κάποιο ηγετικό ρόλο της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στα 1821.
Όμως ας συγκεντρωθούμε στο μενού των διεθνών συζητήσεων, γιατί εκεί υπήρχαν πολύ πιο σοβαρά θέματα από τα μπισκότα σουπιάς και τους κεφτέδες γαρίδας.
Τα γεράκια είναι εδώ
Στο μήνυμα του Μπάιντεν προς τη τηλεδιάσκεψη των ηγετών της ΕΕ στις 25 Μαρτίου 2021, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος κάλεσε σε συστράτευση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ με στόχο να αντιμετωπιστούν δραστήρια τα λεγόμενα «αυταρχικά καθεστώτα». Ανέφερε συγκεκριμένα τρεις χώρες: Την Κίνα, τη Ρωσία και την Τουρκία.
Αυτή η λίστα στόχων έχει ασφαλώς διεθνή σημασία και θα απασχολήσει επί μακρόν την ευρωπαϊκή διπλωματία, αλλά αυτά είναι πέραν των επιδιώξεων του παρόντος άρθρου. Όμως η λίστα στόχων του Μπάιντεν έχει ιδιαίτερα σχέση και με την περιοχή: η Ρωσία είναι ενεργά παρούσα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, η Κίνα έρχεται ταχύτατα (βλέπε την υπογραφή της συμφωνίας «στρατηγικής συνεργασίας» με το Ιράν), ενώ η Τουρκία –αν και μέλος του ΝΑΤΟ– βρίσκεται πλέον και επισήμως σε καθεστώς «αντιπαράθεσης» με τις ΗΠΑ, μετά την απόφαση (επί Τραμπ) να ενεργοποιηθούν οι αμερικανικές «κυρώσεις» αφού το καθεστώς Ερντογάν επιμένει στην ανάπτυξη των ρωσικών πυραύλων S400 στο έδαφός της.
Στο ιδιαίτερο μήνυμά του προς τον Μητσοτάκη, ο Μπάιντεν επανέλαβε ότι οι ΗΠΑ, στο ξεδίπλωμα αυτής της πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, θεωρούν το ελληνικό κράτος «στρατηγικό σύμμαχο» και βασικό στήριγμα. Και αυτές οι δηλώσεις υπογραμμίστηκαν με τον πιο κυνικό τρόπο, με στρατιωτικές κινήσεις ιδιαίτερης σημασίας.
Στις 25 Μαρτίου ελλιμενίστηκε στη Σούδα το θηριώδες πυρηνικό αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ. Η σημασία της παρουσίας αυτού του εμβληματικού για το αμερικανικό Ναυτικό πλοίου, είναι αυτονόητη. Όμως η προσέλευσή του είχε ως στόχο να αναδείξει τις δυνατότητες που έχει πλέον η βάση της Σούδας, που έχει γίνει η μεγαλύτερη και πιο σημαντική ναυτική βάση των ΗΠΑ στη Μεσόγειο. Ο Μητσοτάκης θεώρησε αναγκαίο να επισκεφτεί το Αϊζενχάουερ και μιλώντας επί του καταστρώματος τόνισε ότι η «συμμαχία» με τις ΗΠΑ είναι «στρατηγική επιλογή» της κυβέρνησής του, που μοιράζεται «κοινές αρχές και αξίες» με την αμερικανική κυβέρνηση. Ανταπαντώντας επί τόπου ο Τζέφρι Παγιάτ (ο διαβόητος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα) υπογράμμισε την πρόθεση του Μπάιντεν (και του ίδιου προσωπικά) να εργαστούν δραστήρια για τη διαρκή αναβάθμιση αυτής της «στρατηγικής σχέσης». Και αυτά τα λόγια, όταν εκφωνούνται υπό τη σκιά των καταστρεπτικών όπλων του Αϊζενχάουερ, όλοι οφείλουν να τα παίρνουν στα σοβαρά. Το γελοίο του πράγματος είναι ότι ο Μητσοτάκης βρήκε την ευκαιρία να παρομοιάσει αυτούς τους γλοιώδεις διαλόγους με την αλληλογραφία του Αδ. Κοραή με τον Αμερικανό Τζέφερσον, κατά την εποχή της προετοιμασίας της επανάστασης του 1821, ενάντια στην τότε κυρίαρχη διεθνώς πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας.
Η επίσκεψη του αεροπλανοφόρου Αϊζενχάουερ στη Σούδα δεν πρέπει να υποτιμηθεί ως επιφανειακή εθιμοτυπική ενέργεια λόγω της 25ης Μαρτίου. Οι ΗΠΑ δεν κάνουν τέτοιες αβρότητες. Άλλωστε δεν υπήρξε ως ένα μεμονωμένο γεγονός. Λίγες ημέρες πριν, στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αποβιβάστηκε μια πρωτοφανούς μεγέθους αμερικανική δύναμη (150 επιθετικά στρατιωτικά ελικόπτερα και πάνω από 1.800 τεθωρακισμένα οχήματα…). Η δύναμη αυτή πορεύεται μέσω Βουλγαρίας προς τις ρουμανικές ακτές στη Μαύρη Θάλασσα, στα πλαίσια της γιγάντιας Νατοϊκής άσκησης Defender Europe 2021, με προφανή στόχο τη Ρωσία. Σωστά ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς κατήγγειλε την «εξυπηρέτηση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς το ΝΑΤΟ, κατήγγειλε τον ψυχροπολεμικό χαρακτήρα αυτής της άσκησης. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι σε αυτήν τη μεγάλης κλίμακας άσκηση του ΝΑΤΟ δεν επιτράπηκε καμιά εμπλοκή στις δυνάμεις μιας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ, της Τουρκίας, παρότι η άσκηση ξετυλίγεται σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων από τα σύνορά της. Η Τουρκία επισήμως διαμαρτυρήθηκε δηλώνοντας ότι οι μετακινήσεις τόσο σοβαρών στρατιωτικών δυνάμεων σε απόσταση επαφής με τα σύνορά της, αντικειμενικά λειτουργεί ως αμερικανική στρατιωτική πίεση σε βάρος της. Ο μεγάλος τουρκικός Τύπος εκτίμησε ότι εγκαθίσταται ένα αμερικανικό «στρατιωτικό μάτι στα Στενά». Όπως το έθεσε η «Καθημερινή» (αποδίδοντας μάλιστα την εκτίμησή της σε νατοϊκούς αξιωματούχους, εντός εισαγωγικών): «Με δεδομένη την επισφάλεια των Στενών του Βοσπόρου, μολονότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά όχι τόσο “πιστό”, οι Αμερικανοί επιλέγουν την Αλεξανδρούπολη για την ανεμπόδιστη στρατιωτική είσοδό τους στη Μαύρη Θάλασσα, με άλλα λόγια ανοίγουν για τις στρατιωτικές ανάγκες τους έναν χερσαίο Ελλήσποντο».
Την ίδια στιγμή, σε κάθε γωνιά της χώρας, αναπτύσσονται εργασίες αναβάθμισης των νατοϊκών βάσεων. Στο Στεφανοβίκι της Μαγνησίας μεγεθύνεται η βάση της αμερικανικής αεροπορίας στρατού (επιθετικά ελικόπτερα). Στο Άκτιο η βάση «φιλοξενίας» κατασκοπετικών ιπτάμενων ραντάρ και αμερικανικών «στρατηγικών» όπλων (χωρίς κανένας να απαντά επισήμως το αν σε αυτά περιλαμβάνονται και τα λεγόμενα «μικρά» πυρηνικά). Στο νέο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Καλαμάτας, το Ισραήλ αναλαμβάνει την εκπαίδευση των Ελλήνων πιλότων στις πιο σύγχρονες τεχνικές καταδρομών και ηλεκτρονικού πολέμου.
Ο μόνος τομέας που μοιάζει να δουλεύει στη χώρα σε ετούτη την κρίσιμη περίοδο είναι ο πολεμικός/μιλιταριστικός. Την ευθύνη για τη σημερινή διαχείριση αυτής της επικίνδυνης κατάληξης έχει προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όμως τίποτε δεν μπορεί να ξεπλύνει τη ντροπή της κυβέρνησης Τσίπρα, που άνοιξε το δρόμο για αυτήν την εξέλιξη, οργανώνοντας μαζί με την κυβέρνηση Τραμπ το «διάλογο» και τις αποφάσεις «στρατηγικής αναβάθμισης» των βάσεων, της αμερικανικής και νατοϊκής παρουσίας στην Ελλάδα, προσπαθώντας μάλιστα να νομιμοποιήσει αυτή την κατάπτυστη πολιτική ως αναγκαία «αμυντική» επιλογή λόγω του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Η Τουρκία σε κρίση
Όσοι ανέλυαν την πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν από τη σκοπιά του «νέο-Οθωμανισμού», επισείοντας τον κίνδυνο να μετατραπεί σε έναν ηγεμονικό «Σουλτάνο» μέσα στην ευρύτερη περιοχή, σήμερα θα πρέπει να ψάχνουν τρόπους να κρυφτούν. Η Τουρκία βυθίζεται σε μια βαθιά κρίση.
Η οικονομία της δέχεται χτύπημα ανάλογο με εκείνο της ελληνικής του 2010-11. Το νόμισμά της έχει κατρακυλήσει, οι τράπεζες θεωρούνται σχεδόν επισήμως «ζόμπι» και ο κόσμος υποχρεώνεται σε πρωτοφανή λιτότητα (για παράδειγμα, αυξάνεται ραγδαία η πώληση μπαγιάτικου ψωμιού, γιατί η πλειοψηφία δεν αντέχει τις τιμές του φρέσκου).
Η κρίση επεκτείνεται ταχύτατα στο πολιτικό πεδίο. Ο κάποτε «ηγεμονικός» Ερντογάν (που συσπείρωνε επιρροή από δεξιά και αριστερά του κόμματός του) υποχρεώνεται τώρα να μοιράζει χτυπήματα –όπως η πίεση προς την παρανομία πάνω στο HDP, όπως το χτύπημα πάνω στις γυναίκες που συμβολίζει η αποχώρηση από τη διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα κ.ο.κ., αλλά καταγράφοντας σε όλες τις δημοσκοπήσεις μια διαρκή πτώση της επιρροής του κόμματός του και της προσωπικής δημοτικότητάς του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τη δημόσια προειδοποίηση του Νταβούτογλου (πρώην έμπιστου συνεργάτη του Ερντογάν) που προέβλεπε μια αιφνίδια ανατροπή του Τούρκου Προέδρου.
Η Τουρκία υπήρξε επί δεκαετίες μια χώρα του ΝΑΤΟ. Η κυρίαρχη τάξη της, αλλά και οι κρατικές και στρατιωτικές γραφειοκρατίες της, είναι συνδεδεμένες με χιλιάδες νήματα με τους «θεσμούς» και τους μηχανισμούς του δυτικού ιμπεριαλισμού. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα μετά το αμερικανικής έμπνευσης πραξικόπημα του 2016) έχουν γίνει σημαντικές ανατροπές. Όμως τα όρια «ελιγμών» του Ερντογάν προς τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν έχουν σημαντικούς οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς περιορισμούς.
Αυτή την αίσθηση κινδύνου ενσωματώνει η πολιτική στροφή της Τουρκίας προς το «διάλογο» και τους μηχανισμούς του «Διεθνούς Δικαίου», τουλάχιστον ως προς τα ελληνοτουρκικά και τον ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο, που αναδεικνύουν οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες του υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου. Όπως το έθεσε το «Βήμα»: «Η Άγκυρα επιδιώκει σχεδόν με κάθε τρόπο να σπάσει τον αποκλεισμό της από τα συνεργατικά σχήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Οι απόπειρες να “λιώσουν οι πάγοι”, ιδιαίτερα με το Κάιρο, είναι συνεχείς καθώς εκτιμάται ότι με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η γενικότερη εικόνα της Τουρκίας στην περιοχή».
ΕΕ: Ευέλικτη αποφασιστικότητα
Αυτά τα στοιχεία ενσωματώνει η πολιτική των ευρωπαϊκών ηγεσιών, που είναι πολύ πιο εκτεθειμένες από τις ΗΠΑ στις επικινδυνότητες της περιοχής. Μια οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας, ή το βύθισμά της σε χαοτικές πολιτικές συνθήκες αποτελούν «σενάρια τρόμου» για την ΕΕ, αφού οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν μεγαλύτερη εμπλοκή στις τουρκικές πραγματικότητες. Γι’ αυτό η ΕΕ κρατά μια γραμμή «ευέλικτης αποφασιστικότητας» που πιέζει τον Ερντογάν, ενώ αφήνει ανοιχτά τα πεδία μιας νέας «συνεννόησης», χωρίς να παραιτείται εύκολα από τη διεκδίκηση επιρροής επί της Τουρκίας. Η ΕΕ έχει αποφασίσει την επιβολή κυρώσεων επί της Τουρκίας, αν αυτή συνεχίσει να «προκαλεί» στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αναβάλει την πυροδότηση των κυρώσεων, εάν και εφόσον η Τουρκία επιβεβαιώνει πρακτικά την προθυμία για προσέλευση στις διαδικασίες διαλόγου. Αυτή η πιο σύνθετη από την αμερικανική πολιτική στάση, επιβεβαιώθηκε στις εργασίες της Συνόδου Κορυφής του Μάρτη.
Στην προηγούμενη φάση η ελληνική διπλωματία επιτιθόταν στον Ζοζέπ Μπορέλ που έχει αναλάβει τη σύνταξη της «έκθεσης» της ΕΕ σχετικά με τις κυρώσεις και τις προϋποθέσεις επιβολής τους. Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη οχυρώνεται πίσω από την έκθεση Μπορέλ (ομολογώντας ότι αυτή περιλαμβάνει ουσιαστικά μέτρα πίεσης) και αναπτύσσει κριτική προς το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, κατηγορώντας τους Υπ. Εξ. των χωρών-μελών ότι απλώς «πήραν υπόψη» την έκθεση Μπορέλ και δεν την πυροδότησαν συνολικά. Πρόκειται για διπλωματικές καντρίλιες, χωρίς βάθος και στρατηγικές επιλογές. Δυστυχώς η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορεί τον Μητσοτάκη ότι απέτυχε να επιβάλει τις «κυρώσεις» είναι ακόμα χειρότερη. Αλήθεια από ποια σκοπιά Αριστεράς, από ποια σκοπιά λαϊκών συμφερόντων, από ποια σκοπιά ειρήνης και δημοκρατικών εξελίξεων, είναι δυνατόν να απαιτούμε από μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη να επιβάλει οικονομικές-πολιτικές και διπλωματικές «κυρώσεις»;
Το χειρότερο είναι ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις εμπλέκουν και το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα. Η ΕΕ απαιτεί σκλήρυνση της φρούρησης των συνόρων, αίτημα στο οποίο ο Ερντογάν δεν έχει καμιά αντίρρηση να ανταποκριθεί –πέραν των οικονομικών ανταλλαγμάτων που διεκδικεί για να συνεχίζει τον εγκλωβισμό πάνω από 3,5 εκατ. προσφύγων στο τουρκικό έδαφος. Αίτημα στο οποίο ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πολλαπλασιάζοντας τα εγκλήματα σε βάρος προσφύγων/μεταναστών είτε στα σύνορα, είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους.
Η πολιτική Μητσοτάκη επιχειρεί να συνυπολογίζει όλες αυτές τις εξελίξεις. Αυξάνει ραγδαία τους εξοπλισμούς (έχοντας και τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποδείχθηκε στη Βουλή με το κατάπτυστο «Ναι» στη σύμβαση αγοράς των Raffale) και επιταχύνει τη σύνδεση της χώρας με τις αμερικανικές κινήσεις, επιδιώκοντας τα «βέλτιστα» αποτελέσματα στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Υποχρεώνεται να μπει στον ελληνοτουρκικό διάλογο, κατανοώντας ότι δεν αργεί μια ώρα αποφάσεων για τις ρυθμίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε, όπως δήλωσε ο Τζέφρι Παγιάτ, στο ερώτημα αν είναι ρεαλιστικός ο East Med όπως αρχικά σχεδιάστηκε, «την απάντηση θα δώσουν οι αγορές» (!). Και τα σχέδια εναλλακτικής διαδρομής του East Med, δυτικά των «καυτών σημείων» Κύπρος-Στρογγύλη-Καστελόριζο, ήδη «τρέχουν» μεταξύ Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, αφήνοντας –εν μέρει– την Κύπρο στα κρύα του λουτρού. Παράλληλα η Δεξιά σφίγγει τον στρατιωτικό έλεγχο στα σύνορα και το ρατσιστικό αποκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στέλνοντας καθαρό μήνυμα ότι η ΝΔ είναι πιο αποφασισμένη και πιο κατάλληλη για να λειτουργήσει ως συνοριοφύλακας της ΕΕ.
Απέναντι σε όλα αυτά, είναι επείγουσα μια πολιτική απαντήσεων από τη ριζοσπαστική Αριστερά. Που οφείλει να ενσωματώνει μια αυθεντική απαίτηση ρήξης με την αμερικανική, τη νατοϊκή, την ιμπεριαλιστική παρουσία και δράση στο εσωτερικό της χώρας στην περιοχή. Που οφείλει, όμως ταυτόχρονα να υπερασπίζει μια πολιτική ειρήνης και συμφιλίωσης, συνεννόησης και αλληλεγγύης με όλους τους λαούς της περιοχής και ιδιαίτερα με τον τουρκικό λαό. Που οφείλει, τέλος, να έχει ψηλά τη σημαία της υπεράσπισης των προσφύγων και μεταναστών απέναντι στη ρατσιστική βαρβαρότητα των διεθνών και ντόπιων δυνάμεων.