Όλα τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων επιμένουν στη διαπίστωση ότι ενώ έχει αρχίσει η διαδικασία της φθοράς της ΝΔ, αυτή δεν συνδυάζεται με ενίσχυση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αίσθηση ότι το κόμμα του Αλ. Τσίπρα «αρχίζει να κερδίζει» εδράζεται μόνο στο ότι έχει ανακόψει ποσοτικά το ρεύμα των διαρροών του προς τη ΝΔ, που είχε προηγουμένως φτάσει σε διψήφιο ποσοστό. Μικρό το κέρδος, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό συμβαίνει μέσα σε μια περίοδο εκρηκτικών πολιτικών προβλημάτων που πιέζουν σημαντικά την ηγεσία της ΝΔ.
Με αυτόν το ρυθμό πολιτικής «απόδοσης», η προοπτική για τον Τσίπρα παραμένει αυτή της δεύτερης εκλογικής ήττας, που αναπόφευκτα θα θέσει εσωκομματικό ζήτημα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πορεία προς τα δεξιά
Αυτή την κατάσταση η παρούσα ηγετική ομάδα την χειρίζεται με μια διαρκή πορεία προς τα δεξιά, μια διαρκή συντηρητική μετατόπιση που –τάχα– διατηρεί εν ζωή το στόχο της κυβερνησιμότητας.
Αυτή την πορεία την παρακολουθεί στενά –και φροντίζει να την ενισχύει– η ηγεσία της ΝΔ και το μιντιακό καθεστωτικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πίεσης για μεγαλύτερη προσαρμογή στα καθεστωτικά πλαίσια, είναι το ξεκίνημα της δίωξης κατά του Ν. Παππά για δωροληψία και παράβαση καθήκοντος, στην υπόθεση της αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών, με άξονα τις αποκαλύψεις του «μετανοημένου» κ. Καλογρίτσα. Ο Α. Τσίπρας έκανε λόγο για δεύτερη δίωξη σε βάρος «υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ», παραποιώντας ελαφρώς την ιστορία, αφού η πρώτη δίωξη αφορούσε τον κ. Παπαγγελόπουλο, που ουδέποτε υπήρξε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήταν εκπρόσωπος της καραμανλικής Δεξιάς μέσα στην κυβέρνηση Τσίπρα και πρώην Διοικητής της ΕΥΠ.
Όσοι γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς τα πράγματα στον Τύπο, γνωρίζουν ότι το «σύστημα» Ν. Παππά αξίζει να τιμωρηθεί. Όχι για τους λόγους που επικαλείται η ΝΔ, αλλά γιατί συντήρησε και μετεξέλιξε τις αθλιότερες καθεστωτικές πρακτικές ελέγχου του Τύπου, προσπαθώντας να τις αξιοποιήσει προς όφελος της στενής ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ (Γραφεία Τύπου, «εμπεδωμένοι» δημοσιογράφοι, έλεγχος ΑΠΕ-ΕΡΤ, «παιχνίδι» με Μελισσανίδη-Σαββίδη κ.ά. «επενδυτές» κ.ο.κ.). Αξίζει να τιμωρηθεί όχι με τις μεθόδους που σήμερα ενεργοποιεί η ΝΔ, αλλά με την περιφρόνηση και την απομόνωση του κόσμου της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Το «σύστημα» αυτό κληροδότησε στον Αλ. Τσίπρα μια ορδή από πληρωμένες «πένες» (με προϋπηρεσία στον Κόκκαλη, στον Καλογρίτσα, στον Σημίτη, στον ΓΑΠ, στον Κ. Καραμανλή…) που σήμερα παρεμβαίνει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας τα κεφάλια ιστορικών στελεχών.
Αυτά τα φαινόμενα ήταν και είναι αηδιαστικά, αλλά παραμένουν δευτερεύοντα. Το πρωτεύουν είναι η πολιτική γραμμή. Και εδώ ο Αλ. Τσίπρας έχει δώσει σαφή δείγματα γραφής. Μέσα στις χειρότερες στιγμές της πανδημίας και της κρίσης διάλεξε να κάνει προσφορά «συναίνεσης και εθνικής συνεννόησης» στον Μητσοτάκη, που μεγαλοπρεπώς «σημείωσε» την προσφορά και την απέρριψε, συνεχίζοντας την πολιτική του.
Για να γίνει σαφές το νόημα, ο Αλ. Τσίπρας προχώρησε σε δύο εμβληματικές κινήσεις:
Η απόφαση να ψηφίσει «Ναι» η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στη σύμβαση για την αγορά των Ραφάλ ήταν μια κατάπτυστη πολιτική πράξη. Παραβίαζε κάθε έννοια αριστερής πολιτικής στο ζήτημα των προτεραιοτήτων μέσα σε συνθήκες βαθιάς υγειονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ενέγραψε την προοπτική της «κυβερνησιμότητας» από τον ΣΥΡΙΖΑ στον ίδιο κύκλο εξυπηρέτησης συμφερόντων των μιλιταριστικών κρατικών γραφειοκρατιών και των διεθνών εμπόρων όπλων. Δυστυχώς τότε δεν υπήρξε καμιά φωνή διαφοροποίησης από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
Ελληνικό και κόντρες
Τα πράγματα έγιναν σαφέστερα με την απόφαση Τσίπρα να υπερψηφιστεί η σκανδαλώδης σύμβαση που χαρίζει το Ελληνικό στους «επενδυτές» γύρω από τον Λάτση. Αυτό το «Ναι» ξεπερνά το δίπολο Αριστεράς-Δεξιάς, ξεπερνά ακόμα και το δίπολο σοσιαλδημοκρατία-φιλελευθερισμός, αφορά τα στοιχειώδη: αν ένα κόμμα «θα ταυτίζει άκριτα την ανάπτυξη με αυτό που αποδίδουν σε αυτή την έννοια οι ελίτ» (όπως έγραψε η εφημερίδα «Εποχή» και η ιστοσελίδα Commonality, μιας «τάσης» μελών του ΣΥΡΙΖΑ). Και έτσι είναι: το «Ναι» στα αρπακτικά των αγορών στο Ελληνικό είναι πολύ πιο δεξιά από τη γραμμή πολιτικών που ομολογούν έντιμα τη σοσιαλδημοκρατική στρατηγική τους, όπως ο Σάντερς ή ο Κόρμπιν. Το «φιλοεπενδυτικό» προφίλ που θέλει να αναδείξει ο Τσίπρας, λέγοντας «Ναι» σε μια τέτοια σύμβαση, είναι πέρα από τα όρια της σοσιαλδημοκρατίας, πέρα από τα όρια ενός έντιμου σοσιαλφιλελευθερισμού, είναι γραμμή τύπου Ρέντσι, γραμμή τύπου Μακρόν. Αυτή τη φορά ο Ν. Φίλης και ο Θ. Δρίτσας αρνήθηκαν να στηρίξουν αυτή τη γραμμή. Και ένα μπαράζ συντονισμένων άρθρων ζήτησε τη διαγραφή τους ως προϋπόθεση, λέει, για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην υπόθεση διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Ο γίγας Κουρουμπλής έφτασε να βάζει το ζήτημα μέσα στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εσωκομματικά
Ασφαλώς, το ζήτημα δεν είναι το τι λένε οι επαγγελματίες καιροσκόποι. Το ζήτημα είναι ότι, παρά τον θόρυβο, δεν υπάρχει ακόμα επίσημη απάντηση από τα ηγετικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και τον ίδιο τον Αλ. Τσίπρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ένα ριζικά διαφορετικό κόμμα. Στις εκλογές των μεγάλων κομματικών οργανώσεων της Αττικής, το «σύστημα» Σπίρτζη στα βόρια και στα ανατολικά, το «σύστημα» Ραγκούση στον Πειραιά κ.ο.κ. κατέγραψαν μαζί με τους «στενούς προεδρικούς» μεγάλες πλειοψηφίες, αποδεικνύοντας ότι η άμυνα της «ομπρέλας» ήταν αναποτελεσματική.
Οι νεοφερμένοι από τη σοσιαλδημοκρατία και τη ΔΗΜΑΡ, σε συμμαχίες με τους ανερμάτιστους «νέους λύκους» γύρω από τον Αλ. Τσίπρα, είναι το κέντρο της πολιτικής πραγματικότητας του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα αργήσουν να παρουσιάσουν το λογαριασμό σε όσους εξακολουθούν να κρατάνε ζωντανή τη σχέση με τη διαδρομή τους μέσα στην Αριστερά, σε όσους ήδη θεωρούν ως «βαρίδια» στην ακραία εκλογοκεντρική στρατηγική τους. Όπως έγραψε κι ένας εκσυγχρονιστικού παρελθόντος δημοσιογράφος: «Όλοι αυτοί είχαν την ευκαιρία τους το 2015… όταν έπρεπε να πούνε Όχι και να αρνηθούν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση που... υλοποίησε το μνημόνιο 3…».
Σκελετοί στις ντουλάπες
Η κυβερνητική περίοδος του 2015-19 έχει πραγματικούς σκελετούς κρυμμένους στις ντουλάπες. Πρόσφατα ο Γ. Βαρουφάκης υπενθύμισε το σκάνδαλο του ΟΠΑΠ, αποδίδοντας ευθύνες στον Γ. Δραγασάκη για την κατάργηση κάθε περιορισμού που έθετε η νομοθεσία περί τζόγου, μπροστά στα αιτήματα του Δ. Μελισσανίδη και των λοιπών «επενδυτών», για να αναπτύξει ο ΟΠΑΠ τους κουλοχέρηδες σε όλες τις γειτονιές. Ο Γ. Βαρουφάκης υπήρξε γενναιόδωρος, γιατί η αλήθεια είναι χειρότερη. Η «πρώτη φορά Αριστερά» δεν έδωσε μόνο «απελευθερωμένους» τους κουλοχέρηδες στον ΟΠΑΠ, αλλά και τον ιππόδρομο (μαζί με τα φιλέτα γης του ΟΔΙΕ στο Μαρκόπουλο και στα Σπάτα), δημιουργώντας έτσι ένα ιδιωτικό μονοπώλιο τζόγου που δεν έχει όμοιο σε όποια χώρα του κόσμου.
Ανάλογοι «σκελετοί», όταν θα έρχεται η ώρα, πρόκειται να πληρωθούν ακριβά (ήδη ακούστηκαν, δια του Τύπου, οι προειδοποιήσεις ότι εσείς δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε για την Τράπεζα Πειραιώς).
Η υπόσχεση του Τσίπρα ότι δια της διαρκούς συντηρητικής μετατόπισης θα συγκροτήσει νικηφόρα εκλογική εναλλακτική απέναντι στον Μητσοτάκη, είναι υπονομευμένη. Οδηγεί σε πολιτική και εκλογική ήττα. Η παγκόσμια πολιτική και εκλογική πείρα, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ότι μαζικό κοινωνικό ρεύμα υπέρ ενός αριστερού εγχειρήματος είναι εφικτό να δημιουργηθεί μόνο εάν και εφόσον παρουσιάζονται καθαρά στον κόσμο υπαρκτές πολιτικές διαφορές και δεσμεύσεις. Εδώ και καιρό αυτό είναι υπόθεση των δυνάμεων στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.