Η γενοκτονία των Αρμενίων, οι Αμερικανοί και η πίεση στην Τουρκία
Η «διαπαιδαγωγιτική» πίεση των Αμερικανών πάνω στον Ερντογάν συνεχίστηκε μετά την συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου, με αμείωτους ρυθμούς.
Η επίσημη αναγνώριση από τις ΗΠΑ της σφαγής των Αρμενίων στα 1915 ως Γενοκτονίας, αλλά και η αναφορά του Μπάιντεν στην ουσιαστικά πρωτεύουσα του σύγχρονου τουρκικού κράτους με το όνομα Κωνσταντινούπολη είναι ενέργειες που δεν μπορεί να υποτιμηθούν.
Οι ΗΠΑ επί Ομπάμα είχαν ανακινήσει το «ενδιαφέρον» για τις σφαγές του 1915, χρησιμοποιώντας όμως τον αρμενικό όρο «Το Μεγάλο Κακό». Η χρήση από τον Μπάιντεν του όρου «Γενοκτονία», που παραδοσιακά στην αμερικανική πολιτική έχει ιδιαίτερο βάρος, αποτελεί μια απειλητική διπλωματική κίνηση που δεν αφορά το ιστορικό παρελθόν, αλλά τις σημερινές εξελίξεις. Σε συνδυασμό με τη χρήση του ονόματος «Κωνσταντινούπολη», οι ΗΠΑ διαμηνύουν στον Ερντογάν ότι δεν πρέπει να αποκλείει στο εξής «αναθεωρητικές» αναγνώσεις της ιστορίας, που αμφισβητούν τη σημερινή ενότητα του τουρκικού κράτους.
Το κουρδικό ζήτημα αποτελεί ένα κρίσιμο για την Τουρκία πρόβλημα, που αν εξελιχθεί σε αποφασιστική αιχμή της αμερικανικής πολιτικής, μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερα απειλητικές διαστάσεις. Στο κουρδικό ζήτημα, άλλωστε, εστίαζε ο Ερντογάν όταν, ανακοινώνοντας πριν 10 χρόνια τη στροφή της τουρκικής πολιτικής προς τους ελιγμούς μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, είχε αναφερθεί στον κίνδυνο στην παρούσα ιστορική συγκυρία η Τουρκία «να χάσει εδάφη».
Προς αυτή την κατεύθυνση πιέζει παράλληλα το Κράτος του Ισραήλ. Το Ισραήλ δεν αναγνωρίζει ως Γενοκτονία τα τραγικά γεγονότα του 1915, επιδιώκοντας να διατηρήσει τη «μοναδικότητα» του Ολοκαυτώματος στην ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Όμως υποστηρίζει ένθερμα τη δραστήρια αξιοποίηση του κουρδικού ζητήματος, είτε ως πίεση πάνω στο καθεστώς Ερντογάν, είτε κυρίως σαν μέθοδο ανακατατάξεων στη συνοριακή κατανομή της Μέσης Ανατολής, που θα κάνει πιο πιθανό τον πάγιο στόχο της πολιτικής του, που είναι η πολεμική αντιμετώπιση του Ιράν. Οι στρατιωτικοί συμμαχικοί «άξονες» (με την Ελλάδα και την Κύπρο, με την Αίγυπτο και πρόσφατα με τις αντιδραστικές αραβικές μοναρχίες), που χτίστηκαν στην περίοδο που στο Ισραήλ κυριαρχεί πολιτικά η σκληρή σιωνιστική Δεξιά, λογοδοτούν σε βαθύτερες και μονιμότερες στρατηγικές επιδιώξεις.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, κατ’ ανάγκη, μια νέα αμερικανική ατζέντα προς άμεση υλοποίηση. Σημαίνουν όμως δραστική κλιμάκωση της αμερικανικής πίεσης πάνω στον Ερντογάν, είτε για να αλλάξει ο ίδιος την πολιτική του, είτε για να εμφανιστούν εσωτερικές δυνάμεις που θα αναλάβουν την ανατροπή του και την επαναφορά της Τουρκίας στο νατοϊκό μαντρί. Και στα δύο αυτά ενδεχόμενα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα τεθούν σε νέο, τελείως διαφορετικό, πλαίσιο.
Προς το παρόν, η κλιμάκωση της έντασης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, συνδυάζεται με μεγέθυνση της αμερικανικής υποστήριξης στις ελληνικές θέσεις. Αυτό το δεδομένο περιέγραψε με τον πιο κυνικό τρόπο ο Τζέφρι Πάιατ, σε πρόσφατη συνέντευξή του σε κυριακάτικη ελληνική εφημερίδα. Αναφέρθηκε στη σημασία της αναβάθμισης των ελληνικών F-16 σε επίπεδο viper και δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «καλωσορίζουν την Ελλάδα στο πρόγραμμα των F-35». Σημείωσε τον οργασμό των έργων αναβάθμισης των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος και υπογράμμισε τη σημασία της δωρεάν παροχής αμερικανικού πολεμικού υλικού στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (επιθετικά ελικόπτερα, τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κλπ). Φράσεις όπως «η Ελλάδα αποκτά αξεπέραστη ικανότητα ελέγχου θαλάσσιων περιοχών» και κυρίως «δεν υπάρχει όριο σε αυτά που μπορούμε να κάνουμε μαζί», ακούγονται ως ιδιαίτερα απειλητικές από το στόμα ενός μπαρουτοκαπνισμένου διπλωμάτη, με προϋπηρεσία στην Ουκρανία.
Αριστερά
Αυτές οι πραγματικότητες θέτουν ιδιαίτερα καθήκοντα στην Αριστερά, σε όλους κι όλες που εμπνέονται από το αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Η πολιτική ρήξη με το στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τους «άξονες» γύρω από το Ισραήλ, είναι πρώτιστο καθήκον. Η απόρριψη των εξοπλισμών και της ενίσχυσης του μιλιταρισμού στο εσωτερικό της χώρας, είναι απαράβατη προϋπόθεση για να προστατεύσουμε το μισθό, τη σύνταξη, τις κοινωνικές δαπάνες. Η αδιαπραγμάτευτη υποστήριξη της ειρήνης ως μείζονος αγαθού για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες, πρέπει να συνδυάζεται με την ενίσχυση της απαίτησης για συνεννόηση με όλους τους γειτονικούς λαούς, συμπεριλαμβανομένου του τουρκικού, έξω από κάθε «διαιτησία» και ιμπεριαλιστική εποπτεία.
Τα τραγικά γεγονότα του 1915, η σφαγή των Αρμενίων και άλλων μεγάλων τμημάτων των πληθυσμών, ήταν τμήμα των μεγάλων πολέμων στην περιοχή πριν, κατά και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν τμήμα του πολεμικού ξεσπάσματος των ανταγωνισμών μεταξύ των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων, στα πλαίσια της φοβερής διεθνούς σύγκρουσης των Μεγάλων Δυνάμεων. Ανάλογα σύννεφα πυκνώνουν ξανά στον παγκόσμιο ορίζοντα. Απέναντι σε όλους τους πολεμοκάπηλους, ντόπιους και διεθνείς, η Αριστερά και το εργατικό-λαϊκό κίνημα, οφείλουν να βροντοφωνάξουν: Όχι, δε θα επιτρέψουμε να ζήσει ο κόσμος μας ξανά την πολεμική φρίκη των αρχών του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.
Ο δημόσιος καυγάς Δένδια-Τσαβούσογλου: Μαγκιές με ξένες πλάτες…
Η επίσκεψη Δένδια στην Κωνσταντινούπολη κατέληξε σε έναν έντονο «καυγά» με τον Τσαβούσογλου, μπροστά στις κάμερες, γεγονός που βρίσκεται σε ρήξη με τις διπλωματικές συνήθειες και πρακτικές, τουλάχιστον όταν αυτές αναζητούν πραγματικά λύσεις σε επικίνδυνα προβλήματα.
Νωρίτερα, η τουρκική πλευρά είχε κάνει καθαρή την πρόθεσή της για ενίσχυση των διαπραγματεύσεων. Ο Ερντογάν ζήτησε προσωπική συνάντηση, «εκτός προγράμματος», με τον Έλληνα υπ. Εξωτερικών και ο Δένδιας αποδέχθηκε την πρόσκληση. Κατά την εφημερίδα «Το Βήμα», η τουρκική πλευρά πρότεινε επισήμως την αναβάθμιση των διαπραγματεύσεων από το επίπεδο των «διερευνητικών» στην ανώτερη κλίμακα των «συμβουλευτικών», ζητώντας επίσης να επιταχυνθεί η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν.
Σε αυτή την απόπειρα απάντησε ο Δένδιας -κατά το Μαξίμου, μετά από συνεννόηση με τον Μητσοτάκη…- επιλέγοντας τον on camera καυγά με τον Τσαβούσογλου.
Κατά τον διεθνή και τον ελληνικό Τύπο, οι μέχρι τώρα αντιδράσεις της Άγκυρας στην πρόκληση («μέσα στο σπίτι της…») εκτιμώνται ως ψύχραιμες και αφήνουν ανοιχτό το γήπεδο για συνέχεια των διαπραγματεύσεων. Όλοι όμως μένουν με το ερώτημα αν η στάση του Δένδια «ανακοίνωσε» μια νέα στρατηγική της Αθήνας και αν ναι, ποια είναι αυτή; Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αναρωτιέται και η μερίδα του λεγόμενου σοβαρού ελληνικού Τύπου, που συνήθως είναι ενήμερη για τις καθεστωτικές απαντήσεις, όταν τουλάχιστον αυτές υπάρχουν.
Για να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε αυτό το διπλό ερώτημα, οφείλουμε να θυμηθούμε τη συγκυρία πριν από την επίσκεψη Δένδια στην Τουρκία. Στις 25 Μάρτη, κατά την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, επισκέφτηκαν τα ελληνικά νερά δύο εμβληματικά πλοία: το αμερικανικό πυρηνικό αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ και το γαλλικό Σαρλ Ντε Γκολ. Αυτοί οι βροντόσαυροι, τα σύμβολα της καταστρεπτικής ισχύος του δυτικού ιμπεριαλισμού, δεν μετακινούνται για το θεαθήναι. Η παρουσίας τους εδώ ήταν σαφές μήνυμα που υπενθύμιζε τις επιλογές των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Οι μεν ΗΠΑ έχουν θέσει επισήμως την Τουρκία σε καθεστώς «κυρώσεων», η δε Γαλλία του Μακρόν, είναι η χώρα-μέλος της ΕΕ που έχει (ανεπισήμως, αλλά δραστικά) αναλάβει πρόσφατα στρατιωτική δράση σε βάρος τουρκικών πλοίων στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Λιβύης.
Αυτή η δύναμη, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της εσωτερικής οικονομικοκοινωνικής κρίσης, υποχρέωσαν το καθεστώς Ερντογάν προς την επείγουσα «στροφή» προς τις διαδικασίες του ελληνοτουρκικού «διαλόγου» υπό τη διεθνή (δυτική) εποπτεία.
Κυπριακό
Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σίγουρο ότι έχουν μπροστά πολλά και κρίσιμα στάδια. Ήδη στην πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, η ελληνική διπλωματία βρίσκεται μπροστά στους πικρούς καρπούς της διαρκούς αναβλητικότητας και του τυφλού απορριπτισμού. Στο Κραν Μοντανά, ο Ν. Αναστασιάδης και η ελληνοκυπριακή πλευρά ακύρωσαν τη στρατηγική της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), δηλώνοντας ότι θεωρούν την «πολιτική ισότητα» των δύο κοινοτήτων-συνιστωσών του ενιαίου κράτους υπερβολική παραχώρηση και προτείνοντας οι ίδιοι στον Τσαβούσογλου το «βελούδινο διαζύγιο» και τη στροφή στη στρατηγική των δύο κρατών. Ο τρόπος που στη συνέχεια χειρίστηκαν τον οπαδό της ΔΔΟ Τουρκοκύπριο ηγέτη Ακιντζί, επιβεβαιώνει πρακτικά τις σχετικές αποκαλύψεις, που είναι πολλαπλές και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.
Σήμερα η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπιστώνουν ότι η Τουρκία και ο Τατάρ εκ μέρους των τουρκοκυπρίων, «παραλαμβάνουν» τη λύση των δύο κρατών και προσέρχονται στην πενταμερή συζητώντας στη βάση της «ισότητας κυριαρχίας» και μάλιστα κατηγορώντας την ελληνική πλευρά για την απόρριψη της ΔΔΟ, μετά από 40 χρόνια σχετικών διαπραγματεύσεων. Είναι ένα παράδειγμα που λειτουργεί προειδοποιητικά και για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες.
Οι ελληνο-ιταλικές, ελληνο-αιγυπτιακές και ελληνο-λιβυκές διαπραγματεύσεις για τις θαλάσσιες ζώνες, έχουν καταγράψει ότι αυτές δεν είναι δυνατόν, ακόμα και τεχνικά, να περιορίζονται σε «ένα και μόνο θέμα» (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας), όπως επιδιώκει η Αθήνα στις ελληνοτουρκικές συζητήσεις. Στην πραγματική ζωή, το ενδιαφέρον των «αγορών» (που όπως υπενθύμισε ο Τζέφρι Πάιατ είναι καθοριστικός παράγοντας), αλλά και οι προτιμήσεις του Ισραήλ και της Αιγύπτου, αλλάζουν πλέον σημαντικά το αρχικό σχέδιο του East Med, τροποποιούν τη διαδρομή του σε πιο ρεαλιστικές και φτηνότερες εναλλακτικές, υποβαθμίζοντας έτσι τη σημασία της γεωγραφικής συνέχειας μεταξύ της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας και εκτονώνοντας τη σημασία του να κατοχυρωθεί «πάση θυσία» η πλήρης επήρεια του Καστελόριζου και της Στρογγύλης στην οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ.
Κρίσιμες επιλογές
Όλα αυτά ανοίγουν μπροστά στις ελληνικές καθεστωτικές δυνάμεις κρίσιμες και διχαστικές στρατηγικές επιλογές: Μέχρι πού διάλογος και διαπραγμάτευση και μέχρι πού πολιτική ισχύος; Αποδοχή «επωφελούς συμβιβασμού» τώρα, για να κατοχυρωθούν τα κέρδη που κάνει ρεαλιστικά η υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, ή πολιτική «απορριπτισμού» που θα τορπιλίζει κάθε εκδοχή «λύσης», επιδιώκοντας βέλτιστο αποτέλεσμα στο απώτερο μέλλον; Πολιτική προετοιμασίας της εσωτερικής κοινής γνώμης για το ενδεχόμενο συμβιβαστικής λύσης, ή έμφαση στην αξιοποίηση μιας εθνικιστικής γραμμής για την κυριαρχία στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις;
Η σημασία αυτών των ερωτημάτων είναι πίσω από την πρόσφατη διαμάχη Σημίτη-Καραμανλή σχετικά με το Ελσίνκι, είναι πίσω από την πρόσφατη ενεργοποίηση του εσωκομματικού ρήγματος στη ΝΔ με τη δραστηριότητα της σαμαρικής πτέρυγας. Στη βάση αυτών των αναπάντητων, ακόμα, ερωτημάτων δεν είναι καθόλου δεδομένο αν η στάση του Δένδια στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια σοβαρή πολιτική πρωτοβουλία «αλλαγής σελίδας» στην ελληνική πολιτική, ή ένα πυροτέχνημα δημαγωγικού και συγκυριακού χαρακτήρα.
Αυτό που είναι όμως δεδομένο είναι το ότι αποτελεί σοβαρότατο πολιτικό λάθος η ταύτιση οποιασδήποτε δύναμης της Αριστεράς με μια εκδοχή αυτού του καθεστωτικού διπόλου, ενάντια στην άλλη. Είναι ντροπή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που χειροκρότησε τη μπραβούρα του Δένδια για να ψαρέψει στα θολά απέναντι στο Μητσοτάκη. Είναι ντροπή το ότι εμφανίστηκαν αριστεροί άνθρωποι που συνυπέγραψαν «μανιφέστα» για την Κύπρο μαζί με τον ακροδεξιό απόστρατο Φρ. Φραγκούλη και τον Σ. Καλεντερίδη. Είναι ντροπή οι «αναλύσεις» που παρουσίασαν τον Καραμανλή να «αντιστέκεται στα σημιτικά τανκς», πιστώνοντας στον εν εφεδρεία ηγέτη της Δεξιάς αντιστασιακές ή ακόμα και αντι-ιμπεριαλιστικές δάφνες.
Στο κρίσιμο θέμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, η ανεξάρτητη στάση της Αριστεράς είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση της αυτονόμησης των εργατικών και λαϊκών μαζών από τα εθνικοενωτικά δεσμά της καθεστωτικής πολιτικής.