Η εγκληματική πολιτική Ελλάδας και ΕΕ στο προσφυγικό
Η Ελλάδα την τελευταία πενταετία έχει μετατραπεί σε μια αποθήκη ψυχών με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Μαρτίου 2016 με τις ευλογίες της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, άλλαξε άρδην τη φύση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα, αναδομώντας πλήρως τα καθήκοντα και το ρόλο της ελληνικής πολιτείας.
Πρωτοφανή προσφυγικά ρεύματα
Το καλοκαίρι του 2015, ως συνέπεια των χρόνιων πολεμικών συρράξεων και των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, σημειώθηκε μια εκρηκτική αύξηση του αριθμού των προσφύγων που επιχειρούσαν να προσεγγίσουν την Ευρώπη. Μόνο μεταξύ της 9ης με τη 14η Αυγούστου εκείνου του έτους, 42.000 πρόσφυγες έφτασαν στις ελληνικές ακτές από την Τουρκία. Σύμφωνα με κοινά στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας για τους πρόσφυγες και του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες τράπηκαν σε φυγή προς την Ευρώπη το 2015.
Σε αντιδιαστολή με προσφυγικά ρεύματα του παρελθόντος, όμως, η ειδοποιός διαφορά των νέων προσφυγικών ροών είναι η ίδια η δίοδος προς την Ευρώπη. Στο πρόσφατο παρελθόν οι προσφυγικοί πληθυσμοί προωθούνταν προς την ευρωπαϊκή ήπειρο μέσω της δυτικής πλευράς της Μεσογείου και έχοντας ως ενδιάμεσο σταθμό το ιταλικό νησί Λαμπεντούζα. Αντιθέτως, το τεράστιο προσφυγικό κύμα του 2015 αξιοποιεί κυρίως τα περάσματα στο Αιγαίο και προωθείται από τις τουρκικές ακτές στα ελληνικά νησιά. Μόνο το Σεπτέμβριο του 2015 περίπου 153.000 άνθρωποι έφτασαν στην Ελλάδα μέσω της Λέσβου και της Κω.
Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας
Η προσφυγική κρίση του 2015 ανέδειξε την αδυναμία τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως σύνολο, όσο και των κρατών μελών μεμονωμένα, να διαχειριστούν την κατάσταση. Πρωταρχικός στόχος υπήρξε ξεκάθαρα η ανακοπή των προσφυγικών ροών στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας και η μη περαιτέρω είσοδός τους στην Ευρώπη. Η κατεύθυνση δίνεται ήδη από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 18-19 Φεβρουαρίου 2016, στα οποία τίθεται ως στόχος απάντησης στη μεταναστευτική κρίση η ταχεία αναχαίτιση των ροών, η μείωση της παράνομης μετανάστευσης και η διαφύλαξη της ακεραιότητας του χώρου Σένγκεν.
Η Συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και στην Τουρκία στις 18 Μαρτίου του ίδιου έτους θα λειτουργήσει σημαντικά σε αυτό το πλαίσιο επιδιώξεων. Βασικά σημεία της συγκεκριμένης Συμφωνίας είναι η επιστροφή στην Τουρκία όλων των εισερχόμενων χωρίς χαρτιά προσώπων στην Ελλάδα, η καταγραφή και η διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου από τις ελληνικές αρχές, η επαναπροώθηση στην Τουρκία όσων κρίνονται αβάσιμες ή απαράδεκτες οι αιτήσεις ασύλου, καθώς και η μεταφορά ενός Σύρου πρόσφυγα σε κράτος της ΕΕ για κάθε έναν που επιστρέφει από την Ελλάδα στην Τουρκία. Με τα νέα δεδομένα, δηλαδή, αλλάζει ολοκληρωτικά η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας που από χώρα διέλευσης μετατρέπεται σε χώρα συγκέντρωσης χιλιάδων αιτούντων άσυλο, χωρίς όμως να διαθέτει την κατάλληλη οργάνωση και το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να ανταποκριθεί στις καινούργιες απαιτήσεις. Με τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το Μάρτιο του 2016, περίπου 60.000 πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους ένας σημαντικός αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων, βρέθηκαν αυτομάτως εγκλωβισμένοι στα ελληνικά σύνορα.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ
Το εντυπωσιακό είναι ότι η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε με ενθουσιασμό τη συγκεκριμένη Συμφωνία και την παρουσίασε ως μια νίκη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της Ευρώπης ευρύτερα. Μια χώρα χωρίς επαρκείς δομές φιλοξενίας, χωρίς στελεχωμένες υπηρεσίες ασύλου και περιορισμένους οικονομικούς πόρους, αναλάμβανε να γίνει η εμπροσθοφυλακή της «Ευρώπης-Φρούριο», εγκλωβίζοντας χιλιάδες ανθρώπους στο εσωτερικό της. Κι όμως αυτό θεωρήθηκε νίκη. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν το σημείο τομή στη φύση του προσφυγικού ζητήματος, που διαμόρφωσε τους όρους για τα υπεράριθμα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την είσοδο της Frontex και του ΝΑΤΟ στα ελληνικά σύνορα, για τις καταγγελίες για διαρκείς καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι πρόσφυγες έγιναν έρμαια μιας εγκληματικής πολιτικής που έθεσε τις βάσεις της πριν πέντε ακριβώς χρόνια με τις ευλογίες του τότε «προοδευτικού» ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τα λυμένα χέρια της συντηρητικής ΝΔ. Χιλιάδες άνθρωποι ζουν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου σε υπερφορτωμένες δομές χωρίς επαρκή σίτιση, στέγαση, ρουχισμό και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτήσεων ασύλου, η απαγόρευση εξόδου από τα νησιά και μεταφοράς στην ενδοχώρα, καθώς και η προοπτική της επαναπροώθησης στην Τουρκία, οδήγησαν πολλούς από αυτούς σε κρίσεις πανικού, ψυχολογικό αδιέξοδο ή ακόμη και στην αυτοκτονία. Με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ, στη σκιά της παγκόσμιας οικονομικής και πλέον και υγειονομικής κρίσης, συντελείται ένα διαρκές έγκλημα, που όμοιό του δύσκολα συναντάει κανείς σήμερα.
Αλληλεγγύη και κινήματα
Σε αντίθεση με πλήθος βαλκανικών χωρών ή χωρών του Βίσενγραντ στις οποίες κυριάρχησε ο ξενοφοβικός λόγος και υιοθετήθηκαν άμεσα ρατσιστικές πολιτικές, η ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες του 2015 με τη μαζική άφιξη προσφύγων και μεταναστών έδειξε πολύ ισχυρά αντανακλαστικά αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Δεκάδες ρεπορτάζ γράφονταν για τους κατοίκους των νησιών που έσωζαν πρόσφυγες με τις βάρκες τους, που τους έδιναν φαγητό και τους φιλοξενούσαν. Στις μητροπόλεις δημιουργήθηκαν πολλά δίκτυα αλληλεγγύης και στο δρόμο κυριάρχησε ένα μαζικό αντιρατσιστικό κίνημα που επεδίωξε να φέρει στην κεντρική πολιτική ατζέντα το προσφυγικό και να συνδέσει τα αιτήματα των προσφύγων με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα.
Η διαρκής ζωή στην εξαθλίωση για τους πρόσφυγες καθώς και η εγκατάλειψη των τοπικών κοινωνιών όμως οδήγησε και στα αντίθετα αποτελέσματα. Οι πρόσφυγες έγιναν επανειλημμένα δέκτες ύβρεων, αλλά και επιθέσεων από επιτροπές «αγανακτισμένων κατοίκων» που πατώντας στις πολιτικές θεσμικού ρατσισμού βρήκαν εύφορο έδαφος για να αναπτύξουν τη δράση τους. Αυτό όμως είναι συνέπεια της τερατώδους κατάστασης που επικρατεί στα νησιά με την ευθύνη των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ αλλά και τη συνδρομή της ΕΕ.
Πέντε χρόνια μετά την εγκληματική σύναψη της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, η Αριστερά και το αντιρατσιστικό κίνημα, οφείλουν να αντιμετωπίσουν την επίσημη ρατσιστική και εγκληματική πολιτική, όσο και τις αντανακλάσεις της σε αντιδραστικά σχήματα και ακροδεξιές ομάδες. Μόνο έτσι η προσφυγιά δε θα αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα που χρειάζεται λύση αλλά ως φαινόμενο που χρήζει αντιμετώπισης. Μόνο έτσι θα ζήσουμε σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και όχι σε μια κοινωνία κανιβαλισμού.