Προετοιμασίες για τη μεγάλη αναμέτρηση που έρχεται
Βαδίζουμε γρήγορα προς το τέλος της μεταβατικής περιόδου στις πολιτικές αλλά και οικονομικοκοινωνικές αναμετρήσεις, της περιόδου που επέβαλε το βάρος της πανδημίας.
Η κυβερνητική απόφαση για μια εσπευσμένη «έξοδο» από όλες τις μορφές καραντίνας, με τον ισχυρισμό ότι τάχα είναι πλέον αρκετή η προστασία μέσω του εμβολιασμού ενός τμήματος του πληθυσμού, δείχνει την πρόθεση του Μητσοτάκη να εξαρτήσει το πολιτικό μέλλον του κόμματός του από τη δυνατότητα να μοιράσει την τράπουλα στην οικονομία, μέσω της διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων στήριξης.
Η απόφαση αυτή είναι με μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Έχοντας ήδη στην πλάτη 10.000 νεκρούς, έχοντας τα δημόσια νοσοκομεία υπερφορτωμένα πέραν της κόκκινης γραμμής, χωρίς καμιά ενίσχυση της προστασίας σε κρίσιμες υποδομές και μαζικούς χώρους (μεταφορές, εργοστάσια, υπηρεσίες, σχολεία κ.ά.), η απόφαση για την «έξοδο» μπορεί να οδηγήσει σε δραματική αύξηση των απωλειών. Σε αυτό το σενάριο οι έτσι κι αλλιώς εύθραστες πολιτικές ισορροπίες θα υποστούν τρανταγμούς με συνέπειες που δεν είναι δυνατόν να προβλέψει κανείς.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε να επιδείξει «ορμή» στην οικονομία. Η προσδοκία της εκταμίευσης των πρώτων ευρωπαϊκών ενισχύσεων, θέτει άμεσα το πρόβλημα της «μοιρασιάς», αλλά και με μια έννοια του στρατηγικού προσανατολισμού μέσα στις αλλαγές που αναπόφευκτα θα προκαλέσει η πρωτοφανής κρίση του 2020. Σύμφωνα με τον Τύπο, όλοι οι μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι βρίσκονται σε πυρετώδεις προετοιμασίες για το πώς θα αρπάξουν τις ευκαιρίες της νέας εποχής. Μπορεί να στοιχηματίσει κανείς ότι τα χιλιοτραγουδημένα «επενδυτικά σχέδια» με στόχο την ανάπτυξη, θα έχουν δυο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Αφενός, την απαίτηση για να περάσουν οι πόροι των ενισχύσεων κατ’ ευθείαν στις επιχειρήσεις (γιατί έτσι, λέει, θα προκύψει «πολλαπλασιασμένο» κοινωνικό όφελος) και, αφετέρου, οι εργασιακές σχέσεις σε αυτή τη νέα «φάση» θα ωθηθούν σε κατώτερο επίπεδο, ακόμα και σε σύγκριση με το τσακισμένο σημερινό. Για αυτές τις απαιτήσεις προετοιμάζεται το σύνολο του κυβερνητικού επιτελείου και ειδικότερα ο Χατζηδάκης με το αντιδραστικό νομοσχέδιό του.
Επερχόμενες δοκιμασίες
Προκαλεί εντύπωση η απόσταση «ανεμελιάς» που χωρίζει τις κυβερνητικές αποφάσεις με τις κρίσιμες συζητήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας διεθνώς. Ο Μητσοτάκης κινείται με μπούσουλα ένα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο μοντέλο, την ώρα που στην Αμερική του Μπάιντεν ξανασκέφτονται τον Κέινς. Η ευφορία για τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις απωθεί κάθε προβληματισμό για τις σκληρές δοκιμασίες που επέρχονται για όσους είναι εγκλωβισμένοι στον «ευρωπαϊκό μονόδρομο». Ο Σόιμπλε, όμως, υπενθύμισε σε όλους ότι τα μέτρα «χαλάρωσης» είναι συγκυριακού χαρακτήρα, ότι η πανδημία έχει επιφέρει εκτίναξη του χρέους όλων των χωρών-μελών της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας) και ότι την επόμενη μέρα θα καταστεί αναγκαία μια «πολιτική μείωσης των χρεών… ένα νέο Σύμφωνο Εξόφλησης Χρεών». Το μνημόνιο 5 βρίσκεται καθ’ οδόν.
Η «ορμή» του Μητσοτάκη προς την οικονομία, θα συναντήσει μεγάλα προβλήματα. Τους ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστών σχετικά με το ποιοι θα βρεθούν σε πιο προνομιακή θέση στο επερχόμενο μεγάλο πλιάτσικο. Την αντίδραση των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών μπροστά στα νέες απειλές στα στοιχειώδη εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ακόμα και την «ανελαστικότητα» ορισμένων κοινωνικών κατακτήσεων, που δεν είναι καθόλου εύκολο απλώς να κατεδαφιστούν. Για παράδειγμα, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης που επιχειρεί ο Τσακλόγλου, αν δεν συνδυαστεί με κρατική-συνταγματική εγγύηση των πόρων των ασφαλισμένων και με αύξηση (!) των εργοδοτικών εισφορών –όπως έγινε στην Αυστραλία και άλλες χώρες μοντέλα αυτής της πολιτικής– θα ισοδυναμεί με απλή και καθαρή ληστεία.
Όμως υπάρχουν και άλλες πλευρές της επικαιρότητας που δείχνουν επερχόμενες δοκιμασίες για την κυβερνητική συνοχή. Ο Τζ. Πάιατ «έστησε» συνέντευξη σε κυριακάτικη εφημερίδα, για να προαναγγείλει επισήμως ότι «οι ΗΠΑ καλωσορίζουν την Ελλάδα στο πρόγραμμα των F-35». Τέτοιας κλίμακας εξοπλισμοί, την ώρα που καταρρέουν τα νοσοκομεία, λειτουργούν αντικειμενικά σαν μια μεγάλη πρόκληση. Λίγες μόλις βδομάδες μετά τις μαγκιές του Δένδια στην Κωσταντινούπολη, ο Β. Βενιζέλος δηλώνει ότι η καταφυγή στη Χάγη υπήρξε «εθνική στρατηγική» από το 1976 και την κυβέρνηση Καραμανλή, που επιβεβαιώθηκε από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ το 2013, και που σήμερα δεν έχει καμιά άλλη εναλλακτική. Σε λίγες μέρες άλλωστε, στην πενταμερή υπό τον ΟΗΕ για το κυπριακό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Δένδιας θα υποχρεωθούν να αναμετρηθούν με αυτές τις «υπενθυμίσεις».
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δείχνουν ότι οι προοπτικές του Μητσοτάκη παραμένουν σοβαρά υπονομευμένες. Αυτές οι πραγματικότητες ερμηνεύουν τον υψηλό βαθμό «πολιτικής κινητικότητας» που χαρακτηρίζει τις εξελίξεις ακόμα και σε μεγάλες χώρες. Για να μη ξεχνιόμαστε, η «ηγεμονική» Μέρκελ βρίσκεται πλέον μπροστά στην προοπτική του να παραδώσει την καγκελαρία σε εκπρόσωπο των… Πρασίνων.
Οι ελπίδες του Μητσοτάκη να ελέγξει αυτή την κινούμενη άμμο, σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στα κενά της πολιτικής της Αριστεράς.
ΣΥΡΙΖΑ
Στον εσωκομματικό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διακρίνει κανείς δύο μεγάλα θέματα. Το πρώτο αφορά τη σχέση της καθημερινής πολιτικής με τη στρατηγική. Χρειάζεται «σκοπός»; Χρειάζεται μια «αριστερή αφήγηση» μέσα στην οποία να εντάσσεται η αντιπολιτευτική τακτική και το κάλεσμα για μια «δεύτερη φορά»; Ο Τσίπρας, στην πράξη, απαντά αρνητικά. Πιστεύει ότι σήμερα μπορεί να ζητά ενίσχυση του ΕΣΥ και αύριο να υπερψηφίζει την αγορά των Ραφάλ. Σήμερα να καταγγέλει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη και χθες να υπερψηφίζει τη Σύμβαση ξεπουλήματος του Ελληνικού στον Λάτση. Θα διαπιστώσει ότι αυτά δεν λειτουργούν αθροιστικά, θα υποχρεωθεί να θυμηθεί ότι η διαβόητη «πολυσυλλεκτικότητα» της σοσιαλδημοκρατίας πέθανε, όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διέψευσαν τη γενική τους «αφήγηση» για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων μέσα στον καπιταλισμό και πήραν το δρόμο του σοσιαλφιλελευθερισμού. Το δεύτερο, αφορά το θέμα της «εμπιστοσύνης». Η εμπειρία του 2015 παραμένει ενεργή και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέχει μια πειστική αυτοκριτική για τη νεομνημονιακή στροφή του, δεν θα μπορεί να συγκροτήσει συνεκτικό και πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα. Παρά τους εκλογικούς εκβιασμούς που μπορεί να προκαλέσει η κάλπη, δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα μπορέσει να απαντήσει αποτελεσματικά στις επιθέσεις της πολιτικής Μητσοτάκη.
Αριστερά
Το ΚΚΕ παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα κάποιες αξιοσημείωτες επεξεργασίες (με τελευταίο παράδειγμα τις θέσεις της ΚΕ για το 1821), αλλά και κάποια «ανοίγματα» με σημασία για το κίνημα σε ορισμένους μαζικούς χώρους. Όμως το σύνολο των θέσεων, μπροστά στο επερχόμενο συνέδριό του, φροντίζει να υποβαθμίζει ή και να υπονομεύει αυτά τα ανοίγματα. Μια τακτική «προετοιμασίας» των κομματικών δυνάμεων, για όταν «προκύψει επαναστατική κατάσταση», όπου τότε και μόνο τότε θα είναι εφικτές «διεκδικήσεις θετικών κατακτήσεων για το σύνολο της εργατικής τάξης», είναι μια κατεύθυνση που παραμένει κάτω από τις ανάγκες του κόσμου μας.
Αυτή η κατάσταση στους «μεγάλους» σχηματισμούς βάζει αντικειμενικά αυξημένα καθήκοντα στο χώρο στα αριστερά τους. Όπου δυστυχώς κυριαρχεί η σύγχυση και ο κατακερματισμός. Το ΝΑΡ παρουσιάζοντας τις απόψεις του για το Κόμμα/Μέτωπο/Κίνημα, υπογραμμίζει: «Μιλάμε όχι για ένα οποιοδήποτε μέτωπο, αλλά για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο και όχι για ένα οποιοδήποτε κίνημα, αλλά για το ταξικά ανασυγκροτημένο μαζικό-πολιτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα». Το πρόβλημα βεβαίως αναδύεται αμέσως: Γιατί η συγγραφή 5-10 «καθαρών» στόχων πάλης δεν αρκεί για να συγκροτήσει «αντικαπιταλιστικό μέτωπο», ούτε η συνεργασία μεταξύ κάποιων «ταξικών» πρωτοβάθμιων σωματείων μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο ενός «ταξικά ανασυγκροτημένου μαζικού εργατικού κινήματος». Και στο μεταξύ, οι ακροβασίες μεταξύ της επιθυμητής «καθαρότητας» και των πραγματικών δυνατοτήτων παρέμβασης, καταλήγουν να υποβαθμίζουν τις εφικτές ενότητες δράσης σε ριζοσπαστική πολιτική κατεύθυνση, που είναι εδώ και τώρα αναγκαίες. Με αυτή τη νοοτροπία, όχι μόνο δε δημιουργούνται βάσεις νέας μετωπικής συνεργασίας, αλλά υποβαθμίζονται και προϋπάρχουσες «ενότητες», όπως συμβαίνει με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το τελευταίο διάστημα.
Ο «Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων» παρουσίασε μια πρόταση για «Συμμαχία διαλόγου, δράσης και αγώνα της μαχόμενης Αριστεράς». Σε πολλά σημεία της ανάλυσης της συγκυρίας και των καθηκόντων συμφωνούμε και μάλιστα σε προωθημένο βαθμό. Όμως αυτή η κατεύθυνση δεν μπορεί να προωθηθεί με την «ίδρυση» μετώπων σε χώρους ή θέματα, που θα στηρίζεται κυρίως στη διατύπωση «στόχων», στη συμμετοχή κάποιων ανένταχτων και σε περιορισμένες δυνατότητες δράσης.
Σε ό,τι μας αφορά, δεσμευόμαστε στις συνεργασίες, επιδιώκουμε την κοινή δράση σε ριζοσπαστική-μαχόμενη πολιτική, θεωρούμε θετική την όσμωση μεταξύ οργανωμένων δυνάμεων που επιδιώκουν μαζική πολιτική. Αντιμετωπίζοντας συντονισμένα τα καθήκοντα που προκύπτουν –πχ στη φετινή Πρωτομαγιά– χτίζοντας σχέσεις εμπιστοσύνης που μπορούν να στηρίξουν μονιμότερες κοινές δράσεις –στους εργατικούς χώρους, στα αυτοδιοικητικά σχήματα, στον αντιρατσισμό, στον αντισεξισμό κλπ– ανοίγοντας την αναγκαία ιδεολογικοπολιτική συζήτηση, μπορούμε να χτίσουμε σε σταθερά θεμέλια την πρωτοβουλία για τη μετωπική παρέμβαση, που είναι πράγματι αναγκαία. Αν αυτά προχωρήσουν, αν μέσα από αυτά προκύψει η αναγκαία προγραμματική και πολιτική «ωρίμανση», τότε θα μπορούσε να τεθεί ξανά το ζήτημα της παρέμβασης και στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.