Να ανοίξουν οι σχολές με τα απαραίτητα μέτρα προστασίας

Η κυβέρνηση κρατάει κλειστή την τριτοβάθμια εκπαίδευση
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης

Εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο η κυβέρνηση έχει επιλέξει να κρατήσει κλειστά τα πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα. Η πολιτική της κυβέρνησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εν μέσω πανδημίας, αλλά και για τις υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες, αποδεικνύει αδιαφορία και περιφρόνηση. Εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες έχουν γίνει σάκος του μποξ με τα συνεχόμενα «άνοιξε-κλείσε» και τις παλινωδίες του Υπουργείου που από τη μία διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού μέσα στα σχολεία και λίγες μέρες μετά δεκάδες ή/και εκατοντάδες τμήματα κλείνουν λόγω κρουσμάτων.  Τελευταία επεισόδια της διαρκούς κυβερνητικής αποτυχίας ήταν η καθυστέρηση των self test για μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς αλλά και η αιφνιδιαστική απόφαση για πρόωρο τερματισμό των μαθημάτων στη Γ Λυκείου λόγω φόβου κρουσμάτων για τα παιδιά που θα δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις.
Lockdown και τηλεκπαίδευση
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η κυβέρνηση έχει ακολουθήσει μία τακτική που πατάει σε δύο άξονες. Από τη μία ένα διαρκές lockdown και μονιμοποίηση του καθεστώτος της τηλεκπαίδευσης και από την άλλη μία σκληρή νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» πολιτική, με ισχυρές δόσεις αυταρχισμού και καταστολής. Η εκπαιδευτική δραστηριότητα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχει μεταφερθεί εξ ολοκλήρου στον «ψηφιακό χώρο» με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης. Τα προβλήματα αυτά αφορούν τόσο τη δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο όλων των φοιτητών/τριών (και μάλιστα με τις απαραίτητες ταχύτητες) όσο και τη φυσική εξάντληση φοιτητών/τριών και εκπαιδευτικών από τη συνεχή διαδικτυακή λειτουργία. Οι σχολές μέχρι πρότινος είχαν κυριολεκτικά ερημώσει ενω΄την ίδια στιγμή δεκάδες χιλιάδες πρωτοετείς φοιτητές/τριες που μπήκαν στο πανεπιστήμιο δεν έχουν δει πώς είναι η σχολή τους. Αν ήταν τουριστική επίχειρηση το πανεπιστήμιο ίσως και να άνοιγε. Δεν είναι όμως -ακόμα- επιχείρηση.
Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση επέλεξε να περάσει ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο νομοσχέδιο στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, σε μία παγκοσμίως πρωτότυπη συνεργασία των Υπουργείων Παιδείας και ΠροΠο. Η πανεπιστημιακή αστυνομία σίγουρα μονοπώλησε τη συζήτηση και ήταν το κεντρικό σημείο της αντιπαράθεσης του φοιτητικού κινήματος με την κυβέρνηση, όμως και οι υπόλοιπες διατάξεις του νόμου δεν είναι ήσσονος σημασίας. Η βασική του κατεύθυνση είναι αυτή της συνεχούς υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου σε όφελος των ιδιωτικών κολλεγίων ενώ ταυτόχρονα οδηγεί τα δημόσια πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Φοιτητικό κίνημα: συμπεράσματα και προβληματισμοί
Η πολιτική της κυβέρνησης βρήκε μαζικές απαντήσεις στο δρόμο, με πολύ μεγάλες διαδηλώσεις οι οποίες είχαν αντοχή και διάρκεια, σε μία ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία με κλειστές σχολές λόγω πανδημίας και ένα σημαντικό τμήμα φοιτητών/τριών μακριά από τις πόλεις που σπουδάζουν. Αυτή η μαζική κινητοποίηση ήταν πολύ σημαντική, παρότι ο νόμος πέρασε. Πρώτον, αποδεικνύει ότι υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες αντίστασης μέσα στα πανεπιστήμια και δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για να συνεχιστεί η αντιπαράθεση για τη μη εφαρμογή του νόμου. Δεύτερον, κατάφερε έστω και μία μικρή υποχώρηση στο θέμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας από τη μεριά της κυβέρνησης. Από αυτό μπορεί κανείς να βγάλει συνολικότερα συμπεράσματα για την περίοδο που διανύουμε: για να πετύχουμε έστω και μικρές νίκες ή υποχωρήσεις από τη μεριά της κυβέρνησης χρειάζεται να ενωθούν στο δρόμο και στον αγώνα μεγάλες και διαφορετικές δυνάμεις. Για κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια χρειάζεται να είναι καθαρό πως ο αγώνας για την οικοδόμηση μαζικών και ενωτικών αντιστάσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεκδίκηση νικών.
Από την προηγούμενη περίοδο των μαζικών φοιτητικών κινητοποιήσεων, υπάρχουν όμως και δύο κρατούμενα, που θα πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά. Το πρώτο είναι οι ίδιοι οι φοιτητικοί σύλλογοι. Υπήρξε η αντίφαση από τη μία να υπάρχουν μαζικές ζωντανές διαδηλώσεις και από την άλλη να υπάρχει μεγάλη αδυναμία στο να βγουν γενικές συνελεύσεις. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία και η αξία των φοιτητικών συλλόγων προφανώς αλλά χρειάζεται να διεκδικηθεί επί της ουσίας η ενίσχυσή τους και όχι να επικρατήσει μία εθιμική επίκληση σε Φοιτητικούς Συλλόγους που δε συνεδριάζουν και Διοικητικά Συμβούλια που έχουν εκλεγεί πάνω από δύο χρόνια πριν. 
Το δεύτερο αφορά τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των φοιτητών/τριών. Το αίτημα για  «ανοιχτές σχολές με μέσα προστασίας» ήταν ένα σωστό αίτημα και στηρίχθηκε από το σύνολο των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε αντίθεση με τη γραμμή των καταλήψεων που υποστηρίχθηκε από δυνάμεις του χώρου της αναρχίας. Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές διαφωνίες μέσα στο κίνημα πρέπει να λύνονται με τρόπο πολιτικό: μέσα στις μαζικές διαδικασίες, στις διαδηλώσεις στο πάλεμα της πολιτικής γραμμής. Είμαστε απολύτως ενάντια σε κάθε λογική που θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλει την πολιτική της άποψη με ξύλο, βία και τραμπουκισμούς που θυμίζουν κόντρες οπαδών παρά πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Τη στιγμή που οι σχολές είναι κλειστές με κυβερνητική εντολή, το αίτημα να ανοίξουν είναι και ριζοσπαστικό και πάει κόντρα στην κυβερνητική πολιτική. Σαφώς αυτό πρέπει να ενισχυθεί με έναν συνολικότερο αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, θα είναι κρίσιμο πώς θα σταθούν οι δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος στη μάχη ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Από αυτή την άποψη όλες οι προσπάθειες να γίνουν μαζικές διαδικασίες μέσα στις σχολές, πολιτικές εκδηλώσεις, πολιτιστικά δρώμενα, «αντιμαθήματα» κλπ κατάφεραν να ανοίξουν μερικώς τις σχολές. 
Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο φοιτητικό κίνημα θα έπρεπε να συνεχίσουν να διεκδικούν το άμεσο άνοιγμα των σχολών με τα απαραίτητα μέτρα (χωρίς οικονομική επιβάρυνση για φοιτητές/τριες και εκπαιδευτικούς), την κανονική διεξαγωγή των εξετάσεων με φροντίδα για όσους και όσες μένουν μακριά να υπάρχει η εναλλακτική της διαδικτυακής εξέτασης. Ταυτόχρονα χρειάζεται σε κάθε σχολή να γίνει προσπάθεια οργάνωσης του αγώνα ενάντια στο νόμο για τα εργασιακά που αφορά και τη σπουδάζουσα νεολαία ως το αυριανό (και το σημερινό) εργατικό δυναμικό που θα είναι πιο ευάλωτο στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Έτσι χτίζονται ευρύτερες συμμαχίες με το εργατικό κίνημα που μπορούν να διεκδικήσουν νίκες. Αυτή είναι η συνέχεια που μπορεί να δοθεί στο προηγούμενο κύμα αγώνων της νεολαίας που μπορεί να θέσει τη βάση για τη μη εφαρμογή του νόμου Κεραμέως- Χρυσοχοΐδη όταν οι σχολές ανοίξουν.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία