(ολόκληρο στο Rproject.gr)
(ολόκληρο στο Rproject.gr)
Η σφαγιαστική επίθεση του Κράτους του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, ανάμεσα στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και τα σοβαρά καθήκοντα που θέτει μπροστά στις δυνάμεις της Αριστεράς διεθνώς, στον ελλαδικό χώρο βάζει ένα πρόσθετο ζήτημα.
Το ελληνικό κράτος, εδώ και χρόνια, δεν βρίσκεται απλώς σε συμμαχικές σχέσεις με το Κράτος του Ισραήλ, αλλά σε σχέσεις στρατιωτικού-διπλωματικού-οικονομικού «άξονα» μαζί του. Οι χασάπηδες που σήμερα κατακρεουργούν τη Γάζα, έχουν πυκνότατη στρατιωτική παρουσία στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας, 365 μέρες το χρόνο: έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των πιλότων της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας (αναλαμβάνοντας επισήμως το Κέντρο στην Καλαμάτα), συμμετέχουν με ειδικές δυνάμεις, αεροπλάνα και ναυτικό σε όλες τις μεγάλες «ασκήσεις» του ελληνικού στρατού, τροφοδοτούν με πυραύλους και «έξυπνα» βλήματα το πυροβολικό που έχει αναπτυχθεί στα νησιά κ.ο.κ.
Για όποιον καταλαβαίνει, η στρατηγική του Κράτους του Ισραήλ δεν περιορίζεται στην εξόντωση των Παλαιστινίων. Αποσκοπεί στην ευρύτερη πειθάρχηση της Μέσης Ανατολής, που –αν χρειαστεί– περιλαμβάνει και την πολεμική αντιμετώπιση του Ιράν.
Κατά συνέπεια, η εμπλοκή της χώρας σε μια τόσο στενή και τόσο προωθημένη «συμμαχία» με το Ισραήλ –υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ– ενέχει εγκληματικές ευθύνες και πολύ επικίνδυνες προοπτικές.
Η εμπλοκή αυτή έγινε εφικτή πολιτικά, κάμπτοντας το εύρος και την ένταση των αντιπολεμικών-αντιιμπεριαλιστικών-φιλοπαλαιστινιακών αισθημάτων που κυριαρχούσαν στην κοινή γνώμη τις προηγούμενες δεκαετίες, με την ένταξη των «τριαδικών αξόνων» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) στο «οπλοστάσιο» του ελληνικού κράτους για την αντιμετώπιση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Τουρκία.
Η στρατηγική των «αξόνων» (που κάποτε χαρακτήριζε μόνο την ακροδεξιά, τη σαμαρική πτέρυγα της Δεξιάς και το Δίκτυο 21) επεκτάθηκε σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, στο σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων –με την εξαίρεση του ΚΚΕ– συμπεριλαμβανομένου του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015. Οι ευθύνες του Αλ. Τσίπρα και του Ν. Κοτζιά που όχι μόνο αποδέχθηκαν αλλά επιτάχυναν αυτή τη στρατηγική, είναι παραπάνω από βαριές.
Η πολιτική αυτή έγινε κυρίαρχη επιλογή για τις δυτικές δυνάμεις στην πολιτική τους στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω δύο παραγόντων που ξεδιπλώθηκαν σταδιακά στα τελευταία χρόνια:
α) Το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, ακόμα και ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στην Ελλάδα, έχει μάθει να αντιδρά και να σκέφτεται θεωρώντας ως δεδομένο ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός (κυρίως οι ΗΠΑ και η ΕΕ) «υποστηρίζουν την Τουρκία» και κρύβονται πίσω από αυτήν, πιέζοντας διαρκώς την «πτωχή πλην τίμια» Ελλάδα, για να υποχωρεί στο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Είναι τμήμα της μεταπολιτευτικής ιδεολογικής «τακτοποίησης», ένα τμήμα των ιδεολογημάτων δια των οποίων οι καθεστωτικές δυνάμεις «εσωτερίκευσαν δημιουργικά» στον πληθυσμό την ήττα του 1974 στην Κύπρο.
Σήμερα, όλα αυτά τα ανακλαστικά, όλος αυτός ο τρόπος σκέψης, βρίσκεται εκτός πραγματικότητας.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται επισήμως σε δυναμική σύγκρουσης. Οι ΗΠΑ, ακόμα επί Τραμπ, επέβαλαν κυρώσεις στην Τουρκία απαιτώντας να σταματήσει το πρόγραμμα ανάπτυξης των ρωσικών πυραύλων S400 που έχει προμηθευτεί ο Ερντογάν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν επέκτεινε τις κυρώσεις, αναγνώρισε τις σφαγές των Αρμενίων του 1915 ως «γενοκτονία», αποκάλεσε την Ισταμπούλ σε επίσημη-καταγεγραμμένη δήλωση «Κωνσταντινούπολη» και απέκλεισε την Τουρκία από τη Νατοϊκή άσκηση Defender, που ξεκίνησε από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγα χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις βρίσκονται και αυτές σε δυναμική σύγκρουσης. Η ΕΕ έχει αποφασίσει επίσης την επιβολή κυρώσεων, εξαρτώντας το χρόνο πυροδότησής τους από τη συμμόρφωση της Τουρκίας στο λεπτομερές πρόγραμμα «προϋποθέσεων» που έχει υποβάλει η Έκθεση Μπορέλ. Οι συνέπειες αυτής της στάσης της ΕΕ είναι ήδη ορατές στην επιδείνωση της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας και ειδικότερα του τομέα των τραπεζών.
Η πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι σαφής. Διαμηνύουν στην κυρίαρχη τάξη και τις κρατικές γραφειοκρατίες της γειτονικής χώρας ότι οι «ευελιξίες» στην πολιτική του Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, δεν είναι πλέον ανεκτές. Ζητούν είτε την έμπρακτη αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν (αρχίζοντας πχ με την ακύρωση του προγράμματος S400), είτε την ανατροπή του Ερντογάν. Δεν διστάζουν να υπογραμμίζουν αυτή την απαίτηση με «κινήσεις» σημαντικής πίεσης στο διπλωματικό, το στρατιωτικό και τον οικονομικό τομέα.
Αυτή η πολιτική βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε φάση διαρκούς όξυνσης.
Η πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων στα τελευταία χρόνια ήταν συγκεντρωμένη στην προσπάθεια να μετατρέψουν το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, σε «ελληνικό πλεονέκτημα» στον εν εξελίξει ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μόνο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η βαθύτερη εμπλοκή του ελληνικού κράτους στους μηχανισμούς της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Το απεικονίζουν χαρακτηριστικά ο «άξονας» με το Ισραήλ, αλλά και η «μετακόμιση» της ισχύος ως βάσης του Ιντσιρλίκ στη Σούδα της Κρήτης. […]
β) Η στρατηγική των υδρογονανθράκων.
Ο παράγοντας που απογείωσε τον ελληνοτουρκικού ανταγωνισμό και τον οδήγησε στο παρά πέντε μιας θερμής αντιπαράθεσης, ήταν η διαβόητη στρατηγική των υδρογονανθράκων. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο για την εξόρυξη μεγάλων ποσοτήτων φυσικού αερίου από τα υπαρκτά (ή υποθετικά) κοιτάσματα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και της μεταφοράς τους στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού East Med.
Το σχέδιο αυτό συγκεκριμενοποιούσε μια νέα κατανομή ισχύος που υποστήριζαν οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Όλα τα δικαιώματα ερευνών-εξόρυξης-εμπορίας επί των κοιτασμάτων παραχωρήθηκαν με αποφάσεις των κυβερνήσεων των τριαδικών «αξόνων» στο πανίσχυρο κονσόρτιουμ των εξορυκτικών πολυεθνικών με «συντονιστή» τη Noble Energy (εταιρεία που έπαιξε «μαύρο» ρόλο στην εισβολή στο Ιράκ και είχε ως διευθύνοντα σύμβουλο τον Ντικ Τσένι, τον πανίσχυρο αντιπρόεδρο του Μπους). Σήμερα η Noble Energy έχει εξαγοραστεί από τον αμερικανικό κολοσσό Chevron, ενώ στο κονσόρτιουμ συμμετέχουν η επίσης αμερικανική Exxon Mobile, η γαλλική Total, η ιταλική Eni κ.ά.
Τα κράτη-πατρίδες αυτών των πολυεθνικών έσπευσαν να πάρουν θέση στο «τραπέζι», υπενθυμίζοντας τη στρατιωτική δύναμή τους: Ο αμερικανικός 6ος Στόλος αύξησε την παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο, με κέντρο τη Σούδα. Η Γαλλία απέκτησε μόνιμο πολεμικό ναύσταθμο στην Κύπρο. Η Βρετανία αναβάθμισε σημαντικά την καταστρεπτική ισχύ των αεροπορικών βάσεων που διαθέτει στην Κύπρο.
Η γεωπολιτική του East Med ουσιαστικά απέκλειε την Τουρκία από σημαντική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, έθετε ως προαπαιτούμενο τη διασφάλιση της γεωγραφικής συνέχειας των ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας, οδηγώντας έτσι σε μια μεγάλη αναβάθμιση του ελληνικού ρόλου. Οι χάρτες για τις ΑΟΖ που πλημμύρισαν τον Τύπο τα τελευταία 10-15 χρόνια –που περιορίζουν την Τουρκία σε μια μικρή λωρίδα κυριαρχίας στη θάλασσα, γύρω από τα παράλιά της– εκπονήθηκαν από τα κονσόρτιουμ των πολυεθνικών εξόρυξης και δόθηκαν στη δημοσιότητα μονομερώς από την κυβέρνηση του Ισραήλ. […]
Προς τη Χάγη;
Απέναντι στη συγκρότηση των τριαδικών «αξόνων», το σχέδιο East Med, τη συνακόλουθη κατανομή ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο και την προφανή υποστήριξή του από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, η τουρκική κυβέρνηση δεν έμεινε αδρανής.
Η τακτική των μονομερών διεκδικητικών ενεργειών στη θάλασσα, αποδείχθηκε περιορισμένης σημασίας, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Η παρουσία των αμερικανικών και γαλλικών αεροπλανοφόρων δεν άφηνε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτών των «προκλήσεων». Συνειδητοποιώντας αυτόν το συσχετισμό, το καθεστώς Ερντογάν στράφηκε προς τις διαδικασίες του… Διεθνούς Δικαίου, δηλώνοντας ότι επιδιώκει και αποδέχεται «διάλογο» υπό διεθνή εποπτεία. […]
Αξιοποίησε μάλιστα τις καθυστερήσεις της Αθήνας στις σχετικές αποφάσεις, για να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά για πολιτική «μονομερών ενεργειών» και προσπάθεια «επιβολής τετελεσμένων». Μετά το αργοπορημένο ξεκίνημα των διερευνητικών επαφών, παρέμεινε ψύχραιμα σε αυτή τη γραμμή, παρά τις «μαγκιές» του Δένδια στη συνάντηση με τον Τσαβούσογλου.
Η στροφή του Ερντογάν προς την πολιτική διαπραγμάτευσης υπό διεθνή (δυτική) εποπτεία, μια στροφή υποχρεωτική λόγω της δυσμενούς θέσης του, θέτει την κυβέρνηση Μητσοτάκη μπροστά σε στρατηγικές και διχαστικές αποφάσεις. […]
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ο αρχιτέκτονας της πολιτικής που έχει προετοιμάσει το ελληνικό κράτος για το ενδεχόμενο καταφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Το 2014, λίγο πριν την ήττα της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσε (εκ μέρους και του Σαμαρά…) μια δήλωση του ελληνικού κράτους προς τους διεθνείς θεσμούς, όπου προειδοποιούσε ότι δεν αναγνωρίζει καμία εξουσία και αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου σε: α) Θέματα κυριαρχίας επί χερσαίου εδάφους (βραχονησίδες κ.ο.κ.) β) Θέματα εύρους χωρικών υδάτων (δικαίωμα επέκτασης ως τα 12 ν.μ.) και συσχετισμού των χωρικών υδάτων με τον εθνικό εναέριο χώρο και γ) Θέματα που άπτονται του σχεδιασμού της Εθνικής Άμυνας (στρατιωτικοποίηση των νησιών).
Αυτή είναι η βάση της πολιτικής που, προς ώρας, υλοποιούν ο Μητσοτάκης και ο Δένδιας: Αν χρειαστεί να καταφύγουμε στη Χάγη, τότε εκεί συζητάμε ένα και μόνο θέμα: τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Όμως όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η βάση είναι ασθενική και προσχηματική. […] Παίρνοντας υπόψη κανείς τη γραμμή των ΗΠΑ και της ΕΕ μπορεί εύκολα να προβλέψει ότι ένας «συμβιβασμός» που μπορεί να προκύψει εκεί, θα είναι θετικός για την ελληνική πλευρά. Όμως θα είναι ένας συμβιβασμός που θα απέχει αισθητά από τις μαξιμαλιστικές προσδοκίες που η εθνικιστική ρητορική έχει καλλιεργήσει στην κοινή γνώμη. Γιατί το Διεθνές Δικαστήριο δεν πρόκειται να θεσμοθετήσει «λύσεις» που οι ιμπεριαλιστές θα βρουν μπροστά τους ως εμπόδιο, είτε στους δικούς τους ανταγωνισμούς, είτε ενάντια σε συμφέροντά τους σε άλλες περιοχές του πλανήτη. […]
Κυριαρχικά δικαιώματα;
Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη ελίτ στο ελληνικό κράτος βρίσκεται μπροστά στην ενδεχόμενη υποχρέωση να αναγνωρίσει στο εσωτερικό της χώρας ότι πολλοί από τους στόχους επέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας που κατά την προηγούμενη περίοδο προβλήθηκαν ως, τάχα, αυτονόητες συνέπειες του Διεθνούς Δικαίου ήταν μαξιμαλιστικές επιδιώξεις.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν. μίλια δεν αποτελεί «δικαίωμα» που μπορεί να ασκηθεί μονομερώς. Το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι του ορίου των 12 ν.μ., αλλά καθώς πρόκειται για επέκταση της εθνικής/κρατικής κυριαρχίας που ισοδυναμεί με αλλαγή συνόρων, υπό την προϋπόθεση διεθνούς συμφωνίας. […]
Η στρατιωτικοποίηση των νησιών, παρότι αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, είναι κάτι που είχε αποδεχθεί σιωπηλά η Τουρκία για 3-4 δεκαετίες. Τι άλλαξε; Ο προσεκτικός αναγνώστης των «εθνικών» και φιλομιλιταριστικών sites θα διαπιστώσει έναν «υπερήφανο» νεωτερισμό: η εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας δίνει στο πυροβολικό ξηράς καταστρεπτική ισχύ μεγάλων αποστάσεων. Ο «πυραυλοκεντρικός πόλεμος» μετατρέπει τα νησιά από αμυντικό πρόβλημα σε επιθετικό πλεονέκτημα, που μπορεί να απειλήσει τις παραγωγικές βάσεις και τις πόλεις του αντιπάλου. […]
Το ζήτημα του εθνικού εναέριου χώρου, διεθνώς ταυτίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Η ελληνική «πατέντα» με χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ. και εναέριο χώρο (εντός του οποίου γίνονται οι «αναχαιτίσεις») στα 10 ν.μ., δεν είναι δυνατόν να εγκριθεί σε καμιά διεθνή διαδικασία.
Τέλος, η υφαλοκρηπίδα και οι ΑΟΖ, σε περιοχές με αντιτιθέμενα συμφέροντα εντός της μάξιμουμ ζώνης των 200 ν.μ., καθορίζονται μόνο εάν υπάρξει διεθνής συμφωνία οριοθέτησης και έγκρισής τους. Η εξέλιξη στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ενεργοποίηση όλων των χωρών, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, περίπλοκη και πιθανότατα επώδυνη.
Η εκτίμηση των ελληνικών ελίτ ότι σε όλα αυτά τα θέματα θα μπορούσε να επιβληθεί, δια των τετελεσμένων, η δική τους «ανάγνωση» του Διεθνούς Δικαίου, έβαζε όλα τα αυγά στο καλάθι της υποστήριξης από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Που θεωρήθηκε και θεωρείται ως δεδομένη και διαρκής. Όμως η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μεταστροφής των Μεγάλων Δυνάμεων. Πριν από 100 χρόνια, έσπρωξαν το ελληνικό κράτος στο τυχοδιωκτισμό της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Όταν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί απέσπασαν, τότε, τα «λάφυρα» που επιδίωκαν, βρήκαν ένα συμβιβασμό με τη νέα Τουρκία του Κεμάλ. Και άφησαν τους ντόπιους να αλληλοσφαγούν ανενόχλητοι. […]
Συμπερασματικά
α) Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, είναι ο ανταγωνισμός των δύο αστικών τάξεων για ισχύ και κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή. Καμιά από τις δύο δεν έχει εκ προοιμίου «δίκιο», ο ρόλος του αμυνόμενου και του επιτιθέμενου εναλλάσσεται συγκυριακά μεταξύ τους.
β) Το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης θα κριθεί, σε σημαντικό βαθμό, από τη στάση των μεγάλων δυνάμεων, ειδικότερα των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού όχι μόνο δεν υποβαθμίζει αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη αυθεντικής αντιιμπεριαλιστικής γραμμής. Η ρήξη με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τους τριαδικούς «άξονες» είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και για όποιες φιλολαϊκές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
γ) Η αντίθεση στον πόλεμο, η αδιαπραγμάτευτη υποστήριξη της ειρήνης, πέρα από τα απατηλά πολεμοκάπηλα ιδεολογήματα των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» πρέπει να αποτελεί πρωτεύουν πολιτικό κριτήριο για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες. Οι διαρκείς εξοπλισμοί είναι μια επιλογή οικονομικοκοινωνικά παράλογη και πολιτικά αντιδραστική και επικίνδυνη. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι χώρες σε οικονομική και κοινωνική κρίση. Η απόρριψη των εξοπλισμών είναι προϋπόθεση για να επικρατήσουν προτεραιότητες που θα λογοδοτούν στις κοινωνικές ανάγκες.
δ) Η στρατηγική των υδρογονανθράκων είναι απατηλή και επικίνδυνη. Ο εξορυκτισμός δένει χώρες και λαούς στην ουρά των μεγάλων πολυεθνικών, των μόνων δυνάμεων που μπορούν να τον υλοποιήσουν. Συμβάλει καθοριστικά στην απειλή κατά του περιβάλλοντος και η εγκατάλειψή του αναγνωρίζεται πλέον ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κλιματολογικής καταστροφής.
ε) Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες και στις δυο πλευρές των συνόρων, έχουν ανάγκη από μια αριστερή πολιτική που θα χαρακτηρίζεται από πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στην κυρίαρχη τάξη της «δικής της» χώρας. Κάθε υποχώρηση από αυτήν τη κατεύθυνση, κάθε υπόκλιση στην εθνική ενότητα υπό το πρόσχημα είτε του Διεθνούς Δικαίου είτε των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» είναι μετατόπιση προς τις σύγχρονες εκδοχές της παλιάς αμαρτίας του «σοσιαλιμπεριαλισμού». Δηλαδή, όπως υπογράμμιζε ο Λένιν, της προδοσίας της προτεραιότητας του κοινωνικού στοιχείου με άλλοθι την αναφορά στην προτεραιότητα του εθνικού.