«Ή τώρα ή ποτέ» κραυγάζει μαζί με τον Κλάους Ρέγκλινκ, τον επικεφαλής του ESM, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Το Βήμα» της Κυριακής 23/5.
Πρόκειται για μια παρατεταμένη προσπάθεια του καθεστωτικού Τύπου να δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας για τις προοπτικές του καπιταλισμού στην Ελλάδα αλλά, ταυτόχρονα, και ένα κλίμα «αυστηρότητας» σχετικά με την αναγκαία προσήλωση στις αντιμεταρρυθμίσεις, που ορίζονται ως η αναντικατάστατη προϋπόθεση για να επιτευχθεί η χιλιοτραγουδημένη «ανάπτυξη».
Σε αυτό το καλάθι τοποθετεί όλα της τα αυγά η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το σύνολο των νομοσχεδίων που έφερε, ή απειλεί να φέρει στο επόμενο διάστημα, χαρακτηρίζεται από μια ενότητα στην κατεύθυνση: Την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αλλά και του επιπέδου καταπίεσης πάνω στην κοινωνική πλειοψηφία. Λίγοι πλέον προσπαθούν να κρύψουν ότι αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε δραματική αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, που θα έλθει στην επιφάνεια αμέσως μόλις βγει η κοινωνία από τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας.
Αντίθετα αυτή η προοπτική της διευρυμένης ανισότητας κηρύσσεται ως «αναπόφευκτη», ή ίσως και «απελευθερωτική»: μόνο έτσι θα πειστεί, λέει, η κυρίαρχη τάξη να επενδύσει τμήμα από τα κολοσσιαία λιμνάζοντα κεφάλαια και, σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις, να οδηγήσει τη χώρα στον επόμενο «παρατεταμένο ανοδικό κύκλο». Κάθε απόκλιση, ισχυρίζονται, από αυτή την πολιτική θα ισοδυναμούσε με «ιστορικό έγκλημα» μέσα σε μια απολύτως ευαίσθητη συγκυρία.
Ασφαλώς η ναυαρχίδα της κυβερνητικής επίθεσης είναι το νομοσχέδιο του Χατζηδάκη για τα εργασιακά. Με στόχο να δημιουργήσει εκείνο το πλαίσιο όπου η εργατική τάξη θα οφείλει να εργάζεται περισσότερο, να αμείβεται λιγότερο, να μην διαθέτει ρυθμισμένα δικαιώματα κατά την εργασία της, αλλά και να αντιμετωπίζει ποιοτικά μεγαλύτερες δυσκολίες σε κάθε απόπειρα αντίστασης με το όπλο της απεργίας.
Όμως το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δεν είναι το μοναδικό. Ο νόμος για τη συνεπιμέλεια είχε ως στόχο να κηρύξει το τέλος του «προοδευτισμού» στα ζητήματα της οικογένειας και των κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνώς, με πρωτοπόρα τη σύγχρονη μαζική ακροδεξιά που εμπνέεται από τα μοντέλα και τις ιδέες του Στιβ Μπάνον, οι καθεστωτικές δυνάμεις προωθούν παντού αντιμεταρρυθμίσεις (στο οικογενειακό δίκαιο, στη νομοθεσία για τους βιασμούς κλπ) με στόχο την ενίσχυση της «αρρενωπότητας» σε βάρος των κατακτήσεων των γυναικών, κατακτήσεων που πλέον θεωρούνται ως υπερβολική πολυτέλεια. Η πίεση πάνω στις γυναίκες για μεγαλύτερο εγκλεισμό στο σπίτι, στο γάμο, στην πυρηνική οικογένεια, είναι μια πολιτική που απαλλάσσει τους καπιταλιστές από σημαντικά βάρη στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και γι’ αυτό πάει χέρι-χέρι με τις αντιμεταρρυθμίσεις που αυξάνουν το ποσοστό εκμετάλλευσης στο εργοστάσιο.
Πριν στεγνώσει το μελάνι στην επικύρωση του νόμου για τη συνεπιμέλεια στη Βουλή (με τις ψήφους μόνο της ΝΔ…), ο Τσιάρας προαναγγέλει παρέμβαση για τις φυλακές, με στόχο «να αυξηθεί ο χρόνος πραγματικής έκτισης ποινής εντός της φυλακής». Ο Χρυσοχοΐδης απαιτεί παρέμβαση για παράταση του χρονικού ορίου της αυτόφωρης κράτησης και απελευθέρωση των (χρονικών και θεσμικών) ορίων ανάκρισης «υπόπτων» από τις αστυνομικές αρχές.
Τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως «λεπτομέρειες» μέσα στη θύελλα που αντιμετωπίζουμε. Η περίοδος της πανδημίας έδωσε την αφορμή για μια σημαντική αναβάθμιση των δυνατοτήτων των κρατικών δυνάμεων και μηχανισμών καταστολής. Στη διάθεσή τους τέθηκε όλο το οπλοστάσιο των ηλεκτρονικών τεχνολογιών και τους επιτράπηκε μια πρωτοφανής «εξόρμηση» καταγραφής/παρακολούθησης όλων των δεδομένων που αφορούν τον εργαζόμενο πληθυσμό. Από αυτό το «κεκτημένο» δεν πρόκειται να παραιτηθούν εύκολα. Ο νόμος για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, όπως και η διαρκής παρουσία των δυνάμεων καταστολής στις συνοικίες, στις πλατείες κ.ο.κ., είναι τα σύμβολα αυτής της γενικότερης κατεύθυνσης.
Σε αυτή την πολιτική θα προσπαθήσει να στηρίξει όλες της τις προοπτικές η ηγετική ομάδα Μητσοτάκη. Είναι πολιτικά λάθος η τάση να αντιμετωπίζεται η ομάδα Μητσοτάκη σαν μια «ακροδεξιά απόφυση» μέσα στη ΝΔ. Αυτό που πραγματικά επιχειρεί είναι μια «ανασύνθεση» των καθεστωτικών δυνάμεων –με κορμό την παραδοσιακή Δεξιά και το «ακραίο» σοσιαλφιλελεύθερο κέντρο– γύρω από τα καθήκοντα υποστήριξης των γενικευμένων αντιμεταρρυθμίσεων. Η «καραμανλική πτέρυγα» και η «σαμαρική δεξιά» της ΝΔ, παρότι επέλεξαν να θυμίσουν την αυτόνομη ύπαρξή τους στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, δεν έχουν άλλο περιθώριο έξω από την πειθαρχική στήριξη, στο βαθμό που ο Μητσοτάκης θα κατορθώνει να καθοδηγεί τις ευρύτερες καθεστωτικές επιλογές. Από τον ίδιο αυτό παράγοντα θα εξαρτηθεί και η επιλογή του χρόνου για τις εκλογές, όπου η κυβέρνηση έχει να σταθμίσει το δικό της συμφέρον (πότε θα μπορούσε με μεγαλύτερη ασφάλεια να κερδίσει…), αλλά όχι αυτόνομα, μέσα στα χρονοδιαγράμματα που επιβάλουν οι αναγκαιότητες των αντιμεταρρυθμίσεων.
Την κατεύθυνση αυτή ο καθεστωτικός Τύπος υπαγορεύει ως υποχρεωτικό πλαίσιο και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ζητά από τον Αλ. Τσίπρα να αναπλάσει ολοκληρωτικά το κόμμα του, σε μια κατεύθυνση «δημοκρατικού πόλου», όμως της ίδιας καθεστωτικής πολιτικής. Και είναι κυριολεκτικά εντυπωσιακός ο βαθμός ανταπόκρισης από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλ. Τσίπρας παλεύοντας να κρατήσει «ζεστές» τις σχέσεις που έχτισε ως πρωθυπουργός με την ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους διεθνείς «θεσμούς», προετοιμάζει ο ίδιος τους όρους της επόμενης εκλογικής/πολιτικής ήττας του από τον Μητσοτάκη. Γιατί όταν συγκρούονται δύο εκδοχές περιτυλίγματος του ίδιου περιεχομένου, δυστυχώς ή ευτυχώς, συνήθως επικρατεί ο αυθεντικότερος και με τις λιγότερες αντιφάσεις εκφραστής.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι προοπτικές του Μητσοτάκη θα είναι άνετες. Κάθε άλλο. Το κλίμα αισιοδοξίας για τις ερχόμενες εξελίξεις είναι εν πολλοίς πλαστό και υπονομευμένο. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ φρόντισε να θυμίσει απειλητικά ότι «η βιωσιμότητα του χρέους θα είναι κυρίαρχο ζήτημα» στην επόμενη μακρά περίοδο. Η αποφασιστικότητα των καπιταλιστικών ομίλων «να αρπάξουν τις ευκαιρίες» των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, θα συνδυαστεί με «αναδιαρθρώσεις», με κλεισίματα επιχειρήσεων και μαζικές απολύσεις. Η επόμενη μέρα της πανδημίας θα βρει τους νοσηλευτές τσακισμένους από την κόπωση της υπερπροσπάθειάς τους, ενώ στα δημόσια νοσοκομεία η μόνη ορατή προοπτική θα είναι η… ιδιωτικοποίηση μέσω των διευρυμένων ΣΔΙΤ.
Ο αποφασιστικός παράγοντας για όλα θα είναι η κλίμακα της εργατικής-λαϊκής αντίστασης. Θα χρειαστούμε ένα κίνημα ικανό να ενώσει τον αγώνα στο εργοστάσιο, στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά. Μόνο η επίγνωση ότι τα αιτήματα για το 8ωρο και τις υπερωρίες, για τα δικαιώματα των γυναικών, για τις πολιτικές ελευθερίες, για την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη και τη ρήξη με τον «άξονα» με το Ισραήλ, για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και νοσοκομείου κ.ο.κ. είναι όλα όψεις του ίδιου «προγράμματος», όψεις της πάλης για την ανατροπή μιας ενιαίας επίθεσης του κεφαλαίου, μπορεί να μας καθοδηγεί στις συνθήκες που έρχονται. Μέσα από αυτούς τους αγώνες θα κριθεί ο νέος συσχετισμός δύναμης μεταξύ των βασικών κοινωνικών δυνάμεων, που αυτός θα καθορίσει και τις επόμενες πολιτικές εξελίξεις. Και μέσα σε αυτούς τους αγώνες θα κριθεί και το ερώτημα του αν θα υπάρξει κάποιος πόλος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα μπορεί να κάνει πράγματι μαζική πολιτική, που θα μπορεί να είναι παρών με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα και μέσα στις επόμενες εκλογικές μάχες.