Η πολιτική του Χρυσοχοΐδη και της κυβέρνησης είναι συνεπής στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια» με κάθε κόστος. Ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων ή την απότομη αυταρχικοποίηση του κράτους. Η αύξηση των ποινών, οι επικηρύξεις καταζητούμενων και η αστυνομοκρατία στις γειτονιές συγκροτεί μια νέα αφήγηση σχετικά με το τι σημαίνει ασφάλεια τόσο για τους από πάνω όσο και για τους από κάτω.
Στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης βρίσκεται ο υπό διαμόρφωση νέος ποινικός κώδικας. Η αρμόδια επιτροπή, με επικεφαλής τον νομικό Λάμπρο Μαργαρίτη, ολοκλήρωσε το έργο της και κατέληξε στην εισήγηση για αυστηροποίηση του πλαισίου έκτισης της ποινής για κακουργήματα, όπως και για περιστολή ευνοϊκών όρων για τους καταδικασθέντες. Πρόκειται για μια πρόταση απόλυτα συμβατή με τη φιλοσοφία Χρυσοχοΐδη, που αντιλαμβάνεται τις φυλακές ως κολαστήρια των καταδικασμένων, που θα ικανοποιήσουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Ακόμη κι αν αυτό είναι κανιβαλίστικο.
Βέβαια σε αυτό που δεν απαντάει το Υπουργείο και οι συμβουλάτορές του, είναι το πώς θα λειτουργούν αυτές οι υπερφορτωμένες δομές. Η κατάσταση στις φυλακές είναι ήδη τραγική, με τους κρατούμενους να προβαίνουν πολλές φορές σε διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις προκειμένου να ακουστεί η φωνή τους. Υπεράριθμα κελιά, έλλειψη υγιεινής, ελλιπείς χώροι προαυλισμού, ελάχιστες δυνατότητες δραστηριοτήτων. Τα «σωφρονιστικά» ιδρύματα δε «σωφρονίζουν» αλλά βασανίζουν. Το ζήτημα, δεν είναι η αυστηροποίηση των ποινών και η περιστολή των δικαιωμάτων των κρατουμένων που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά, αλλά η κατανόηση των πραγματικών προβλημάτων που σπρώχνουν ανθρώπους σε εγκληματικές συμπεριφορές.
Το Υπουργείο δε δείχνει καμία διάθεση προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως ταυτίζει ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες με εγκληματικές ενέργειες. Η περίπτωση των Γλυκών Νερών είναι ενδεικτική. Κατόπιν διαρροών της ΓΑΔΑ και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, επικηρύχθηκαν οι φερόμενοι αλλοδαποί δράστες με το ποσό των 300.000 ευρώ. Τη στιγμή που ο ευκατάστατος πιλότος έχαιρε της συμπόνοιας των ΜΜΕ, η αστυνομία προχωρούσε σε συλλήψεις και βασανισμό (σύμφωνα με πρόσφατη καταγγελία) γεωργιανών υπόπτων. Παράλληλα, διακεκριμένα στελέχη και συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. διεμήνυαν στα κανάλια ότι τέτοια εγκλήματα κάνουν μόνο αλλοδαποί που στη συνέχεια φεύγουν από τη χώρα για να χαθούν τα ίχνη τους.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρα ρατσιστική και ταξική πολιτική που ιεραρχεί την επικοινωνία ψηλότερα από τα δικαιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος που η Κοινότητα Αλβανών Μεταναστών, σε ανακοίνωσή της τόνισε ότι αναμένει «δημόσια συγγνώμη από τα εγχώρια ΜΜΕ για τον επαναλαμβανόμενο δημόσιο διασυρμό της Αλβανικής Κοινότητας στην Ελλάδα, με επίμονη προπαγάνδα, χωρίς κανένα επίσημο στοιχείο». Όλα αυτά βέβαια διαρρέονταν από τις επίσημες αρχές στους πρόθυμους κολαούζους της, δεν ήταν απλώς μιντιακό κατασκεύασμα. Απέναντι σε αυτό τον παραλογισμό, ο κόσμος του κινήματος και της Αριστεράς οφείλει να θέσει τους δικούς του όρους στο δημόσιο διάλογο, αποτρέποντας μέτρα και ανατρέποντας νόμους που επιχειρούν να μας πάνε πολλά χρόνια πίσω.