Οι αγώνες ενάντια στο αντεργατικό ν/σ Χατζηδάκη έδωσαν μήνυμα
Το αντεργατικό νομοσχέδιο-τέρας Χατζηδάκη ψηφίστηκε στη βουλή, δημιουργώντας τομές και ρωγμές, αφήνοντας παρακαταθήκες προς αξιοποίηση.
Τα τελευταία χρόνια, οι κρίσεις και οι κυβερνήσεις που τις διαχειρίστηκαν μας έχουν δυσκολέψει τη ζωή. Τα κοινωνικά συμβόλαια έσπασαν και τη θέση τους παίρνουν ακραίες αντεργατικές πολιτικές.
Αυτό το νομοσχέδιο (νόμος πλέον) κλιμακώνει ραγδαία τις επιθέσεις και επιχειρεί το ξεζούμισμα των εργαζομένων και την απόλυτη συλλογική σιωπή!
Για να ρεφάρει το κεφάλαιο χρειάζεται εξευτελισμός του εργατικού κόστους, απάνθρωπα ωράρια χωρίς σταματημό και αργίες (ούτε τις Κυριακές δεν άφησαν), ατομικά προσερχόμενους εργαζόμενους στη «συνεννόηση» με την εργοδοσία, ώστε να μην υπάρχει καμιά ουσιαστική διαπραγμάτευση για τη δυνατότητα αξιοπρεπών συνθηκών δουλειάς, με ταυτόχρονη απενεργοποίηση των απεργιών και έλεγχο των συνδικάτων, για να εξουδετερώνεται η όποια συλλογική αντίσταση εν τη γενέσει της.
Οι απεργιακοί αγώνες του Ιουνίου και το διάστημα που προηγήθηκε δεν επέτρεψαν να πετύχει το επικοινωνιακό σχέδιο της κυβέρνησης και του Χατζηδάκη, παρά την εντυπωσιακή προσπάθεια των ΜΜΕ που προέβαλαν μόνο το Χατζηδάκη κι ούτε μισό συνδικαλιστή (εκτός από 2-3 την τελευταία μέρα), παρά τα πρώτα 53 άρθρα όπου χρησιμοποιήθηκαν άλλη μια φορά οι γυναίκες ως γλάστρες, για να εξωραΐσουν το υπόλοιπο έκτρωμα, αφορώντας δήθεν λύσεις των έμφυλων προβλημάτων στον κόσμο της δουλειάς, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει τους Δημοσίους Υπαλλήλους ότι δεν τους αφορά, παρά την εσωτερική πίεση της ΓΣΕΕ να ψάξει τα θετικά σημεία και να εξουδετερώσει την περίπτωση μαζικών απεργιών…
Ο κόσμος όλος πήρε χαμπάρι τις προθέσεις της κυβέρνησης του ΣΕΒ και των εφοπλιστών και τη σοβαρότητα των αντεργατικών διατάξεων. Και παρά την κακή κατάσταση των συνδικάτων, με τη μειωμένη αξιοπιστία (με την ευθύνη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του κυβερνητικού κι εργοδοτικού συνδικαλισμού), μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αυθόρμητη αντίδραση των εργαζομένων, μπροστά σε αυτό το τερατούργημα, ήταν να υπερασπιστούν τη στοιχειώδη ανάγκη να υπάρχουν συλλογικά εργαλεία και να μπορούν να προκηρυχτούν απεργίες χωρίς την…άδεια του κράτους και της εργοδοσίας!
Η κυβέρνηση δεν έπεισε ούτε την «άπειρη» στα εργατικά θέματα νεολαία, αυτή τη νεολαία που δεν έχει βιώσει νίκες από μεγάλες απεργίες κι αγώνες, που έχει βρεθεί ατομικά απέναντι στην εργοδοσία και που έχει βρει το Δημόσιο «κλειστό» σε προσλήψεις για μόνιμες και σταθερές θέσεις εργασίας.
Έτσι, μετά κι από το «στρίμωγμα» της κυβέρνησης και της ΓΣΕΕ την Πρωτομαγιά, οπότε ένα κρίσιμο εργατικό δυναμικό κατέβηκε σε μαζική και απεργιακή διαδήλωση, δημιουργώντας μια βάση επανεκκίνησης του εργατικού κινήματος, οι απεργίες της 10ης Ιούνη κυρίως, αλλά και οι κινητοποιήσεις της 16ης, θύμισαν κάτι από τις παλιές και πιο «ένδοξες» στιγμές εργατικών κινητοποιήσεων!
Με συναδέλφισσες και συναδέλφους που είχαν να απεργήσουν από το 2015 σχεδόν, με ανθρώπους που ακόμα και σε τηλε-εργασία αισθάνθηκαν ταξικά υποχρεωμένοι να απεργήσουν, με τη νεολαία να κάνει ίσως και την πρώτη της δηλωμένη στην εργοδοσία απεργία, αψηφώντας τον κίνδυνο των αντιποίνων και της απόλυσης.
Πανό σωματείων κι ομοσπονδιών παρουσιάστηκαν στο δρόμο και η αναμονή για να ξεκινήσουν οι πορείες ήταν μεγάλη, μετά από καιρό, γιατί η μαζικότητα αφενός ξύπνησε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που βρήκε ευκαιρία να μιλήσει σε αυτές κι αυτούς που είχε παρατήσει χρόνια στην ατομική τύχη τους, αφετέρου γιατί ήταν πολλά τα μπλοκ που είχαν να βαδίσουν.
Ακόμα και συλλογικότητες που δεν είναι εργατικά σωματεία, όπως φεμινιστικές (Συνέλευση 8 Μάρτη), εμφάνισαν μαζικοποιημένα πανό, συσχετίζοντας το ν/σ Χατζηδάκη με την επίθεση στις ζωές των γυναικών της δουλειάς (με την πολυδιαφημισμένη ελαστικότητα, την τηλε-εργασία και την άδεια πατρότητας των… πολλών προϋποθέσεων), αλλά και αποδομώντας το πρώτο μέρος, που υποτίθεται ότι παρεμβαίνει θετικά στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας και κακοποίησης στον κόσμο της δουλειάς, αφήνοντας στον εργοδότη τη διαχείριση των καταγγελιών!
Η απονομιμοποίηση του νόμου Χατζηδάκη στις συνειδήσεις των εργαζομένων και το κρίσιμο δυναμικό που συμμετείχε στα εργατικές κινητοποιήσεις από την Πρωτομαγιά μέχρι σήμερα, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αμφισβήτησης του νόμου και μη εφαρμογής σοβαρών διατάξεών του.
Η ρωγμή υπάρχει και η αξιοποίησή της εξαρτάται από τη στάση της συνδικαλιστικής αριστεράς κι από την πρόθεση να τη μεγαλώσουμε, πιστεύοντας ότι ένα πιο ισχυρό και μαζικό, ενεργό εργατικό κίνημα μπορεί να παρέμβει, ακυρώνοντας στην πράξη το βασικό κορμό του νόμου και κυρίως, ό,τι αφορά τον έλεγχο των συνδικάτων και την πραγματοποίηση απεργιών.
Όπως γράφει κι ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ του Σαββατοκύριακου 19-20/6, «Στην αντεπίθεση με εφόδιο την πολύτιμη πείρα από τις απεργιακές μάχες - Καμία παρέμβαση δεν πάει χαμένη». Το στοίχημα είναι να βασιστούμε σε αυτήν την παραδοχή, να την ξεδιπλώσουμε και να την κάνουμε πράξη.
Τα σωματεία και τα συνδικάτα έχουν την ευκαιρία, μετά από πολλά χρόνια, να αντιμετωπίζονται και να αξιολογούνται από τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους ως απαραίτητα εργαλεία που, παρά τα προβλήματά τους, δεν γίνεται να παραδοθούν στο κράτος και την εργοδοσία. Και την απεργία, παρόλο που κοστίζει πολύ ακριβά στον κόσμο της δουλειάς, δεν γίνεται να την απεμπολήσουμε.
Από την ψήφιση του νόμου και μετά, η κυβέρνηση βγάζει «στην παρανομία» τα συνδικάτα, αν αποφασίσουν να λειτουργήσουν για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης που εκπροσωπούν.
Το είδος και το μέγεθος των μαχών που αναμένονται το επόμενο διάστημα (μιας κι η κυβέρνηση θα σταθεί αταλάντευτα με τα συμφέροντα των μεγάλων εργοδοτών) και η αποφασιστικότητα με την οποία η πλευρά μας θα σταθεί, θα κρίνουν την έκβαση της συνέχειας.
Για να μη γραφτούν τα συνδικάτα και οι μεγάλες Ομοσπονδίες στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΓΕΜΗΣΟΕ), για να τολμήσουν να αψηφήσουν την υποχρέωση διεξαγωγής εκλογών και γενικών συνελεύσεων και με ηλεκτρονικό τρόπο, για να κηρύξουν απεργίες χωρίς την…άδεια του διαμεσολαβητή της κυβέρνησης, για να αγνοηθούν οι διατάξεις για την απαγόρευση επαναπροκήρυξης απεργίας που έχει κριθεί παράνομη από τη Δικαιοσύνη, από τη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, για να μην εφαρμοστεί η διάταξη για υποχρεωτική εγγυημένη εργασία του 1/3 των εργαζομένων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, θα χρειαστεί η συμβολή ευρύτερων συνδικαλιστικών δυνάμεων, ώστε να μη βρεθούν εκτεθειμένοι ατομικά εργαζόμενοι ή μικρά σωματεία κι αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου, νομικές και οικονομικές, μιας κι έχει προβλεφθεί και αστική ευθύνη σε συνδικαλίστριες-ές για «ζημιές» στην επιχείρηση, εταιρεία κλπ. Πρόβα όλων αυτών αποτέλεσε η στάση της κυβέρνησης και των εφοπλιστών απέναντι στα ναυτεργατικά σωματεία και την ΠΕΝΕΝ.
Όσες κι όσοι επιχειρήσουμε να τα βάλουμε πραγματικά με τις όλο και πιο κατοχυρωμένες θεσμικά δυνάμεις του κεφαλαίου (φρόντισαν γι αυτό όλες οι προηγούμενες, μνημονιακές κυβερνήσεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης), είμαστε υποχρεωμένες κι υποχρεωμένοι να κινηθούμε δραστικά μέσα στα συνδικάτα και να συλλειτουργήσουμε με ένα μεγάλο κομμάτι δυνάμεων, που σίγουρα θα ξεφεύγουν από τα ιδεολογικοπολιτικά μας πλαίσια, για να δημιουργήσουμε μαζικές αντιστάσεις, θα βγάζουν όμως κόσμο στο δρόμο και θα σπάνε την αυτοπεποίθηση και νομική παντοδυναμία του συστήματος, αναγκάζοντας τα συστημικά κόμματα να έρχονται αντιμέτωπα με τους ψηφοφόρους τους και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κινείται έστω και στοιχειωδώς, ενάντια στα αστικά κόμματα που αναφέρεται.
Σχετικά παραδείγματα είδαμε την Πρωτομαγιά, αλλά και στην, τελικά 24ωρη, απεργία στις 16 Ιούνη. Ένα ετερόκλιτο κομμάτι συνδικαλιστικών δυνάμεων, με τις ταλαντεύσεις του και τις διαφορετικές πιέσεις, ταχύτητες και ακροατήρια που είχε να αντιμετωπίσει και να συνυπολογίσει, κατάφερε να προκαλέσει μια «με το ζόρι» κίνηση ακόμα και στη ΓΣΕΕ του Παναγόπουλου, περιλαμβάνοντας παρατάξεις σε ΑΔΕΔΥ, ΕΚΑ, ΕΚΠ, ομοσπονδίες, σωματεία και το ΠΑΜΕ. Μόνο έτσι, με πολύ κόπο, αγωνία και συνεχή προσπάθεια μπορούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες μαζικής αμφισβήτησης και ανυπακοής απέναντι σε μια σκληρή κυβέρνηση του κεφαλαίου σε κρίση και σε μια αξιωματική και συστημική αντιπολίτευση που ψηφίζει τα «καλά άρθρα» ενός τερατουργήματος, μη βγαίνοντας από το κάδρο των υψηλών συνεννοήσεων και των χαμηλών προσδοκιών για τον κόσμο της δουλειάς, που δυσκολεύεται ακόμα να πιστέψει το «άδειασμά» του από κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστερά» ή σοσιαλδημοκρατικά.
Με ενωτική δράση της ριζοσπαστικής και ταξικής αριστεράς, μέσα στα συνδικάτα, θεωρώντας απαραίτητες τις δυνάμεις και του ΠΑΜΕ στο δύσκολο αυτό αγώνα, είναι αναγκαίο να βρούμε τρόπους να μεγαλώσουμε τις ρωγμές που δημιουργήθηκαν και να περάσει από αυτές ένα μαζικό κι όλο και πιο αποφασισμένο τμήμα της εργατικής τάξης, που να μπορέσει να κάνει την ανατροπή!