Η «βασιλεία» του Μπέντζαμιν Νετανιάχου έλαβε τέλος (ή κάνει ένα διάλειμμα…)
Η είδηση δεν είναι αμελητέα. Αποσύρεται από την εξουσία ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Κράτους του Ισραήλ, που κυβέρνησε από το 1996 ως το 1999 και αδιάλειπτα από το 2009 μέχρι σήμερα. Το όνομά του είχε γίνει σχεδόν συνώνυμο του Ισραήλ και η δύναμη και η δημοφιλία του τον καθιστούσαν υποψήφιο «ισόβιο ηγέτη». Άλλωστε ένα από τα σημεία κριτικής που συγκρότησαν το ετερογενές μπλοκ «οποιοσδήποτε εκτός από τον Μπίμπι» αφορούσε τις ανησυχίες ότι αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του ως «Ιστορικό Μεσσία του Ισραήλ» (και ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα της ισραηλινής κοινωνίας τον αντιλαμβάνεται ως τέτοιο).
Χρειάστηκαν 4 διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις τα τελευταία 2 χρόνια (Απρίλης ’19, Σεπτέμβρης ’19, Μάρτης ’20, Μάρτης ’21), εν εξελίξει διώξεις για διαφθορά, διαδοχικές διασπάσεις του Λικούντ μέσα σε αυτά τα χρόνια, η απειλή μιας… 5ης κάλπης και ένας αποτυχημένος πόλεμος στη Γάζα για να συγκροτηθεί τελικά μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς το Λικούντ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Λικούντ παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα (εκλογικά και σε έδρες) και ότι η νέα κυβέρνηση προέκυψε με 60 υπέρ, 59 κατά και 1 αποχή. Ούτε η 5η κάλπη απομακρύνεται οριστικά από τον ορίζοντα, ούτε δικαιούται κανείς να ξεγράψει τον «επτάψυχο» Νετανιάχου…
Πόσο μάλλον όταν ο αποκλεισμός του από την κυβέρνηση έγινε εφικτός χάρη σε μια συμμαχία απίστευτα ετερογενούς «ευρύτητας». Αποτυπώνεται στη φωτογραφία που έκανε το γύρο του ίντερνετ, όπου ο «κεντρώος» Λαπίντ έχει δίπλα του τον ακροδεξιό Μπένετ και τον Παλαιστίνιο Μανσούρ Αμπάς.
Χρειάστηκε πρώτα ο Μανσούρ Αμπάς να έρθει σε μια ντροπιαστική ρήξη με τα υπόλοιπα παλαιστινιακά κόμματα, δηλώνοντας ότι το ισλαμικό Ενωμένο Αραβικό Ψηφοδέλτιο (διακριτό από το Κοινό Ψηφοδέλτιο, που αποτελεί τη συμμαχία των άλλων 4 παλαιστινιακών κομμάτων) είναι πρόθυμο να συγκυβερνήσει (είτε με τον Νετανιάχου είτε με τους αντιπάλους του).
Χρειάστηκε έπειτα να ανταποκριθεί ο «κεντρώος» σιωνισμός, σπάζοντας την παράδοση άρνησης συνομιλιών με τα αραβικά κόμματα. Πέρα από την αριθμητική των εδρών (που δεν αρκούσε ως κίνητρο σε άλλες περιπτώσεις), πιθανά έπαιξε ρόλο ο ξεσηκωμός των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ τον περασμένο Μάη, που έκανε τμήμα των πολιτικών ηγεσιών να αισθανθεί την ανάγκη να κάνει κάποια χειρονομία «συμπερίληψης» προς αυτό το περιθωριοποιημένο 20% του πληθυσμού.
Ο πόλεμος στη Γάζα
Χρειάστηκε τέλος η παταγώδης αποτυχία του τελευταίου πολέμου στη Γάζα. Στο προηγούμενο φύλλο της «Ε.Α.», γράφοντας για την αποτυχία του Νετανιάχου, φιλοξενούσαμε μια δήλωση του Ταουφίκ Χαντάντ, που εκτιμούσε:«O Νετανιάχου χρειάζεται χρόνο για να βρει κάτι που θα καλλιεργήσει την εικόνα νίκης. Αν δεν βρει μια τέτοια οδό διαφυγής, είναι καταδικασμένος. Τα τέρατα γύρω του θα τον κατασπαράξουν, ειδικά αν υποχρεωθεί να τερματίσει την επιχείρηση με οποιαδήποτε πολιτική παραχώρηση ή ακόμα κι αν απλά επιστρέψει στο προϋπάρχον στάτους κβο -καθώς θα έχει εγκαινιαστεί μια νέα εποχή, όπου οι Ισραηλινοί του Τελ Αβίβ θα καταλάβουν ότι η φούσκα τους έσπασε και όπου εκατοντάδες ρουκέτες θα έχουν διαλύσει τη μυθολογία της άτρωτης άμυνας». Τελικά η επιχείρηση τερματίστηκε χωρίς «κάτι που να καλλιεργεί εικόνα νίκης». Σε αυτό το σημείο, «τα τέρατα γύρω του τον κατασπάραξαν». Συγκεκριμένα, οι ακροδεξιοί πρώην σύμμαχοί του «απελευθερώθηκαν» από το βάρος των κατηγοριών του Νετανιάχου για «εθνική μειοδοσία» (καθώς συνομιλούν με την κεντροαριστερά και ένα παλαιστινιακό κόμμα) και πέρασαν στην αντεπίθεση, ισχυριζόμενοι ότι είναι αναγκαία μια νέα κυβέρνηση χωρίς τον «αποτυχημένο» Νετανιάχου που επί κυβερνήσεώς του «η άτρωτη άμυνα» έπαψε να υπάρχει…
Αυτό το σημείο δεν έχει αξία μόνο για την ερμηνεία της πτώσης του Νετανιάχου, αλλά και ως υπενθύμιση του χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης.
«Κυβέρνηση αλλαγής»;
Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός έχει χαρακτηριστεί ως «κυβέρνηση αλλαγής». Ως τέτοια την αντιλαμβάνεται ένα τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας, που διαδήλωνε κατά του Νετανιάχου τους τελευταίους μήνες και πανηγύρισε στους δρόμους κατά την ανάδειξη του Μπένετ ως πρωθυπουργού. Πρόκειται για όσους κι όσες είχαν αγανακτήσει κυρίως από τα σκάνδαλα διαφθοράς του Νετανιάχου και την λυσσασμένη προσπάθειά του να παραμείνει στην εξουσία τα τελευταία 2 χρόνια.
Πέρα από την απομάκρυνση ενός αντιπαθούς ηγέτη, δεν είναι καθόλου σαφές τι ακριβώς ήθελε να «αλλάξει» αυτό το πλήθος (μιας και πολλά κυβερνητικά στελέχη βρίσκονται στα δεξιά του Νετανιάχου σε μια σειρά ζητήματα, από την οικονομία ως τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη το παλαιστινιακό).
Ο προσδιορισμός «κυβέρνηση αλλαγής» γίνεται ακόμα πιο μεγάλο ψέμα ή αυταπάτη, όταν χρησιμοποιείται με αναφορά στο παλαιστινιακό. Για ένα τμήμα του «αριστερού σιωνισμού» ή «προοδευτικών» υποστηρικτών του Ισραήλ, ο Νετανιάχου αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια τον βολικό αντίπαλο και την «πηγή όλων των κακών». Σε αυτούς τους κύκλους, οι πανηγυρισμοί ή η φιλικότητα προς τη νέα κυβέρνηση είναι κυρίαρχη. Αν δείχνει κάτι αυτό, είναι το πόσο δεξιά έχει μετατοπιστεί αυτός ο χώρος.
Δε χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς την ανάλυση ότι το σιωνιστικό κράτος δε «μεταρρυθμίζεται» και το σιωνιστικό σχέδιο δεν έχει πραγματικά «αριστερή» εκδοχή για να το δει αυτό. Ακόμα και με όρους «αριστερού και δεξιού σιωνισμού» ή με όρους «αντι-Νετανιάχου», η νέα κυβέρνηση είναι εντυπωσιακά «συνεχής» με την προηγούμενη περίοδο.
Ο πρωθυπουργός, Νάφταλι Μπένετ, ήταν ο πρώην υπουργός Άμυνας του Νετανιάχου, πριν αποχωρήσει για να συγκροτήσει το ακροδεξιό υπερ-εθνικιστικό Γιαμίνα. Ο «κεντρώος» Γιαΐρ Λαπίντ, υπουργός Εξωτερικών και διάδοχος του Μπένετ σε 2 χρόνια, υπήρξε υπουργός Οικονομικών του Νετανιάχου, όταν το κόμμα του συγκυβερνούσε με το Λικούντ. Ο Μπένι Γκαντζ, υπουργός Άμυνας, προέρχεται από τις τάξεις του στρατού και υπήρξε επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, επί Νετανιάχου. Ο Άβιγκντορ Λίμπερμαν, υπουργός Οικονομίας, έχει επίσης υπηρετήσει ως υπουργός Άμυνας του Νετανιάχου, πριν τον Μπένετ. Ο Γκιντεόν Σαάρ, υπουργός Δικαιοσύνης, είχε υπηρετήσει ως υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών, και δεν ανέλαβε κάποιο ισχυρότερο υπουργείο τα τελευταία χρόνια γιατί ήταν ο ισχυρότερος εσωκομματικός ανταγωνιστής του Νετανιάχου στο Λικούντ. Για τέτοια «αλλαγή» μιλάμε…
Σε αυτή την κυβέρνηση, ως γλάστρα σε μια θέση μεταξύ «αναπληρωτή πρωθυπουργού» και «υπουργού παρά τω πρωθυπουργό», αποφάσισε να ενταχθεί ο Μανσούρ Αμπάς. Θα «εκπροσωπήσει τα παλαιστινιακά συμφέροντα» με την ίδια επιτυχία που εκπροσώπησε κι ο Φώτης Κουβέλης τα εργατικά συμφέροντα στη μνημονιακή τρικομματική…
Στην καλύτερη περίπτωση, θα δικαιωθούν όσοι ισχυρίζονται ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα πάρει καμία πρωτοβουλία στο παλαιστινιακό για να διατηρήσει τη συνοχή της. Δηλαδή θα διατηρήσει το εγκληματικό στάτους κβο δεκαετιών. Στη χειρότερη περίπτωση, θα χαράξει πολιτική με βάση τις απόψεις του πρωθυπουργού Μπένετ,ο οποίος είναι οπαδός των προσαρτήσεων εδαφών και της διαρκούς επέκτασης των εποικισμών σε όλη τη Δυτική Όχθη ή «όλη τη γη του Ισραήλ» όπως αρέσκεται να λέει…
Τα μέτωπα σε Ιερουσαλήμ και Γάζα παραμένουν ανοιχτά
Πριν καλά-καλά αναλάβει καθήκοντα, η κυβέρνηση «αλλαγής» έδειξε κάποια πρώτα δείγματα. Επέτρεψε κανονικά τη διεξαγωγή της πορείας ακροδεξιών εποίκων στην ανατολική Ιερουσαλήμ, που είχε ματαιωθεί στις 10 Μάη λόγω της παλαιστινιακής αντίστασης. Άλλαξε το δρομολόγιο, για να μην περάσει μέσα από τα σοκάκια των παλαιστινιακών συνοικιών, αλλά για να… «περιφρουρήσει το δημοκρατικό δικαίωμα στη διαδήλωση» έστειλε την αστυνομία να «εξαφανίσει» από την Πύλη της Δαμασκού και την Παλιά Πόλη όλους τους Παλαιστίνιους (με συγκρούσεις και συλλήψεις). Η πορεία αυτή, γιορτάζει την κατοχή της Ιερουσαλήμ, την «επανένωσή της» όπως την χαρακτηρίζει το σιωνιστικό αφήγημα, με συνθήματα όπως «θάνατος στους Άραβες» και «έρχεται κι άλλη Νάκμπα». Ο Λαπίντ δήλωσε την αποδοκιμασία του για τα «συνθήματα μίσους», αλλά του διαφεύγει ότι συγκυβερνά κι εναλλάσσεται στην πρωθυπουργική εξουσία με τον… πολιτικό ηγέτη των εποίκων που τα φωνάζουν.
Η πρόκληση απαντήθηκε με παλαιστινιακές διαδηλώσεις σε Δυτική Όχθη και Γάζα. Από τη Γάζα εξαπολύθηκαν προς το Ισραήλ και τα γνωστά «εμπρηστικά μπαλόνια», τα οποία εισέπραξαν ως απάντηση νυχτερινούς βομβαρδισμούς, «για να μη ξεχνιόμαστε». Άλλωστε στο υπουργικό συμβούλιο συνυπάρχει ο Μπένι Γκαντζ που ως στρατηγός ισοπέδωσε τη Γάζα το 2014 και ο Λίμπερμαν που παραιτήθηκε από υπουργός Άμυνας το 2018 αηδιασμένος από την «προδοτική» εκεχειρία που δέχτηκε ο Νετανιάχου στη Γάζα…
Τα τελευταία γεγονότα, πέρα από δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης, αποτελούν και μια υπενθύμιση ότι το διεθνές κίνημα πρέπει να παραμείνει σε επαγρύπνηση, καθώς νέες σιωνιστικές προκλήσεις κι επιθέσεις, στην Ιερουσαλήμ ή στη Γάζα, δεν είναι καθόλου απίθανες το αμέσως επόμενο διάστημα. Όπως δεν κουράζονται να επισημαίνουν αντισιωνιστές Ισραηλινοί Εβραίοι (όπως ο δημοσιογράφος Γκιντεόν Λεβί ή ο ιστορικός Ίλαν Πάπε), που γνωρίζουν καλά τη χώρα τους, «μην περιμένετε να προκύψει η αλλαγή μέσα από το Ισραήλ, θα πρέπει να έρθει από έξω».
Διεθνής έμπρακτη αλληλεγγύη
Αυτή η ανάγκη πίεσης «από έξω» προκύπτει από τον ίδιο χαρακτήρα του Κράτους του Ισραήλ. Πρόκειται για ένα κράτος που έχει ομοιότητες με το Νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ, καθώς έχει επιβάλει «ένα καθεστώς εβραϊκής ανωτερότητας, από τον Ιορδάνη Ποταμό ως τη Μεσόγειο Θάλασσα» –όπως το θέτει η ισραηλινή οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων B’Tselem. Αυτό αποτελεί επαρκή λόγο για να αγωνιστούμε για την απομόνωσή του, αντίστοιχα με το μεγάλο διεθνές κίνημα απομόνωσης του απεχθούς καθεστώτος «λευκής ανωτερότητας».
Αλλά το Κράτος του Ισραήλ αποτελεί κι ένα σχέδιο εποικιστικής αποικιοκρατίας. Δεν οικοδομεί μια οικονομία που να στηρίζεται στην άγρια εκμετάλλευση του ιθαγενούς, χωρίς δικαιώματα, πληθυσμού, αλλά χτίζει μια κοινωνία εποίκων πάνω στα ερείπια της παλιάς, που αποκλείει (και φιλοδοξεί να εξαφανίσει) τον ιθαγενή πληθυσμό. Αυτό κάνει τον ηρωικό αγώνα των Παλαιστινίων πιο δύσκολο –οι μαύροι εργάτες της Νοτίου Αφρικής είχαν τη δύναμη να παραλύσουν την οικονομία του καθεστώτος και αυτή τους η δράση κατάφερε το τελειωτικό χτύπημα στο Απαρτχάιντ.
Αυτός ο παράγοντας κάνει κεντρικό το ρόλο των ευρύτερων αραβικών μαζών, αλλά επίσης κάνει στρατηγικά κρίσιμο το διεθνή αγώνα για απομόνωση του Ισραήλ. Οι δράσεις BDS (μποϊκοτάζ-αποεπένδυση-κυρώσεις) επιχειρούν να παίξουν το ρόλο μιας «απεργίας». Όχι τυχαία, το BDS έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως μια «παγκόσμια απεργιακή φρουρά».
Σε διεθνές επίπεδο, τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξαν μερικά ελπιδοφόρα παραδείγματα τέτοιας δράσης, που αναπτύχθηκαν πλάι στις μαζικές διαδηλώσεις καταδίκης της σιωνιστικής επιθετικότητας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Γάζα.
Στην Αγγλία, η ακτιβιστική ομάδα «Palestine Action» (Δράση για την Παλαιστίνη) που ιδρύθηκε ένα χρόνο πριν, προωθώντας τις τακτικές «άμεσης δράσης και παρενόχλησης», κλιμάκωσε την καμπάνια της ενάντια στην Elbit Systems. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρεία όπλων του Ισραήλ που πουλά φονικά «παιχνίδια» σε διάφορες κυβερνήσεις (χρησιμοποιούνται και στη Μεσόγειο κατά προσφύγων) ενώ έχει ως βασικό πελάτη το Ισραηλινό υπουργείο Άμυνας. Τις μέρες του βομβαρδισμού της Γάζας, προχώρησε σε ολιγοήμερη κατάληψη εργοστασίου παραγωγής drone για την Elbit στο Λέστερ, ενώ μέσα στον Ιούνη κατέλαβε ένα εργοστάσιο καναδικής αεροναυτικής εταιρείας στο Ράνκορν, η οποία κατασκευάζει τεχνολογία για τα drones της Elbit, προκαλώντας φθορές σε drones και μηχανήματα.
Η «Palestine Action» δηλώνει ότι δεν θα σταματήσει «μέχρι να κλείσει η Elbit» και ότι θα συνεχίσει να παρενοχλεί όσους συνεργάζονται μαζί της «μέχρι να σταματήσουν ή να κλείσουν κι αυτοί μαζί της». Οι δράσεις αυτών των ακτιβιστών έχουν μεγάλη σημασία γιατί αναδεικνύουν –όπως το έθεσαν– ότι «είναι στο χέρι μας να σταματήσουμε την βάρβαρη μηχανή που στηρίζει τα εγκλήματα πολέμου στην Παλαιστίνη». Ωστόσο οι στόχοι που αναφέρουν δεν μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από μικρές ομάδες ακτιβιστών που προχωρούν σε ολιγοήμερες δράσεις.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παρουσιάστηκε η δύναμη μιας συμμαχίας μεταξύ ακτιβιστών και οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η κοινωνική οργάνωση «Arab Resource and Organizing Center» (AROC) συντονίστηκε με την τοπική οργάνωση του ILWU (συνδικάτο λιμενεργατών) στο Όκλαντ για να εμποδίσουν (με επιτυχία) πλοίο της ισραηλινής ZIM να ξεφορτώσει. Η ΖΙΜ είναι η μεγαλύτερη και παλιότερη ναυτιλιακή του Ισραήλ, ξεκινώντας από το 1945 τη μεταφορά όπλων και Ευρωπαίων εποίκων. Τα πλοία της είχαν «αποκλειστεί» ξανά το 2014. Ασφαλώς το σωματείο στο λιμάνι του Όκλαντ έχει μεγάλη παράδοση στήριξης κοινωνικών αγώνων (απεργία αλληλεγγύης στο Black Lives Matter κλπ) και αποτελεί μάλλον «φωτεινή εξαίρεση» παρά τον κανόνα στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ωστόσο σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να κινηθούμε διεθνώς. Τη σημασία της εργατικής δράσης ενάντια στο Απαρτχάιντ αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι, των οποίων τα συνδικάτα, με αφορμή τη δική τους Γενική Απεργία, έστειλαν πρόσφατα ανοιχτή επιστολή στους «αδελφούς και τις αδελφές μας στο παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα», ζητώντας τη στήριξή μας.