Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν κατά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ

Φωτογραφία

Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στα πλαίσια της συνόδου του ΝΑΤΟ, κατέληξε σε ένα προσωρινό «μορατόριουμ» στο Αιγαίο, με στόχο να μην επαναληφθεί η υπερθέρμανση του περσινού καλοκαιριού, με τα φαινόμενα «επακούμβησης» μεταξύ πάνοπλων φρεγατών.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Η απόφαση αυτή υποδείχθηκε και στις δυο πλευρές, μέσα από διαδικασίες πυκνών συζητήσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Είχε προηγηθεί η σύνοδος των G7 στην Κορνουάλη, η σύνοδος ΗΠΑ-ΕΕ στις Βρυξέλλες, ενώ τη σύνοδο του ΝΑΤΟ ακολούθησε η συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν στη Γενεύη. Σε αυτές τις διαδικασίες η νέα αμερικανική ηγεσία είχε ως στόχο να ευθυγραμμίσει τους ευρωπαίους συμμάχους της στις νέες παραμέτρους της αμερικανικής πολιτικής μετά την εποχή Τραμπ, να συνδέσει τις διπλωματικές και στρατιωτικές επιλογές με τις οικονομικές, σχετικά με την μετά την πανδημία περίοδο, να προσανατολίσει το ευρωατλαντικό στρατόπεδο στις προτεραιότητες ανάσχεσης της Κίνας, και μέσα σε αυτά τα πλαίσια να βρει και να προτείνει νέες ισορροπίες στη σχέση με τη Ρωσία. Πρόκειται για ένα «σταυρόλεξο» που δεν το λες και απλό. Σε αυτό το πλαίσιο, απ’ ό,τι φαίνεται, οι ΗΠΑ και η ΕΕ απαίτησαν μεγαλύτερη πειθαρχία και σύστησαν αυτοσυγκράτηση στους μικρότερους «παίκτες», περιορίζοντας τις δυνατότητες αυτόνομων πρωτοβουλιών με βάση ειδικά συμφέροντα.

Κατά την προηγούμενη περίοδο, αυτή που στην Ανατολική Μεσόγειο επιχειρήθηκε, δια της μεθόδου των τετελεσμένων, να επιβληθεί μια νέα κατανομή ισχύος και επιρροής (όπως την αποτυπώνουν οι «χάρτες» του East Med και οι τριαδικοί συμμαχικοί άξονες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, με προφανή κι έντονη υποστήριξη των ΗΠΑ και ΕΕ), η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν στο «παρά πέντε» ενός ανεξέλεγκτου θερμού επεισοδίου.

Από αυτή την προοπτική πρώτη πήρε αποστάσεις η Τουρκία. Το καθεστώς Ερντογάν κατανοώντας τους κινδύνους που εγκυμονεί ο συνδυασμός της διπλωματικής απομόνωσής του με την οξύτατη οικονομική και πολιτική κρίση στο εσωτερικό, στράφηκε στην επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, δήλωσε ότι αποδέχεται την επιδιαιτησία του «διεθνούς παράγοντα» και αναγνωρίζει την εξουσία απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επί όλων των διαφορών, ενώ αναζήτησε και μια βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων προκειμένου να διασώσει τις τουρκικές τράπεζες.

Η Αθήνα ακολούθησε, απρόθυμα και με καθυστέρηση. Δέχθηκε τις «διερευνητικές επαφές», υπογραμμίζει ότι θεωρεί υπαρκτή «μία και μόνο» διαφορά (την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ), ενώ υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία τη διεθνή δήλωση Βενιζέλου-Σαμαρά το 2014, δια της οποίας η Ελλάδα αρνείται την εξουσία-αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για κάθε απόφαση που θα αφορά: α) Όρια χωρικών υδάτων (δικαίωμα επέκτασης στα 12 ν.μίλια). β) Σχέση χωρικών υδάτων με εθνικό εναέριο χώρο (μονομερής επέκταση στα 10 ν. μίλια). γ) Θέματα κυριαρχίας επί ξηράς (βραχονησίδες, εξοπλισμός νησιών ανατολικού Αιγαίου).

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το μορατόριουμ Μητσοτάκη-Ερντογάν είναι εξαιρετικά ασταθές και αβέβαιο. Το υπονομεύουν επικίνδυνες διαφορές, που εξακολουθούν να υπάρχουν και ανά πάσα στιγμή μπορούν να επαναφέρουν τις συνθήκες αντιπαράθεσης των στόλων και των αεροπλάνων.

Το πόσο «τζούφιο» είναι αυτό το σημερινό μορατόριουμ μπορεί να φανεί μέσα από τη σύγκριση με τη συμφωνία της Βέρνης (1976) ή του Νταβός (1987), όταν οι κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου αντίστοιχα, συμφώνησαν σε κοινή δέσμευση με την Τουρκία για αποχή από κάθε δραστηριότητα «νομής» ή διεκδίκησης επί των διεθνών υδάτων, πέρα από τα αναγνωρισμένα όρια των χωρικών υδάτων, μέχρις ότου οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα. Αν αυτές οι συμφωνίες αποδείχθηκαν περιορισμένου χρόνου και ασταθείς, η σημερινή των Μητσοτάκη-Ερντογάν μοιάζει με καρυδότσουφλο που οφείλει να πλεύσει σε τρικυμία.

Ο Ερντογάν φέρεται ότι έθεσε με έμφαση το ζήτημα των 12 ν. μιλίων, επικαλούμενος τη Συμφωνία της Λοζάνης, δηλώνοντας ότι οδηγεί σε ναυτικό αποκλεισμό της Τουρκίας και στη μονομερή κατάργηση του καθεστώτος διεθνούς ελεύθερης ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Η επιχειρηματολογία υποδεικνύει ότι το θέμα των 12 ν.μ., πέρα από την Τουρκία, αφορά και πολλούς άλλους διεθνείς «παίκτες». Υπενθυμίζεται ότι ο Ρώσος υπ. Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, στη δήλωσή του σχετικά με τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο, συνέστησε να συνδεθεί κάθε συζήτηση «φυσικά, με τις προβλέψεις της κοινής λογικής και τις ιδιαιτερότητες της γεωγραφίας». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, γνωρίζοντας αυτά τα αγκάθια, δήλωσε δια του υπ. Επικρατείας, Γ. Γεραπετρίτη, ότι «η εθνική κόκκινη γραμμή βρίσκεται στα 6 ν. μίλια». Όμως η εθνικιστική ρητορική δεκαετιών έχει «ζωγραφίσει» τα 12 ν.μ. ως αυτονόητο εθνικό δικαίωμα, που μάλιστα μπορεί να ασκηθεί ανά πάσα στιγμή μονομερώς (παρά τη διάψευση μέσα από την εμπειρία με τις μακρότατες διαπραγματεύσεις με την Ιταλία σχετικά με τα 12 ν.μ. στο… Ιόνιο!). Αυτή η αντίφαση είναι ένα «κρυμμένο» πολιτικό πρόβλημα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναδυθεί στην επικαιρότητα, προκαλώντας μεγάλα πολιτικά προβλήματα στο επιτελείο του Μητσοτάκη.

Η Άγκυρα θέτει επίσης, με ένταση, το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Είναι γνωστό ότι μετά τη δεκαετία του ’70, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λοζάνης, το ελληνικό κράτος εξόπλισε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Όμως η Τουρκία σιωπηλά ανέχθηκε αυτό το γεγονός. Τι άλλαξε στο μεταξύ; Η απάντηση βρίσκεται στην εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας, που κάνει ξανά το πυροβολικό ξηράς ένα κρίσιμο όπλο. Η ανάπτυξη πυραύλων και βλημάτων μεγάλης εμβέλειας και ακόμα μεγαλύτερης καταστρεπτικής ισχύος, δίνει νέες δυνατότητες. Οι πολεμοκάπηλοι «αναλυτές» των εθνικιστικών φιλομιλιταριστικών sites, που πανηγυρίζουν για τη μετατροπή των νησιών από «αμυντικό πρόβλημα» σε «επιθετικό πλεονέκτημα», οφείλουν να μη ξεχνούν ότι αντίστοιχους εξοπλισμούς διαθέτουν και οι απέναντι. Προς το παρόν όμως, στο διπλωματικό πεδίο, το ζήτημα που αρχίζει να αναδύεται δεν είναι μόνο το εάν θα εξοπλίζονται τα νησιά, αλλά το τι είδους όπλα αναπτύσσονται σε αυτά…

Αν αυτά τα δύο παραδείγματα δείχνουν το πόσο αμείωτη παραμένει η ένταση στο Αιγαίο, ανάλογα -και πιο σημαντικά- είναι τα ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το κυπριακό είναι σε κρισιμότατη φάση. Στο Κραν Μοντανά, ο Αναστασιάδης χρεώθηκε την απόρριψη της στρατηγικής της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), παρότι του προσφέρθηκε χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και κατάργησης των «εγγυητικών» εξουσιών. Θεώρησε ότι μέσω της «στρατηγικής των υδρογονανθράκων» θα πετύχει λύση που δεν θα δίνει «πολιτική ισότητα» στην τουρκοκυπριακή μειονότητα. Σήμερα διαπιστώνει πλέον ότι η εναλλακτική των δύο κρατών αφορά «κυριαρχική ισότητα», δεν είναι καθόλου «βελούδινη» προοπτική, ενώ οδηγεί σε μακρά άμεση εμπλοκή της Τουρκίας αλλά και της Ελλάδας στις εσωτερικές εξελίξεις στην Κύπρο. Άλλωστε, οι «θερμόαιμοι» στην Αθήνα, που πρώτοι διακήρυξαν την πίστη τους στη «λύση δύο κρατών», δεν είχαν άλλο στο μυαλό τους από το να ξαναζεστάνουν το παλιό τους όνειρο της «Ένωσης», έστω κι αν αυτό θα αφορούσε πλέον μόνο το μισό νησί…

Στα θέματα των ΑΟΖ, η Τουρκία ενημέρωσε επισήμως για την πρόθεσή της να προχωρήσει άμεσα σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Παλαιστίνη και σταδιακά με τη Συρία και τον Λίβανο. Αν το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο «διέκοπτε» τη δυνητική ελληνική ΑΟΖ νότια του Καστελόριζου και της Κρήτης, αυτές οι συμφωνίες, αν επιτευχθούν, θα διακόπτουν τη γεωγραφική «συνέχεια» της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ, μετατρέποντας το σχέδιο East Med σε διπλωματικό και γεωπολιτικό εφιάλτη.

Η ένταση αυτών των προβλημάτων προκαλεί διχασμούς στις κυρίαρχες ελίτ. Τμήμα τους στρέφεται προς τη διπλωματική προτεραιότητα, προς τη στρατηγική καταφυγής στη Χάγη, προς μια μορφή «συνεννόησης» με την Τουρκία. Τμήμα τους επιμένει στη μέθοδο των τετελεσμένων, στην προτεραιότητα της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, στην προτεραιότητα των εξοπλισμών και του σκληρού «απορριπτισμού». Προς το παρόν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να πατάει και στις δύο αυτές βάρκες. Την ώρα που συμφώνησε το μοτατόριουμ με τον Ερντογάν, η ελληνική αεροπορία αρχίζει να παραλαμβάνει τα Ραφάλ, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται τις φρεγάτες και τα F-35, το Ισραήλ αναλαμβάνει την εκπαίδευση των Ελλήνων πιλότων μάχης και σε κάθε γωνιά της χώρας γίνονται έργα «αναβάθμισης» των αμερικανονατοϊκών βάσεων.

Απέναντι σε αυτή την πολιτική, η Αριστερά και το μαζικό κίνημα πρέπει να σταθούν με σαφή αντιπαλότητα και απόλυτη ανεξαρτησία. Η στάση απέναντι στους εξοπλισμούς, τη στρατιωτικοποίηση και τις συμμαχίες με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είναι ένα άσφαλτο κριτήριο για την ειλικρίνεια κάθε πολιτικής άποψης, κάθε δέσμευσης σε όλα τα θέματα. Και οι απατηλοί ισχυρισμοί που, με οποιονδήποτε τρόπο, τροφοδοτούν τις τάσεις «εθνικής ενότητας» σε αυτά τα κρίσιμα θέματα, πρέπει να αναγνωριστούν ως τα πιο επικίνδυνα ιδεολογήματα των αντιπάλων μας.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία