Το ΚΚΕ φτάνει στο 21ό συνέδριό του
Μέσα σε συνθήκες δύσκολες, οι συζητήσεις περιλαμβάνουν τα κατ’ αρχήν αυτονόητα: τις κομματικές εκτιμήσεις για τις διεθνείς και ντόπιες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις εκτιμήσεις για την κατάσταση και τις προοπτικές του κινήματος, τον απολογισμό της κομματικής δράσης από το 20ό συνέδριο μέχρι σήμερα, την εκλογή της νέας κομματικής ηγεσίας. Χωρίς σοβαρή συζήτηση πάνω σε αυτά, δεν γίνεται ένα κομματικό συνέδριο. Όμως απουσιάζουν, ή έστω υποβαθμίζονται, κάποια άλλα ζητήματα που αφορούν έναν ευρύτερο κόσμο του κινήματος –πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ και την περιφέρειά τους.
Κομβικό είναι το ζήτημα του ερωτήματος εάν το ΚΚΕ σκοπεύει να πάρει σχεδιασμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, με στόχο την ανατροπή των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δηλαδή με στόχο την επίτευξη εδώ και τώρα συγκεκριμένων πολύτιμων κατακτήσεων της εργατικής τάξης και του κόσμου μας. Εάν σκοπεύει να το κάνει, θα όφειλε να έχει δώσει ήδη ένα περίγραμμα απαντήσεων πάνω στα ερωτήματα: Μαζί με ποιους; Ενάντια σε ποιους; Με τι τακτική απέναντι σε όλους τους «ενδιάμεσους»; Σε ποιον πολιτικό χρόνο; Με ποιες βασικές ιεραρχημένες διεκδικήσεις και με ποιες βασικές συνθηματικές αιχμές; Κ.ο.κ. Χωρίς σοβαρή συζήτηση πάνω σε αυτά δεν γίνεται ένα ενδιαφέρον και εξωστρεφές κομματικό συνέδριο…
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέσα σε μια σοβαρή πολιτική δοκιμασία, όπως ήταν η συζήτηση στη Βουή για το νόμο-λαιμητόμο του Χατζηδάκη, τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ χρειάστηκε να δώσουν απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα, την ώρα που αυτή η συζήτηση δεν έχει διαπεράσει τις εισηγήσεις της ΚΕ προς το 21ό συνέδριο, ούτε τον προσυνεδριακό διάλογο.
Ο Δ. Κουτσούμπας, σωστά, εντόπισε τις ευθύνες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για τις σημερινές δυνατότητες του Μητσοτάκη: «Ας είναι καλά ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε τη μισή δουλειά, για να έρθετε εσείς τώρα να ολοκληρώσετε…». Πράγματι έτσι είναι. Γι’ αυτό άλλωστε ο Τσίπρας αντιμετωπίζει ένα σαφές πρόβλημα «εμπιστοσύνης» των εργατικών και λαϊκών μαζών που, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας βασικός λόγος που καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ στη στασιμότητα. Όμως, πώς αξιοποιεί αυτό το στοιχείο η τακτική του ΚΚΕ;
Τα πεπραγμένα αποδεικνύουν, κατ’ αρχήν, ότι το θέμα είναι υπαρκτό (αναγκαστική σύμπτωση απέναντι στην απαγόρευση των διαδηλώσεων, την αστυνομία μέσα στα ΑΕΙ και άλλα που έρχονται…). Αν αυτά που έγιναν και άλλα που αναπόφευκτα θα γίνουν, συνοδεύονται με ένα «κενό» συγκροτημένης απάντησης στο ποια «μέτωπα» είναι θεμιτά και επιθυμητά, υπό ποιες πολιτικές προϋποθέσεις, και ποια «μέτωπα» απορρίπτονται με σαφήνεια, τότε δημιουργείται ο κίνδυνος να προσφέρει κανείς πολιτικές ευκαιρίες για εξελίξεις αντίθετες από τις προθέσεις του και τις επιχειρηματολογίες του. Για να το πω ρητά: αυτό το «κενό» στην πολιτική του ΚΚΕ προσφέρει πολιτικές ευκαιρίες στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα εύκολα. Θυμίζω ότι οι εκλογές που έρχονται θα είναι εκλογές δύο γύρων.
Το ΚΚΕ έχει ξαναπεράσει από αυτό το σημείο. Αποφεύγοντας να εμπλακεί στο ζήτημα του πώς μπορεί να νικήσει το μαζικό «αντιμνημονιακό» ρεύμα του 2010-12, αποφεύγοντας να εξηγήσει στον κόσμο ένα άλλο πολιτικό σχέδιο (αν είχε…), αποφεύγοντας να δώσει πολιτική μάχη για τους όρους και τις προϋποθέσεις της δικής του γραμμής, οδηγήθηκε στις εκλογές του 2012 σε μια εκλογική ήττα, από ένα κόμμα όπως ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, εμφανώς κατώτερο του ΚΚΕ από άποψη οργανωτικότητας και συνοχής. Και στο δεύτερο γύρο του Ιούνη του ’12, η εκλογική ήττα έγινε συντριβή, με το μισό περίπου κόσμο του ΚΚΕ να ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ.
Η εμπειρία αυτή αποδεικνύει ότι, για ένα μαζικό εργατικό κόμμα, η αρνητική απάντηση δεν είναι συνήθως αρκετή. Η Αλ. Παπαρήγα, τόνισε στη Βουλή: «αυτά τα αντινεοφιλελεύθερα ή αντιφιλελεύθερα μέτωπα, θεωρούμε ότι είναι μέτωπα που υποσκάπτουν, παροπλίζουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα αντί να του δίνουν ώθηση για να εξελιχθεί σε ένα ορμητικό ποτάμι αντεπίθεσης». Είναι η καθαρό ότι η απόρριψη («των αντινεοφιλελεύθερων ή αντιφιλελεύθερων μετώπων») δε συνδυάζεται με κάποια άλλη παραλλαγή μετωπικής-μεταβατικής πολιτικής. Ο ρόλος του ΚΚΕ προβάλλεται ως του «καθοδηγητή του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας συμμαχίας στην πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό».
Ασφαλώς, η μεταβατική πολιτική δεν είναι «παντός καιρού», δεν είναι υποχρεωτική παντού και πάντα. Υπάρχουν περίοδοι μαζικής εφόδου της εργατικής τάξης με στόχο «να σπάσουμε τον τοίχο του καπιταλισμού». Τότε η μεταβατική πολιτική δεν είναι αναμφίβολα απαραίτητη (αν και επεξεργασίες «κλασσικών» όπως ο Λένιν, υποδεικνύουν ότι και τότε είναι χρήσιμη…). Όμως οι εισηγήσεις του 21ού συνεδρίου υπογραμμίζουν ότι δεν ζούμε μια τέτοια περίοδο, αντίθετα υπερτονίζουν (αντικειμενίστικα) τις «δυσκολίες» για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι «θετικές κατακτήσεις για λογαριασμό της εργατικής τάξης δεν είναι εφικτές». Το να υποστηρίζει κανείς ταυτόχρονα και τις δύο αυτές θέσεις (και το ότι η περίοδος είναι «δύσκολη» και το ότι δεν είναι αναγκαία κάποια μορφή συγκεκριμένης μεταβατικής πολιτικής) είναι ένα σοβαρό πολιτικό λάθος, που στην ιστορία της κομμουνιστικής Αριστεράς πληρώθηκε πάντα με μαζικές απώλειες προς τα δεξιά.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να «κουκουλώσει» αυτά τα ερωτήματα, υπερβάλλοντας στην κριτική της περιόδου ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, και δεν εννοώ την ένταση των επιχειρημάτων, αλλά την ουσία τους. Η Αλ. Παπαρήγα έχει υπογραμμίσει: «η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο». Η θέση αυτή είναι σωστή ως προς κάποιες «ιστορικές» επιλογές του ΚΚΕ: Ως προς τη συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ανασυγκρότησης», υπό τον Γ. Παπανδρέου το 1945, ή τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις «κάθαρσης» και «εθνικής ενότητας» μαζί με τη Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ το 1989. Όμως, το 2010-12 το πραγματικό περιεχόμενο της απαίτησης για ανατροπή των μνημονιακών κυβερνήσεων ήταν «ανοιχτό», και το ΚΚΕ όφειλε να δώσει τις δικές του απαντήσεις και να δώσει τη μάχη για να τις επιβάλει. Η εκφυλιστική πορεία του Τσίπρα δεν ήταν «κισμέτ», δεν ήταν προδιαγεγραμμένος μονόδρομος, η ιστορία είχε και άλλες πιθανές εναλλακτικές διαδρομές…
Με μια έννοια αυτά τα διλήμματα θα επανέλθουν. Ο νόμος Χατζηδάκη προειδοποιεί ότι ένας πλατύτερος κόσμος θα επιθυμεί και θα επιδιώκει την ανατροπή του Μητσοτάκη. Αν δεν δοθεί συγκεκριμένη πολιτική μάχη για το τι κατεύθυνση πρέπει να πάρει αυτή η πρόθεση, τότε είναι πιθανή μια αναθέρμανση του «δικομματισμού», με μοιρασιά των ρόλων μεταξύ Μητσοτάκη-Τσίπρα, αλλά αλώβητη την αστική πολιτική.
Συγκροτημένο «μέτωπο» με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει, γιατί αυτή έχει βυθιστεί στο σοσιαλφιλελεύθερο εκφυλισμό. Όμως η μετωπική συνεργασία που θα χτίζει τις διεκδικήσεις, που θα απαιτεί να μετατρέψει την ανατροπή Μητσοτάκη σε συγκεκριμένες εργατικές/λαϊκές κατακτήσεις, η εμπέδωση ενός συνολικότερου αλλά και συγκεκριμένου προγράμματος που θα αναδεικνύει τις εργατικές/λαϊκές μάζες σε αντίπαλο δέος απέναντι στο αστικό μπλοκ, είναι ζητήματα που πρέπει να συγκεντρώσουν προσοχή. Τώρα, πριν οι εκλογικοί εκβιασμοί δημιουργήσουν νέες τάσεις ή νέα δεδομένα. Το να έμπαινε ενεργά το ΚΚΕ σε αυτή τη διαδικασία θα ήταν μια θετικότατη εξέλιξη που, δυστυχώς, δεν επιβεβαιώνεται στις επεξεργασίες του 21ου συνεδρίου.