Δημοψήφισμα 2015: Μια ιστορική στιγμή, πολύτιμη εμπειρία για το σήμερα
Το καλοκαίρι του 2015, όλος ο πλανήτης παρακολουθεί με αγωνία τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, με ποσοστό 61,3% υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα ανατροπής της λιτότητας και δραπέτευσης από τον πνιγηρό «αέρα» της μνημονιακής συνθήκης.
Για τις καθεστωτικές δυνάμεις, η επέτειος αυτή σηματοδοτείται από τους «κινδύνους» που δημιουργούνται «όταν οι φτωχοί... δεν ψηφίζουν σωστά», όπως υποστήριζε τέτοιες μέρες, πριν 6 χρόνια, μια ιεροκήρυκας του άγριου νεοφιλελευθερισμού και του «Μένουμε Ευρώπη». Για το δικό μας στρατόπεδο, για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, το δημοψήφισμα αυτό ήταν και θα είναι μια μεγαλειώδης ταξική νίκη, παρά την επιλογή της ηγεσίας Τσίπρα να μετατρέψει το «Όχι», σε «Ναι».
Μια επίκαιρη ιστορική στιγμή, στην οποία πάντα θα επιστρέφουμε. Όχι ως μελαγχολική ανάμνηση μια ήττας που μπορούσε να είχε αποτραπεί, αλλά κυρίως ως πολύτιμη εμπειρία, τα συμπεράσματα της οποίας είναι απαραίτητα στην επίμονη προσπάθεια ανασύνταξης του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς, στη σημερινή δύσκολη περίοδο των πολλαπλών κρίσεων.
Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Παρά τις επιμέρους εξάρσεις (εργαζόμενοι στο Μετρό τον Ιανουάριο του 2013, κινητοποίηση ενάντια στο κλείσιμο της ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2013, απεργία των καθηγητών το Μάϊο και Σεπτέμβριο του 2013), οι κοινωνικοί αγώνες, μετά την έκρηξη του 2010-12, βρίσκονται σε ύφεση. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, που υποφέρουν από τα συνεχή πλήγματα στο εισόδημα και τα δικαιώματά τους, αναζητούν πολιτική ενναλακτική. Απαξιώνουν τα παλιά αστικά κόμματα και εμπιστεύονται με την ψήφο τους και την παρουσία τους στο δρόμο την Αριστερά και ειδικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναδεικνύεται σε πρώτο κόμμα τον Γενάρη του 2015.
Από την πρώτη στιγμή της νέας κυβερνητικής θητείας, ξεκινούν οι κινήσεις κατευνασμού προς την άρχουσα τάξη (συγκυβέρνηση με ΑΝΕΛ, επιλογή Π. Παυλόπουλου για ΠτΔ, στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με «δοκιμασμένους» ανθρώπους του συστήματος). Η ομάδα Τσίπρα επιλέγει μια ηττοπαθή και αδιέξοδη τακτική, παραβιάζοντας τόσο τη λαϊκή βούληση, όσο και τις συλλογικές αποφάσεις του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, αποφεύγει κάθε «μονομερή ενέργεια» όπως όριζε η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη (με «πατέρα» της τον Γιάνη Βαρουφάκη για να μην ξεχνιόμαστε…), δεν οργανώνει καμία σύγκρουση, προσπαθώντας να μην προκαλέσει το ιερατείο των Βρυξελλών, θέτοντας ως στόχο έναν «έντιμο συμβιβασμό».
Οι ευρωηγεσίες όμως απαντούν με μια τεράστια επιθετικότητα. ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία, επιδιώκοντας να δείξουν ότι κάθε απειθαρχία εντός ΕΕ, τιμωρείται παραδειγματικά. Ακόμα και τότε, το περιβάλλον Τσίπρα παίρνει την απόφαση να μην υπερασπιστεί το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές, συνεχίζοντας τη μυστική διπλωματία και τις αέναες διαπραγματεύσεις. Αντί για έκκληση προς τον ελληνικό και τους ευρωπαϊκούς λαούς να κινητοποιηθούν, αντί για μέτρα ταξικής μεροληψίας που θα αναπτέρωναν το ηθικό του κόσμου μας, κάθε πολιτική απόφαση της κυβέρνησης καθοδηγείται από τις ψευδαισθήσεις για κάποια «μεταφυσική» στροφή στη στάση της Μέρκελ και του διευθυντηρίου της ΕΕ.
Παρόλο που ο Τσίπρας και το επιτελείο του, προχωρούσαν σε μία σειρά παραχωρήσεις, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ ήθελαν ακόμη περισσότερες. Γιατί όπως λέει και ο ποιητής, «απ’ τα τσακάλια δεν γλιτώνεις με ευχές και παρακάλια». Η τακτική αυτή έκανε αναγκαία την αιφνίδια στροφή προς το δημοψήφισμα.
Ξεκάθαρο «Όχι»
Από την επομένη της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος, σε αρκετές περιοχές πανελλαδικά (αλλά και σε εργατικούς χώρους) στήθηκαν ενωτικές επιτροπές για τη νίκη του «Όχι». Κοινωνικοί φορείς, δημοτικές παρατάξεις, δίκτυα αλληλεγγύης, πολιτιστικοί και φοιτητικοί σύλλογοι, μαζί με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (με εξαίρεση φυσικά ένα σοβαρό τμήμα της ηγετικής-κυβερνητικής ομάδας που πάλευε για την ακύρωση του δημοψηφίσματος) και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνέβαλαν σημαντικά με τις πολύμορφες δράσεις τους στη νίκη της 5ης Ιουλίου.
Ο «λαός του Όχι», με μπροστάρισσα τη νεολαία, βγήκε στο προσκήνιο και καθόρισε με την κίνησή του το αποτέλεσμα, αποκαλύπτοντας το ταξικό ρήγμα, την κοινωνική πόλωση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, που έφερε στην επιφάνεια η κρίση του καπιταλισμού. Το 85% των νέων, το 73% των ανέργων, το 71% των μισθωτών, το 85% των φοιτητών επέλεξε «Όχι». Είναι το λιγότερο προκλητικό, ακόμα και σήμερα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να ερμηνεύουν την ψήφο αυτή ως εντολή για «καλύτερη διαπραγμάτευση εντός ευρώ». Είναι προσβολή για τα εκατομμύρια κόσμου που αγνόησε την πρωτοφανή ιδεολογική και υλική τρομοκρατία εκείνων των ημερών, με τις κλειστές τράπεζες, τις απειλές των εργοδοτών για απολύσεις, τις υστερικές φωνές των ΜΜΕ.
Είναι ταυτόχρονα μια εκ των υστέρων «νομιμοποίηση» της πανικόβλητης ηγεσίας Τσίπρα, που την επομένη του βροντερού μηνύματος επέλεξε να συνεργαστεί με τους ντόπιους εκπροσώπους του «Ναι», στο όνομα της «εθνικής ενότητας». Να επιστρέψει παρακαλώντας στην ΕΕ, για να πάρει μια «συμφωνία» χειρότερη από αυτήν που απέρριψε ο κόσμος στο δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση που είχε αναλάβει να διαχειριστεί τη σαφή λαϊκή εντολή επέλεξε να την αγνοήσει και να ακολουθήσει το δρόμο όλων των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, ψηφίζοντας το 3ο μνημόνιο και βυθίζοντας στην απογοήτευση τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που είχε πιστέψει στη δυνατότητα της ανατροπής.
Το «παράλληλο πρόγραμμα» και τα περίφημα «ισοδύναμα» με τα οποία ο Τσίπρας υφάρπαξε την ψήφο στις 20 Σεπτέμβρη του 2015, έγιναν τελικά εμβάθυνση του καθεστώτος εργασιακής εκμετάλλευσης, κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης και πλήρης ευθυγράμμιση με τη ρατσιστική πολιτική της Ευρώπης-φρούριο. Μια πολιτική του άνοιξε το δρόμο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία μανιασμένα προσπαθεί να πάρει ρεβάνς για την «περιπέτεια» του 2015 και το φόβο που ενέπνευσε στο αστικό στρατόπεδο.
Αναπόφευκτη κατάληξη;
Οι συνέπειες της συνθηκολόγησης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της ήττας στην Ελλάδα, ήταν καθοριστικές για τις εξελίξεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη. Στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, του ενωτικού πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στέκεται σήμερα ένα απολύτως σοσιαλφιλελεύθερο-αρχηγικό κόμμα, με προνομιακή απεύθυνση στη «μεσαία τάξη», πλήρως προσαρμοσμένο στο δικομματικό πολιτικό παιχνίδι.
Αυτή η καταστροφική κατάληξη δε ήταν «κισμέτ». Προέκυψε μετά την απόρριψη της μόνης υπαρκτής εναλλακτικής λύσης προς όφελος των «από κάτω»: σύγκρουση με την ΕΕ και τους ντόπιους καπιταλιστές, ακόμα και αν αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε έξοδο από την ευρωζώνη, (βεβαίως υπό την ηγεμονία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς). Η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος αντιλιτότητας που θα έπληττε το κεφάλαιο (στάση πληρωμών δόσεων χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, βαριά φορολόγηση των κερδών, ανάκτηση ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, θεσμοί εργατικού ελέγχου στην παραγωγή κ.ο.κ.) και θα άνοιγε το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, δεν μπήκε ποτέ στο τραπέζι. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋπέθετε σοβαρή προετοιμασία, ευρείας κλίμακας λαϊκή κινητοποίηση στην Ελλάδα, ισχυρή αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών και ένα κόμμα σε διάταξη μάχης. Κόμμα δεσμευμένο στις συνεδριακές αποφάσεις, με πιο έγκαιρη και συντονισμένη αντίδραση των εσωκομματικών δυνάμεων, που διαφωνούσαν με τις επιλογές Τσίπρα.
Η εμπειρία αυτή έχει μεγάλη σημασία στις τωρινές συνθήκες ταξικής και πολιτικής πάλης. Αποτελεί πολύτιμο εφόδιο στις απόπειρες διαλόγου και κοινής δράσης της πραγματικής Αριστεράς, που χρειάζεται να επιχειρήσει -δεν γίνεται αλλιώς- να συμβάλει με κάθε τρόπο στην αντιστροφή των αποτελεσμάτων του 2015 και στη δικαίωση της ιστορικής νίκης της 5ης Ιουλίου.