Να σταματήσουμε επειγόντως τον ρατσιστικό κατήφορο!
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ένα πραγματικό κολαστήριο για τους πρόσφυγες. Στη σκιά της πανδημίας εντείνονται οι αντιπροσφυγικές πολιτικές θέτοντας το ζήτημα σε τελείως νέα βάση.
Διαρκείς καταγγελίες
Κατά καιρούς έρχονται στη δημοσιότητα, κυρίως σε μέσα που ασχολούνται με το προσφυγικό, όπως η ΕΦ.ΣΥΝ., αρκετές καταγγελίες για παραβιάσεις δικαιωμάτων στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης στα νησιά και στην ηπειρωτική χώρα. Οι καταγγελίες αυτές αποτελούν μια ντροπιαστική κανονικότητα από το 2015 και έπειτα. Όταν όμως τέτοιου τύπου αναφορές φτάνουν να γίνονται σε κορυφαία διεθνή συστημικά μέσα, τότε αντιλαμβάνεται και ο πιο αδαής ότι η κατάσταση είναι οριακή. Πρόσφατο ρεπορτάζ του BBC έκανε λόγο για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων από το ελληνικό Λιμενικό, εκθέτοντας τις βάναυσες πρακτικές που υιοθετούνται από την ελληνική πολιτεία. Σπασμωδικά και τελείως υποκριτικά η αρμόδια Επίτροπος Ίλβα Γιόχανσον έσπευσε να καταδικάσει και να αποποιηθεί κάθε ευθύνη δηλώνοντας ότι οι παραπάνω αναφορές συνιστούν «παραβιάσεις θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών».
Βέβαια την ίδια στιγμή, το Spiegel, αναφέρεται σε συγκάλυψη παράνομων δραστηριοτήτων του ελληνικού Λιμενικού από τον επικεφαλής της Frontex, Φαμπρίς Λετζέρι. Συγκεκριμένα το γερμανικό περιοδικό αναφέρεται σε ένα περιστατικό της νύχτας της 18ης Απριλίου, κατά την οποία η Frontex κατέγραψε από αέρος την ελληνική ακτοφυλακή να βάζει πρόσφυγες μέσα σε βάρκα χωρίς μηχανή και να φεύγει, αφήνοντάς τους αβοήθητους. Όπως καταγγέλλεται από το Spiegel, το οποίο μάλιστα επικαλείται στοιχεία από εσωτερικά email της Frontex, o επικεφαλής της, έδωσε προσωπικά οδηγίες σε αξιωματούχους να καταστρέψουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία.
Όμως δεν χρειάζεται να πάμε τόσο πίσω. Το ερώτημα σχετικά με το τι απέγιναν οι 35 πρόσφυγες που κατάφεραν να φτάσουν στα Αντικύθηρα την Κυριακή 4 Ιουλίου παραμένει ενεργό. Σύμφωνα με τοπικά μέσα, το μεσημέρι της Δευτέρας 5 Ιουλίου στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση από το Λιμενικό στο νησί, με σκοπό την επιβίβασή τους σε σκάφος και την απομάκρυνσή τους από το νησί. Από τότε η τύχη τους αγνοείται και κανείς δε γνωρίζει που βρίσκονται. Ούτε η δημοτική αρχή, ούτε το λιμενικό, ούτε και η κυβέρνηση έχουν ενημερώσει τι πραγματικά συνέβη, τη στιγμή που έχει κυκλοφορήσει οπτικοκακουστικό υλικό με την όλη επιχείρηση. Κάποιος κακοπροαίρετος θα το έλεγε και κανονική απαγωγή.
Χέρι-χέρι κυβέρνηση-ΕΕ
Βέβαια, πολλά από τα παραπάνω πήραν τη μορφή της καταγγελίας με τον κάθε επίσημο τρόπο, όταν στα μέσα Ιουλίου η Ομάδα Εργασίας του Ευρωκοινοβουλίου για τον Έλεγχο της Frontex, παρουσίασε το τελικό της πόρισμα, διαπιστώνοντας ότι η Frontex γνώριζε την παράνομη δραστηριότητα των ελληνικών αρχών στο Αιγαίο τους προηγούμενους μήνες και τη συγκάλυπτε. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η Υπηρεσία (ενν. Frontex) βρήκε στοιχεία που υποστηρίζουν τις κατηγορίες για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων σε κράτη-μέλη με τα οποία είχε αναλάβει κοινή επιχείρηση, αλλά απέτυχε να τις αντιμετωπίσει και να τις διερευνήσει κατάλληλα, ενδελεχώς και αποτελεσματικά. Ως αποτέλεσμα, η Frontex δεν εμπόδισε αυτές τις παραβιάσεις, ούτε μείωσε τον κίνδυνο μελλοντικών παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων».
Ακόμη πιο προκλητική, όμως, είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης και του φίλα προσκείμενου μιντιακού της συστήματος. Κανείς δεν είδε, άκουσε ή είπε τίποτα για το πόρισμα ντροπή. Είναι τέτοιος ο πανικός και η αμηχανία μπροστά στην αποκάλυψη των εγκληματικών επιχειρήσεων των ελληνικών αρχών, που το Υπουργείο αρκέστηκε απλώς σε κάποιες εξηγήσεις σε δημοσιογράφους αξιοποιώντας πλήρως τη λογική της μονταζιέρας και αλλοιώνοντας το νόημα τόσο των καταγγελιών όσο και του πορίσματος του Ευρωκοινοβουλίου. Για τον Μηταράκη και την κυβέρνηση της ΝΔ οι καταγγελίες βασίζονται «σε δημοσιογραφικές πληροφορίες και αμφιβόλου αξιοπιστίας μαρτυρίες», τη στιγμή που το επίσημο πόρισμα κάνει λόγο για μαρτυρίες «πολλών αξιόπιστων φορέων» θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη παράνομων επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο.
Όταν όμως η μονταζιέρα και η αλλοίωση της πραγματικότητας δεν αρκούν, τότε επιστρατεύεται η παραδοσιακή συνταγή της «κατσίκας του γείτονα», ή κοινώς του αντιτουρκισμού. Ο Νότης Μηταράκης προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ισχυρίζεται ότι όλες οι παραπάνω καταγγελίες συνιστούν προπαγάνδα της Τουρκίας, η οποία «αντί να κάνει ό, τι έχει την εντολή να κάνει βάσει της κοινής συμφωνίας, συχνά είναι πολύ απασχολημένη με τη μαγνητοσκόπηση». Ενοχλείται δηλαδή ο Μηταράκης με την καταγραφή της παράνομης δραστηριότητας των ελληνικών αρχών και όχι με το περιεχόμενό της. Παράλληλα ο Υπουργός πέφτει στην εξής αντίφαση: Από τη μία ισχυρίζεται ότι η Τουρκία ενισχύει τα δίκτυα των διακινητών και παίζει παιχνίδια στις πλάτες των προσφύγων, ενώ από την άλλη τη θεωρεί ασφαλή τρίτη χώρα για να πάρει πρόσφυγες από την Ελλάδα.
Αντιρατσιστική πάλη
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση διαμορφώνεται ξανά το ερώτημα: Ποιος θα σταθεί εμπόδιο σε αυτή τη βιομηχανία επαναπροωθήσεων; Ποιος θα αγωνιστεί ενάντια σε αυτή την εγκληματική πολιτική; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απαντήσει αρνητικά εδώ και χρόνια, όχι μόνο από την εύκολη θέση της αντιπολίτευσης αλλά από τη δύσκολη θέση της κυβερνητικής διαχείρισης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έστησε το γήπεδο και τους κανόνες με βάση του οποίους η ΝΔ παίζει σήμερα μπάλα. Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, τα υπερπληθή και ανοργάνωτα ΚΥΤ και η γραφειοκρατία στις υπηρεσίες ασύλου είναι δικά του κληροδοτήματα, πάνω στα οποία ξεδιπλώνεται σήμερα μια ακόμη πιο ξεδιάντροπη ρατσιστική πολιτική.
Η επίσημες ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές χτίζουν σήμερα μια νέα Ευρώπη-Φρούριο στη σκιά της πανδημίας. Είναι χρέος του αντιρατσιστικού κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς να βάλουν φρένο σε αυτό το ρατσιστικό κατήφορο πριν να είναι πολύ αργά. Ο Μηταράκης και η κυβέρνηση της ΝΔ πρέπει να λάβουν την απάντησή τους από ένα μαζικό και δυναμικό κίνημα αλληλεγγύης που να ξαναφέρνει το προσφυγικό στην κεντρική πολιτική ατζέντα και να ανατρέπει τις πολιτικές που γεννούν απελπισία και θάνατο.