Δύο μήνες μετά τη διεξαγωγή των κυπριακών βουλευτικών εκλογών και μιας και η σκόνη τους έχει πλέον κατακάτσει, πάμε να δούμε ποια είναι τα συμπεράσματα για την αριστερά και για τον κόσμο της εργασίας και ποια είναι τα πιθανά σενάρια συμμαχιών μέχρι τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για το 2023.
Τι μας έδωσε, όμως, αυτή η εκλογική αναμέτρηση; Συνολικά ίσως και τίποτα νέο. Δυστυχώς οι ψηφοφόροι, όσοι τουλάχιστον συμμετείχαν μιας και η αποχή άγγιξε το 35%, ψήφισαν παραδοσιακά. Ας προσπαθήσουμε όμως να σκιαγραφήσουμε την κατάσταση που διαμορφώνεται.
Τα αποτελέσματα διαμόρφωσαν μια επτακομματική βουλή με την προσθήκη της νεοπαγούς Δημοκρατικής Παράταξης (ΔΗΠΑ) πλάι στα προϋπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα: ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ και το φασιστικό μόρφωμα του ΕΛΑΜ. Οι κάλπες ανέδειξαν για ακόμα μία φορά πρώτη δύναμη τον καθεστωτικό, δεξιό ΔΗΣΥ του προέδρου Αναστασιάδη αλλά με απώλειες της τάξης του 3%. Το εντυπωσιακό εδώ είναι πως η κατά πολλούς χειρότερη κυβέρνηση μετά το ‘74 κατάφερε να έχει τόσο μικρές απώλειες αλλά και να διατηρήσει διαφορά πέντε μονάδων από την αξιωματική αντιπολίτευση. Με τον ΔΗΣΥ τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα. Ο πρόεδρός του, Αβέρωφ Νεοφύτου, λίγες μέρες πριν τις εκλογές είχε πάρει θέση αναφορικά με το Κυπριακό υπέρ της ΔΔΟ, θέση που αναμενόταν να οδηγήσει σε απώλεια ορισμένων από τους πιο εθνικιστές ψηφοφόρους. Επιπλέον, ο αυταρχισμός της κυβέρνησης εν μέσω πανδημίας, η πανδημία διαφθοράς και σκανδάλων με κορυφαίο αυτό των διαβατηρίων ήταν σίγουρο πως θα οδηγούσαν σε μείωση των εκλογικών του ποσοστών η οποία όμως βάσει των συνθηκών θα πρέπει να θεωρείται ως η ελάχιστη.
ΑΚΕΛ
Το ΑΚΕΛ είχε αντίστοιχες απώλειες (περίπου 3%). Και μπορεί η μείωση των ποσοστών να μην του στοίχησε τελικά σε έδρες, αλλά δεν παύει να προκαλεί εσωκομματικούς τριγμούς καθώς η μείωση των ποσοστών απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση θεωρείται -δικαίως- παταγώδης αποτυχία. Το ΑΚΕΛ ως αντιπολίτευση δεν κατάφερε να αναδειχθεί στα μάτια των πολλών ως η δύναμη που μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα τους. Και αυτό είναι απολύτως αναμενόμενο μιας και έχει αφήσει ελεύθερο πεδίο κινήσεων σε όλα τα κρίσιμα πεδία αντιπαράθεσης. Παίζει σταθερά το χαρτί της «υπεύθυνης δύναμης» και δεν επιχειρεί να γειωθεί στην κοινωνία ως πραγματική αριστερή δύναμη. Αντιθέτως, έχει αρχίσει να χάνει τους παραδοσιακούς δεσμούς του με τους εργαζόμενους και δυσκολεύεται πλέον να εμπνεύσει ακόμα και τα μέλη του έχοντας παγιώσει γραφειοκρατικά αντανακλαστικά. Επιλέγει για παράδειγμα να διεξάγει το συνέδριο του αμέσως μετά τις εκλογές με συνέδρους που είχαν ψηφιστεί πριν. Δεν άφησε στις τοπικές οργανώσεις ούτε καν τη δυνατότητα να αποτιμήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα πριν μπουν σε μια νέα κομματική περίοδο. Άλλαξε βέβαια ο γενικός γραμματέας του κόμματος, αλλά η εκλογή του Στέφανου Στεφάνου στη θέση που κατείχε ο Άντρος Κυπριανού δεν σηματοδοτεί σε καμμιά περίπτωση αλλαγή πολιτικής σε αριστερή κατεύθυνση. Αυτές τις εξελίξει όμως θα τις αναλύσουμε εκτενέστερα σε επόμενο άρθρο ειδικά αφιερωμένο στη κυπριακή αριστερά.
Οι άλλες δυνάμεις
Τρίτο κόμμα αναδείχθηκε για ακόμα μια φορά το ΔΗΚΟ . Η παραδοσιακή δύναμη του ακραίου κέντρου δεν βγήκε αλώβητη από την συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση. Αντίθετα είδε και αυτή με τη σειρά της τα ποσοστά της να μειώνονται, με το κομμάτι των ψηφοφόρων που «χάθηκε» να βρίσκει καταφύγιο στο νεοσύστατο κόμμα του «κέντρου», τη δημοκρατική παράταξη (ΔΗΠΑ). Η ΔΗΠΑ δεν είναι παρά η διάσπαση του παραδοσιακού ΔΗΚΟ με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο του ΔΗΚΟ Μ. Κάρογιαν. Η ΔΗΠΑ αν και προεκλογικά δεν εμφάνιζε δυναμική εισόδου και μάλιστα συγκριτικά με άλλους νέους σχηματισμούς τελικά μπήκε με ποσοστό περίπου 6%. Το ΔΗΚΟ, εδώ και δεκαετίες συμμετέχει ως συμπλήρωμα σε κυβερνήσεις συνεργασίας λαμβάνοντας σοβαρά ανταλλάγματα και δημιουργώντας πανίσχυρους δεσμούς με τον κρατικό μηχανισμό. Φαίνεται πως η άνετη είσοδος της ΔΗΠΑ στη βουλή βασίστηκε σε αυτή την κληρονομιά.
Η ΕΔΕΚ, κόμμα της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας με εθνικιστικές θέσεις στο κυπριακό διατήρησε τα ποσοστά της. Οι Οικολόγοι που προσπάθησαν να παίξουν το ρόλο μιας ανανεωτικής δύναμης συμμετέχοντας σε ακτιβισμούς και αποφεύγοντας επιμελώς να εκφράσουν τη σκληρή τους θέση στο κυπριακό είχαν μια μικρή πτώση. Παρόλα αυτά, οι δύο αυτές «πατριωτικές δυνάμεις» με τις ιδιομορφίες τους έχουν κατοχυρώσει ένα ποσοστό ψηφοφόρων που τις επιλέγει σταθερά.
Πραγματική αύξηση στα ποσοστά του είχε δυστυχώς το ΕΛΑΜ που διπλασίασε το ποσοστό του και τους βουλευτές του από δύο σε τέσσερις. Δυστυχώς το φασιστικό μόρφωμα κατάφερε να συσπειρώσει ότι εθνικιστικό έφυγε από το ΔΗΣΥ και την «Αλληλεγγύη» της Ελένης Θεοχάρους, που δεν μπήκε στην βουλή. Μετά την παραπομπή και καταδίκη της Χρυσής Αυγής, έχει προσπαθήσει να παρουσιάσει χαμηλό προφίλ, εμφανιζόμενο να διακόπτει τους δεσμούς αίματος με τη ΧΑ και αποσύροντας προσωρινά τα τάγματα εφόδου από το δρόμο. Με δεδομένη την έμμεση ασυλία που του παρέχει ο ΔΗΣΥ (δεν ερευνήθηκαν πότε οι σχέσεις του με την εγκληματική οργάνωση στην Ελλάδα) αλλά και τη συνεργασία με το κυβερνών κόμμα (για την εκλογή προέδρου της βουλής) επιχειρείται η κανονικοποίηση του με στόχο να παίξει ρόλο στις επόμενες προεδρικές εκλογές και ειδικά αν το κυπριακό πάρει διχοτομική στροφή, κάτι που είναι πολύ πιθανό για όποιον παρακολουθεί τις πρόσφατές εξελίξεις στην περιοχή.
Προοπτικές
Τέλος, τα αποτελέσματα οδήγησαν και τον πρόεδρο Αναστασιάδη σε ένα μίνι ανασχηματισμό, με το να διώχνει κακήν-κακώς την Ε. Γιολίτη, υπουργό δικαιοσύνης, η οποία χρεώθηκε την αστυνομική βία στις διαδηλώσεις των Ως ΔΑΜΕ αλλά και… την κακή εικόνα της κυβέρνησης και να τοποθετεί νέο υπουργό Υγείας μιας και ο προηγούμενος, Κ. Ιωάννου παραιτήθηκε υπό το βάρος της διαχείρισης της πανδημίας. Κλείνοντας οφείλουμε να παρατηρήσουμε το εξής: Μέσα σ’ αυτήν τη βουλή δεν εκφράζεται ούτε κατ’ ελάχιστο η αγανάκτηση του κόσμου και η επιρροή που κατέγραψε το κίνημα των ΩΣ ΔΑΜΕ. Δυστυχώς για μια σειρά από λόγους αυτό το προοδευτικό και μαχητικό κομμάτι της κοινωνίας για ακόμα μια φορά δεν μπορεί να οργανωθεί πολιτικά στο βαθμό που να ξεπερνά τα όρια του διαδικτύου και του ακτιβισμού. Ίσως η πολιτική συγκυρία για κάτι παραπάνω να μην έχει περάσει, ίσως ακόμα η αριστερά της Κύπρου να μην έχει χάσει και αυτή την ευκαιρία. Οι επόμενες κινήσεις θα φανερώσουν και τις πραγματικές προθέσεις. Όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για όλο τον κόσμο που αναζητά απεγνωσμένα τρόπους και ευκαιρίες να αγωνιστεί.