Λίγες μέρες αφότου η ΕΕ αποκάλυψε το σχέδιό της να καταστεί ζώνη μηδενικών εκπομπών διοξειδίου το… 2050, ήρθε η «καταστροφικότερη πλημμύρα στην ιστορία μας» στο Βέλγιο και ακόμα πιο πρωτοφανείς και πολύνεκρες πλημμύρες στη Γερμανία. Μαζί με τους απίστευτους (και επίσης πολύνεκρους) καύσωνες σε Καναδά και ΗΠΑ, ακόμα και επιστήμονες που είχαν χτυπήσει έγκαιρα το συναγερμό δηλώνουν αιφνιδιασμένοι από την ταχύτητα με την οποία εκδηλώνονται και κλιμακώνονται οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Μιλώντας στο BBC, ένας καθηγητής γεωφυσικής και κλιματικών απειλών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου συνόψισε την κατάσταση ως εξής: «Είμαστε πολύ βαθιά μέσα σε βαθιά σκατά».
Δυστυχώς η περιγραφή δεν είναι μόνο ακριβής, αλλά έχει πολλαπλές χρήσεις για την κατάσταση του κόσμου γύρω μας. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της πανδημίας κάνει την προσπάθεια περιορισμού του Covid να θυμίζει εκείνο το παιχνίδι όπου χτυπάς με ένα σφυρί τον τυφλοπόντικα που πετάχτηκε από τη μία τρύπα για να πεταχτεί μετά από μια άλλη κ.ο.κ. Χώρες που είχαν αποφύγει προηγούμενες εξάρσεις χτυπιούνται τώρα, άλλες έχουν κουραστεί να μετράνε… κύματα. Η εξάπλωση του ιού στην «περιφέρεια» του παγκόσμιου καπιταλισμού είχε συνέπειες. Το πρώτο εξάμηνο του 2021 οι απώλειες είχαν ξεπεράσει αυτές του πρώτου έτους της πανδημίας. Κάποιες χώρες κυρίως στη Δύση εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον εμβολιασμό, ενώ οι περισσότερες (ο Παγκόσμιος Νότος) παραμένουν χωρίς μαζική πρόσβαση στα εμβόλια. Σαν «Νέμεση» για αυτή την πραγματικότητα, η συνέχεια των μεταλλάξεων θα διατηρεί μόνιμα ένα ερωτηματικό πάνω από την επάρκεια των εμβολίων.
Το ερωτηματικό για την πορεία της πανδημία ρίχνει τη σκιά του και στις προβλέψεις για την οικονομία. Όσον αφορά τις φτωχές ή αναπτυσσόμενες χώρες, δεν υπάρχει καν ερωτηματικό, οι προοπτικές είναι ζοφερές και το πρόβλημα είναι -όπως υπενθυμίζει ο Μάρτιν Γουλφ στους Financial Times- ότι τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού σε ζουν σε αυτές τις χώρες. Στις αναπτυγμένες χώρες, επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία -με διαβαθμίσεις. Η Κίνα και οι ΗΠΑ δείχνουν να ανακάμπτουν, η ΕΕ βλέπει ένα «ξέφωτο» αν και είναι κατά κοινή ομολογία η μεγάλη χαμένη. Αλλά δεν είναι μόνο το άγνωστο μέλλον της πανδημίας που υπονομεύει την αισιοδοξία για συνέχεια της ανάκαμψης. Τα αναπτυγμένα κράτη βρίσκονται μεταξύ υψηλού χρέους που θα επέτασσε μια λήξη των κρατικών μέτρων στήριξης και μιας εύθραστης πραγματικότητας που κάνει θεσμούς όπως το ΔΝΤ να προειδοποιούν ενάντια σε μια «βιαστική επιστροφή στη λιτότητα». Ακόμα και στις ΗΠΑ, όπου οι προοπτικές δείχνουν αυτή τη στιγμή καλές, είναι ανοιχτή η συζήτηση αν αυτό που συμβαίνει είναι μια σταθερή ανάκαμψη που έχει θεμέλια (πχ. την προσαρμογή στην πανδημία από κάποιους κλάδους ή την αξιοποίησή της από κάποιους άλλους, τη θέση του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία) ή αν πρόκειται για εφήμερα συμπτώματα του κρατικού «ντοπαρίσματος» (αυτό που ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς αποκαλεί sugar-rush economy, την «υπερκινητικότητα» που δείχνουν παιδιά μετά από υπερβολική λήψη ζάχαρης).
Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας είναι μπροστά. Η υψηλή κερδοφορία κάποιων κλάδων εν μέσω πανδημίας απλά αύξησε δραματικά την ανισότητα, χωρίς κανένα θετικό αντίκρισμα στους «αναγκαίους εργάτες» που έτρεξαν αυτούς τους κλάδους. Η θηριώδης κρατική παρέμβαση μπορεί να απέτρεψε τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση αλλά υπενθύμισε -εμπειρικά- ότι η «επιστροφή του κράτους» δε σημαίνει υποχρεωτικά και καλύτερες μέρες για τους εργαζόμενους. Αυτά προειδοποιούν για το μέλλον, ακόμα και σε συνθήκες «ανάκαμψης». Πόσο μάλλον σε συνθήκες παράτασης της κρίσης, ή νέας υποτροπής -σενάρια που παραμένουν πάντα στο τραπέζι, μιας κι ο Covid χτύπησε μια παγκόσμια οικονομία που είχε ήδη πολλά «υποκείμενα νοσήματα».
Χωρίς μια ανασύνταξη και κλιμάκωση των ταξικών αγώνων, όπως κι αν κινηθούν οι επίσημοι δείκτες κι όποιες στρατηγικές κι αν προκρίνουν οι κυβερνήσεις, οι από κάτω «είμαστε βαθιά μέσα σε βαθιά σκατά».
Πόσο μάλλον στην Ελλάδα. Όπου έχουμε μια κυβέρνηση που αποδεικνύεται από τις πλέον πρόθυμες να σπεύσει στη «βιαστική επιστροφή στη λιτότητα» ενάντια στην οποία προειδοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί (αυτή είναι η αλήθεια πίσω από το «λεφτά για άλλο lockdown δεν έχουμε» του Άδωνι Γεωργιάδη). Μια κυβέρνηση που συνδύασε τις όποιες, δειλές όψεις «κρατικής στήριξης» (σε τμήμα της μισθοδοσίας κλπ) με την αξιοποίηση του «παγώματος» της πανδημίας για να προωθήσει τις πιο επιθετικές πρωτοβουλίες ενάντια στα εργαζόμενα στρώματα, ως μονόδρομο για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας στην Ελλάδα.
Ο νόμος Χατζηδάκη υπήρξε εμβληματικός για αυτή τη στρατηγική επίθεση. Η νέα επίθεση στο ασφαλιστικό από Σεπτέμβρη, η προώθηση ενός (ακόμα!) νομοσχεδίου από την Κεραμέως που φιλοδοξεί να αλλάξει προς το χειρότερο το δημόσιο σχολείο όπως το ξέραμε, η ξεδιάντροπη προαναγγελία Μητσοτάκη για κλεισίματα νοσοκομείων κ.ο.κ. υποδεικνύουν ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μια ολομέτωπη ταξική επίθεση.
Αντίστοιχα πρέπει να απαντήσουμε. Με μια ολομέτωπη ταξική αντεπίθεση. Ξεκινώντας από την πάλη ενάντια στην εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη, τη «ναυαρχίδα» της κυβερνητικής-εργοδοτικής επιθετικότητας, και ενοποιώντας τους επί μέρους εργατικούς αγώνες (συνταξιοδοτικό, εκπαιδευτικό, πάλη για στήριξη της υγείας κλπ). Παράλληλα, δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν άλλα μέτωπα. Πρώτα και κύρια γιατί επείγουν.
Οι κακοποιήσεις και οι γυναικοκτονίες παίρνουν χαρακτηριστικά επιδημίας, ενώ αυξάνεται και η ορατότητά τους, γιατί υπάρχει πλέον η διάθεση πολλών γυναικών να καταγγείλουν, να αποκαλύψουν, να διαδώσουν και να αγωνιστούν (τα δύο φαινόμενα ίσως δεν είναι άσχετα μεταξύ τους αλλά αλληλοτροφοδοτούνται).
Στα καμπς, στα σύνορα, στις θάλασσες διεξάγεται ένα έγκλημα διαρκείας. Παρά τις προσπάθειες αυτό να ξεχαστεί, η έκταση και η αγριότητά του προκαλεί διαρκώς νέες αποκαλύψεις, με τελευταία την διεθνή κατακραυγή για τη συνεργεία Frontex-ελληνικής κυβέρνησης στις επαναπροωθήσεις.
Επειτα γιατί η πραγματική ενοποίηση των αγώνων, ο στόχος της «ταξικής ενότητας», για να μην είναι απλός συνδικαλιστικός-οικονομικός αγώνας, απαιτεί την αντιμετώπιση των ειδικών καταπιέσεων που αντιμετωπίζουν καθημερινά ολόκληρα τμήματα της τάξης. Τμήματα που -επιπλέον- όταν κινητοποιούνται στα λεγόμενα «κοινωνικά κινήματα» φέρνουν νέα ζωντάνια στο ευρύτερο κίνημα αντίστασης.
Είκοσι χρόνια πριν, η διαδήλωση στη Γένοβα υπήρξε μια «στιγμή» συμβολικής αποτύπωσης αυτής της ανάγκης μαζικής-ενωτικής-ριζοσπαστικής δράσης που διευρύνει τους ορίζοντες πέρα από την καθημερινή πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις. Τα συνδικάτα, οι κοινωνικές συλλογικότητες, τα κινήματα, οι οργανώσεις της Αριστεράς «χτυπούσαν μαζί» σε ένα παγκόσμιο κίνημα υπό το σύνθημα «Ένας Άλλος Κόσμος Είναι Εφικτός!».
Σήμερα, απέναντι στην κλιματική, την υγειονομική, την οικονομική κρίση, ενάντια στον πόλεμο, το ρατσισμό, το σεξισμό, την καταπίεση και την εκμετάλλευση, για να βγούμε από τα «σκατά» στα οποία μας βυθίζουν, πρέπει να ξαναγίνει το «Φτάνει Πια!» πολεμική κραυγή. Θα χρειαστεί να ξανα-ανοίξουμε αντίστοιχους δρόμους με εκείνους που άνοιξε το «αντιπαγκοσμιοποιητικό» κίνημα.
Αλλά κουβαλώντας εμπειρίες από την κατάληξη αυτού του προηγούμενου «κύκλου». Έξι χρόνια μετά, ο Ιούλης παραμένει πάντοτε ο μήνας που όλοι-ες ανακαλούν στη μνήμη το Δημοψήφισμα και τη συνθηκολόγηση του 2015. Την κορύφωση και την ήττα αυτού του «κύκλου» -με τη μορφή που πήρε στην Ελλάδα, αλλά και με συνέπειες διεθνώς.
Τα μαθήματα από αυτή την εμπειρία είναι πολύτιμα. Η κινητικότητα στο τμήμα της «εκτός των τειχών» Αριστεράς που δείχνει πρόθεση «να προσπαθήσουμε ξανά», χρειάζεται να δοκιμαστεί στα βήματα που θα κάνει, γιατί θα χρειαστεί επίσης «να προσπαθήσουμε καλύτερα».