Τι κόμμα είναι, πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ;

Φωτογραφία

Το κόμμα του Αλ. Τσίπρα θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του ένα μεγάλο όπλο: την αγανάκτηση και την εχθρότητα ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων απέναντι στην πολιτική του Μητσοτάκη. 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Όμως, όπως αποδεικνύουν όλες οι δημοσκοπήσεις, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδειχθεί ανίκανη να αξιοποιήσει αυτό το όπλο, να δημιουργήσει συνεκτικό και ανερχόμενο πολιτικό ρεύμα, που θα απειλεί με ανατροπή την κυβέρνηση των πιο αδίστακτων νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. 
[…]
Η κομματική συγκυρία
Μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου και την άχρωμη Προγραμματική Συνδιάσκεψη (με κεντρική ιδέα τη φούσκα που αμόλησε ο Τσίπρας: «στροφή αριστερά… για να κερδίσουμε το κέντρο»!), ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε τον εαυτό του μπροστά στο εξής πολιτικό χρονοδιάγραμμα: Συνέδριο μέσα στο 2021, προετοιμασία για εκλογές μέσα στο 2022. Η εκτίμηση ότι απομακρύνεται το ενδεχόμενο εκλογών το φθινόπωρο του 2021 είναι φανερή, αν και δεν απαντήθηκε το ενδιαφέρον ερώτημα αν ο Μητσοτάκης θα απομακρύνει τις εκλογές επειδή αισθάνεται σίγουρος για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων, ή αντίθετα, επειδή δίνει προτεραιότητα στο να περάσει εδώ και τώρα ένα πλήρες πλέγμα αντιμεταρρυθμίσεων, πριν ορθωθεί απέναντί του ένα απειλητικό αντιπολιτευτικό ρεύμα.
Παρόλα αυτά είναι φανερό ότι το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει αυτό το χρονοδιάγραμμα μέσα σε κλίμα ηττοπάθειας. Έχουν από καιρό τη συναίσθηση ότι βαδίζουν προς μια νέα πολιτική/εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη. Σήμερα, η συναίσθηση αυτή οδηγεί σε μια πιο ανοιχτή αντιπαράθεση της λεγόμενης «αριστερής πτέρυγας» με τον Τσίπρα και το περιβάλλον του. Η σύγκρουση στο ΠΣ (με αφορμή την έγκριση της επιχορήγησης στην αναξιοπαθούσα Frapport για διαφυγόντα κέρδη λόγω πανδημίας), που υπογραμμίστηκε μέσω της αποχώρισης από τη συνεδρίαση του Ν. Βούτση, απλώς δημοσιοποίησε το γεγονός και προανήγγειλε την έντασή του στο ερχόμενο διάστημα.
Η «Ομπρέλα», ο πολυσυλλεκτικός συνασπισμός των αντιπολιτευόμενων στον Τσίπρα και στους «προεδρικούς» του, έχει υιοθετήσει τις διαπιστώσεις του άρθρου των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά, που λειτούργησε ως πέτρα στα βαλτωμένα νερά της συζήτησης στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό, οι Α.Λ. και Μ.Ζ. προειδοποίησαν ότι ο Μητσοτάκης δεν θα πέσει εύκολα, γιατί εκφράζει πολιτικά την τάση ανασύνταξης του αστισμού στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια κρίσης, γιατί πίσω του στοιχίζεται ένα «κοινωνικό μπλοκ», με στρατηγική-τακτική-συμμαχίες και επικοινωνιακή δύναμη. Βέβαια, οι ΑΛ και ΜΖ (αμφότεροι σοσιαλδημοκράτες, «νεοφερμένοι» στον ΣΥΡΙΖΑ, με εκσυγχρονιστική προϋπηρεσία…), στη βάση αυτών των σωστών διαπιστώσεων, πρότειναν μια βαθύτερη προσαρμογή στη συστημική πραγματικότητα, μια ταχύτερη ευθυγράμμιση με το σοσιαλφιλελευθερισμό, και την «απελευθέρωση» του κόσμου της Αριστεράς από τις δουλειές στην έννοια «κόμμα». Θα περίμενε κανείς ότι η Ομπρέλα και ειδικότερα οι 53+ (με μακρά προϋπηρεσία στην ευρωκομμουνισμό και κάποιοι στην αριστερή πτέρυγά του) θα έβγαζαν τα αντίστροφα συμπεράσματα από αυτά των ΑΛ και ΜΖ: ότι η επίθεση του «αστικού μπλοκ» δεν μπορεί να ηττηθεί εκλογικά αν δεν αντιμετωπιστεί κινηματικά με την ανατροπή -ή έστω το μπλοκάρισμα- των αντιμεταρρυθμίσεων με τη μέθοδο του δρόμου και της απεργίας. Και γι’ αυτό, ότι η έννοια του συλλογικού-δημοκρατικού και παρεμβατικού κόμματος, παραμένει αναντικατάστατης αξίας για την Αριστερά. Όμως όποιος περιμένει να ακούσει από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνονται φωνές που θα ζητούν να αντιταχθεί στο «ριζοσπαστισμό της Δεξιάς» ένας αποτελεσματικός «ριζοσπαστισμός της Αριστεράς», θα κουραστεί να περιμένει. Η υποταγή στην απολύτως εκλογοκεντρική στρατηγική του Τσίπρα επιβάλει σε όλους και όλες την πλήρη αφωνία σχετικά με το ποιος-πώς-πότε θα μπορούσε να αναλάβει αυτά τα κρίσιμα καθήκοντα κινηματικής ανάταξης, που είναι προϋπόθεση για την εκλογική αντιμετώπιση του Μητσοτάκη. Είκοσι χρόνια μετά τη Γένοβα, μοιάζει ότι όλοι και όλες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ξεχάσει ότι η ανοδική πορεία τους άρχισε με την «αριστερή στροφή», που ήταν ταυτόχρονα η ήττα άλλων που υποστήριζαν τη στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία και προς το κέντρο (και που βύθιζαν τον τότε Συνασπισμό στα όρια του 3%).
[...]
Σε αυτό το τοπίο, το συνέδριο (εάν και όταν γίνει) δεν πρόκειται παρά να καταγράψει την πλήρη κυριαρχία του Τσίπρα και των «προεδρικών» του, υποβαθμίζοντας πλήρως το ρόλο όσων πιστεύουν ότι μπορούν να συνυπάρξουν μαζί του λειτουργώντας ως αριστερή πτέρυγα. Αν γι’ αυτό χρειαστούν «υπερβολές» (όπως η εκλογή του προέδρου κατ’ ευθείαν από τη βάση) αυτές είναι πλέον εφικτές, ενώ οι εκσυγχρονιστές δημοσιογράφοι που έχουν πλαισιώσει την προεδρική φρουρά δεν χάνουν ευκαιρία να δείχνουν στους βετεράνους του ευρωκομμουνισμού την πόρτα εξόδου από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι πιο δηλητηριώδεις από αυτούς θυμίζουν το 2015, υπογραμμίζοντας ότι όποιος δεν μίλησε τότε, οφείλει να σιωπήσει για πάντα.
Στρατηγική και πολιτική
Η παρουσία του Αλ. Τσίπρα στη σύνοδο των Ευρωπαϊκών Σοσιαλιστικών Κομμάτων ήταν μια εμβληματική πράξη. Από μόνη της αρκούσε για να δηλώσει ότι έχει τελειώσει η εποχή που στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσαν να είναι ζωντανά κάποια στοιχεία διάκρισής τους από τα εκφυλισμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έγινε καθαρότερο αν συνυπολογίσει κανείς το περιεχόμενο της εκεί τοποθέτησής του: δήλωσε ότι η κυβέρνησή του, το 2015, σώθηκε κυρίως λόγω της «βοήθειας» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (ευχαριστώντας γλοιωδώς την ηγεσία του SPD και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας), ενώ πρότεινε μια «στρατηγική συμμαχία» με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, με στόχο την ανάδειξη κυβερνήσεων που θα αντιμετωπίσουν, λέει, την κλιματική κρίση και θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης επίθεσης πάνω στους λαούς.
Αυτή η τοποθέτηση έχει σημασία, γιατί αναδεικνύει τις αλήθειες για το περιεχόμενο της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ εδώ: η πρόταση για «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» σημαίνει, στη βάση των αριθμητικών προβλέψεων της απλής αναλογικής, μια πρόταση συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ (εάν μέσα σε αυτό απορριφθούν οι «σειρήνες» της συνεργασίας με τη ΝΔ…), με πρόγραμμα την ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις της «πράσινης ανάπτυξης» και μια προσπάθεια τήρησης των μνημονιακών δεσμεύσεων (που ο Τσίπρας ανέλαβε το 2018) αλλά «με ανθρώπινο πρόσωπο» και όχι χωρίς αναισθητικό, όπως επιχειρεί ο Μητσοτάκης. Γι’ αυτό και οι πραγματικές επιλογές του Τσίπρα στο ζήτημα της «διεύρυνσης» και των συμμαχιών, αφορούν μονομερώς τη σοσιαλδημοκρατία. Οι πρόσφατες λεκτικές αναφορές προς το ΜΕΡΑ25 και το ΚΚΕ, είναι απολύτως υποκριτικές: αποσκοπούν αποκλειστικά στο να «φωτίσουν» κάποιες αδυναμίες στη δική τους στρατηγική και κυρίως στο να μεγεθύνουν εκλογικά διλήμματα στη βάση των ψηφοφόρων τους.
[…]
Αυτή η κατεύθυνση καθορίζει από τώρα τις προγραμματικές επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Γ. Σταθάκης έγινε δεκτό από τον Τύπο με βαθιά χασμουρητά. Η υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ δεν προκάλεσε ούτε αντιδράσεις στους εργοδότες, ούτε ικανοποίηση στους εργαζόμενους, γιατί απλώς δεν γίνεται πιστευτή. Για να γίνει πειστική μια στροφή προς πολιτική αυξήσεων στους μισθούς (μετά την τραγική εμπειρία του 2015-19, όπου το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ), θα όφειλε να συνοδεύεται και με άλλα μέτρα, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε να υποσχεθεί. Η σύγκριση με το πρόγραμμα του… Μπάιντεν είναι καταθλιπτική σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, ο Γ. Σταθάκης μας ανακοίνωσε ότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροκλοπήτων επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι η κορυφαία στην ΕΕ, όμως όχι μόνο δεν τόλμησε να προτείνει κάποιο έστω αστικοδημοκρατικό μέτρο ελέγχου αυτής της ληστείας, αλλά αντίθετα υποσχέθηκε συνέχεια της κρατικής επιχορήγησης των εργοδοτικών εισφορών, μετά την πανδημία, για να… μη χαθούν θέσεις εργασίας. Όπως έλεγαν οι Λατινοαμερικάνοι ακτιβιστές στην εποχή των Φόρουμ, η αριστερή πολιτική διακρίνεται από την αστική πολιτική όχι μόνο γιατί υποστηρίζει τους φτωχούς, αλλά επίσης γιατί αντιπαρατίθεται στους πλούσιους.
[…]
Στην πραγματικότητα το επιτελείο του Τσίπρα ελπίζει ότι προχωρώντας στην έξοδο από την πανδημία (εάν και όταν…), η υποχώρηση του φόβου θα ενισχύσει τα ταξικά ανακλαστικά του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τις πολιτικές δυσκολίες της κυβέρνησης. Το φαινόμενο ήδη έχει εμφανιστεί στις δημοσκοπήσεις, όπου τα ζητήματα των μισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών κ.ο.κ. «ανεβαίνουν» ξανά και μάλιστα με γοργό ρυθμό, στα ενδιαφέροντα του κόσμου.
Όμως δεν είμαστε πια σε «ομαλές» συνθήκες, όπου οι εξελίξεις κινούνται ευθύγραμμα. Στο «δικομματισμό» που εγκαταστάθηκε στη Μεταπολίτευση, ίσχυε ως περίπου νόμος ότι όταν αυξάνονται οι πολιτικές δυσκολίες της κυβέρνησης, αυγατίζουν οι πολιτικές ευκαιρίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό το καθεστώς το τσάκισε το κίνημα του 2010-12 και η υπερδεκαετής κρίση. Οι «νόμοι» του και οι συνήθειες δεν ισχύουν πια. Στη γειτονική Ιταλία, που διέθετε κάποτε θηριώδη πολιτικά κόμματα, κατά πολύ ισχυρότερα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ, κλήθηκαν να κυβερνήσουν κάτι τύποι σαν τον Πρόντι ή τον Ντράγκι. Η τάση της «ιταλοποίησης» δεν αφορά μόνο την Αριστερά και τον κατακερματισμό της, αλλά και το σύνολο του πολιτικού σκηνικού, ακόμα και των δυνάμεων της «κυβερνησιμότητας». Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο ότι η αύξηση των προβλημάτων του Μητσοτάκη, ακόμα και μια συνολική αποτυχία του, οδηγεί ευθύγραμμα στο ότι θα κληθεί να κυβερνήσει ο Τσίπρας. Από τη σκοπιά των εργαζομένων και των λαϊκών δυνάμεων, το ερώτημα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων ταυτίζεται με το ερώτημα του αν θα γίνει κατορθωτό να αντιταχτεί στο «ριζοσπαστισμό της Δεξιάς» ένας αριστερός ριζοσπαστισμός που θα έχει στο κέντρο του τα αιτήματα και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μέσα στη μακρά εμπειρία του εργατικού κινήματος διαμορφώθηκε μια πολιτική παράδοση για την ερμηνεία και την αντιμετώπιση του φαινομένου των ρεφορμιστικών κομμάτων. Που έχει ως κεντρική έννοια, τον ορισμό τους ως αντιφατικά, ως «αστικά-εργατικά» κόμματα. «Αστικά» ως προς τη στρατηγική και την πολιτική τους, «εργατικά» ως προς την ταξική σύνθεση της βάσης τους, ως προς τη σύνθεση των μελών τους ή του πολιτικού ακροατηρίου τους. Αυτή η προσπάθεια περιγραφής και ερμηνείας ξεκινά από το βασικό πολιτικό ερώτημα του ποιoς και πώς διαχειρίζεται τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, δηλαδή τις ελπίδες μέσα στην εργατική τάξη για βελτίωση της θέσης της μέσα στα όρια ανοχής του καπιταλισμού. Σε αυτήν τη βάση, ο Ερνέστ Μαντέλ παρομοίασε τα ρεφορμιστικά κόμματα με αστικά εστιατόρια που σερβίρουν εργατική κουζίνα. Αυτός ο ορισμός είναι χρήσιμος, αλλά όχι αρκετός. Το ερώτημα του ποιο από τα αντιφατικά στοιχεία του ρεφορμισμού (Πόσο αστικό; Πόσο εργατικό;) παίρνει κάθε φορά το πάνω χέρι, το ερώτημα του πώς διαχειρίζεται πολιτικά ο ρεφορμισμός τις ελπίδες της εργατικής τάξης, είναι ερωτήματα που απαντώνται από τη συγκυρία της ταξικής πάλης. 
[…]
Στις ΗΠΑ αναδεικνύεται ένα ακραίο παράδειγμα της ποικιλίας των πολιτικών μορφών που μπορεί να πάρει η πολιτική έκφραση των ρεφορμιστικών αυταπατών της εργατικής τάξης. Η μεγάλη ιδεολογική και πολιτική ισχύς των καπιταλιστών, αλλά και μια μακρά κατασταλτική παράδοση, απέτρεψαν τη δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ή μαζικού ΚΚ. Το κενό ανέλαβε να διαχειρίζεται το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα κόμμα που ιστορικά υπήρξε κόμμα πλουσίων, ρατσιστών και πάντα στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Το σύγχρονο ΔΚ «επέτρεψε» το φαινόμενο Σάντερς, ανέχθηκε τη συγκρότηση των «σοσιαλιστών» του DSA στο εσωτερικό του και τώρα «σερβίρει» το πρόγραμμα Μπάιντεν σαν να είναι η «εργατική» κουζίνα της πολιτικής που προσπαθεί να ξανακάνει ισχυρή την Αμερική. Και αυτά τα κάνει με την αυτοπεποίθηση ενός ισχυρού αστικού κόμματος, που έχει την τεχνογνωσία και τη δύναμη για να καναλιζάρει και να αφομοιώνει διαδοχικά κύματα ριζοσπαστισμού και γενιές ακτιβιστών. Αυτός ο παράγοντας της ιστορικότητας, της πείρας και της δύναμης, είναι κρίσιμος. Κατά καιρούς, πολλοί στην Ευρώπη έβαλαν στόχο να συγκροτήσουν κόμμα ανάλογο με το αμερικανικό ΔΚ, και όλοι ανεξαιρέτως απέτυχαν.
Όλα αυτά τα κριτήρια πρέπει να αξιοποιήσουμε για να χτίσουμε την απάντησή μας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Συζητώντας ιδεολογικά και αφηρημένα, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα ρεφορμιστικό, ένα αστικό/εργατικό κόμμα. Η ενσωματωμένη στο καθεστώς στρατηγική και πολιτική του Τσίπρα, συνυπάρχει με ένα «ακροατήριο» και μια εκλογική βάση κυρίως εργατικής-λαϊκής σύνθεσης. Όμως όποιος βγάλει όλα του τα πολιτικά συμπεράσματα από αυτό το γενικό χαρακτηριστικό, είναι καταδικασμένος σε σοβαρά πολιτικά λάθη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, επίσης, ένα κόμμα που ζει σε «ειδικές συνθήκες». Η πρόσφατη εμπειρία από την αποτυχημένη κυβερνητική περίοδο του 2015-19, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί (εκεί άλλωστε εδράζεται το πρόβλημα «εμπιστοσύνης» που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις). Στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα προβλήματα, δεν υπάρχει κενό, αλλά το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 (τουλάχιστον όπως το κατανοεί ο κόσμος), οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα «ελαφρύ» κόμμα: με περιορισμένη ιστορικότητα, με περιορισμένες οργανωμένες σχέσεις με την τάξη, με αντιφάσεις στο εσωτερικό του στελεχικού δυναμικού του. Είναι ένα κόμμα εξασθενημένο και ασταθές, παρά το εκλογικό του μέγεθος, που θα περάσει δοκιμασία αν βιώσει μια νέα εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη.
Αυτά τα στοιχεία, η ηγεσία του προσπαθεί να τα χειριστεί με μια επιταχυνόμενη πορεία προς τα δεξιά, που σπέρνει συντηρητικά αντανακλαστικά στον κόσμο. Ο προωθημένος «αρχηγισμός» δεν πρέπει να υποτιμάται. Στην πορεία εκφυλισμού του ΚΚ Ιταλίας, υπήρξε τουλάχιστον η ευαισθησία μετά από κάθε παταγώδη αποτυχία να ακολουθεί αλλαγή ηγεσίας, έστω και αν αυτή αφορούσε στελέχη «μεγάλης κλίμακας». Ο Τσίπρας «κατάπιε» την κωλοτούμπα του 2015-19, χρέωσε σε άλλους την ήττα του 2019 και απειλεί να μετατρέψει τη διαφαινόμενη επόμενη ήττα σε εφαλτήριο για τη μετάβαση σε «κόμμα Τσίπρα». Όσοι «παίζουν» με τέτοια φαινόμενα, ή έστω τα ανέχονται, αναλαμβάνουν ευθύνες για επικίνδυνα σενάρια.
Αν συνυπολογίσει κανείς όλα αυτά τα στοιχεία οδηγείται σε μια τακτική, που αντικειμενικά θα είναι αντιφατική, μπροστά σε ένα αντιφατικό φαινόμενο.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πολύτιμος για την κινηματική ανάταξη και θα πρέπει να διεκδικηθεί σταθερά, με τη μέθοδο της ενιαιομετωπικής πολιτικής από τα κάτω.
Όμως δεν ισχύει το ίδιο για την ηγεσία του και την κεντρική στελεχική δομή του. Όχι ασφαλώς με την έννοια των προσώπων, αλλά με την έννοια της ένταξής τους σε μια στρατηγική, σε μια πολιτική, σε μια οργανωτική προοπτική, που δεν είναι απλώς λαθεμένη, αλλά είναι επικίνδυνη και διαβρωτική για τον κόσμο της εργασίας και πρέπει να ηττηθεί.
Κατά συνέπεια δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπάρξουν ούτε «μέτωπα» με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ψήφος σε αυτό, παρά τα επερχόμενα διλήμματα της κάλπης. Για να γίνει καθαρό το ζήτημα της ψήφου, χρειάζεται μια προκλητική σύγκριση με το ενδεχόμενο της ψήφου στο ρεύμα Σάντερς ή Κόρμπινκ.ο.κ. Οι σύντροφοί μας στις ΗΠΑ αντιστάθηκαν στην πίεση για ψήφο στον Σάντερς, και είχαν δίκιο. Όμως η πίεση ήταν σοβαρή γιατί το «ρεύμα» Σάντερς (όπως και του Κόρμπιν στη Βρετανία) ήταν τοποθετημένο στα αριστερά του μέσου όρου πολιτικοποίησης και προκαλούσε μια αύξηση του ριζοσπαστισμού σε πολλά πεδία. Αντίθετα η πολιτική Τσίπρα λειτουργεί κατευναστικά και αποπροσανατολιστικά για τον κόσμο, βρίσκεται στα δεξιά των προθέσεων της βάσης του, ενώ η σταθεροποίησή της οδηγεί σε ενίσχυση του συντηρητισμού που παραπέμπει όλες τις κρίσιμες μάχες στην ατζέντα της «δεύτερης φοράς». Μια γραμμή που με τη στάση της στη Frapport, στο Ελληνικό, στα Ραφάλ, στα 12 μίλια στο Αιγαίο κ.ο.κ. έχτισε «την πιο ήπια αντιπολίτευση στη σύγχρονη πολιτική ιστορία», προειδοποιεί ότι αν βρεθεί στην κυβέρνηση θα κάνει, ξανά, μόνο μια σειρά κωλοτούμπες.
Αυτή τη διπλή τακτική, της σχέσης διεκδίκησης του κόσμου της βάσης, μαζί με την απόρριψη του ηγετικού κορμού και της πολιτικής του, θα πρέπει να κρατήσουμε στο επόμενο μακρό διάστημα.

(ολόκληρο στο Rproject.gr)

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία