Αν υπάρχει κάτι που είναι βέβαιο για την περίοδο στην οποία βρίσκεται ο κόσμος, είναι ότι απαγορεύονται οι βεβαιότητες. Αυτή η πραγματικότητα όσον αφορά τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, αφορά και την πορεία της ακροδεξιάς διεθνώς.
Για ένα διάστημα, αυτό της ραγδαίας εμφάνισης στο προσκήνιο και της αρχικής ορμητικής ανόδου της, εμφανίστηκε η βέβαιη πρόβλεψη μιας αδιάκοπης επέλασης. Σε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις, οι προβλέψεις ακόμα μεγαλύτερων επιτυχιών διαψεύστηκαν. Σε αυτό το φόντο, της σχετικής αντοχής του «κέντρου» σε μια σειρά χώρες, εμφανίστηκε η εξίσου βέβαιη πρόβλεψη ότι «έληξε ο συναγερμός», ότι ο «λαϊκισμός» (στην ακροκεντρώα γλώσσα) βρίσκει τα όριά του και ξεφουσκώνει.
Στην πραγματικότητα, έχουμε μπει σε μια παρατεταμένη περίοδο, όπου η ακροδεξιά έχει βγει από το περιθώριο κι έχει «εγκατασταθεί» στην πολιτική σκηνή και διεξάγει έναν παρατεταμένο πολιτικό αγώνα (με διάφορες μορφές, είτε ρατσιστικών κινημάτων στο δρόμο, είτε φασιστικής δράσης, είτε «μακράς πορείας μέσα στους θεσμούς», είτε ιδεολογικής μάχης «για καρδιές και μυαλά»). Το «κέντρο», παραμένοντας πρώτη επιλογή των αστικών τάξεων διατηρεί την ικανότητα να επιβιώνει (ενίοτε και ανασυντιθέμενο, ανασύροντας εφεδρείες, παρουσιάζοντας νέα πολιτικά σχέδια), αλλά παραμένει σοβαρά τραυματισμένο και θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει κλυδωνισμούς.
Αυτό το τοπίο παραμένει εξαιρετικά ρευστό -και συχνά αυτό αφορά και τις διεργασίες μέσα στις ίδιες γραμμές της ακροδεξιάς. Διαφορετικές εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία, που παρουσιάζονται στα άρθρα του Πάνου Πέτρου δίπλα, υπογραμμίζουν ένα ανησυχητικό σενάριο.
----
Γαλλία: Το φαινόμενο Ζεμούρ
Η βεβαιότητα ότι η αντιπαράθεση προς τις προεδρικές εκλογές θα μονοπωληθεί από το δίδυμο Μακρόν-Λεπέν («ντουέτο κι όχι μονομαχία», όπως εύστοχα είχε πει στο παρελθόν ο Μελανσόν), είχε ήδη τεθεί υπό μερική αμφισβήτηση μετά τις περιφερειακές εκλογές, όπου καταγράφηκε η αδυναμία των κομματικών μηχανισμών και του λεπενικού «Εθνικού Συναγερμού» και του μακρονικού «Η Δημοκρατία Προχωρά Μπροστά». Ενώ οι συζητήσεις στρέφονταν στις δυνατότητες παραδοσιακών δυνάμεων (όπως η Ρεπουμπλικανική Δεξιά) να ανασυνταχθούν, μας προέκυψε… Ερίκ Ζεμούρ.
Η ταχύτητα με την οποία αυτός ο ακροδεξιός μετατράπηκε από μιντιακή περσόνα σε πολιτικός παράγοντας που εμφανίζεται να απειλεί δημοσκοπικά την Λεπέν αν αποφασίσει (και μπορέσει) να κατέβει ως υποψήφιος στις προεδρικές, μοιάζει με «κεραυνός εν αιθρία».
Ωστόσο είναι προϊόν της πολιτικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στη Γαλλία. Ο Ζεμούρ μπόρεσε να αποκτήσει μεγάλο μιντιακό προσωπικό «κεφάλαιο», σε ένα τοπίο διαρκούς δεξιάς μετατόπισης του μιντιακού τοπίου (με ανάδυση νέων ακροδεξιών ΜΜΕ, με αύξηση της προβολής και της δημοφιλίας παλιότερων, με δεξιά μετατόπιση άλλων), όπου το RN είναι πλέον ευπρόσδεκτος και «φιλικός» συνομιλητής, ενώ κυβερνητικά στελέχη του Μακρόν, όπως ο ακραία αντιδραστικός Νταρμανίν, διαγκωνίζονται σε αντιδραστικότητα τους ανθρώπους της Λεπέν.
Παράγωγο της δεξιάς μετατόπισης ο ίδιος, λειτουργεί και ως επιταχυντής της. Όταν η ίδια η κυβέρνηση στοχοποιεί τον «ισλαμο-αριστερισμό», ζητά έρευνες στα πανεπιστήμια και αντιμετωπίζει ως «υπονομευτικές» διάφορες θεματικές «σπουδές» (φύλου, μετα-αποικιακές κ.ο.κ.), ο Ζεμούρ κηρύσσει τον πόλεμο στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, «διαβρωμένο από το Μαρξισμό, τον αντιρατσισμό και τις ΛΟΑΤ ιδεολογίες», ή καταγγέλει τον «ευνουχισμό της κοινωνίας» με ευθύνη των φεμινιστριών και των ΛΟΑΤΚΙ. Όταν ανθεί η ισλαμοφοβία ως κρατική πολιτική, ο Ζεμούρ ζητά την υποχρέωση όλων των γονιών να δίνουν «Γαλλικά ονόματα» στα παιδιά τους. Όταν κατασκευάζεται ο μύθος του «ισλαμικού σεπαρατισμού» (που αντιμετωπίζει τους μουσουλμάνους ως απειλή για το «γαλλικό τρόπο ζωής» ή και την ενότητα του γαλλικού κράτους), ο Ζεμούρ προπαγανδίζει ανοιχτά την συνωμοσιολογική θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης» (ένα σκοτεινό σχέδιο σταδιακής εξάλειψης του ευρωπαϊκού λευκού πληθυσμού και αντικατάστασής του από «ξένους» και μουσουλμάνους). Όταν η συζήτηση στρέφεται γύρω από τα κλειστά σύνορα, ο Ζεμούρ ζητά απελάσεις εκατομμυρίων ανθρώπων ήδη εγκατεστημένων στη Γαλλία.
Ο «προδομένος» και πικραμένος Ζαν-Μαρί Λεπέν, που έχει διαφωνήσει με την στρατηγική «αποτοξικοποίησης» που ακολουθεί η κόρη του, υιοθέτησε εμμέσως τον Ζεμούρ, δηλώνοντας ότι «λέει όλα όσα έλεγα πάντα, αλλά έχει το πλεονέκτημα της εβραϊκής καταγωγής για να αποφύγει την κατηγορία του αντισημίτη» (παρεμπιπτόντως ο Ζεμούρ έχει ξεπλύνει το καθεστώς του Βισύ στο παρελθόν).
Η είσοδος του Ζεμούρ στο πολιτικό παιχνίδι προέκυψε στο φόντο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών. Ο ίδιος αρέσκεται να δηλώνει ότι «η Λεπέν δεν πρόκειται να νικήσει ποτέ», ένα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν κι άλλοι στην ακροδεξιά, μετά την εκλογική αδυναμία που επέδειξε τον περασμένο Ιούνη. Η «αποτοξικοποίηση» προκαλούσε δυσφορία σε ένα τμήμα της βάσης του RN, αλλά υποσχόταν διαρκή εκλογική ενίσχυση και -τελικά- τη νίκη. Με την αποτελεσματικότητα του λεπενικού σχεδίου να μπαίνει υπό αμφισβήτηση, «απελευθερώνεται» χώρος για τον νεοεισερχόμενο αστέρα της ακροδεξιάς.
Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος ο Ζεμούρ, αμέσως μετά τις περιφερειακές εκλογές:
«Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλέον καμιά διαφορά σήμερα ανάμεσα στο αφήγημά της και σε αυτό του Εμμανουέλ Μακρόν ή του Ξαβιέ Μπερτράντ… Η Μαρίν Λεπέν μιλά όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Εμμανουέλ Μακρόν μιλά όπως η Μαρίν Λεπέν, είναι ήδη και οι δυο τους στο δεύτερο γύρο, καθώς υποτίθεται ότι κανείς άλλος δεν πρέπει να υπάρχει εκτός από αυτό το [ζευγάρι στο] δεύτερο γύρο, και είναι σαφές ότι οι ψηφοφόροι αρνούνται να υποχρεωθούν σε αυτή την επιλογή».
Η δήλωση παρατέθηκε από τον Στάθη Κουβελάκη σε πρόσφατο άρθρο του, στο οποίο ο ίδιος συμπληρώνει:
«Αυτή η διπλή μετατροπή του αφηγήματος της Λεπέν σε κοινοτοπία (μιλάει «όπως όλοι οι άλλοι», αφού πρώτα έκανε «όλους τους άλλους» να μιλάνε σαν αυτήν) -μια παράδοξη παρενέργεια της «λεπενοποίησης των μυαλών» για την οποία καμάρωνε κάποτε ο πατέρας Λεπέν- υποσκάπτει σοβαρά την ικανότητά της να κατευθύνει την οργή και τις διάφορες μνησικακίες που είχε νωρίτερα καταφέρει να αποκρυσταλλώσει».
Είναι ανοιχτή η συζήτηση για τις προοπτικές του Ζεμούρ. Το φαινόμενο δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εφήμερη μιντιακή «φούσκα». Αλλά η εξέλιξή του υπόκειται κι αυτή στην αβεβαιότητα του τοπίου. Δεν διαθέτει τον κομματικό μηχανισμό που απαιτεί μια εκλογική μάχη (που ξεκινά από τις αναγκαίες 500 υπογραφές εκλεγμένων αξιωματούχων για να εγκριθεί μια υποψηφιότητα και φτάνει στις γενικότερες απαιτήσεις μιας δραστήριας καμπάνιας). Από την άλλη, υπάρχει το προηγούμενο της αναρρίχησης του Εμμανουέλ Μακρόν πάνω στα ερείπια των παραδοσιακών κομμάτων -και η γαλλική πολιτική σκηνή παραμένει κατακερματισμένη και ρευστή. Μέρος της απάντησης βρίσκεται στη στήριξη που μπορεί ή δεν μπορεί να εξασφαλίσει ο Ζεμούρ από τμήμα της άρχουσας τάξης ή του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού, για να καλύψει το μειονέκτημα. Αυτές οι αναζητήσεις ίσως εξηγούν την απροθυμία του να βιαστεί να ανακοινώσει αν θα είναι τελικά υποψήφιος.
Άλλα άγνωστα αφορούν τις τελικές του επιδόσεις, τον αντίκτυπο που θα έχουν στις επιδόσεις των άλλων παρατάξεων (της ίδιας της Λεπέν, του μακρονισμού, της παραδοσιακής Δεξιάς), με βασικότερο άγνωστο το αν θα προσθέσει δυνάμεις στην ακροδεξιά «πολυκατοικία» ή απλά θα «διχοτομήσει» το κοινό της.
Αυτή η συζήτηση είναι πολύ νωρίς για να γίνει και πολύ εστιασμένη στον εκλογικό αντίκτυπο του φαινομένου Ζεμούρ. Κατά τη γνώμη μας, το ίδιο το φαινόμενο οφείλει να απασχολήσει σοβαρά ανεξαρτήτως της κάλπης.
Η θεματολογία και η ρητορική του Ζεμούρ πατάει σε μια ήδη υπαρκτή παράδοση αντιστροφής της πραγματικότητας της καταπίεσης (οι στρέιτ άνδρες ως θύματα, η ύπαρξη «αντι-λευκού ρατσισμού», η επερχόμενη «ισλαμοποίηση» της Ευρώπης κ.ο.κ.). Ο Ζεμούρ την οδηγεί σε παροξυσμό και αποκτά ακροατήριο που συμμερίζεται αυτή την οπτική. Όταν η ακροδεξιά υπερβάλει για τη δύναμη του αντιπάλου (αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς τη μυθολογία της σύγχρονης Alt-Right, θα πιστέψει ότι μια συμμαχία μαρξιστών-φεμινιστριών-ομοφυλόφιλων-μουσουλμάνων-μαύρων βρίσκεται στην εξουσία) και ταυτόχρονα περιγράφει το προνομιακό ακροατήριό της ως θύμα υπό διωγμό ή και απειλή εξαφάνισης, το κάνει για να προετοιμάσει το έδαφος στις γραμμές του για την ανάγκη «δραστικών» μέτρων.
Γύρω από αυτήν τη θεματολογία είχε συγκροτηθεί το νεοφασιστικό κίνημα «Generation Identitaire» (Γενιά της Ταυτότητας), για το οποίο βγήκε εντολή διάλυσης τον περασμένο Μάρτη, μια απόφαση που προκάλεσε οξυμένες καταγγελίες από τον Ζεμούρ (και δυσφορία σε τμήμα στελεχών της Λεπέν που «τους αφήσαμε ανυπεράσπιστους»). Το όνομα της νεοεμφανιζόμενης «Generation Zemmour» (Γενιά του Ζεμούρ) δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας για τις καταβολές και το ποιόν αυτής της «οργάνωσης νεολαίας» που στηρίζει τις συγκεντρώσεις του…
Σε ένα ζοφερό περιβάλλον όπου οι ιδέες της ακροδεξιάς γίνονται η «κανονικότητα» του πολιτικού διαλόγου, η δημοφιλία του Ζεμούρ αποτυπώνει την ανάδυση ενός ακραίου περεταίρω «ριζοσπαστισμού» στην κοινωνική βάση της ακροδεξιάς.
Ιταλία: Ενίσχυση των νεοφασιστών
Σ την άλλη μεγάλη χώρα όπου η συνολική δεξιά μετατόπιση και η εδραίωση της ακροδεξιάς αποτελούν μια ζοφερή «κανονικότητα», έχουν εμφανιστεί παρόμοια δείγματα «ριζοσπαστικοποίησης» της ακροδεξιάς, αν και με διαφορετικές διαδρομές και μορφές.
Στις 3-4 Οκτώβρη, έγιναν αυτοδιοικητικές εκλογές σε μια σειρά από μεγάλες πόλεις, όπου -με μειωμένη συμμετοχή- επιβεβαιώθηκαν τάσεις που είχαν φανεί και στις περιφερειακές εκλογές ένα χρόνο πριν, αλλά ενισχυμένες.
Το Κίνημα 5 Αστέρων (Κ5Α) συνέχισε την ελεύθερη πτώση του, πέφτοντας σε μονοψήφια ποσοστά σχεδόν παντού και αδυνατώντας να βρεθεί στο δεύτερο γύρο ακόμα και σε δήμους που μέχρι πρότινος ήλεγχε. Η κεντροαριστερή συμμαχία γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), κέρδισε με άνεση από τον πρώτο γύρο το Μιλάνο, τη Μπολόνια και τη Νάπολι (εκεί σε συμμαχία με το Κ5Α). Στο δεύτερο γύρο κατέκτησε με μεγάλη διαφορά και τη Ρώμη και το Τορίνο, παρότι εκεί οι υποψήφιοί της ξεκινούσαν από τη δεύτερη θέση και οι υποψήφιοι της Δεξιάς έδειχναν να έχουν ελπίδες νίκης.
Η Δεξιά κατέβηκε παντού ενωμένη, σε μια συμμαχία του μπερλουσκονικού Φόρτσα Ιτάλια, της ακροδεξιάς Λέγκας και των μεταφασιστών Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια. Καθώς δεν έχτισε επιπλέον δυναμική, το ενδιαφέρον στράφηκε στον εσωτερικό συσχετισμό. Η Φόρτσα Ιτάλια οδήγησε τη Δεξιά συμμαχία σε νίκη στο Τριέστε, δείχνοντας «σημάδια ζωής» για το κόμμα του Μπερλουσκόνι, το οποίο ωστόσο παραμένει ο «μικρός εταίρος» των ακροδεξιών κομμάτων. Η Λέγκα, που αντιμετώπιζε μια κάμψη ήδη από τις μέρες της εξόδου της από την πρώτη κυβέρνηση Κόντε, συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα. Είδε την θέση της στη δεξιά συμμαχία να υποβαθμίζεται, με πιο εμβληματική την υποχώρηση στο 10% στο Μιλάνο, την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας, ιστορικού «κάστρου» της εκλογικής δύναμης του κόμματος του Σαλβίνι.
Με τη σχετική ανάκαμψη του PD και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η Λέγκα και το Κ5Α, εμφανίστηκαν και πάλι αναλύσεις για τo «θάνατο του λαϊκισμού» ή/και «αυλαία στα πειράματα αντικαθεστωτικής πολιτικής». Αλλά τα προβλήματα της Λέγκα, αποδεικνύονται ευκαιρίες για τους ακόμα πιο αντιδραστικούς Φρατέλι. Αυτή η τελευταία εκδοχή των διαδοχικών μετενσαρκώσεων με τις οποίες παρουσιάστηκε ο μετα-μουσολινικός χώρος τις δεκαετίες μετά το 1945, κερδίζει σε «κανονικοποίηση» ως αναπόσπαστο μέρος της Δεξιάς εκλογικής συμμαχίας, ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από την θέση του ως μοναδική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στον Ντράγκι. Δημοσκοπικά ανταγωνίζονται πλέον στα ίσια τη Λέγκα για την πρωτοκαθεδρία, ενώ στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές κατέγραψαν βελτιωμένο συσχετισμό εντός Δεξιάς σε μια σειρά Δήμους. Μάλιστα στη Ρώμη ήταν ο δικός τους υποψήφιος που πέρασε στο δεύτερο γύρο (και ως πρώτος στο σκορ). Η Ρακέλε Μουσολίνι, υποψήφια δημοτική σύμβουλος, ήρθε πρώτη σε ψήφους. Παλιότερα, η Αλεσάντρα Μουσολίνι (υπερασπιζόμενη κατά καιρούς «τη μνήμη» του παππού της), είχε χτίσει μια δική της αναγνωρισιμότητα ως μοντέλο, ηθοποιός, πολιτικός για να εκλεγεί σε διάφορες θέσεις με την Φόρτσα Ιτάλια. Η μικρή προσωπική διαδρομή της Ρακέλε Μουσολίνι κάνει εξαιρετικά αμφίβολο τον ισχυρισμό ότι ψηφίστηκε «παρά το όνομά της κι όχι εξαιτίας του» και μάλλον λέει πολύ περισσότερα για το «κλίμα» στις γραμμές των ψηφοφόρων των Φρατέλι.
Λίγες μέρες μετά τις κάλπες, αυτή η μουσολινική νοσταλγία πήρε μια πολύ πιο άγρια μορφή: Στις 9 Οκτώβρη, 100 χρόνια μετά την καταστροφή των Εργατικών Κέντρων από τους μελανοχίτωνες, η νεοφασιστική Φουόρτσα Νουόβα, έχοντας κάνει πανεθνική κινητοποίηση (με τρένα και λεωφορεία), τέθηκε επικεφαλής μιας διαδήλωσης 10 χιλιάδων ανθρώπων ενάντια στο «Green Pass» (επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού, αρνητικού τεστ ή πιστοποιητικού νόσησης στη δουλειά) και την καθοδήγησε σε εισβολή στα κεντρικά γραφεία της CGIL, της μεγαλύτερης και ιστορικότερης «αριστερόστροφης» εργατικής συνομοσπονδίας της χώρας. Οι νεοφασίστες τραμπούκοι έφτασαν ως τον πέμπτο όροφο, καταστρέφοντας τα πάντα. Ήταν η κορυφαία «στιγμή» στην έως τώρα δράση της νεοφασιστικής οργάνωσης. Όπως το έθεσε ο Φράνκο Τουριλιάτο: «Μια πολιτική και συμβολική επίθεση των φασιστικών δυνάμεων στην ιστορική οργάνωση της εργατικής τάξης. Μια επίθεση ενάντια στα συνδικάτα που, ανεξάρτητα από την τρέχουσα γραμμή ταξικής συνεργασίας της ηγεσίας, εκπροσωπούν μια ολόκληρη ιστορική εποχή ταξικής οργάνωσης».
Ευτυχώς υπήρξαν αντανακλαστικά. Την ίδια νύχτα βγήκε κάλεσμα και την επόμενη μέρα όλα τα τοπικά γραφεία της CGIL άνοιξαν με συνελεύσεις-περιφρουρήσεις. Μετά την επιτυχημένη άμεση αντι-κινητοποίηση, το Σάββατο 16 Οκτώβρη οργανώθηκε μια μεγάλη αντιφασιστική πανκινητοποίηση στη Ρώμη, όπου συγκεντρώθηκαν 200 χιλιάδες άνθρωποι από όλη την Ιταλία, για να τραγουδήσουν το Bella Ciao και να απαιτήσουν την απαγόρευση της δράσης των φασιστικών οργανώσεων.
Η ανάταση που προκάλεσε η μαζική κινητοποίηση είναι καλοδεχούμενη και πολύτιμο «οξυγόνο» στο ζοφερό τοπίο της Ιταλίας των τελευταίων χρόνων. Ωστόσο, η προσέγγιση «εθνικής ενότητας» με την οποία αντιμετωπίζει το ζήτημα η ηγεσία της CGIL είναι προβληματική. Μετά την επίθεση, ο Ντράγκι έσπευσε να αγκαλιάσει τον πρόεδρο της CGIL, Λαντίνι, ως ένδειξη «αλληλεγγύης» μπροστά στις κάμερες. Ο Φράνκο Τουριλιάτο έγραψε: «Μας ανησυχεί αυτή η “αγκαλιά”, γιατί είναι η “αγκαλιά της ταξικής συνεργασίας”. Βοηθά τον επικεφαλής της κυβέρνησης να τσιμεντώσει τη σύγκλιση και τη σχέση διαλόγου με την CGIL (αυτή τη συνομοσπονδία που εξακολουθεί να υπόκειται ακόμα σε κάποια αγωνιστική πίεση από τη βάση) όσον αφορά τη διαχείριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και την επερχόμενη οικονομική νομοθεσία».
Ο σύντροφος εξηγεί ότι «Οι φασιστικές και ακροδεξιές οργανώσεις πρέπει να απαγορευτούν, αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν αυταπάτες ότι οι αστικοί θεσμοί θα λύσουν το πρόβλημα. Μπορούμε να καλωσορίσουμε κάθε συμμαχία με άλλες δημοκρατικές δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στους φασίστες. Είναι χρήσιμες και αναγκαίες, αλλά η ανεξαρτησία από το αστικό κράτος και η οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου στρατηγικού πόλου ταξικής πάλης είναι αποφασιστική για να τα καταφέρουμε και να μην καταλήξουμε είτε συντετριμμένοι είτε υποταγμένοι στις κυβερνητικές πολιτικές».