Το εκλογικό αποτέλεσμα του αριστερού Die Linke στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις για τις προοπτικές του κόμματος.
Αν και σε γενικές γραμμές στάσιμο, το Die Linke υπήρξε ένα από τα σταθερότερα και μεγαλύτερα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Τον περασμένο Σεπτέμβρη υπέστη μια δραματική ήττα που δε συγκρίνεται με τις διακυμάνσεις της επιρροής του τα προηγούμενα χρόνια: Έχασε τη μισή του εκλογική δύναμη και θα είχε βρεθεί εκτός Βουλής αν δεν επωφελούταν από κάποιες ιδιαιτερότητες του γερμανικού εκλογικού συστήματος (όπου η νίκη σε κάποιες μονοεδρικές με πλειοψηφικό σύστημα, επιτρέπει σε ένα κόμμα που δεν έπιασε το πανεθνικό όριο εισόδου να εκλέξει τους βουλευτές που του αντιστοιχούν με βάση το αναλογικό σύστημα).
Αντικειμενικές δυσκολίες
Οι αντικειμενικοί παράγοντες ασφαλώς έχουν σημασία. Το σχετικά χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης στη Γερμανία αποτελεί μέρος της εξήγησης (μεταξύ άλλων και για τη στασιμότητα των προηγούμενων χρόνων). Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ορμητική εμφάνιση του Die Linke και η διείσδυσή του σε τμήματα της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης είχε προκύψει στο φόντο της εργατικής αντίστασης ενάντια στην «Ατζέντα 2010», την εισαγωγή του νεοφιλελευθερισμού από την τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ. Ενίσχυσε τις δυνάμεις του επιπλέον ως αριστερή αντιπολίτευση στον πρώτο Μεγάλο Συνασπισμό (Δεξιά και SPD), στα χρόνια που μια τέτοια συμμαχία θεωρούταν ακόμα «ανοσιούργημα». Τα επόμενα χρόνια, η εκλογική επιρροή του κόμματος έμεινε γενικά στάσιμη.
Τα ιδρυτικά «καύσιμα» πλέον εξαντλούνται. Από μια άλλη συζήτηση (στις ΗΠΑ, όσον αφορά το δρόμο προς ένα ανεξάρτητο αριστερό-εργατικό κόμμα), έρχεται η χρήσιμη επισήμανση ότι συνήθως απαιτούνται μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες ώστε να αποκτήσει μια σημαντική μειοψηφία της εργατικής τάξης την αυτοπεποίθηση στις δικές της δυνάμεις που θα της επιτρέψει να «σπαταλήσει» τη ψήφο της σε ένα κόμμα που δεν πρόκειται να κερδίσει την κυβέρνηση.
Εν τη απουσία αυτού του παράγοντα, η πίεση της «χρήσιμης ψήφου» είναι πολύ μεγαλύτερη. Φέτος, που επικράτησε μια διάθεση απαλλαγής από το δεξιό CDU και όπου το SPD υιοθέτησε κάποιες προεκλογικές μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις, η πίεση στο Linke υπήρξε πιο ασφυκτική, με το SPD να αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος ωφελούμενος της διαρροής ψήφων του αριστερού κόμματος.
Στις αριστερές πτέρυγες του Linke εμφανίζονται κάποιες διαφορές στην ανάλυση, ως προς τις δυνατότητες που υπήρχαν. Κάποιοι σύντροφοι δείχνουν πιο βέβαιοι ότι μια πιο ριζοσπαστική πολιτική μπορούσε να αποδώσει και μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη. Άλλοι γράφουν ότι «δεν θα ήταν ειλικρινές να πούμε ότι πάντα ξέρουμε πώς μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερες ψήφους. Καμιά φορά πρέπει να λες δυνατά πράγματα που είναι αντιδημοφιλή, ενάντια στο ρεύμα». Σε κάθε περίπτωση, η «συναίνεση» στις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες του κόμματος είναι ότι η απάντηση δεν βρίσκεται σε μια πιο δεξιά προσαρμογή.
Κυβερνητισμός
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου τύπου κινήσεις, δεξιάς προσαρμογής, έχουν συμβάλει στο πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα του κόμματος ή η σχέση του με τα κινήματα παραμένουν σε μια αριστερή κατεύθυνση.
Με εκλογικούς όρους, το Linkeπαρουσιάζεται εγκλωβισμένο σε μια γκρίζα ζώνη όπου δεν θεωρείται πλέον ούτε «αντισυστημικό» αλλά ούτε και «κυβερνητικό». Διατηρεί στο επίσημο πρόγραμμά του όλες εκείνες τις δεσμεύσεις/κόκκινες γραμμές του, που καθιστούν απαγορευτική τη «πρόσκλησή» του σε ένα κεντροαριστερό κυβερνητικό συνασπισμό. Ενώ υπάρχει και μια γενικότερη παράδοση αντικομμουνιστικής «υγειονομικής ζώνης» απέναντί του. Όλα αυτά αφορούν το ομοσπονδιακό επίπεδο.
Παράλληλα όμως, σε κρατιδιακό επίπεδο, το Linke έχει μπει σε μια σειρά συγκυβερνήσεις, με διάφορες παραλλαγές όσον αφορά τη θέση ισχύος του -και παντού το αποτέλεσμα είναι μια εφαρμοσμένη «ρεαλπολιτίκ» σε ανοιχτή παραβίαση με τις «ομοσπονδιακές» κόκκινες γραμμές του (από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι συμβιβασμό με περιβαλλοντοκτόνες πολιτικές κι από περικοπές σε δημόσια νοσοκομεία μέχρι συμμόρφωση σε πολιτικές κλειστών συνόρων). Αυτό το ιστορικό είναι που του έχει αποστερήσει το παλιό του «αντικαθεστωτικό» προφίλ, ενώ τα κυβερνητικά πεπραγμένα του στα κρατίδια αποδυναμώνουν ακόμα και την πιο εκλογικίστικη τακτική που θέλει να προβάλει την συμμετοχή του σε ένα κυβερνητικό συνασπισμό με την κεντροαριστερά ως «εγγύηση» φιλεργατικής πολιτικής.
Κατά την προεκλογική περίοδο, η ρητορική της ηγεσίας του Linke επιχείρησε μια υπέρβαση αυτού του «εγκλωβισμού» προς τα δεξιά: Ανεβάζοντας κατακόρυφα τις ρητές αναφορές στην προθυμία του Linke να συγκυβερνήσει, υπονοώντας μια κάποια ελαστικότητα απέναντι στις παραδοσιακές «κόκκινες γραμμές» του, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους δυνάμει κυβερνητικούς εταίρους του και καλώντας σε εκλογική του ενίσχυση με κριτήριο να αποκλειστεί η συμμετοχή είτε του CDU είτε των Φιλελεύθερων στη νέα κυβέρνηση («όποιος θέλει κόκκινο-πράσινο συνασπισμό, να ψηφίσει Die Linke»).
Αυτή η στρατηγική του «εκλογικού μετώπου» είχε ξαναχρησιμοποιηθεί το 2002 από το PDS (η παραδοσιακή «ανατολικοευρωπαϊκή» Αριστερά και έπειτα ιδρυτική συνιστώσα του Linke), με το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα -την πτώση του κόμματος κάτω από το όριο του 5%. Αυτή τη φορά, 1.400.000 ψηφοφόροι του Linke στράφηκαν προς το SPD και τους Πράσινους (τα δύο κόμματα που είχαν χτίσει τη δυναμική να συγκροτήσουν «εναλλακτική» κυβέρνηση και τα οποία η ηγεσία του κόμματος παρουσίαζε ως «σύμμαχες» δυνάμεις), ενώ άλλοι 850.000 (που δεν ενδιαφέρονταν για κεντροαριστερές συμμαχίες) είτε δεν ψήφισαν καθόλου είτε στήριξαν μικρότερους σχηματισμούς που δεν μπήκαν στη Βουλή.
Η «γραμμή» της
Σάρα Βάγκενκνεχτ
Ανάμεσα στις δυνάμεις που καταγγέλουν τη στρατηγική του «εκλογικού μετώπου» είναι και ο κύκλος γύρω από την Σάρα Βάγκενκνεχτ. Όμως το «αντίδοτο» που προτείνεται είναι εξίσου επικίνδυνο. Η Βάγκενκνεχτ το βράδυ των εκλογών επανέλαβε την εκτίμησή της ότι το κόμμα «έχει απομακρυνθεί από αυτό για το οποίο ιδρύθηκε: να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των κανονικών εργαζομένων και συνταξιούχων». Ο Κλάους Ερνστ εξήγησε πιο καθαρά το νόημα αυτής της παρέμβασης: Το κόμμα «παίρνει από πίσω κάθε κίνημα που ξεσπά, θέλοντας να είναι πιο πράσινο από τους Πράσινους και να ζητά ανοιχτά σύνορα για όλους». Είναι γνωστές από καιρό οι απόψεις τις οποίες έχει υιοθετήσει η Βάγκενκνεχτ, η οποία έχει δημιουργήσει ένα «σκιάχτρο» (της κυριαρχίας μιας αστικής πολιτικής ταυτοτήτων στο κόμμα), απέναντι στο οποίο εισηγείται μια στρατηγική που θα αφουγκράζεται τις «ανησυχίες» των «κανονικών εργαζομένων».
Στο βαθμό που η κριτική υπονοεί μια υποβάθμιση του «κοινωνικού ζητήματος» στην ακολουθούμενη πολιτική, είναι άδικη -αρκεί μια ματιά στο γενικότερο προγραμματικό και τον ειδικότερο προεκλογικό λόγο του κόμματος. Ο περιορισμός της αρχικά σημαντικής εκλογικής επιρροής του κόμματος σε τμήμα των συνδικαλισμένων εργαζόμενων μάλλον συνδέεται περισσότερο με τις παρατηρήσεις που κάναμε παραπάνω και λιγότερο σε κάποια προγραμματική «απομάκρυνση» του Die Linke από τα παραδοσιακά του φιλεργατικά αιτήματα, που παραμένουν στο κέντρο της πολιτικής του.
Στο βαθμό που ζητά την εγκατάλειψη των άλλων «θεματικών», ως ασύμβατες ή ανταγωνιστικές (ή αντιδημοφιλείς…) σε σχέση με την ανάγκη απεύθυνσης στα «συμφέροντα των εργαζομένων» πρόκειται για μια στρεβλή αντίληψη της «ταξικότητας», αυτή που ο Λένιν χαρακτήριζε «οικονομισμό» στις πολεμικές του γύρω από το ρόλο των σοσιαλιστών στο εργατικό κίνημα.
Στο βαθμό που οι «ανησυχίες» των «κανονικών εργαζομένων» συνδέονται με επικλήσεις στην απήχηση της AfD ή άλλων ακροδεξιών μορφωμάτων, πρόκειται για ένα επικίνδυνο κάλεσμα σε υπόκλιση στις ιδέες της ακροδεξιάς. Η επανάληψη της λέξης «τάξη» δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει έναν τέτοιο προσανατολισμό από τον «κοινωνικό σωβινισμό» της Λεπέν ή τον «προστατευτισμό» του Τραμπ. Ενώ καταλήγει να φτιάχνει μια καρικατούρα της «τάξης», που αφήνει εκτός τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τεράστια κομμάτια της (μια πραγματικότητα καθημερινής καταπίεσης και κοινωνικών προβλημάτων την οποία υποτιμά η αντίληψη που θεωρεί τον αντιρατσισμό, ή την οικολογία ή το φεμινισμό ως πεδία που ενδιαφέρουν αποκλειστικά κάποια «μορφωμένα μεσοστρώματα»).
Όπως το έθεσε το Marx21: «οι γυναικείοι αγώνες και οι αγώνες των σεξουαλικών ή εθνοτικών μειονοτήτων είναι σημαντικό κομμάτι της ταξικής πάλης. Η ιδέα ότι αυτοί οι αγώνες ή οι μάχες του κινήματος για το κλίμα θα τρομάξουν τους εργάτες είναι απλώς ψευδής. Ασφαλώς, υπάρχουν συντηρητικά τμήματα της εργατικής τάξης που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για αυτά τα ζητήματα -για παράδειγμα το [δεξιό] CSU παραμένει η ισχυρότερη δύναμη στις γραμμές της οργανωμένης εργατικής τάξης στη Βαυαρία. Η AfD έχει καταφέρει να κερδίσει τμήμα της εργατικής τάξης αλλά και να πείσει ακόμα και μέλη συνδικάτων να την ψηφίσουν. Ωστόσο, αν τα μέλη του Die Linke καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά ζητήματα και η αντίσταση στην καταπίεση ή την κλιματική κρίση είναι ανταγωνιστικά, θα κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Η ταξική συνείδηση δεν δημιουργείται αποφεύγοντας να πάρεις θέση απέναντι σε συντηρητικές ή αντιδραστικές αντιλήψεις, αλλά χτίζεται μέσα από κοινούς αγώνες, την οργάνωση και την εμπειρία της αλληλεγγύης».
Εκλογικίστικες παραλλαγές
Ενώ η Βάγκενκνεχτ και αρκετοί σύντροφοί της επικαλούνται την «αντισυστημικότητα», παρόμοιες αντιλήψεις έχουν εμφανιστεί στις πιο εκλογολάγνες πτέρυγες της Αριστεράς, με ενδεικτική την αρθρογραφία διάφορων στελεχών του Die Linke που φιλοξένησε το αμερικανικό περιοδικό Jacobin. Εκεί μετά βίας κρύβεται η ψηφοθηρική αντίληψη δια των πολιτικών εκπτώσεων, πίσω από την έγνοια για τους «κανονικούς» εργάτες. Με μια ρητορική που στην Ελλάδα μας είναι γνώριμη λόγω της παλιάς συζήτησης για τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», περιγράφεται οριακά ως πρόβλημα (!) του Linke το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνική του βάση είναι «πολύ πολιτικοποιημένη» και δηλώνει «ιδεολογική ταύτιση» με τις αξίες του. Απουσιάζει κάθε αναφορά στις διεργασίες, τις δυνάμεις ή τις αδυναμίες του εργατικού κινήματος. Σε συνδυασμό με την αντιπαραβολή της «σημασίας της παρέμβασης στους θεσμούς» απέναντι στις «περιορισμένες δυνατότητες του κύκλου των ακτιβιστών», κάνει σαφές ότι -για κάποιους- οι «συνδικαλισμένοι μισθωτοί» αντιμετωπίζονται ως εκλογικό ακροατήριο που πρέπει να κερδηθεί κι όχι ως υποκείμενο που χρειάζεται να συγκροτηθεί.
Αυτός ο διάλογος είχε προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις στο Die Linke εδώ και καιρό. Αν και εκτός ηγεσίας πλέον, η Βάγκενκνεχτ είναι από τα πιο προβεβλημένα κι αναγνωρίσιμα στελέχη του κόμματος. Το βιβλίο της, όπου ξεδιπλώνει τη νέα της στρατηγική αντίληψη, βρέθηκε ανάμεσα στα best-seller και η προώθησή του το πρώτο μισό του 2021 ήταν (αναπόφευκτα) μια διαρκής επίθεση στο κόμμα από τη σκοπιά των απόψεών της. Σύμφωνα με κάποιους συντρόφους, η κυριαρχία αυτής της θεματολογίας στη δημόσια συζήτηση (τουλάχιστον εντός Αριστεράς), είχε ένα διπλό αντίκτυπο: Αφενός, δημιούργησε σε ένα κοινό με εμπλοκή στα «κοινωνικά κινήματα» αμφιβολίες για τη δέσμευση του Die Linke σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε αμφιβολίες σε άλλα στρώματα για το κατά πόσο το Die Linke τα «έχει εγκαταλείψει» -όπως ισχυρίζεται ένα σημαίνον στέλεχός του.
Ο διάλογος γύρω από όλα αυτά (τη στρατηγική των «μεταρρυθμιστών» στην ηγεσία, τον προσανατολισμό που αντιπροτείνει ο κύκλος Βάγκενκνεχτ, των απόψεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) θα συνεχιστεί.
Η κατάσταση στο κόμμα
Πάντως το κόμμα βρίσκεται σε σοβαρή κάμψη. Το πρόβλημα εμφανίζεται πιο σκληρά στα ανατολικά (το ιστορικό προπύργιο του παλιού PDS). Εκεί, συνδυάζεται ένα δημογραφικό ζήτημα (η «γερασμένη» -και ηλικιακά- σύνθεση της βάσης του κόμματος) με το γεγονός ότι εκεί υπήρξαν τα περισσότερα πειράματα συγκυβέρνησης σε κρατιδιακό επίπεδο με τα γνωστά «πεπραγμένα». Τόσο η εκλογική επιρροή του Die Linke όσο και ο αριθμός οργανωμένων μελών βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση τα τελευταία 10 χρόνια. Στα δυτικά (όπου υπάρχει μια πιο ζωηρή «κινηματική» πτέρυγα), έχει τουλάχιστον αντιστραφεί η πτωτική τάση στον αριθμό μελών. Μετά από αρκετό καιρό ταυτόχρονης υποχώρησης πανεθνικά, τα τελευταία χρόνια στη δυτική Γερμανία υπάρχει ενίσχυση των οργανωμένων κομματικών δυνάμεων, που έχουν καταφέρει να «εξισορροπήσουν» τις διαρκείς απώλειες στα ανατολικά. Ούτε εκεί έχει καταφέρει το Linke να ανακόψει την εκλογική του υποχώρηση, λιγότερο δραματική από τα ανατολικά (όπου ξεκινούσε από πολύ ψηλότερο σημείο), αλλά υπαρκτή. Ωστόσο η δυνατότητα να συσπειρώνει σε ενεργό δράση μια μειοψηφία πολιτικοποιημένων ακτιβιστών, αποτελεί καρπό των καλύτερων στιγμών της παρέμβασής του σε μια σειρά κινημάτων τα τελευταία χρόνια, και αποτελεί κατά τη γνώμη μας κι έναν οδηγό για το μέλλον. Τα σημάδια αναθέρμανσης της εργατικής αντίστασης το περασμένο καλοκαίρι και μια στάση μαχητικής αριστερής αντιπολίτευσης στο συνασπισμό SPD-Πρασίνων-Φιλελεύθερων, μπορεί να βοηθήσει το κόμμα να βρει το δρόμο του.