Το τέταρτο κύμα της πανδημίας είναι εδώ. Όπως έγκαιρα είχαν προειδοποιήσει οι επιστήμονες, αλλά και τα συνδικαλιστικά όργανα των υγειονομικών, αυτό το κύμα ξεκινάει από το υψηλότερο σημείο του προηγούμενου, απειλώντας να πάρει εφιαλτικές διαστάσεις.
Πέρα από τους προφανείς κινδύνους για τη ζωή των απλών ανθρώπων, αυτή η εξέλιξη αναδεικνύει τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Που δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην προώθηση των νεοφιλελεύθερων αντεργατικών «μεταρρυθμίσεων» και στους εξοπλισμούς, αρνήθηκε πεισματικά να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας και να πάρει τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας στα μέσα μεταφοράς, στα σχολεία και στους χώρους εργασίας.
Ακόμα και στο προσφιλές για την κυβέρνηση πεδίο της «ατομικής ευθύνης», είναι ολοφάνερες οι πολιτικές-κρατικές ευθύνες. Το χαμηλό επίπεδο εμβολιασμού στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες ανάλογου δυναμικού, ερμηνεύεται μόνο μέσα από την υποτίμηση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Που έχοντας σταθερές και μόνιμες σχέσεις με τον πληθυσμό επί τόπου, είναι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τον πείσει, αλλά και να οργανώσει γρήγορα και αποτελεσματικά υψηλότερα επίπεδα εμβολιασμού.
Χαρακτηριστικό της κτηνωδίας της πολιτικής της ΝΔ είναι το γεγονός ότι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση (!) των δαπανών για τη Δημόσια Υγεία κατά 200 εκατ. ευρώ, και ακόμα χειρότερα επιβάλει τη διάθεση μεγαλύτερου τμήματος των κονδυλίων για την Υγεία προς τον ιδιωτικό τομέα και τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες.
Αυτή η ασύστολη υποτίμηση της σημασίας της ζωής των απλών ανθρώπων, αναδεικνύεται σήμερα στους πιο διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Η δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη από τους αστυνομικούς, η δολοφονία του Δημήτρη Δαγκλή από το βάρβαρο τρόπο οργάνωσης της εργασίας που έχει επιβληθεί στο κάτεργο της Cosco, ο θάνατος ενός ακόμα διανομέα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, η ατέλειωτη λίστα από γυναικοκτονίες μέσα στο κλίμα αποχαλίνωσης του σεξισμού, τα πειρατικά push back των συνοριοφυλάκων και του Λιμενικού που οδηγούν στο χαμό άγνωστους αριθμούς προσφύγων και μεταναστών, πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μια ενιαία και αδιάσπαστη πρόκληση.
Είναι ο φόρος αίματος που καλείται να πληρώσει η τάξη μας και γενικότερα ο κόσμος των «από κάτω», προκειμένου να στηριχτεί η πολιτική που αναγνωρίζει ένα μόνο νόμο και μία μόνο θρησκεία: την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Και ακριβώς γι’ αυτό «λατρεύει» την ενίσχυση των ιδεών του ρατσισμού, του εθνικισμού, του σεξισμού, της υποταγής μπροστά στις δυνάμεις καταστολής.
Αυτή η πολιτική οργανώνει σήμερα μια πρωτοφανή κλιμάκωση της λιτότητας. Οι «παγωμένοι» μισθοί και συντάξεις, αλλά και όποια αποταμίευση έχει απομείνει στα λαϊκά νοικοκυριά, διαβρώνονται με ταχύτητα από τον πληθωρισμό (που τον Οκτώβρη «έτρεχε» με 3%). Και η ακρίβεια, το κύμα ανατιμήσεων στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, όπως τα τρόφιμα και τα καύσιμα, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι μια μεγάλη δοκιμασία για όσους εργάζονται για να ζουν.
Δεν υπάρχει τίποτα «αντικειμενικό» σε αυτή την κατάσταση. Με το κόστος της αγοράς μιας από τις Μπελχάρα που παράγγειλε ο Μητσοτάκης, θα μπορούσε να αναβαθμιστεί ποιοτικά το ΕΣΥ. Με το κόστος λίγων από τα Ραφάλ, θα μπορούσε να απογειωθεί το επίπεδο του δημόσιου σχολείου. Με λίγη από την «αποφασιστικότητα» που δείχνουν οι κυβερνητικοί απέναντι στους απεργούς και τους διαδηλωτές, θα μπορούσε να επιβληθεί στις «αγορές» ο έλεγχος των τιμών και η απαγόρευση των ανατιμήσεων. Όμως η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην οργάνωση μιας κολοσσιαίας μεταφοράς πλούτου από τους πολλούς προς τους λίγους, από το δημόσιο προς το ιδιωτικό, στην οργάνωση μιας αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος του κόσμου της εργασίας.
Αυτή η πολιτική πρέπει να ανατραπεί, με τρόπο που «να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα».
Τα καλά νέα είναι ότι αρχίζει να εμφανίζεται η δύναμη που μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον. Η εργατική νίκη στην e-food μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής, γιατί το μήνυμα έγινε αντιληπτό από ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες. Είναι ενδεικτική η αντοχή της απεργιακής ανθεκτικότητας στην Cosco, παρά τις μεγάλες πιέσεις που αντιμετώπισε. Είναι ενδεικτική η άνοδος της συμμετοχής, παρά τις προφανείς δυσκολίες, σε όλα τα πρόσφατα εργατικά συλλαλητήρια.
Ο Μητσοτάκης γνωρίζει ότι αυτός είναι ο πραγματικός αντίπαλος της πολιτικής του και γι’ αυτό θωρακίζεται απέναντί του. Το νόημα του νόμου Χατζηδάκη είναι να κάνει όλο και πιο δύσκολη την απεργιακή δράση, την κλιμάκωση και το συντονισμό της.
Η ανατροπή του νόμου Χατζηδάκη είναι βασικό ζήτημα της περιόδου, συγκρίσιμο με το καθήκον της αδρανοποίησης του νόμου 330 που είχε επιβάλει η Δεξιά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αν αυτό το τερατούργημα επιβληθεί στην πράξη, θα οδηγήσει σε υποχώρηση και σε δομικές αλλαγές μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, όπως το γνωρίζουμε. Αυτό το καθήκον μπορεί σήμερα να μοιάζει δύσκολο, να ταυτίζεται με τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά θα πρέπει να το εκτιμήσουμε μεσοπρόθεσμα: ο νόμος Χατζηδάκη θα έρθει σε άμεση αντίθεση με κάθε κίνηση της εργατικής τάξης, είτε αυτή θα αφορά οικονομικά αιτήματα, εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ., είτε θα αφορά την πάλη της για γενικότερες αλλαγές. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η επιμονή όλων των οργανωμένων δυνάμεων του κινήματος στο αίτημα της ανατροπής αυτού του απεργοκτόνου νόμου, όπως και η σύνδεση κάθε συγκεκριμένης κινητοποίησης με αυτό το αίτημα.
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει περάσει ξανά από ανάλογες δοκιμασίες. Το 1989-92 ανέτρεψε το πρώτο κύμα νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, των κυβερνήσεων του πατρός Μητσοτάκη. Απέναντι στο ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, ένα γιγάντιο απεργιακό κύμα ανέτρεψε το νόμο Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό. Με αυτές τις «παραδόσεις» έχουμε να μετρηθούμε σήμερα.
Χαρακτηριστικό εκείνων των μεγάλων αγώνων δεν ήταν μόνο η αποφασιστικότητα και η μεγάλη μαζικότητα. Ήταν επίσης ότι το εργατικό κίνημα βάζοντας τέτοιους μεγάλους στόχους, πετύχαινε μια ιδιαίτερα προωθημένη ενοποίηση της εργατικής τάξης, αλλά και τη συγκέντρωση της υποστήριξης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στους στόχους, στην τακτική και στις επιδιώξεις του εργατικού κινήματος.
Είναι επίσης καλό νέο ότι σήμερα φανερά μέσα στα εργατικά αγωνιστικά περιβάλλοντα ενισχύονται οι απόψεις ότι για να πετύχουμε το μέγεθος των κινητοποιήσεων που χρειαζόμαστε, οφείλουμε να κινηθούμε ενωτικά, να προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε δυνάμεις στον αγώνα, με τη μέθοδο του Ενιαίου Μετώπου. Βήματα όπως το συλλαλητήριο στις 4 Νοέμβρη θα πρέπει να ενθαρρυνθούν, να ενισχυθούν, να γενικευτούν.
Μέσα στη δράση είναι που μπορεί να αναδειχθεί καλύτερα το «πρόγραμμα» των εργατικών απαντήσεων. Μια απλή ματιά στα αιτήματα των υπαρκτών απεργιακών κινητοποιήσεων, μια επισκόπηση των εργατικών προκηρύξεων, δείχνει ότι κρίσιμα ζητήματα ενός τέτοιου «προγράμματος» έχουν ήδη παρουσιαστεί.
Μέσα στην ενωτική και αναβαθμισμένη απεργιακή δράση, ενισχύεται πάντα η δυνατότητα της πολιτικής συζήτησης, δεν αμβλύνονται αλλά οξύνονται τα κριτήρια του κόσμου μας για να τοποθετηθεί και να καθορίσει γενικότερες πολιτικές απαντήσεις που αφορούν τη στρατηγική και την τακτική της Αριστεράς.
Σε αυτόν τον παράγοντα πρέπει να συγκεντρωθούμε σήμερα: να υπάρξει κλιμάκωση της εργατικής απάντησης ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με στόχο την ανατροπή της.