Ακόμη τους φοβίζει το πολιτικό μήνυμα του Δεκέμβρη

Φωτογραφία

13 χρόνια από την εξέγερση για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Νικόλας Κολυτάς

Η  εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 αποτελεί μια διαρκή ανοιχτή συζήτηση. Και αυτό είναι ένα σημαντικό αποτύπωμά της μέσα στο χρόνο. Η σφαίρα στην καρδιά ενός 15ρονου στο κέντρο των Εξαρχείων από όπλο αστυνομικού, δεν μπορεί να ξεχαστεί άλλωστε. Το ζήτημα είναι το πώς η μνήμη, η πολιτικοποίηση και τα συναισθήματα εκείνων των ημερών, μπορούν να τροφοδοτήσουν τις μάχες του σήμερα. Το ζήτημα είναι να μη χαθεί η πολιτική ουσία του Δεκέμβρη, είτε σε πλαίσια φετιχοποίησης της «αντικαταστολής», είτε σε πλαίσια αποθέωσης της «θεσμικότητας» ως κομμάτι της λύσης.
Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε μια εξεγερσιακή διαδικασία εισόδου νέων ανθρώπων στην πολιτική αρένα, συμπερίληψης καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών στις κινητοποιήσεις και έκφρασης της αγανάκτησης απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές που τσάκιζαν τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν ένα χαστούκι στο πρόσωπο μιας κοινωνίας που ήθελε να εκφραστεί αλλά βρισκόταν σε μια παραλυτική αναμονή. Αλλά ποιος μπορεί να αναμένει ή να στέκει βουβός μπροστά στους Κορκονέες και τους πολιτικούς τους προϊσταμένους; Μάλλον κανείς.
Η νεολαία στο προσκήνιο
Η εξέγερση του Δεκέμβρη αποτέλεσε το σκαλοπάτι πάνω στο οποίο πάτησε μια νέα γενιά ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικής απειθαρχίας, μια νέα φουρνιά ανθρώπων που ξεδίπλωσε πολύ δυναμικά σε δρόμους και κοινωνικούς χώρους τους αγώνες της τα επόμενα χρόνια. Η χρονικότητα του Δεκέμβρη έχει τη σημασία της. Ήταν η συνέχεια των μαζικών φοιτητικών αγώνων του 2006-2007 ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και το προοίμιο των πλατιών κοινωνικών μαχών ενάντια στην επιβολή των μνημονίων.  Όσοι πολιτικοποιήθηκαν στο Δεκέμβρη είχαν και παρελθόν και μέλλον στις αναφορές τους. Και αυτό τον καθιστά ζωντανό μέχρι σήμερα.
Η νέα γενιά που μπήκε με φόρα στα γεγονότα εκείνων των ημερών, ήταν μια γενιά που βίωνε την υποτίμηση και την περιφρόνηση. Γιατί ήταν από τη μία «η γενιά του καναπέ» και «η γενιά του φραπέ» όπως την αποκαλούσαν ειρωνικά, όμως από την άλλη ήταν και «η γενιά των 700 ευρώ». Ήταν η πρώτη που έμπαινε σε αυτό που λίγο αργότερα ονομάστηκε «Ελλάδα της κρίσης». Γιατί τη στιγμή που η νεολαία και κυρίως η νεαρή εργατική τάξη συμβιβαζόταν με την ιδέα ότι θα ζήσει φτωχότερα, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωνε πακέτο διάσωσης 28 δισεκατομμυρίων στις τράπεζες. Γιατί τη στιγμή που ο κόσμος επιχειρούσε να διαμαρτυρηθεί στους δρόμους, η αστυνομική αυθαιρεσία και καταστολή είχαν φτάσει σε άλλα επίπεδα.
Κάπως έτσι το σύνθημα «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες» διαχύθηκε σε προαύλια σχολείων, φοιτητικά αμφιθέατρα και δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά τη δολοφονία του Αλέξη. Ένα γαϊτανάκι διαδηλώσεων, ακτιβισμών, συνελεύσεων και συγκρούσεων με την αστυνομία κυριάρχησε σε όλη τη χώρα. Σήμερα οι πάσης φύσεως αρνητές του Δεκέμβρη κάνουν μεγάλη προσπάθεια να σβήσουν από τη μνήμη τους τις πολύχρωμες πορείες των μαθητών, τους ακτιβισμούς, το καμένο δέντρο του Κακλαμάνη, την εισβολή στην ΕΡΤ, τα δρώμενα έξω από τη Λυρική, τους χιλιάδες που πλημμύρισαν όλες τις πόλεις, τη μαζική πολιτικοποίηση μιας ολόκληρης γενιάς. 
Τα ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Δεκέμβρης που τις πρώτες ώρες αντιμετωπίστηκε ως μια διαμαρτυρία των «γνωστών-αγνώστων» των Εξαρχείων, όταν άρχισε να αποκτά «άλλα κιλά», ξεδίπλωσε μια πολιτική θύελλα. Ενώ η κοινωνία έβραζε σύσσωμος ο τότε δικομματισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, συνεπικουρούμενος από το ακροδεξιό ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, έσπευσε να καταδικάσει την εξέγερση. Τότε ήταν και μία από τις πρώτες φορές που λανσαρίστηκε δυναμικά η λεγόμενη «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται». Την ίδια στιγμή το ΚΚΕ βλέποντας ότι η εξέλιξη των γεγονότων ήταν πέραν του ελέγχου του, αντί να επιδιώξει να συνδεθεί με τους εξεγερμένους, διαμήνυε δια στόματος της Αλέκας Παπαρήγα ότι «στην πραγματική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε μία βιτρίνα» υιοθετώντας τη γραμμή της εθνικής σύγκλισης μπροστά στους «κουκουλοφόρους» και τους «προβοκάτορες».
Το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που έσπευσε να ερμηνεύσει τα γεγονότα και να εμπλακεί με τις διεργασίες της κοινωνικής βάσης, ήταν ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, που προφανώς δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό. Ένα απλό δείγμα της μετάλλαξής του ήταν ότι το Δεκέμβρη του 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ από τη σκοπιά των διαδηλωτών ζητούσε την παραίτηση του τότε Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Προκόπη Παυλόπουλου, και 7 χρόνια αρχότερα, από το θώκο της κυβερνητικής εξουσίας τον πρότεινε ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε μια κορύφωση εθνικής συναίνεσης και παροχής διαπιστευτηρίων στο σύστημα, ότι δεν είναι «επικίνδυνος». Όμως εκτός από τις παλινωδίες των πολιτικών ηγεσιών των μαζικών κομμάτων, πάρα πολλές πολιτικές οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μαθητικές ομάδες, φοιτητικοί σύλλογοι, εργαζόμενοι/ες και άνεργοι/ες συναποτέλεσαν ένα ριζοσπαστικό πολιτικό δυναμικό που θα έκανε αισθητή την παρουσία του τα επόμενα χρόνια.
Αυτό το κομμάτι επιχειρεί μέχρι σήμερα να κρατήσει ζωντανή την πολιτική παρακαταθήκη εκείνων των ημερών κατά τις οποίες γεννήθηκαν ερωτήματα στην κοινωνία. Ερωτήματα τα οποία μέχρι και σήμερα δεν έχουν απαντηθεί μέσα στη δίνη της φτώχειας, της πανδημίας και της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού. Αυτά τα ερωτήματα, δε βρίσκουν απάντηση σε μερίδες της αναρχίας που αποθεώνουν το αυθόρμητο, φετιχοποιώντας τη βία και μετατρέποντας την 6η Δεκέμβρη σε μια ετήσια σύγκρουση με την αστυνομία γύρω από συγκεκριμένους δρόμους των Εξαρχείων, ούτε από κομμάτια της τότε Αριστεράς που αντιδραστικοποιήθηκαν εστιάζοντας μόνο στον κοινοβουλευτικό στίβο, απομακρυνόμενα από το δρόμο, τα συνδικάτα και τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου. Αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν την απάντησή τους μέσα από την οργανωμένη ταξική πάλη και την αντιπαράθεση στο σήμερα. Στις ανοιχτές πληγές της κοινωνίας που πρέπει να κλείσουν.
Το στοίχημα 
της εργατικής τάξης

Πολλά λέγονται κάθε χρόνο για το αν ο Δεκέμβρης νίκησε ή έχασε. Εμείς θα ισχυριστούμε ότι έμεινε στη μέση. Ο Δεκέμβρης θα αποκτούσε άλλη βαρύτητα και άλλη δυναμική, αν κατάφερνε το εργατικό κίνημα να αποτελέσει ένα οργανικό κομμάτι του και όχι έναν θεατή των εξελίξεων με μικρές παρεμβάσεις. Η σύνδεση της νεολαίας, που αυθόρμητα εναντιωνόταν σε ένα σύστημα καταπίεσης και καταστολής, με το οργανωμένο εργατικό κίνημα θα μπορούσε να έχει επιφέρει άλλες εξελίξεις. Οι ευθύνες γι’ αυτό όμως βαρύνουν πρωτίστως τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και τα φοβικά τμήματα της μαζικής Αριστεράς απέναντι στις πρωτοβουλίες και τους αγώνες του κόσμου.
Η ενεργότερη εμπλοκή των σωματείων και των συνδικάτων, η στήριξη των ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων και, πολύ σημαντικότερα, η κήρυξη μιας γενικής απεργίας διαρκείας θα πριόνιζε τα πόδια της κυβέρνησης Καραμανλή που ήδη έκανε «κουτσό». Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πιο σκληρά και νεοφιλελεύθερα τμήματα της τότε ΝΔ, εκπροσωπούμενα από τον Στέφανο Μάνο, πρότειναν μέχρι και συμμετοχή του στρατού για την αποκατάσταση της τάξης. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ο καθένας τη σημασία μιας ενεργότερης εμπλοκής του οργανωμένου εργατικού κινήματος στις εξελίξεις εκείνων των ημερών. Αυτό που εκτόξευσε και έδωσε άλλη σημασία τον Νοέμβρη του 1973, θα μπορούσε να είναι και ο καταλύτης του Δεκέμβρη του 2008. Και μάλιστα με καλύτερη έκβαση. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ.
Σήμερα, 13 χρόνια μετά, είναι χρέος της ριζοσπαστικής Αριστεράς να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα του Δεκέμβρη. Μια φλόγα που δεν βρίσκεται μόνο σε φωτιές και οδοφράγματα περιμετρικά του Πολυτεχνείου, αλλά μια φλόγα που ξετυλίγεται στις μικρές και μεγάλες μάχες κάθε κοινωνικού χώρου. Ο Δεκέμβρης είχε πολιτικό περιεχόμενο και όσοι τον έζησαν το κουβαλούν πάνω τους, στον τρόπο που σκέφτονται, στον τρόπο που δρουν, στον τρόπο που οργανώνονται απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές και τις αστυνομικές πρακτικές. Αυτή η συνέχεια του Δεκέμβρη, δεν πρέπει να σβήσει σε μια τυφλή αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής, ή σε μια ανακοίνωση μιας κυβερνητικής νεολαίας. Πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει εκεί που γεννήθηκε: Στο δρόμο του αγώνα για την υπεράσπιση της ζωής.

Οι μετανάστες 
ως κομμάτι της οργής

Όμως αυτή η κοινωνική κίνηση δεν είχε εθνική ταυτότητα. Είχε ταξικό πρόσημο. Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε ίσως το πρώτο μαζικό γεγονός κινηματικής δράσης στο οποίο ενεπλάκησαν ενεργά οι «αόρατοι» της ευημερούσας Ελλάδας. Αυτοί που σκοτώνονταν τα προηγούμενα χρόνια στα κάτεργα των Ολυμπιακών Αγώνων, αυτοί που ζούσαν στα ημιυπόγεια του κέντρου, αυτοί που βίωναν την καταπίεση στο πετσί τους από την πρώτη μέρα που πέρασαν τα σύνορα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες αποτέλεσαν οργανικό κομμάτι αυτού που αποκαλέστηκε αργότερα «Δεκέμβρης». Ήδη από την επομένη της δολοφονίας, μετά τη διαδήλωση προς τη ΓΑΔΑ, οι μετανάστες που ζουν κάτω από την Πατησίων, ενώνονται με τους καταληψίες και συμμετέχουν στις συγκρούσεις με την αστυνομία.
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι οι μετανάστες/τριες μπαίνουν στα γεγονότα όχι ως ένας εξωγενής παράγοντας, αλλά ως δυναμικό κομμάτι της ευρύτερης εξεγερσιακής διαδικασίας. Το Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών σε ανακοίνωσή του στις 19.12.2008, αναφέρει: «Αυτές οι μέρες είναι και δικές μας (…) Είναι για τους δολοφονημένους από μπάτσους ή αγανακτισμένους πολίτες. Είναι για τους δολοφονημένους επειδή πέρασαν τα σύνορα, επειδή δούλευαν σαν τα σκυλιά, επειδή δεν σκύψανε το κεφάλι για το τίποτα. Είναι για τον Γκραμόζ Παλούσι, τον Λουάν Μπεντελίμα, τον Εντισόν Γιάχαϊ, τον Τόνι Ονόιχα, τον Αμπντουρακίμ Ιντρίζ, τον Μοντασέρ Μοχάμεντ Ασραφ και τόσους άλλους που δεν ξεχνάμε».
Από την πρώτη στιγμή η συμμετοχή τους στα γεγονότα σχολιάζεται αρνητικά από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τα οποία επιδιώκουν να τους στιγματίσουν και να τους ξεχωρίσουν από τους «υγιείς διαδηλωτές». Τα ρεπορτάζ για τους «πλιατσικολόγους λαθρομετανάστες» πάνε κι έρχονται, όμως η βαρύτητα των συνολικότερων γεγονότων ήταν τόσο μεγάλη, που κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει αποκλειστικά τους μετανάστες για αυτά που συνέβαιναν. Η συμμετοχή των μεταναστών/τριων, απλώς επιβεβαίωνε αυτό που φοβόταν ο υπό παραίτηση υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Προκόπης Παυλόπουλος και η κυβέρνησή του, ότι μιλάμε για μια εξέγερση. Αυτός είναι και ο λόγος που η αστυνομία δεν έδειξε καμία ανοχή στην παρουσία των μεταναστών στις διαδηλώσεις. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Καλύβα, μέχρι το Γενάρη του 2009, από τις 273 συλλήψεις που καταγράφηκαν συνολικά τις ημέρες της εξέγερσης, οι 130 αφορούσαν σε μετανάστες.