Έχει ξεσπάσει μια αμιγώς πολιτική αντιπαράθεση, όπου τα οικονομικά προβλήματα είναι απλώς αφορμή ή ευκαιρία για επιτάχυνση άλλων εξελίξεων.
Η οικονομική κρίση στην Τουρκία έχει στοιχεία «ντε-ζα-βού» της αντίστοιχης του καλοκαιριού του 2018. Όπως και τότε, αφορά εξελίξεις που αγγίζουν το διεθνή καπιταλισμό και θίγουν ιδιαιτέρως τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες οικονομίες». Όπως και τότε, ο «καταλύτης» της επιδείνωσης μιας τάσης που ήταν σε εξέλιξη, είναι πολιτικός.
Μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται αντιμέτωπο με την αύξηση του πληθωρισμού (κρίση στην ενέργεια, ανατιμήσεις τροφίμων, «συμφόρηση» στις διεθνείς αλυσίδες που δημιουργεί κρίση προσφοράς).
Παράλληλα, το τέλος της «ποσοτικής χαλάρωσης» ή έστω και η εξαγγελία του επερχόμενου τέλους του, αυξάνει τις πιέσεις στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες.
Το πρόβλημα των «αναπτυσσόμενων» οικονομιών
Το 2018, οι σχετικές συζητήσεις στην ΕΚΤ και η σταδιακή αλλαγή πλεύσης της FED είχε πυροδοτήσει αντίστοιχα προβλήματα, καθώς το χρήμα που είχε κατευθυνθεί σε δάνεια κι επενδύσεις στις «αναδυόμενες» οικονομίες (όταν τα περιθώρια κέρδους εκεί ήταν μεγαλύτερα), επέστρεφε στην ασφάλεια των ΗΠΑ (και δευτερευόντως της ΕΕ). Η ενίσχυση του δολαρίου δημιουργεί πάντοτε προβλήματα στις «αναπτυσσόμενες», που αντιμετωπίζουν και έξοδο κεφαλαίων αλλά και αυξημένες δυσκολίες των χρεών τους (σε δολάριο). Τότε, η κρίση στην Τουρκία συνέπιπτε με εκείνη στη Βραζιλία, τις δυσκολίες στην Ινδία, την Αργεντινή, τη Νότιο Αφρική κ.ο.κ.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα παρόμοιο «φεγγάρι», με την FED να προαναγγέλει τη σταδιακή αποκλιμάκωση των πολιτικών «φτηνής πίστωσης» που εφάρμοσε στη διάρκεια της πανδημίας και την ΕΚΤ να συζητά επίσης την επιστροφή στην «κανονικότητα». Η Τουρκία αντιμετωπίζει και πάλι προβλήματα στη συγκυρία που αντίστοιχες αναταράξεις απασχολούν το Πακιστάν, ενώ στους Financial Times γίνεται λόγος για «ανταρσία των επενδυτών» και σε Βραζιλία και Νότια Αφρική.
Η Τουρκία αποτελεί μια από τις κατεξοχήν εκτεθειμένες χώρες σε αυτές τις πιέσεις στο νόμισμά της. Εξαρτάται συντριπτικά από τις εισαγωγές για τις ενεργειακές της ανάγκες, ένα 70% των εισαγωγών πρώτων υλών και προϊόντων αφορά τη λειτουργία του σημαντικού κατασκευαστικού της τομέα, ενώ οι τράπεζες αλλά και πολλές επιχειρήσεις έχουν συσσωρευμένα μεγάλα χρέη σε δολάρια και ευρώ.
Πειθαρχική επίθεση των «αγορών»
Αυτά αποτελούν τη βάση της κρίσης, αλλά η δραματική επιτάχυνσή της με τη ραγδαία κατάρρευση της τουρκικής λίρας, είχε πάντα «καταλύτη». Το 2018, ήταν οι «πολεμικές» ενέργειες του Τραμπ, με την επιβολή υψηλών δασμών σε αλουμίνιο και χάλυβα, αλλά και την επιβολή κυρώσεων (υπό το πρόσχημα τότε της κράτησης του πάστορα Μπράνσον), που πυροδότησαν την κατάρρευση της λίρας. Σήμερα ήταν η ανακοίνωση του Ερντογάν ότι δεν σκοπεύει να παρεκκλίνει από την πολιτική χαμηλών επιτοκίων που προκάλεσε μια «επίθεση» στο τουρκικό νόμισμα.
Ενώ μια σειρά από Κεντρικές Τράπεζες ακολουθούν την αστική «ορθοδοξία» και είτε αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού είτε δεσμεύονται στην προσεχή αύξησή τους, ο Ερντογάν επιμένει στην εχθρότητά του απέναντι στα υψηλά επιτόκια (που έχει χαρακτηρίσει «γονείς όλων των δεινών») και στην άποψη ότι η «ετερόδοξη» πολιτική του θα οδηγήσει σε «τόνωση των εξαγωγών, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας». Αυτή η άποψη και το γεγονός ότι την επιβάλει στην Κεντρική Τράπεζα είναι που προκαλεί την «ιερή οργή» των mainstream οικονομολογούντων. Οι Financial Times, καταγράφοντας τις αιτίες της κρίσης, το είπαν με ωμή ειλικρίνεια: «Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό, είναι το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν οι αναδυόμενες οικονομίες όταν επιλέγουν λαϊκιστικές, μερικές φορές απρόβλεπτες κυβερνήσεις με χαλαρή προσέγγιση στη δημοσιονομική δαπάνη». Είναι μια παραδοχή ότι οι «αγορές» επιχειρούν να πειθαρχήσουν ό,τι παρεκκλίνει από τα θέσφατά τους. Σε μεγάλο μέρος της διεθνούς αρθρογραφίας άλλωστε, παρουσιάζεται μια εικόνα «παράδοξης» κρίσης, που δεν έχει -τάχα- καμία σοβαρή οικονομική βάση, πέρα από τα «καπρίτσια του Ερντογάν» που «δημιουργεί την κρίση μόνος του». Πίσω από τις «αντιαυταρχικές» ευαισθησίες για την δυνατότητα ενός πανίσχυρου προέδρου να αντικαθιστά ηγεσίες στην Κεντρική Τράπεζα, κρύβεται η αλλεργία τους απέναντι στη δυνατότητα μιας (εκλεγμένης παρεμπιπτόντως) πολιτικής ηγεσίας να καταστρατηγεί την ιερή και όσια «ανεξαρτησία» των μεγαλοτραπεζιτών.
Καπιταλιστικά αδιέξοδα
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μια καπιταλιστική οικονομία μπορεί να «αντέξει» τον κλυδωνισμό της στρατηγικής Ερντογάν. Οι εναλλακτικές επιλογές που έχουν περιγραφεί για να ανακοπεί η κατάρρευση της λίρας είναι οι εξής:
Η «ορθόδοξη» πεπατημένη και η αύξηση των επιτοκίων (με στόχο την προσέλκυση επενδυτών που θα βγάλουν κέρδος), η οποία ασφαλώς συνοδεύεται από λιτότητα για την εξυπηρέτηση του χρέους, ή (στο ίδιο μοτίβο της «διεθνούς πεπατημένης») η προσφυγή στα γεράκια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Είναι οι αστικές λύσεις για τις οποίες πιέζουν ασφυκτικά οι «αγορές» και τα φερέφωνά τους.
Η πώληση αποθεματικών ξένου συναλλάγματος, που δεν αποτελεί λύση για την Τουρκία, καθώς διαθέτει εξαιρετικά περιορισμένα τέτοια αποθεματικά.
Η επιβολή ελέγχου στις ροές κεφαλαίων, που θα οδηγήσει σε «αποκλεισμό» της Τουρκίας από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Προς το παρόν, η τουρκική κυβέρνηση αποφεύγει όλες τις επιλογές, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις τράπεζές της (που φέρονται να είναι σε καλή κατάσταση και με διαθέσιμα αποθέματα) και επιμένοντας ότι θα αντέξει. Δεν έχει άδικο ο Ερντογάν όταν καταγγέλει τους «βαρώνους τους χρήματος». Ωστόσο ο «πόλεμος για την οικονομική ανεξαρτησία» συνοδεύεται από προτάσεις του τύπου «να τρώτε λιγότερο κρέας» ή «να αγοράζετε λιγότερες ντομάτες» στα εργατικά και λαϊκά στρώματα που πληρώνουν πιο σκληρά από όλους τις συνέπειες του πληθωρισμού και της υποτίμησης. Η συνταγή μιας «εθνικά περήφανης λιτότητας» δύσκολα θα επανασυσπειρώσει την κοινωνική βάση του ΑΚΡ, που φθείρεται και συσσωρεύει ρωγμές όλα τα τελευταία χρόνια. Ασφαλώς, όπως σημειώνει το Foreign Policy, σε άρθρο για «την πιο δύσκολη δοκιμασία στη ζωή του», «ένας σιδερένιος νόμος της εποχής του ΑΚΡ είναι πάντα το να μη ξεγράφει κανείς εύκολα τον Ερντογάν».
Πολιτικό ζήτημα
Το γεγονός ότι ασχολήθηκε εκτεταμένα με την τρέχουσα κρίση το συγκεκριμένο περιοδικό, που αποτελεί αμερικανικό θινκ τανκ στη γεωστρατηγική κι όχι στην οικονομία, είναι αποκαλυπτικό και για την άλλη διάσταση των όσων εξελίσσονται γύρω από την κρίση της τουρκικής οικονομίας. Μετά βίας κρύβεται το ότι έχει ξεσπάσει μια αμιγώς πολιτική αντιπαράθεση, όπου τα οικονομικά προβλήματα είναι απλώς αφορμή ή ευκαιρία για επιτάχυνση άλλων εξελίξεων.
Αυτό είναι εμφανές στο εσωτερικό. Όπου ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλώνει ότι η αύξηση των επιτοκίων «μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν λύνει το οικονομικό πρόβλημα», για να καταλήξει ότι η απάντηση βρίσκεται «στην πολιτική αλλαγή». Αλλά ισχύει και για το εξωτερικό, όπου η αναζήτηση οικονομικής στήριξης (η άλλη εναλλακτική που μένει στο τραπέζι), συνδέεται αναπόφευκτα με τη πίεση στο καθεστώς Ερντογάν να «επιστρέψει στο μαντρί».
Τους τελευταίους μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος έχει επιδοθεί σε ένα μπαράζ επαφών και ενεργειών για αποκατάσταση σχέσεων. Αλλά το Foreign Policy -στη λεπτή γραμμή μεταξύ εκτίμησης και χάραξης γραμμής- προτείνει «μικρό καλάθι»:
-Τα βήματα επαναπροσέγγισης με το Κράτος του Ισραήλ είναι πάντα υπονομευμένα από τις επιλογές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο παλαιστινιακό, ενώ το Ισραήλ «δεν έχει πια λόγο να κάνει παραχωρήσεις στην Τουρκία» (σε μια πλήρη αντιστροφή των συνθηκών του 20ού αιώνα, όπου το Ισραήλ στηριζόταν προνομιακά σε Τουρκία-Ιράν, ως αντίβαρο στα αραβικά κράτη, σήμερα το Ισραήλ χτίζει δεσμούς με αραβικές κυβερνήσεις, ενώ Ιράν-Τουρκία «υιοθετούν» την Παλαιστινιακή Υπόθεση).
-Οι επαφές με την Αίγυπτο, διαφημίστηκαν ιδιαίτερα από τον Ερντογάν, αλλά «ο Πρόεδρος Σίσι ιεραρχεί ψηλά την ειδική σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο, που υπερασπίζονται τις θέσεις του μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ» (μια κομψή αλλά ακριβής περιγραφή αυτού που έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν για το ρόλο της Ελλάδας ως υπερασπίστριας της σιδηρόφρακτης δικτατορίας απέναντι στις έστω δειλές «δημοκρατικές ανησυχίες» που διατυπώνονται στην Ευρώπη).
-Τη συνομιλία Ερντογάν-Μπάιντεν και κυρίως η διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων στα εξοπλιστικά (για παραγγελίες F-16 κλπ), διαδέχτηκε ένα σχετικό «φρένο» από τον Αμερικανό Πρόεδρο, που δήλωσε ότι τέτοιες αλλαγές απαιτούν μακρές διαδικασίες, «παραπέμποντας έμμεσα στο Κογκρέσο, όπου είναι γνωστό το αντιτουρκικό αίσθημα». Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι τα «πολεμικά μέτρα» Τραμπ παραμένουν σε ισχύ και λειτουργούν σωρευτικά, ενώ μέσα στο 2021 ενεργοποιήθηκαν και άλλες αμερικανικές κυρώσεις.
-Το άρθρο υπενθυμίζει επίσης ότι η ΕΕ έχει υποβάλει την Τουρκία σε «καθεστώς κυρώσεων» και υπογραμμίζει τη σημασία που έχει μια συνθήκη όπου οι Βρυξέλλες βρίσκονται μόνιμα «με το δάχτυλο στη σκανδάλη». Μια πιο ακριβής περιγραφή της πραγματικότητας από τις εθνικιστικές κραυγές για «ενδοτικότητα» που συνηθίζουν να εκτοξεύουν τα ελληνικά ΜΜΕ όσο αυτές οι κυρώσεις δεν πυροδοτούνται.
Όλες αυτές οι δυνάμεις, είναι λογικό σήμερα να αξιοποιούν τις οικονομικές δυσκολίες της Τουρκίας στο να εγείρουν απαιτήσεις κατά τα «ανοίγματά» της προς αναζήτηση ερεισμάτων. Μαζί το φόβο της μετάδοσης της κρίσης (βλ. έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών σε χρεοκοπίες στην Τουρκία), αναμφίβολα θα παίξουν ρόλο και τα γεωπολιτικά κίνητρα. Είτε με σκληρή γραμμή και στόχο την πτώση του Ερντογάν, είτε αποσπώντας μέγιστες παραχωρήσεις ως αντίτιμο για την επιβίωσή του. Όσον αφορά τη δεύτερη εκδοχή, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον η επίσκεψη του πρίγκηπα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Άγκυρα, λίγες μέρες αφότου δημοσιεύτηκε η πρόθεση του Άμπου Ντάμπι να στηρίξει οικονομικά την τουρκική οικονομία. Το 2018, είχε παρέμβει οικονομικά το Κατάρ, ως ανταπόδοση στην τουρκική στήριξη κατά τον οικονομικό αποκλεισμό του από τους Σαούντ και τους συμμάχους τους. Η σημερινή ενεργοποίηση των ΗΑΕ, βασική δύναμη στον «αντιτουρκικό» άξονα και σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα σχεδόν σε κάθε γωνιά του αραβομουσουλμανικού κόσμου, σίγουρα δεν γίνεται για να κάνουν το καλό και να το ρίξουν στο γυαλό.
Ελλάδα
Στον ελληνικό Τύπο, η τυπική τρομολαγνεία «για εξαγωγή της κρίσης στο Αιγαίο» (η γνωστή εθνική οπτική όπου ό,τι κι αν συμβαίνει στην Τουρκία, καλό, κακό, οικονομικό, γεωπολιτικό, εκλογικό, κοινωνικό, πρέπει να σημάνει «εθνικό συναγερμό») συνυπάρχει με μια όχι-και-τόσο-κρυμμένη χαιρεκακία. Η «κατάρρευση της Τουρκίας» είναι άλλωστε μια διαχρονική εθνικιστική φαντασίωση, που επιχειρεί να πείσει ότι «τώρα τους έχουμε» για να πιέσει για μια επιθετική πολιτική. Το πρόβλημα γίνεται σοβαρότερο γιατί η επίσημη κρατική ελληνική στρατηγική τα τελευταία 10 περίπου χρόνια διακατέχεται από μια πιο εκλεπτυσσμένη εκδοχή αυτού του δόγματος και παρόμοιων πόθων.
Είναι υπόθεση των εργαζόμενων και των φτωχών στην Τουρκία να αγωνιστούν για να μην πληρώσουν την κρίση και να συγκροτήσουν μια αριστερή-εργατική εναλλακτική στον ερντογανισμό. Η υπόθεση αυτών των ανθρώπων δεν έχει καμία σχέση με όσους εκτός Τουρκίας επιδιώκουν μια ανατροπή ή αλλαγή πλεύσης του Ερντογάν «κάνοντας την οικονομία να ουρλιάξει».