Αφιέρωμα: 20 χρόνια στο ευρώ

Φωτογραφία

Κείμενα των Στ. Κουβελάκη, Γ. Μηλιού, Αντ. Νταβανέλου

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Η εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού

Του Αντώνη Νταβανέλου

Η  αστική τάξη στην Ελλάδα στα 200 χρόνια της κυριαρχίας στο ανεξάρτητο κράτος της, ανέπτυξε ως «υψηλή τέχνη» την επιδεξιότητα της συνεργασίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αναλαμβάνοντας τη συστηματική υποστήριξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, αλλά και διεκδικώντας παράλληλα την ταχύτερη εφικτή δική της (καπιταλιστική) ανάπτυξη. Αναδείχτηκε έτσι ως ο πιο έμπιστος local partner της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ως ο πιο δυναμικός καπιταλισμός στα Βαλκάνια, όπως σωστά προέβλεπε ο Παντελής Πουλιόπουλος κατά τη μεγάλη «στρατηγική» συζήτηση της κομμουνιστικής Αριστεράς στις αρχές της δεκαετίας του 1930 («Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;»). 
Πριν από 20 χρόνια ο ελληνικός καπιταλισμός συγκέντρωσε την προσοχή του σε μια κομβική επιλογή: στη διεκδίκηση της συμμετοχής του στο κλειστό κλαμπ της Ευρωζώνης, των πιο αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. 
Ένα κοινωνικο-πολιτικό πρόγραμμα
Από την αρχή ήταν σαφές ότι το ευρώ δεν ήταν «απλώς» ένα κοινό νόμισμα, αλλά ένα κοινωνικό-πολιτικό πρόγραμμα, όπως και μια «σιδερένια» συμφωνία για την επιβολή του. Ήταν η εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου. Με βασικό στόχο τη δραστική διάβρωση των εργατικών κατακτήσεων κατά την προηγούμενη μακρά περίοδο στην Ευρώπη (μετά το 1945 και κυρίως μετά το 1968…) και κατά συνέπεια τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κυρίαρχων τάξεων της Ευρωζώνης στο διεθνή στίβο. Ασφαλώς, τα υποσχόμενα οφέλη από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη ήταν ανισομερή (όπως πάντα στην ιστορία του καπιταλισμού). Όμως ταυτόχρονα ήταν συνδυασμένα: Δεν υπήρχε άλλη στρατηγική ταχύτερης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το αποδεικνύει η θρησκευτική προσήλωση στο Ευρώ όλων των μερίδων των Ελλήνων καπιταλιστών αλλά και οι μετέπειτα «διευρύνσεις» της Ευρωζώνης, που έγιναν με την οικειοθελή προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων 9 νέων χωρών-μελών. 
Στην Ελλάδα αυτή η προσπάθεια της αστικής τάξης, που βαφτίστηκε ως «εθνικός στόχος», δεν υπήρξε καθόλου εύκολη. Το πρώτο κύμα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε ανατραπεί από τη συστηματική αντίσταση του εργατικού κινήματος. Χρειάστηκε η προσαρμογή της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, με την πολιτική του «εκσυγχρονισμού» του Κώστα Σημίτη, για να τεθούν τα θεμέλια της επικράτησης των αντιμεταρρυθμίσεων που σήμερα βαραίνουν πάνω στη ζωή της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών μαζών. 
Η αρχική υπόσχεση των οπαδών του ευρώ προέβλεπε μια διαρκή πορεία «ανάπτυξης», που στη συνέχεια τα οφέλη της θα διαχέονταν, τάχα, αναλογικά «προς τα κάτω», σε μια σταθερή βελτίωση των συνθηκών ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το δεύτερο σκέλος αυτής της υπόσχεσης ήταν απολύτως ψευδές: το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων, ως ποσοστό «συμμετοχής» στο ΑΕΠ, έχει μειωθεί δραματικά, ενώ έχει αυξηθεί το μερίδιο των κερδών της «επιχειρηματικότητας». 
Δηλαδή έχει αυξηθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα της «σύγκλισης», όπως τελικά τη βιώνει η εργατική τάξη και οι φτωχοί στα πεδία των μισθών και των συντάξεων, στις εργασιακές σχέσεις και στις κοινωνικές δαπάνες. 
Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα στο πρώτο σκέλος της υπόσχεσης. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μέσω της συμμετοχής στο ευρώ, άλλαξε. Κλάδοι παραγωγής που χαρακτηρίζονταν από τη μαζική εργασία (κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρικές συσκευές, αμαξώματα κ.ο.κ.) μετακόμισαν σε χώρες με φτηνότερα μεροκάματα ή παρήκμασαν. Όμως η σημαντική ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών είναι συνδεδεμένη με ανάπτυξη άλλων κλάδων παραγωγής. Οι εξαγωγές των Ελλήνων καπιταλιστών δίνουν μια σαφή εικόνα: Προϊόντα διύλισης πετρελαίου, φάρμακα χημικά και χρώματα, μεταλλικές κατασκευές, βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα, «εμπιστευτικά προϊόντα» (εξαρτήματα εργαλειομηχανών και οπλικών συστημάτων) κ.ο.κ. Με την ανάπτυξη των logistics και των διεθνών αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι στενότερα συνδεδεμένος σήμερα με το «κέντρο» του διεθνούς νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. 
Κρίση
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η συμμετοχή στο αναπτυγμένο κλαμπ της Ευρωζώνης κάθε άλλο παρά απέκλειε το ενδεχόμενο των κρίσεων. Η κρίση του 2010 χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά τον ελληνικό καπιταλισμό και τον υποχρέωσε σε υποχωρήσεις και αναδιπλώσεις. Όμως αυτές οι «απώλειες» δεν αποδεικνύουν μια κάποια γενική «καθυστέρηση». Άλλωστε η κρίση που άρχισε το 2007-08 αφορούσε το παγκόσμιο «κέντρο» του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ιαπωνία κ.ο.κ., και όχι μια κάποια υποανάπτυκτη «περιφέρεια». 
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, οι αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη γενικεύονται, δεν περιορίζονται στο οικονομικό-κοινωνικό ζήτημα. Σήμερα οι ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν γίνει ανέκδοτο σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία κλπ που είχαν μακρές σχετικές παραδόσεις. Ο ρατσισμός έχει γίνει καθοριστική πτυχή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο σεξισμός καθοδηγεί αντιδραστικές ανατροπές σε πλατιά κλίμακα. Οι δυνάμεις της ακροδεξιάς ενισχύονται παντού. Αυτός ο άνεμος αντιδραστικής αντεπίθεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κομβική πρόθεση του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα να διατηρήσει αμείωτη την επιθετικότητά του σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. 
Παρόλα αυτά, είναι πλέον σαφές ότι βαδίζουμε προς μια νέα βαθιά κρίση, πιθανότατα από το 2023. Η ΕΕ θωρακίζεται μπροστά σε αυτή την προοπτική, προσπαθώντας να διατηρήσει τις θέσεις της μέσα στον ευρύτερο ανταγωνισμό και ειδικότερα τη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού, με πρωτοπόρο το ρόλο του γαλλικού κράτους, δείχνει την πρόθεση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να αγωνιστεί σκληρά για κάθε σπιθαμή της διεθνούς επιρροής του. 
Μπροστά σε αυτές τις ζοφερές προοπτικές, οι κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη δεν καθορίζονται σήμερα από την αυτοπεποίθηση που είχαν 20 χρόνια πριν. Τμήματά τους μπαίνουν στους «πειρασμούς» των προστατευτικών πολιτικών (όπως οι ΗΠΑ επί Τραμπ), δηλαδή στην προτεραιότητα του «ο σώζων εαυτό σωθήτο». Όμως αυτά δεν είναι κυρίαρχα. Τα 20 χρόνια ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» έχουν χτίσει αλληλοδιαπλοκές και συνδέσεις που δεν είναι εύκολο να υποτιμηθούν. Η κυρίαρχη τάση είναι ότι θα δώσουν την επόμενη μάχη μέσα από τις πραγματικότητες που έχει διαμορφώσει η εποχή του ευρώ. 
Απαντήσεις της Αριστεράς
Οι βαριές συνέπειες της πανδημίας έχουν αναδείξει τον επείγοντα χαρακτήρα της ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, δηλαδή των συγκεκριμένων πολιτικών με τις οποίες δρουν οι κυρίαρχες τάξεις διεθνώς. Η ελληνική εμπειρία του 2015 έχει αποδείξει ότι η εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού δεν είναι εφικτή αν δεν συνδυαστεί με την έξοδο από το ευρώ, μια ριζοσπαστική πολιτική σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Αυτή η πολιτική δεν είναι δυνατόν να εμπνέεται από το ιστορικό παρελθόν και να επιχειρεί να «συμβουλεύσει» τους καπιταλιστές για μια κάποια υποθετική ταχύτερη και ασφαλέστερη (καπιταλιστική) ανάπτυξη. Κανείς δεν δικαιούται να υποβαθμίζει το γεγονός ότι ακόμα και χώρες και λαοί που πάλεψαν με το όπλο στο χέρι για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και αυτόκεντρη ανάπτξη (όπως η Κίνα και το Βιετνάμ), υποχρεώθηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες σε δραματικές «στροφές», και σήμερα έχουν πλήρως αφομοιωθεί στις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. 
Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, τα άμεσα καθήκοντα της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού είναι πλέον άρρηκτα δεμένα με την πολιτική αμφισβήτησης/σύγκρουσης απέναντι στις ιδρυτικές/ταυτοτικές Συνθήκες που καθορίζουν τα δεσμά του ευρώ και της ΕΕ. Και μια τέτοια πολιτική δεν είναι δυνατόν να ξεδιπλωθεί αποτελεσματικά παρά μόνο αν καθοδηγείται από μια σκληρή αντικαπιταλιστική στρατηγική και τη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες που αποτελούν προϋποθέσεις γι’ αυτό το ιστορικό βήμα έχουν υπερωριμάσει. Η κρίσιμη καθυστέρηση αφορά τον υποκειμενικό παράγοντα: τόσο ως προς τη διαμόρφωση των αναγκαίων πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όσο και ως προς το «μπόλιασμα» των συγκεκριμένων αγώνων των εργατών και της νεολαίας με αυτή την αναντικατάστατη πλέον στρατηγική προοπτική.
Η όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης εγκυμονεί περίοδο ανατροπών. Όπως πάντα, αυτές θα αρχίζουν σε εθνικό επίπεδο, σπάζοντας τους κάθε φορά «αδύναμους κρίκους», αλλά η σταθερή νίκη τους θα μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσω της επέκτασής τους στο διεθνικό πεδίο. Αυτό είναι το νόημα της ιστορικής περιόδου που άνοιξε στην Ευρώπη με τη θεσμοθέτηση του ευρώ.    

Ευρώ, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της Αριστεράς

Του Στάθη Κουβελάκη

Το ευρώ αποτελεί, μαζί με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τον ένα από τους δύο καθαυτό υπερεθνικούς πυλώνες του υβριδικού οικοδομήματος που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Θεμέλιο της ΕΕ παραμένει μια σειρά διακρατικών συνθηκών με τελικό στόχο ωστόσο μια μορφή μιας «ολόενα στενότερης ένωσης των ευρωπαϊκών λαών», σύμφωνα με τις ασαφείς αλλά φιλόδοξες διατυπώσεις της ιδρυτικής συνθήκης της Ρώμης (1957). Οι δύο αυτοί θεσμοί παίζουν κεντρικό ρόλο στις δύο αποφαστισικές λειτουργίες της «ευρωπαϊκής ενοποίησης»: την κατοχύρωση της «ενιαίας αγοράς» ως χώρος «ελεύθερου ανταγωνισμού» σύμφωνα με την αρχή των «τεσσάρων ελευθεριών» (ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, προσώπων, υπηρεσιών και προϊόντων) και την προτεραιότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας έναντι την εθνικής, ειδικότερα σε ζητήματα που άπτονται των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ – καρδιά των οποίων είναι ακριβώς τα ζητήματα του ανταγωνισμού και της νομισματικής πολιτικής.
Η θεσμική υπόσταση του ευρώ, το ευρωσύστημα με επίκεντρο την ΕΚΤ της Φρανκφούρτης, υλοποιεί ένα από τα αγαπημένα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, την ανάθεση βασικών όψεων της κρατικής κυριαρχίας σε «ανεξάρτητες αρχές», επί του προκειμένου, σε ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο. Η «ανεξαρτησία» αυτή  σημαίνει απλά ότι ο εν λόγω θεσμός δεν λογοδοτεί σε κάνενα και θωρακίζεται έτσι έναντι όποιας λαϊκής πίεσης. Αντίθετα, με μόνη ρητή αποστολή την διατήρηση του πληθωρισμού στο 2%, η ΕΚΤ διαπλέκεται στενά με τις απαιτήσεις της χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο εξ’άλλου αν η έδρα της βρίσκεται σε ένα από τα κύρια ευρωπαϊκά του κέντρα.
Το ευρώ ως συμπύκνωση των καπιταλιστικών σχέσεων
Το ευρώ αποτελεί κεντρικής σημασία εργαλείο για τις καπιταλιστικές τάξεις της Ευρώπης σε τρία επίπεδα – που αντιστοιχούν στους βασικούς νόμους κίνησης του ισχύοντος τρόπου παραγωγής:
1. ως μέσο εκπειθάρχησης της εργασίας καθώς μεταθέτει εξ’ολοκλήρου το βάρος του ενδοκεφαλαιακού ανταγωνισμού στο εργατικό κόστος (δλδ στους μισθούς, άμεσους και έμμεσους) καθιστώντας αδύνατη κάθε νομισματική υποτίμηση σε εθνικό επίπεδο. 
2. ως μέσο αναδιάταξης των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων προς όφελος των χωρών με χαμηλό πληθωρισμό (και αντίστοιχη συγκράτηση του εργατικού κόστους), που συσσωρεύουν πλεονάσματα στα ισοζύγια εμπορικών ανταλλαγών και πληρωμών, και σε βάρος των χωρών με υψηλότερο πληθωρισμό, που υπολείπονται σε ανταγωνιστικότητα και τείνουν να συσσωρεύουν ελλείματα. 
3. ως «παγκόσμιο χρήμα», δλδ ως νόμισμα ικανού να ανταγωνιστεί το δολάριο ως μέσο πληρωμής και αποταμίευσης σε διεθνές επίπεδο και να διευκολύνει την επέκταση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων ανά τον κόσμο. 
Η τελευταία λειτουργία προϋποθέτει ότι το ευρώ είναι αξιόπιστο στη διεθνή σκακιέρα ως «ισχυρό νόμισμα», ενώ δεν αποτελεί νόμισμα μιας κρατικής οντότητας, σε αντίθεση με όλα τα ιστορικά προηγούμενα (αγγλική λίρα, δολάριο ΗΠΑ). Αυτή η έλλειψη το καθιστά δομικά ευάλωτο: παρά την διεύρυνηση της παρέμβασής μετά από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, η ΕΚΤ απέχει πολύ από το να διαθέτει το οπλοστάσιο της αμερικάνικης Fed και την στήριξη ενός κράτους με τις αντίστοιχες δυνατότητες δανεισμού και μεταφοράς πόρων στο εσωτερικό του. 
Γι αυτούς τους λόγους, η αξιοπιστία του ευρώ εδράζεται  αποφασιστικά στην αυστηρή νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία της συνολικής του αρχιτεκτονικής: «ανεξάρτητη» ΕΚΤ με αντιπληθωριστική αποστολή, σφιχτή δημοσιονομική πολιτική όπως την ορίζουν τα γνωστά «κριτήρια του Μάαστριχτ» και το όλο πλέγμα ολόενα αυξημένης επιτήρησης που έχουν προσθέσει οι διαδοχικές συνθήκες (Six Pack, Two Pack, Δημοσιομικό σύμφωνο, Σύμφωνο Σταθερότητας). Για τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές τάξεις, το ευρώ αποτελεί αναμφισβήτητα συλλογική επιτυχία ως προς την πρώτη και την τρίτη λειτουργία. Η δεύτερη όμως απετέλεσε και αποτελεί πηγή αντιφάσεων και κραδασμών καθώς διευρύνει προϋπάρχουσες αποκλίσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης, και δημιουργεί νέες.
Μεγάλος κερδισμένος το γερμανικό κεφάλαιο, που κατάφερε να καθηλώσει το εργατικό κόστος σε βάθος χρόνου και να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, κερδίζοντας σε ανταγωνιστικότητα και τούτο χωρίς να βασίζεται σε υπεροχή με όρους αύξησης της παραγωγικότητας ή των επενδύσεων. Η γερμανική ηγεμονία εντός ΕΕ εκφράζεται με τα τεράστια πλεονάσματα, την διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην κεντρική Ευρώπη (που αποτελεί πλέον προέκταση της γερμανικής παραγωγικής μηχανής), την εξαγωγική δυνατότητα της οικονομίας και την ταυτόχρονη διατήρηση μιας ισχυρής βιομηχανικής υποδομής. 
Αντίθετα χαμένοι του ευρώ είναι, με σημαντικές διαβαθμίσεις, οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες (Γαλλία και Ιταλία), και, προπάντων οι «περιφέρειες» της Νότιας Ευρώπης, με βαρύτερα λαβωμένη την Ελλάδα, και ακόμη περισσότερο της Ανατολικής, που αποτελούν κυρίως πηγές εξαγωγής φθηνής εργατικής δύναμης προς το ευρωπαϊκό κέντρο.
Η στιγμή της αλήθειας για το ευρώ... και την Αριστερά
Η «μεγάλη κρίση» του 2010-2015 έθεσε σε δοκιμασία τα θεμέλια του ευρώ, με αιχμή την ελληνική περίπτωση. Ταυτόχρονα ανέδειξε την κεντρική πολιτική του λειτουργία ενός θεσμού που ως τότε δρούσε διακριτικά, υπό την κάλυψη του λαβυρινθώδους ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ακολουθώντας την ρήση του Καρλ Σμιτ ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει στην/επί της κατάσταση(ς) έκτακτης ανάγκης», ο τότε επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αναδείχθηκε διπλά κυρίαρχος: αφενός όταν, τον Φεβρουάριο του 2015, αποφάσισε να υποβάλλει στο μαρτύριο της σταγόνας το ήδη υπό κατάρρευση ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αφετέρου, όταν, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, προέβη στην γνωστή δήλωση ότι «η ΕΚΤ θα κάνει ότι χρειαστεί (whatever it takes) για να διατηρήσει το ευρώ». Με όρους Πουλαντζά, η ΕΚΤ απέδειξε, δια προσώπου Ντράγκι, ότι σε συνθήκες οξυμένης κρίσης μπορεί να λειτουργήσει ως το «πολιτικό κόμμα» των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται βεβαίως και η ελληνική. 
Η ιστορική νίκη που πέτυχε τότε η ΕΚΤ, και γενικότερα η ΕΕ, οφείλεται ως γνωστόν στην εκκωφαντική απουσία ενός στρατηγικού σχέδιου αντιμετώπισης αυτής της (απολύτως προβλέψιμης) επιθετικής κίνησης από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ενός σχεδίου που όπως διαρκώς (όσο και ματαίως) ζητούσε μια υπολογίσιμη μειοψηφία του κόμματος έπρεπε να είχε συζητηθεί ανοιχτά ενώπιον του κόμματος και της κοινωνίας έτσι ώστε να μπορεί να υπολογίζει στην λαϊκή αποδοχή και αυτενέργεια. Ενός σχεδίου που δεν μπορούσε να μην συμπεριλαμβάνει το σενάριο αποχώρησης από την ευρωζώνη, σε συνδυασμό με άλλα έκτακτα μέτρα – αρχίζοντας από την διακοπή αποπληρωμής του χρέους και την άμεση εφαρμογή ορισμένων εμβληματικών μέτρων από όσα προέβλεπε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα σχέδιο που, με δυό λόγια, θα όριζε ένα εναλλακτικό «ότι χρειάζεται»/ whatever it takes απένταντι στην επίθεση του αντίπαλου.
Αντί αυτού, στο όνομα ενός ανεύρετου «έντιμου συμβιβασμού», είχαμε την επαίσχυντη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου (με υπογραφή Γιάνη Βαρουφάκη) που έδενε χειροπόδαρα την τότε κυβέρνηση, την κατάσχεση των αποθεματικών των δημόσιων οργανισμών για την αποπληρωμή των δόσεων στο ΔΝΤ και, τέλος, την πλήρη παράδοση του Ιουλίου, μια βδομάδα ακριβώς μετά από ένα δημοψήφισμα που συγκλόνισε την Ευρώπη – και πιο πέρα.
Η συνέχεια είναι γνωστή, και οι συνέπειές της εκτείνονται πολύ πέραν της Ελλάδας. 
Η καθίζηση των δυνάμεων της ευρωπαϊκής αριστεράς που αναδείχτηκαν σε εκείνη την συγκυρία ως φορείς εφικτής ανατροπής του νεοφιλελεύθερου «σιδερένιου κλουβιού» (Ποδέμος, Κόρμπυν) οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό στην αδυναμία, ή μάλλον την άρνησή τους, να διαμορφώσουν μια δυνατότητα ρήξης από τα αριστερά με την ΕΕ, και η συνακόλουθη εκχώρηση του αντι-ΕΕ λόγου σε αντιδραστικές δυνάμεις. 
Η τραυματική ελληνική εμπειρία αποτελεί σήμερα αντικείμενο συνολικής απώθησης για μια ευρωπαϊκή αριστερά που με ελάχιστες εξαιρέσεις εμμένει τους σε μια προσέγγιση που δοκιμάστηκε και κατέρρευσε, τον «αριστερό ευρωπαϊσμό», την πίστη στην δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικών πολιτικών (ακόμη και στην ήπια εκδοχή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ) εντός του υπάρχοντος πλαισίου ή/και μεταρρύθμισής του επί το προοδευτικότερον, όταν ως δια μαγείας, θα ανατραπούν ταυτόχρονα οι συσχετισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 
Οι βαθύτεροι λόγοι αυτής εμμονής χρειάζονται βεβαίως περαιτέρω διερεύνηση, πόσω μάλλον όταν αποδεικνύονται τόσο γενικευμένοι και ανθεκτικοί. Αυτό που είναι σαφές είναι όσο κυριαρχούν, η υπαγωγή της Αριστεράς στο συλλογικό στρατηγικό σχέδιο των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων θα συνεχίζεται, με ασφαλή κατάληξη την ήδη διαφαινόμενη οριστική της περιθωριοποίηση. 

Το ευρώ και η (μη) κρίση χρέους

Του Γιάννη Μηλιού

Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2009, σε μια συγκυρία παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυξήθηκαν ραγδαία το δημόσιο έλλειμμα και χρέος όλων των αναπτυγμένων χωρών. Στην Ελλάδα, μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-08, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμενε σταθερό γύρω στο 100%, αλλά το 2009 το δημόσιο έλλειμμα έφθασε στο -15,4% και το χρέος στο 126,8% του ΑΕΠ. Στη συγκυρία αυτή, καθώς οι αρχές της ΕΕ και της ΕΚΤ διακήρυσσαν ότι «δεν προβλέπεται» από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες η «διάσωση οποιασδήποτε χώρας» (no bail-out clause), η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου προχώρησε σε κινήσεις που περιέγραφαν αλλά και προωθούσαν τις ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας: Συνέκρινε την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών με εκείνην του Τιτανικού, και την ερμήνευσε ως αποτέλεσμα της γενικευμένης «διαφθοράς» στην οποία συμμετέχουν όχι μόνο οι κυβερνήσεις ή οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά ευρύτερα ο ελληνικός πληθυσμός. Το αποτέλεσμα υπήρξε η εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού και η αναγκαστική προσφυγή του ελληνικού Δημοσίου σε «θεσμικό δανεισμό», που συνοδευόταν από τα περίφημα «Μνημόνια δημοσιονομικής προσαρμογής». Τα Μνημόνια ήταν η στρατηγική επιλογή της ελληνικής άρχουσας τάξης, όπως και των αστικών τάξεων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών: εξασφάλιζαν την αναδιανομή εισοδήματος, ισχύος και πλούτου υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας – η οποία επωμίστηκε το κόστος της κρίσης.
Ο λόγος περί διαφθοράς, συλλογικής ενοχής και (μη) ενάρετης οικονομικής διαχείρισης κατάφερε να επικρατήσει διεθνώς, πείθοντας παράλληλα σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα ότι, ανεξαρτήτως του ποιος έφερε την κύρια ευθύνη, το «πρόβλημα» ήταν πρωτίστως το ύψος του χρέους καθαυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσίπρας περιέγραψε στις 24/10/2012 την Ελλάδα σαν «αποικία χρέους», ενώ ο Βαρουφάκης μιλάει ακόμα και σήμερα για «χρεοδουλοπαροικία».
Η απότομη αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων σε συγκυρίες οικονομικών κρίσεων αποτελεί εντούτοις αυτοφυές αποτέλεσμα της κρίσης καθαυτής, η οποία αφενός μειώνει τα δημόσια έσοδα (μείωση εισοδημάτων, υποχώρηση κατανάλωσης με συνέπεια τη μείωση των φορολογικών εσόδων) και αφετέρου εκτινάσσει τις δαπάνες (για τη «διάσωση» τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων, για επιδόματα ανεργίας κλπ.).  
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΙΜF, World Economic Outlook, October 2009, σ. 191) το δημόσιο έλλειμμα αυξήθηκε μεταξύ 2007 και 2009: στις ΗΠΑ από -2,7% σε -12,9% του ΑΕΠ· στην Ευρωζώνη από -0,6% σε -6,2% του ΑΕΠ· στο Ηνωμένο Βασίλειο από -2,6% σε -11,6% του ΑΕΠ· στην Ιαπωνία από -2,5% σε -10,5% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε μεταξύ 2007 και 2009: στις ΗΠΑ από 62,1% σε 84,3%· στην Ευρωζώνη από 65,9% σε 79%· στο Ηνωμένο Βασίλειο από 49,3% σε 68,5%· στην Ιαπωνία από 187,7% σε 217,6%.
Όμως και με την οικονομική ύφεση που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19 το 2020, τα αποτελέσματα στα δημόσια οικονομικά ήταν αντίστοιχα. Τα σχετικά στοιχεία του ΔΝΤ (ΙΜF, World Economic Outlook, October 2021, σ. 123) έχουν ως εξής: Το δημόσιο έλλειμμα αυξήθηκε μεταξύ 2019 και 2020 στις ΗΠΑ από -5,7% σε -14,9% του ΑΕΠ· στην Ευρωζώνη από -0,6% σε -7,2% του ΑΕΠ· στο Ηνωμένο Βασίλειο από -2,3% σε -12,5% του ΑΕΠ· στην Ιαπωνία από -3,1% σε -10,3% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε μεταξύ 2019 και 2020: στις ΗΠΑ από 108,5% σε 133,9%· στην Ευρωζώνη από 83,7% σε 97,5%· στο Ηνωμένο Βασίλειο από 85,2% σε 104,5%· στην Ιαπωνία από 235,4% σε 254,1%. Στην Ελλάδα το δημόσιο έλλειμμα διαμορφώθηκε το 2020 στο -9,7% και το δημόσιο χρέος στο  205,6% του ΑΕΠ.
Το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα και χρέος του 2009, συγκρινόμενα με τα σημερινά μεγέθη, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά πολλών αναπτυγμένων χωρών, δεν ήταν καθαυτά «δραματικά» (οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, βλ. παραπάνω, αλλά, π.χ., και η Ιταλία με 155,5% του ΑΕΠ δημόσιο χρέος, έχουν σήμερα συγκρίσιμα ή ψηλότερα επίπεδα δημόσιου ελλείμματος και χρέους από την Ελλάδα του 2009). Όμως σήμερα δεν υπάρχει «κρίση χρέους»! 
Αντίθετα με το παρελθόν, στην κρίση του 2020 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υιοθέτησε ένα τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κρατικών και ιδιωτικών τίτλων (Pandemic Emergency Purchase Programme) ύψους 1,85 τρις ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι να διατηρείται το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. Υπό τα σημερινά, λοιπόν, δεδομένα (χρέους, ελλείμματος κλπ.) το ελληνικό δημόσιο δανείζεται από τις «αγορές» με ονομαστικό επιτόκιο 1,2-1,4% (Δεκέμβριος 2021, δεκαετές ομόλογο), όταν ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τρέχει με 4,3%, με πρόβλεψη σταθεροποίησης μεσοπρόθεσμα στο 2,8%. Δηλαδή οι «αγορές» δανείζουν το ελληνικό δημόσιο με αρνητικό πραγματικό επιτόκιο.
Εκείνο που διαφοροποιεί τη συγκυρία του 2009-2010 από τη σημερινή δεν είναι ούτε «το ευρώ», ούτε το ύψος του χρέους. Είναι η διαφορά στις πολιτικές. 
Βέβαια, η επιστροφή μετά το 2023 στις προ της πανδημίας πολιτικές κάθε άλλο παρά απίθανη είναι. Διότι το ζήτημα αλλαγής πολιτικής δεν είναι ούτε θέμα «τεχνικό», ούτε θέμα «Βορρά και Νότου» ή «εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας» στο «διευθυντήριο των Βρυξελλών», «στη Γερμανία» κ.ο.κ. Είναι ζήτημα συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων, πρώτα και κύρια στο εσωτερικό της (κάθε) χώρας. Επομένως, όταν η αβεβαιότητα και το «ρίσκο» (δηλαδή ο ενδεχόμενος «πολιτικός κίνδυνος» για τις κυρίαρχες τάξεις) από την κρίση του κορονοϊού υποχωρήσουν, οι αστικές κυβερνήσεις θα επιχειρήσουν ενδεχομένως να επαναφέρουν τη στρατηγική της «δημοσιονομικής πειθαρχίας», που διασφαλίζει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Εκτός κι αν βρεθούν και πάλι μπροστά σε πολιτικό κίνδυνο, τη φορά αυτή με τη μορφή του εργατικού κινήματος. 

Φύλλο Εφημερίδας