(ολόκληρο στο Rproject.gr)
Λίγες μέρες πριν το δεύτερο γύρο των εκλογών στη Χιλή, οι άνθρωποι πανηγύρισαν στους δρόμους το θάνατο της χήρας του Πινοσέτ. Το βράδυ των εκλογών είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν την καθαρή εκλογική ήττα ενός περήφανου νοσταλγού του. Η ήττα του ακροδεξιού Χοσέ Αντόνιο Καστ ήταν ένα πολύ σημαντικό μήνυμα για όλη την υπο-ήπειρο, σε μια περίοδο που η (πάντοτε σκληρή) λατινοαμερικάνικη Δεξιά, υιοθετεί μια στρατηγική ακόμα πιο δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης για να χτίσει κοινωνικό ρεύμα. Η χώρα που 2 χρόνια πριν εξεγέρθηκε για να «θάψει την κληρονομιά του Πινοσέτ», αντιμετώπισε σε αυτές τις κάλπες μια αντεπίθεση του «πινοσετισμού» που επιχειρούσε την νεκρανάστασή του. Το ότι αυτή η επιχείρηση ηττήθηκε στην κάλπη προκαλεί μεγάλη ανακούφιση και είναι το πιο σημαντικό κρατούμενο.
Ο Μπόριτς, ο νικητής των εκλογών, προέρχεται από τον χώρο πέρα και αριστερά από την «Κονσερτασιόν», την κεντροαριστερή συμμαχία που κυβέρνησε για 20 χρόνια μετά την πτώση του Πινοσέτ και άφησε άθικτο το οικονομικό-πολιτικό «μοντέλο» που άφησε πίσω του (κατοχυρωμένο και συνταγματικά) ο δικτάτορας. Η σταδιακή εξοικείωση μέσα στο 2021 με αυτή την προοπτική -ενός αριστερού στο «Λα Μονέδα»- κάνει εύκολο να ξεχάσουμε το μέγεθος της εκλογικής ανατροπής. Πρόκειται για ένα σενάριο που 1-2 χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητο. Πρόκειται για «σύμπτωμα» του ριζοσπαστισμού που συσσωρευόταν στους διαδοχικούς μεγάλους αγώνες από το 2005-06 και μετά, κορυφώθηκε στη μεγαλειώδη εξέγερση του 2019 και εκφράστηκε εκλογικά και στις διαδικασίες για το νέο σύνταγμα. Αυτό είναι το άλλο κρατούμενο του εκλογικού αποτελέσματος, η αξία του ως «φωτογραφία» μιας αριστερόστροφης κοινωνικής διάθεσης.
Ο Καστ ξεκινούσε με ευνοϊκό συσχετισμό. Είχε έρθει πρώτος και είχε εξασφαλίσει τη στήριξη του Σεμπάστιαν Σιτσέλ (παραδοσιακή Δεξιά) αλλά τελικά και του Φράνκο Παρίζι, του «αιρετικού» ανένταχτου κεντροδεξιού, του οποίου οι ψηφοφόροι θεωρούνταν «γρίφος». Το άθροισμα των τριών έβγαζε 3.760.000 ψήφους -και ο Καστ κινήθηκε κοντά σε αυτό το όριο, κερδίζοντας 3.645.000 ψήφους στο δεύτερο γύρο.
Ο Μπόριτς, συνυπολογίζοντας τις ψήφους της Γιάσνα Προβόστε (κεντροαριστερά), του Μάρκο Ενρίκεζ Ομινάμι (αριστερή εκδοχή σοσιαλδημοκρατίας) και του υποψηφίου της (μαοϊκής) Πατριωτικής Ένωσης, μπορούσε να αθροίσει 3.265.000 ψήφους.
Στο δεύτερο γύρο δόθηκε μια καθαρή απάντηση. Η συμμετοχή αυξήθηκε σημαντικά (περίπου 1.200.000 ψηφοφόροι επιπλέον και 55,6% από 47,3%) και αυτό εκτίναξε τον Μπόριτς στις 4.615.000 ψήφους, δίνοντάς του μια καθαρή νίκη. Ασφαλώς η αποχή παραμένει μεγάλη και αυτό λέει πολλά πράγματα για την γενικευμένη κρίση εκπροσώπησης (που αγγίζει και την Αριστερά). Αλλά ήταν η μεγαλύτερη συμμετοχή σε κάλπη από όταν η ψηφοφορία έπαψε να είναι υποχρεωτική, ξεπερνώντας και το 50,3% στο δημοψήφισμα για νέο σύνταγμα, που είχε θεωρηθεί τότε καμπή στην τάση διαρκούς μείωσης της εκλογικής συμμετοχής. Υπάρχει ένα κοινό ανάμεσα στο δημοψήφισμα και το δεύτερο γύρο: σύμφωνα με τις πρώτες εικόνες, η αύξηση της συμμετοχής αφορούσε κυρίως εργατολαϊκές περιοχές.
Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, η συμμετοχή ήταν υψηλότερη στις εύπορες περιοχές και γενικότερα στο «λαό της Δεξιάς», ενώ το Abruebo Dignidad και ο Μπόριτς δεν μπόρεσαν να κινητοποιήσουν επαρκώς το ανταγωνιστικό κοινωνικό στρατόπεδο. Είναι θεμιτός ο ισχυρισμός ότι στις 19 Δεκέμβρη, στο δεύτερο γύρο, πολλοί άνθρωποι πήγαν να υπερασπιστούν τον αγώνα τους για νέο σύνταγμα. Ένα χρόνο μετά το θρίαμβο του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την προοπτική εκλογής ενός προέδρου που έδωσε μάχη υπέρ του «ΟΧΙ» και δεν έκρυβε την πρόθεσή του να ενταφιάσει το έργο και τον ρόλο της Συντακτικής Συνέλευσης. Και κινητοποιήθηκαν να διασφαλίσουν το «Ποτέ ξανά!» που είχε κυριαρχήσει ως αίσθημα και τις μέρες της εξέγερσης του ’19, απέναντι στο «φάντασμα» του πινοσετισμού που πλανιόταν πάνω από την κλιμάκωση της καταστολής και το κατέβασμα του στρατού στους δρόμους…
Τα όρια των προγραμματικών προθέσεων του Μπόριτς είναι γνωστά. Ο ίδιος από το βράδυ των εκλογών δήλωσε ότι στόχος του είναι «η διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων», αλλά «με δημοσιονομική υπευθυνότητα». Η «θεσμικά υπεύθυνη» στάση που έδειξαν πολλές δυνάμεις του Frente Amplio (του χώρου από τον οποίο προέρχεται ο Μπόριτς) κατά τον ελιγμό του δεξιού προέδρου Πινιέρα να επιβιώσει της εξέγερσης με τη «Συμφωνία για Κοινωνική Ειρήνη και Νέο Σύνταγμα», προειδοποιεί ότι ο «πολιτικός πολιτισμός» που επικράτησε στην τηλεδιάσκεψη με τον δεξιό νυν πρόεδρο Πινιέρα και στη συνάντηση με τον Καστ τη νύχτα της εκλογικής νίκης, ίσως δεν αποτυπώνουν απλή εθιμοτυπική ευγένεια.
Ένα κρίσιμο ζήτημα θα είναι οι εξελίξεις στη συντακτική διαδικασία. Πέρα από το γεγονός ότι η Συντακτική έχει τη νομιμοποίηση να «σπάσει» κάποιους από τους θεσμικούς περιορισμούς και να «επιβάλει» η ίδια πτυχές ενός οικονομικού προγράμματος, ενώ διαθέτει και μια σύνθεση πιο αντιπροσωπευτική των κοινωνικών αγώνων, αποτελεί και μια πιο ζωντανή διαδικασία -τις μέρες προς τις εκλογές, μέλη της Συντακτικής βρίσκονταν σε περιοδεία στην Κονσεπσιόν, οργανώνοντας συναντήσεις σε συνοικίες για να «ακούσουν τι θέλει ο λαός από το νέο Σύνταγμα» και να «μεταφέρουν τη φωνή του στη Συντακτική».
Το πιο κρίσιμο επίδικο παραμένει να γίνει πράξη το πέρασμα «από την εκλογική συγκυρία προς την ανάκτηση της λαϊκής πρωτοβουλίας», όπως ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του Ιγκόρ Γκόικοβιτς Ντονόζο (ιστορικός στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο και πρώην στέλεχος του MIR τη δεκαετία του ’80), μετά τις εκλογές για τους εκπροσώπους στη Συντακτική Συνέλευση.
Η εξέγερση του 2019, που έβαλε στόχο «να πεθάνει ο νεοφιλελευθερισμός στη χώρα που γεννήθηκε», είχε σταματήσει με τη «Συμφωνία για Κοινωνική Ειρήνη και Νέο Σύνταγμα». Εύστοχα είχε σημειώσει η Καρίνα Νοχάλες (μέλος του Συντονισμού 8 Μάρτη) ότι πρόκειται για «ένα παράξενο ζώο», εστιάζοντας στα δύο διαφορετικά σκέλη του (η νίκη της επιβολής του αιτήματος για νέο σύνταγμα αλλά και η επιβολή της κοινωνικής ειρήνης) και στο ότι «δεν άφησε κανέναν πλήρως ικανοποιημένο» (ούτε την άρχουσα τάξη ούτε τους αγωνιστές-στριες της εξέγερσης). Το ερώτημα της επόμενης περιόδου στη Χιλή είναι αν θα «σπάσει» αυτή η ισορροπία προς όφελος μιας εργατικής αντεπίθεσης ή αν θα μπορέσει το σύστημα να ανασυνταχθεί και να «κλείσει» τον κύκλο κρίσης που πυροδότησε η εξέγερση. Σε αυτό το ερώτημα θα είναι κρίσιμη η κατεύθυνση που θα πάρει η ελπίδα που εκφράστηκε μαζικά στους δρόμους του Σαντιάγκο -αν θα γίνει αυτοπεποίθηση για αγώνες που θα επιβάλουν την ικανοποίηση των μεγάλων προσδοκιών της εξέγερσης, που «δεν έγινε για τα 30 πέσος, αλλά για τα 30 χρόνια» και αποφάνθηκε ότι «δεν γυρνάμε στην κανονικότητα, γιατί η κανονικότητα είναι το πρόβλημα».