Ιταλία: Μια γενική απεργία δύσκολη, που έδειξε όμως δυνατότητες

Φωτογραφία

(Συντομευμένη εκδοχή άρθρου που αναρτήθηκε στο internationalviewpoint.org, ολόκληρη η μετάφραση στο Rproject.gr)

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Φράνκο Τουριλιάτο

Στις 16 Δεκέμβρη 2021 στην Ιταλία, έγινε μια γενική απεργία ενάντια στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης Μάριο Ντράγκι. Ήταν μια δύσκολη απεργία, με ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας, καθώς ανακηρύχθηκε στις 6 Δεκέμβρη και έγινε λίγο πριν αρχίσουν οι διακοπές των Χριστουγέννων. Υπήρχε σοβαρό ρίσκο να αποδειχθεί μια μεγάλη αποτυχία.
Οι πέντε διαδηλώσεις που οργανώθηκαν -στη Ρώμη για την κεντρική Ιταλία, στο Μιλάνο για τη βόρεια, στο Μπάρι για τη νότια, στο Παλέρμο για την Σικελία και στο Κάλιαρι για τη Σαρδηνία- είχαν καλή συμμετοχή, με ισχυρή την παρουσία των εργαζομένων σε εργοστάσια: η συμμετοχή στην απεργία ήταν υψηλότερη στους μεταλλεργάτες, τους εργαζόμενους στις μεταφορές και στην αγροβιομηχανία, αλλά χαμηλή σε άλλους κλάδους, όπως στο δημόσιο. 
Οι ηγεσίες των μεγάλων συνδικάτων, οι οποίες για πολλά χρόνια είχαν υποταχθεί πλήρως στις επιλογές της αστικής τάξης, υποστήριξαν από την αρχή την κυβέρνηση Ντράγκι, ελπίζοντας μάταια ότι -δεδομένων των τεράστιων πόρων που έχει στη διάθεσή του- ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα ανταποκρινόταν σε κάποια από τα περιορισμένα αιτήματά τους. 
Οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν αργά επί μήνες [ΣτΜ: στη διάρκεια του 2021, διαμορφωνόταν η κατεύθυνση των τεράστιων ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ενίσχυσης] χωρίς τα συνδικάτα να κερδίσουν τίποτα. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό ήταν και ότι οι ηγεσίες τους απέκλειαν κάθε πιθανότητα απεργιών και αγώνων. 
Ως αποτέλεσμα, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο [ΣτΜ: περιόριζαν διαρκώς τα αιτήματά τους, και η μοναδική παραχώρηση που απέσπασαν τελικά από τον Ντράγκι ανατράπηκε από τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση, διαμορφώνοντας τελικά ένα «πακέτο» που προσανατολίζεται σκανδαλωδώς προς τη μονομερή ενίσχυση των επιχειρήσεων]. Όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά τους, αλλά τους αρνήθηκαν και οποιονδήποτε μεσολαβητικό ή συμβουλευτικό ρόλο. Η CISL, η οποία υπήρξε πάντοτε η συνομοσπονδία που ήταν πιο στενά προσκολλημένη στις διάφορες κυβερνήσεις, δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερη «δυσκολία» στο να αποδεχτεί τα κυβερνητικά μέτρα. Από τη μεριά τους, οι ηγεσίες της CGIL και της UIL, υποχρεώθηκαν να απελευθερωθούν από τη λαβή της κυβέρνησης και, συνεπώς, προκήρυξαν γενική απεργία για τις 16 Δεκέμβρη. 
Η κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι μηχανισμοί αυτών των δύο συνομοσπονδιών είχε γίνει απολύτως κρίσιμη και όσον αφορά την αξιοπιστία τους απέναντι στα μέλη τους και την εργατική τάξη γενικότερα, αλλά και όσον αφορά την ικανότητά τους να διατηρήσουν έναν ελάχιστο χώρο για ελιγμούς απέναντι στην κυβέρνηση.  
Πράγματι, είναι εμφανές ότι η απόφαση των Λαντίνι και Μπομπαρντιέρι [ΣτΜ: οι ηγέτες των δύο συνομοσπονδιών] να πάνε σε απεργία δεν είχε ως κίνητρο την επίγνωση της δύσκολης κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, αλλά ένα άλλο γεγονός: ο ρόλος τους ως συμβουλευτικός μηχανισμός είχε τεθεί σε αμφισβήτηση από την κυβέρνηση Ντράγκι και τα κόμματα που την υποστηρίζουν. Η σχέση τους με τμήματα της κοινωνικής τους βάσης αποκτούσε όλο και μεγαλύτερες ρωγμές. 
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, αυτοί οι μηχανισμοί σπατάλησαν μήνες ολόκληρους, όπου αντί να υποτάσσονται στον Ντράγκι, θα μπορούσαν να οικοδομήσουν τις πιο σαφείς και ισχυρές πρωτοβουλίες στους χώρους δουλειάς και να προωθήσουν έναν γενικευμένο αγώνα για να αποσπάσουν οικονομικά, κοινωνικά και θεμελιώδη δικαιώματα για τους εργαζόμενους. 
Συνεπώς, η προκήρυξη της «γενικής απεργίας» ήρθε καθυστερημένα, χωρίς επαρκή προετοιμασία και χωρίς να δείχνουν οι ηγεσίες της CGIL και της UIL ότι θέλουν στα σοβαρά να ακολουθήσουν ένα νέο δρόμο. Υπήρχε ο κίνδυνος αυτή η δράση, καθώς υλοποιήθηκε λειψά και χωρίς την αναγκαία αποφασιστικότητα, να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη αποθάρρυνση σε τμήματα της εργατικής τάξης.  
Αλλά η επίγνωση όλων αυτών των κινδύνων δεν εμπόδισε τα πιο ριζοσπαστικά και συνειδητοποιημένα τμήματα των συνδικαλιστών αγωνιστών -όπως το αντιπολιτευτικό ρεύμα εντός της CGIL- να συμμετέχουν πλήρως στην οικοδόμηση της απεργίας, την οποία αντιλαμβάνονταν ως το αρχικό βήμα μιας ευρύτερης κοινωνικής κινητοποίησης. Οι πρωτοβουλίες των συνδικάτων βάσης [ΣτΜ: απόπειρες δικής τους «γενικής απεργίας»] υπήρξαν πολλές και σημαντικές, αλλά απολύτως ανεπαρκείς. Ήταν άλλωστε η συλλογικότητα των εργαζομένων της GKN στη Φλωρεντία [μια «από τα κάτω» πρωτοβουλία εργαζομένων που έδωσε έναν εμβληματικό αγώνα το προηγούμενο διάστημα] αυτή που όλους αυτούς τους μήνες τόνιζε την ανάγκη για μια γενική απεργία και την απαιτούσε.   
Η διεξαγωγή μιας γενικής απεργίας (αν και σημαντικοί κλάδοι όπως τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα ταχυδρομεία δεν θα συμμετείχαν) ήταν μια δύσκολη πρόκληση, όχι μόνο για τις δύο συνομοσπονδίες που την προκήρυξαν, αλλά πάνω από όλα για την εργατική τάξη συνολικά. Διαδοχικά χρόνια πολιτικής και ιδεολογικής κοινωνικής επίθεσης, χωρίς αντίσταση από τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχουν οδηγήσει σε σύγχυση και αποθάρρυνση, που έχουν αντίκτυπο στην πολιτική συνείδηση και την ενότητα της εργατικής τάξης, κάνοντας έτσι την υλοποίηση μιας γενικής απεργίας πιο δύσκολη από ποτέ. 
Τα συνδικάτα βάσης επέλεξαν να μη συμμετέχουν -με τα δικά τους αιτήματα- στην απεργία της 16ης Δεκέμβρη, σε αντίθεση με αυτό που τους είχαν ζητήσει να κάνουν οι εργάτες της GKN.  
Τι βγήκε από την απεργία;
Το πρώτο θετικό στοιχείο είναι ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης που είναι πρόθυμα να κινητοποιηθούν και να κατέβουν στους δρόμους. Επιπλέον, αυτή η δυνατότητα για κινητοποίηση είχε ήδη εκφραστεί τους τελευταίους μήνες σε επιμέρους αγώνες όπως στα logistics (με ισχυρή παρουσία των μεταναστών), στους εργαζόμενους της Alitalia κι έπειτα στην GKN στη Φλωρεντία. 
Στις πλατείες, μπορούσε κανείς να αντιληφθεί την ικανοποίηση των εργατών που βγήκαν από την αποθαρρυντική ακινησία, που συμμετείχαν επιτέλους σε μια πλατιά κινητοποίηση, που συγκεντρώθηκαν έξω από τους χώρους δουλειάς τους, που πήραν τα λεωφορεία, που βάδισαν στη διαδήλωση συζητώντας ή και κάνοντας αστεία με συντρόφους, που μπόρεσαν να κοινωνικοποιήσουν την κατάστασή τους και τις σκέψεις τους, ενωμένοι με άλλα τμήματα εργαζομένων, που επανασυνδέθηκαν με τις ιστορικές παραδόσεις και τη μαχητικότητα που εκφράζονται σε αυτές τις διαδηλώσεις, που επιβεβαίωσαν την εναντίωσή τους στην κυβέρνηση και στα αφεντικά. Αξίζει να σημειώσουμε την παρουσία και συνταξιούχων, αλλά κυρίως των πολλών φοιτητών-μαθητών που σε κάποιες πόλεις (ειδικά στη Ρώμη), κατέλαβαν σχολεία και πανεπιστήμια, όπως και την παρουσία ευρύτερα της νεολαίας. 
Αλλά όλα αυτά δεν ήταν δεδομένο ότι θα συμβούν. Και μόνο από την αντι-απεργιακή επίθεση των εργοδοτικών δυνάμεων που διεξάχθηκε με τη μέγιστη δύναμη πυρός. Πήρε τη μορφή μιας πολύ βίαιης και ενοποιημένης αντίδρασης από όλες τις συνιστώσες, οικονομικές (η εργοδοτική ένωση Κονφιντούστρια και οι εταίροι της) και πολιτικές (συμπεριλαμβανομένου του Δημοκρατικού Κόμματος), όπως και των μιντιακών τους εργαλείων που στοχοποίησαν τους πρωταγωνιστές της απεργίας και αποσιώπησαν πλήρως το γεγονός. Υπήρξε μια πλατιά ενότητα της αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη η οποία τόλμησε να μιλήσει για να εκφράσει τις δικές της συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης.  
Και εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε το δεύτερο σημαντικό στοιχείο: και μόνο η προκήρυξη της απεργίας προκάλεσε ρήγμα στο ιδεολογικό και πολιτικό αφήγημα περί των τάχα κοινών στόχων που έχει όλη χώρα, γύρω από την προσωπικότητα του αλάνθαστου Βοναπάρτη, του Μάριο Ντράγκι. Η απεργία έδωσε έμφαση στην εξαπάτηση και στην αδικία των κυβερνητικών πεπραγμένων, στην δραματική κατάσταση των εργαζομένων και στην επιθυμία τους να κάνουν γνωστά και να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα και δικαιώματα. Προκάλεσε ρήγμα στο πλαίσιο της κεντρικής πολιτικής συζήτησης όπου επικρατεί μόνο η κουραστική και εικονική αντιπαράθεση μεταξύ των διαφορετικών αστικών πολιτικών παρατάξεων (όλες ενωμένες ενάντια στους εργάτες), και έβαλε ξανά στην ημερήσια διάταξη το πραγματικό περιεχόμενο της κοινωνικής σύγκρουσης.   
Από τη μεριά τους, οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί της CGIL και της UIL κέρδισαν μια μικρή νίκη, την απόδειξη ότι παραμένουν ζωντανοί και «αναγκαίοι» για τη διατήρηση της λεγόμενης κοινωνικής ειρήνης. Ελπίζουν ότι αυτό θα ωθήσει την κυβέρνηση και τα αφεντικά να τους αναγνωρίσουν και πάλι τη θέση και το ρόλο τους και συνεπώς θα τους κάνει πιο πρόθυμους να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις στους εργάτες. Αυτές οι ελπίδες μπορεί να διαψευστούν, καθώς η πρόθεση της αστικής τάξης είναι πολύ καθαρή. Θέλουν μια ολοκληρωτική νίκη. Μόνο πολύ σκληροί αγώνες μπορούν να τσακίσουν αυτό το σχέδιο. 
Τα όρια και οι δυσκολίες 
της απεργίας

Όλα αυτά μας οδηγούν στην εξέταση των ελλείψεων και των δυσκολιών της απεργίας της 16ης Δεκέμβρη. Δεν ήταν μια απεργία ικανή να παραλύσει την χώρα, όπως θα όφειλε να κάνει μια γενική απεργία. Όχι μόνο επειδή κάποιες κατηγορίες εργαζομένων εξαιρέθηκαν (καθώς είχαν ήδη απεργήσει νωρίτερα, κάποιοι κλάδοι δεν είχαν δικαίωμα να ανανεώσουν την απεργιακή τους δράση, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν εγκαθιδρυθεί ανάμεσα στους «κοινωνικούς εταίρους» και τους θεσμούς), αλλά και επειδή η απουσία από την εργασία, η διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας, των μεταφορών και των υπηρεσιών, ήταν μερική και ανισομερής. 
Αυτή η κατάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη: με δεδομένη τη γενικότερη κατάσταση των εργαζόμενων τάξεων, θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος προετοιμασίας και η κατάλληλη συμπεριφορά από τα συνδικάτα όλους τους προηγούμενους μήνες για να αυξηθούν οι προσδοκίες και οι συνειδήσεις. Θα χρειάζονταν τουλάχιστον μερικές εβδομάδες με συνελεύσεις και συζητήσεις σε χώρους δουλειάς όπως και μια πλατφόρμα με λιγότερο γενικόλογους στόχους, με τους οποίους θα ταυτίζονταν πιο άμεσα οι μισθωτοί. Θα χρειάζονταν επίσης συνδικαλιστικοί μηχανισμοί που έχουν την ικανότητα να είναι επαρκώς ενεργοί για την οικοδόμηση μιας δύσκολης απεργίας -οι σημερινοί είναι αδρανοποιημένοι στις συντηρητικές ρουτίνες τους. Για να κάνουμε λίγο πλάκα, μπορούμε να πούμε ότι κάποιοι συνδικαλιστές ηγέτες χρειάστηκε να δουν παλιά βίντεο από αγώνες του μακρινού παρελθόντος προκειμένου να εξοικειωθούν με το λεξιλόγιο που χρειάζεται για να προκαλέσει πάθος και να αρμόζει σε μια κατάσταση μάχης. 
Σε κάθε περίπτωση, άνοιξε μια ρωγμή. Υπάρχει η δυνατότητα να την εκμεταλλευτούμε, εφόσον η 16η Δεκέμβρη γίνει αντιληπτή ως ένα σταθμός σε μια παρατεταμένη, δύσκολη και σκληρή κινητοποίηση, ικανή να διευρύνει την αποδοχή της και σταδιακά να πολώσει και ευρύτερες δυνάμεις. 
Μιλώντας από το βήμα, ο Λαντίνι και ο Μπομπαρντιέρι είχαν επίγνωση ότι η αξιοπιστία των όσων έλεγαν συνδεόταν άμεσα με όσα θα έπρατταν τις επόμενες εβδομάδες (κανείς δεν ήλπιζε στα σοβαρά ότι η συγκεκριμένη απεργία θα μπορούσε να αλλάξει το περιεχόμενο του προϋπολογισμού που πήγαινε προς ψήφιση στη Βουλή). Οπότε, υποχρεώθηκαν να δηλώσουν ότι αυτή η μέρα ήταν μόνο η αρχή κι ότι έχουν πρόθεση να προετοιμάσουν ένα σχέδιο ανθεκτικής κινητοποίησης ώστε να διεκδικήσουν συγκεκριμένα σημεία της λίστας με τα αιτήματά τους. 
Η συνέχεια του αγώνα είναι ασφαλώς εφικτή και πάνω από όλα είναι αναγκαία, εφόσον θέλουμε να έχουμε τη δύναμη -όπως επιδιώκουν τα ρεύματα του ταξικού συνδικαλισμού- να επιβάλουμε ένα πρόγραμμα πάλης με καθαρό και ισχυρό περιεχόμενο. 
Είναι εφικτό να κάνουμε βήματα μπροστά, αν προσφέρουμε οργανωτικά εργαλεία συμμετοχής και πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία σε αυτά τα «πρωτοπόρα» τμήματα, τα οποία κατέβηκαν στους δρόμους με έναν κάπως συγχυσμένο τρόπο, αλλά που είναι απολύτως κρίσιμα για την οργάνωση και την καθοδήγηση εργατικών συνελεύσεων, όπως και για την ανοικοδόμηση ενός πλατιού και ενωτικού ιστού ενεργής συμμετοχής και θέλησης για αγώνα. Πολλά θα εξαρτηθούν ασφαλώς από το τι θα κάνει ή δεν θα κάνει η ηγεσία της CGIL (για την οποία δεν έχουμε ιδιαίτερες αυταπάτες). Όπως και από το τις μετατοπίσεις στο εσωτερικό της, από τους χώρους που θα μπορέσει να καταλάβει η αριστερή αντιπολίτευση, το βάρος που θα αποκτήσουν οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι και στελέχη που υποστηρίζουν μια συνεκτική ταξική άποψη.  
Τα συνδικάτα βάσης έχουν επίσης να παίξουν ρόλο. Χρειάζεται να προκαλέσουν ενωτική δράση, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά με όλους τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα με εκείνους που βρήκαν ένα σημείο αναφοράς στην απεργία της 16ης Δεκέμβρη. Χωρίς να παραμελούν τα τμήματα της εργατικής τάξης που ελπίζουν με λιγότερες ή περισσότερες αυταπάτες ότι ο Λαντίνι θα δείξει την αναγκαία αποφασιστικότητα απέναντι στα αφεντικά μέχρι τέλους. Αντίθετα [ΣτΜ: με αυτή την αυταπάτη], ξέρουμε ότι η δραστηριότητα της CGIL είναι πολύ πιο τακτικίστικη και περιορισμένη από ό,τι θα όφειλε να είναι. Αλλά το «παράθυρο» που άνοιξε σημαίνει ότι πρέπει να γνωρίζουμε πώς να δρούμε σε αντιφατικές συνθήκες προκειμένου να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση ενός ταξικού συνδικαλισμού. 
Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που υποστήριξαν και συμμετείχαν ενεργά στην απεργία έχουν επίσης να παίξουν ένα κρίσιμο ρόλο. Συμβάλλοντας με όλες τις δυνάμεις τους σε μια διαδικασία θεμελίωσης και ανάπτυξης της αντίστασης των εργαζόμενων τάξεων ενάντια στην κυβέρνηση και τα αφεντικά. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία