Από το αντιμνημονιακό κίνημα του 2012, στην Ελλάδα της πανδημικής κρίσης
Ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο συμπυκνωμένος που μάλλον δεν το έχουμε καταλάβει. Έχουν περάσει μόλις 10 χρόνια από την κυβέρνηση Παπαδήμου, την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου και το τεράστιο αντιμνημονιακό κίνημα που απλώθηκε μέσα από απεργίες, συνελεύσεις και διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Οι συνδέσεις με το σήμερα, όπου βουλιάζουμε στην οικονομική, την πανδημική και την κλιματική κρίση είναι αναπόφευκτες. Δέκα χρόνια μετά οφείλουμε να κοιτάξουμε πίσω για να πάμε μπροστά.
Πολιτική κρίση
Το όχι και τόσο μακρινό 2012, η χώρα κυβερνιόταν από έναν διορισμένο τεχνοκράτη, τον πρώην αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Λουκά Παπαδήμο. Ο Παπαδήμος, όμως, δεν κατέβηκε από τον ουρανό. Ανέλαβε να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ αποτελώντας σανίδα σωτηρίας για τις χρεοκοπημένες και πολιτικά τελειωμένες ηγεσίες τους, όταν αυτές αδυνατούσαν να περάσουν τα μέτρα που απαιτούσε η Τρόικα. Ο άλλοτε κραταιός δικομματισμός με το ακροδεξιό δεκανίκι του, υπό την πίεση ενός τεράστιου αντιμνημονιακού κινήματος που είχε απλωθεί από το 2010 σε ολόκληρη την επικράτεια, βρήκαν, σε μεγάλο βαθμό αντισυνταγματικά, τη χρυσή τομή στο πρόσωπο του Παπαδήμου προκειμένου να γίνει η «βρώμικη δουλειά».
Σε μια χώρα που η οικονομία της παρουσίαζε συρρίκνωση της τάξεως του 15% την περίοδο 2008-2011, που η ανεργία άγγιζε το 21,8%, σχεδόν διπλάσια από τον αντίστοιχο μήνα του 2010, που οι μειώσεις εισοδήματος τη διετία 2010-11 άγγιζαν το 30% και 35% σε δημοσίους υπαλλήλους και εργαζόμενους σε ΔΕΚΟ και το 15,7% στους συνταξιούχους και που η ακρίβεια συνέχιζε να καλπάζει, ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να υπάρξει πολιτική και κοινωνική αρμονία. Η βάση επηρέαζε το εποικοδόμημα και η αστική πολιτική ηγεσία βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο. Το άλλοτε «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου υλοποιούσε τις πιο αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις της μεταπολίτευσης φέρνοντας στην Ελλάδα την Τρόικα και τα μνημόνια. Η ΝΔ των σκανδάλων που σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα είχε χάσει την εξουσία αδυνατούσε να πείσει, ενώ το ακροδεξιό κράμα του ΛΑΟΣ, ούρλιαζε ότι διψάει για κυβερνητική καρέκλα.
Κάπως έτσι, εντός αυτού του πολιτικού σκηνικού, με το λαό στους δρόμους, τις απεργίες να διαδέχονται η μία την άλλη και το κίνημα των αγανακτισμένων να αποκτά άλλα, επικίνδυνα για το σύστημα, χαρακτηριστικά, το Νοέμβρη του 2011, το αστικό πολιτικό κατεστημένο, μην μπορώντας να σηκώσει μόνο του το βάρος της επιβολής των νέων μέτρων, συνασπίστηκε κάτω από το πρόσωπο του τραπεζίτη Παπαδήμου, προκειμένου να ψηφίσει το δεύτερο μνημόνιο που περιλάμβανε τους όρους του δανείου και τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που όφειλε να λάβει η Ελλάδα στο επόμενο διάστημα. Μεταξύ των μέτρων του νέου μνημονίου περιλαμβανόταν μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και η μείωση κατά 32% για τους νέους από 18 έως 25 ετών. Επίσης προβλέπονταν η κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας από το δημόσιο τομέα, ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις με την λήξη των κλαδικών, περικοπές στις επικουρικές συντάξεις, κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εστίας, αύξηση αντικειμενικών αξιών και ενοποίηση φόρων στα ακίνητα. Όλα αυτά συνιστούσαν ένα πακέτο βόμβα.
Κίνημα και Αριστερά
Το 2012 η κυβέρνηση Παπαδήμου και τα κόμματα που τη στήριζαν, δεν είχαν καμία απολύτως κοινωνική νομιμοποίηση. Επρόκειτο καθαρά για έναν κυβερνητικό μηχανισμό «καμικάζι», που θα αναλάμβανε να τινάξει στον αέρα την ελληνική οικονομία με το δεύτερο μνημόνιο και στη συνέχεια θα προκήρυττε εκλογές το Μάιο του 2012. Εκεί θα φαινόταν με πραγματικούς όρους η νομιμοποίηση που είχαν στην κοινωνία τα κόμματα που δέσμευσαν τη χώρα με εξοντωτικές υποχρεώσεις απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Το ΠΑΣΟΚ του 43,92% στις εκλογές του 2009, θα κατακρημνιζόταν στο 12,28% στις δεύτερες εκλογές του 2012, η ΝΔ του 33,47% το 2009, θα ήταν η μόνη συστημική δύναμη που παρά τις απώλειες θα συγκρατούσε δυνάμεις και θα έπιανε το 29,66% το 2012, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ του 4,60% το 2009 θα εκτινασσόταν στο 26,89% το 2012.
Αυτός ο πολιτικός σεισμός των εκλογών του 2012, ήταν το αποτύπωμα ενός μεγαλειώδους κινήματος ενάντια στα μνημόνια και τη λιτότητα, που είχε ξεκινήσει από το 2010 και τις ανακοινώσεις του Γιώργου Παπανδρέου περί ένταξης της Ελλάδας σε μηχανισμό στήριξης, αλλά πατούσε πολύ πιο πίσω. Έβρισκε κανείς τις ρίζες του στο τεράστιο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα των αρχών της χιλιετίας, στο νέο διάλογο που άνοιξε μεταξύ οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, στο νεολαιίστικο κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Η ριζοσπαστική Αριστερά, βρισκόταν μέσα στους κοινωνικούς χώρους, στις ταξικές μάχες, στα νέα κινήματα ενάντια στο ρατσισμό και τις διακρίσεις. Ήταν παρούσα εκεί που χτυπούσε ο παλμός της κοινωνίας. Μπορεί κάποιος να πει το ίδιο για τον σημερινό μεταλλαγμένο και βουτηγμένο στα μνημόνια ΣΥΡΙΖΑ; Μάλλον όχι.
Απέναντι τόσο στην κυβέρνηση Παπανδρέου, όσο και στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δόθηκαν τεράστιες μάχες στο δρόμο, στους εργατικούς χώρους, στα φοιτητικά αμφιθέατρα και στα σχολεία. Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, δεν υπήρχε μέρος όπου να μπορούσαν να σταθούν οι τιμητές και οι υπέρμαχοι των μνημονίων. Εντός αυτού του κλίματος, ο Γιώργος Καρατζαφέρης επεδίωξε την ύστατη ώρα, πριν την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου, να σώσει το τομάρι του κάνοντας ηρωική έξοδο από την κυβέρνηση. Στη συνείδηση του κόσμου όμως ήταν ήδη καταδικασμένος και πολιτικά τελειωμένος. Πόσο μάλλον όταν τα πρωτοπαλίκαρά του τον έφτυσαν εν μία νυκτί παραμένοντας στις κυβερνητικές καρέκλες τους, συνεχίζοντας μάλιστα μέχρι σήμερα.
Η 12η Φλεβάρη
Σημείο αναφοράς σε αυτή την πολιτική και κοινωνική σύγκρουση αποτέλεσε η διαδήλωση της 12η Φεβρουαρίου 2012. Το πολιτικό σκηνικό ήταν άκρως πολωμένο. Από τη μία συνασπισμένος ο άλλοτε αντιμαχόμενος δικομματισμός και η ακροδεξιά επιχειρούσαν να ψηφίσουν το νέο μνημόνιο, από την άλλη η Αριστερά τόσο κοινοβουλευτικά, όσο και εξωκοινοβουλευτικά στεκόταν απέναντι. Εκείνη την Κυριακή πολλές δεκάδες χιλιάδες κόσμου έσπευσε να κατέβει στο απογευματινό συλλαλητήριο ενάντια στην ψήφιση των νέων μέτρων, προμηνύοντας το τι θα ακολουθούσε εκλογικά λίγους μήνες αργότερα. Οι δρόμοι γύρω από τη Βουλή και την πλατεία Συντάγματος έσφιζαν από κόσμο. Οι «μειοψηφίες» για τις οποίες έκαναν λόγο τόσα χρόνια τα κυρίαρχα ΜΜΕ είχαν πλέον γίνει ξεκάθαρες πλειοψηφίες και αυτό δεν έπρεπε να φανεί. Έτσι, λοιπόν, ήδη από τις 18:00 το απόγευμα η αστυνομία ξεκίνησε μια σφοδρή και βάναυση επίθεση προκειμένου να διαλύσει τους συγκεντρωμένους. Ο κόσμος δε λύγισε και μέχρι αργά το βράδυ παρέμενε στη λεωφόρο Αμαλίας δείχνοντας πρωτοφανές θάρρος και επιμονή. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στις κεντρικές αρτηρίες του κέντρου αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα εκείνες τις ημέρες. Η κυβέρνηση Παπαδήμου και οι υποστηρικτές της, ήταν ξεκάθαρο ότι είχαν πλέον κοντά ποδάρια.
Τότε και τώρα
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από εκείνο το εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό έχουν περάσει 10 χρόνια. Εντός αυτού του διαστήματος έχουν γίνει απίστευτες πολιτικές μεταλλάξεις και οι πρωταγωνιστές του χθες επιχειρούν να αναβαπτισθούν στο σήμερα, έχοντας κάνει στο ενδιάμεσο στροφή 180 μοιρών. Ο αντιμνημονιακός, την περίοδο 2010-2015, Αλέξης Τσίπρας έγινε μνημονιακός πρωθυπουργός. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ο άνθρωπος που έφερε τα μνημόνια στην Ελλάδα, αυτοπροτάθηκε στις πρόσφατες εκλογές του ΚΙΝΑΛ ως πολέμιος των μνημονίων χαρακτηρίζοντας το κόμμα Τσίπρα ως «μετριοπαθή Αριστερά». Οι αποστάτες του ΛΑΟΣ το 2012 σήμερα κατέχουν θέσεις σε κεντρικά υπουργεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ ο Βελόπουλος που αποχώρησε λίγο αργότερα αποτελεί τον βασικό εκπρόσωπο της ακροδεξιάς σήμερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ των πλατειών, των κινημάτων και της αντιμνημονιακής πολιτικής, έγινε το κόμμα που πρόδωσε τις λαϊκές προσδοκίες, που έφερε τούμπα το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015 και που εφάρμοσε μνημόνια. Έγινε το κόμμα που έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη ξενοφοβική προσφυγική πολιτική και όξυνε τους ανταγωνισμούς στην ανατολική Μεσόγειο. Η ΝΔ πατώντας στη συναίνεση που εξασφάλισε ο ΣΥΡΙΖΑ, εντείνει τη νεοφιλελεύθερη επέλαση δίνοντας μάλιστα υπουργεία-κλειδιά, σε στελέχη με ξεκάθαρο ακροδεξιό παρελθόν. Το ΠΑΣΟΚ της πλήρους πολιτικής ανυποληψίας και κατάρρευσης, αφού επιβίωσε πατώντας στους παλιούς ισχυρούς μηχανισμούς του και αφού απαλλάχθηκε από πρόσωπα «βαρίδια» πλέον επαναμφανίζεται στην κεντρική σκηνή ως η δύναμη της σύνεσης και του κέντρου(!).
Απέναντι σε όλο αυτό το πολιτικό τουρλουμπούκι θα έλεγε κανείς ότι στέκεται με συνέπεια το ΚΚΕ. Όμως μια συνέπεια που απλώς επιβεβαιώνει τη συνέπειά της εκ των υστέρων και δεν οργανώνει τις πολιτικές μάχες εκ των προτέρων είναι πολιτικά αδιέξοδη. Το ΚΚΕ όσο περιχαρακώνεται γύρω από τον εαυτό του και δεν εμπλέκεται ενεργά στα νέα κινήματα, στις μάχες, στις αναζητήσεις του κόσμου και στις διεργασίες της ευρύτερης Αριστεράς, όσο δεν αξιοποιεί την παρακαταθήκη της ενιαιομετωπικής πολιτικής και της μεταβατικής πολιτικής λογικής, τόσο θα κινείται περιμετρικά των μεγάλων πολιτικών διακυβευμάτων χωρίς να τα αγγίζει. Αυτό το είδαμε και στις μεγάλες προκλήσεις του 2012, και στο δημοψήφισμα του 2015, και σήμερα που η κοινωνία βυθίζεται στην φτώχεια, την πανδημία και την οικολογική καταστροφή.
Είναι πραγματικά τρομακτικό το να σκεφτεί κανείς τι θα συνέβαινε στις αντικειμενικές συνθήκες του σήμερα, αν ήταν ενεργός ο πολιτικός υποκειμενικός παράγοντας του χθες, του όχι τόσο μακρινού 2012. Σήμερα άνθρωποι καίγονται, εγκλωβίζονται στο πολικό ψύχος, πεθαίνουν σε νοσοκομεία και εντατικές και φτύνουν αίμα κάθε μέρα στις δουλειές τους, χωρίς να υπάρχει ούτε μία παραίτηση κυβερνητικού στελέχους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχοντας εξασφαλίσει τη σιωπή και τη στήριξη των ΜΜΕ συνεχίζει την πορεία της σα να μη συμβαίνει τίποτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι πριν τρεις μήνες έπαιζε το χαρτί της συναίνεσης και της σοβαρής αντιπολίτευσης, ξαφνικά ζητάει εκλογές και κάνει πρόταση μομφής, χωρίς να τρομάζει στο ελάχιστο την κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς να έχει καμία σύνδεση με συνδικάτα, κοινωνικούς φορείς και κινήσεις πολιτών. Πρόκειται για ένα παιχνίδι επικοινωνίας που έχει απλώς στραμμένο το βλέμμα στις εκλογές, που δεν έχει σχέση με την πραγματική κοινωνία.
Απέναντι σε όλα αυτά, η ριζοσπαστική Αριστερά, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που και το 2012 και το 2022, παλεύουν ενάντια στις πολιτικές που τσακίζουν την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, καλούνται να βρούνε λύσεις. Καλούνται να συγκεντρώσουν το μάξιμουμ των κοινωνικών δυνάμεων γύρω από ένα μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα που θα είναι πραγματικά τρομακτικό για το αστικό πολιτικό κατεστημένο. Πατώντας στην εμπειρία, στα σωστά και στα λάθη του χθες, οφείλουμε να διαμορφώσουμε ξανά τους όρους της επανεμφάνισης του ταξικού παράγοντα στο πολιτικό προσκήνιο. Μόνο έτσι, η διάχυτη οργή θα γίνει πολιτική δύναμη, μόνο έτσι ο κόσμος θα ξαναπάρει τη ζωή του στα χέρια του. Δύσκολο, αλλά πρέπει να γίνει.