*Αποσπάσματα άρθρου που δημοσιεύτηκε στη Le Monde Diplomatique. Ολόκληρη η μετάφραση στο Rproject.gr Ο Φρανκ Γκοντισό είναι καθηγητής λατινοαμερικάνικης ιστορίας, μέλος της συντακτικής του rebellion.org και του περιοδικού Contretemps.
Πολλοί Χιλιανοί ανάσαναν με ανακούφιση τη νύχτα της 19ης Δεκέμβρη. Ο Χοσέ Αντόνιο Καστ είχε ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές από τον αριστερό συνασπισμό Apruebo Dignidad υπό την ηγεσία του Γκάμπριελ Μπόριτς. Το παλιό εργαστήρι του νεοφιλελευθερισμού είχε στραφεί προς τα αριστερά.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου ήταν έκπληξη: Ο Καστ ήρθε πρώτος με 28%, ενώ ο Μπόριτς ακολουθούσε με 25,8%. Ωστόσο, η ελπίδα για μια νίκη του Μπόριτς παρέμενε ζωντανή, με δεδομένη την απίστευτη διαδρομή του την τελευταία δεκαετία: ξεκίνησε από τις γραμμές της αυτόνομης Αριστεράς στη δεκαετία του 2000, έπειτα έγινε επικεφαλής της Φοιτητικής Ομοσπονδίας του Πανεπιστημίου της Χιλής το 2011, στη διάρκεια των μεγάλων νεολαιίστικων κινητοποιήσεων για «ελεύθερη, δημόσια, ποιοτική» παιδεία. Εξελέγη στο κοινοβούλιο το 2013 ως ανένταχτος, χωρίς καμιά κομματική υποστήριξη -ένα σημαντικό επίτευγμα στο Χιλιανό εκλογικό σύστημα που ευνοεί τους συνασπισμούς των κεντρώων κομμάτων απέναντι στους ανεξάρτητους. Έπειτα επανεξελέγη μαζί με άλλες προσωπικότητες του φοιτητικού κινήματος όπως η Καμίλα Βαγιέχο του ΚΚ και ο Τζόρτζιο Τζάκσον, που έγινε το δεξί του χέρι. Ο Μπόριτς και ο Τζάκσον ίδρυσαν μαζί το Frente Amplio το 2017, τοποθετώντας το στρατηγικά ανάμεσα στην ιστορική Κομμουνιστική Αριστερά που αναφέρεται στον Κάστρο και τον Μπολιβάρ, και τα παραδοσιακά κόμματα της παλιάς κεντροαριστερής Κονσερτασιόν, τη συμμαχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Χριστιανοδημοκρατών που κυβέρνηση από το 1990 ως το 2010 και προκαλούσε αποστροφή για την αφοσίωσή της στο νεοφιλελευθερισμό.
Μετα-νεοφιλελεύθερος
μεταρρυθμιστής
Αυτή η θεσμική, πλατιά, «νέα Αριστερά», η οποία στοχεύει να είναι μεταρρυθμιστική και μετα-νεοφιλελεύθερη, απέχει πολύ από το να είναι «ριζοσπαστική Αριστερά», όπως τη χαρακτήρισαν ρουτινιάρικα τα διεθνή ΜΜΕ, και από τον κομμουνισμό για την οποία την κατηγορούσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ της Χιλής. Κερδίζοντας στις προκριματικές εκλογές ενάντια στον πολύ δημοφιλή (και πιο αριστερό) κομμουνιστή δήμαρχο της Ρεκολέτα, Ντανιέλ Τζαντουέ, ο Μπόριτς και το Frente Amplio είδαν την τακτική τους να αποδίδει.
Το προεκλογικό πρόγραμμα του Μπόριτς περιλάμβανε μια νέα δημοσιονομική πολιτική που θα στοχεύει να φορολογήσει τους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση, την επιστροφή του ασφαλιστικού συστήματος (ιδιωτικοποιημένο από το στρατηγό Πινοσέτ) υπό τον έλεγχο του κράτους, τη νομιμοποίηση της άμβλωσης και την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων, την επιδίωξη μιας πιο πράσινης οικονομίας και τη διαπραγμάτευση νέων θεμελιωδών δικαιωμάτων για το λαό των Μαπούτσε.
Ο Μπόριτς έχει ισχυριστεί ότι σχεδιάζει να υλοποιήσει «δομικές αλλαγές χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω, μετατρέποντας αυτά που σήμερα είναι καταναλωτικά αγαθά για κάποιους, σε κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους». Αλλά έχει επίσης επιδιώξει να καθησυχάσει τους αντιπάλους του, υποσχόμενος να είναι «υπεύθυνος». Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους δύο γύρους των εκλογών, αναπροσανατόλισε το πρόγραμμά του προς το κέντρο, προκαλώντας τον θυμό των Κομμουνιστών.
Ο Μπόριτς άρχισε να μοιάζει περισσότερο στα κόμματα της παλιάς Κονσερτασιόν, φτάνοντας να προσθέσει κάποιους από τους πιο διάσημους οικονομολόγους της στο επιτελείο του -όπως ο πρώην επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, Ρομπέρτο Ζάχλερ και ο ούλτρα φιλελεύθερος Ρικάρντο Φρεντς Ντέιβις- προκειμένου να «καθησυχάσει τις αγορές». Έχοντας δεσμευτεί να σεβαστεί τον προϋπολογισμό λιτότητας που έχει ψηφίσει το Κογκρέσο για το 2022, αναθεώρησε τις δημοσιονομικές του φιλοδοξίες προς τα κάτω.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο των New York Times, Μπίνιαμιν Άπελμπάουμε, αυτό που προωθεί ο Γκάμπριελ Μπόριτς είναι απλώς «σοσιαλδημοκρατία». Η Χιλή διαθέτει τεράστια αποθέματα λιθίου και χαλκού, αλλά ο Μπόριτς έχει κάνει λόγο μόνο για αύξηση των ποσών που πληρώνουν οι ιδιώτες για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης. Ο Αλιέντε είχε εθνικοποιήσει τον χαλκό, αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο πρόγραμμα της «νέας Αριστεράς», ενώ οι Κομμουνιστές σύμμαχοί της δεν πιστεύουν ότι έχει έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή για να θέσουν το ζήτημα των εθνικοποιήσεων.
Παρά τη μετριοπάθεια του νικηφόρου συνασπισμού, ένα τμήμα της ελίτ εξακολουθεί να τον βλέπει με καχυποψία. Τα χρηματιστήρια και η αξία του εθνικού νομίσματος βυθίστηκαν και τα δύο με την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Τη μέρα μετά τις εκλογές, ο Ιγνάσιο Γουόκερ, πρώην υπουργός της Χριστιανοδημοκρατίας, εξέφρασε τις ανησυχίες του για το αν ο «σοσιαλδημοκρατικός» και «μεταρρυθμιστικός» προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης -τον οποίο καλωσόριζε- θα αποδειχθεί ένα προσωπείο για τον «“επανιδρυτικό” ζήλο που χαρακτήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τις συνιστώσες του Πλατιού Μετώπου».
Η συμμετοχή των Κομμουνιστών στην κυβέρνηση αποτελεί αιτία ανησυχίας σε κάποια υψηλά κλιμάκια και για κάποιους επαναφέρει το φάντασμα μιας επιστροφής στο «Χιλιανό δρόμο για το σοσιαλισμό». Ωστόσο, το ΚΚ έχει επιμείνει ότι θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις του Μπόριτς, όπως είχε επιδείξει μετριοπάθεια όταν συμμετείχε στη «Νέα Πλειοψηφία» κατά τη δεύτερη θητεία της Μισέλ Μπασελέ (2014-2018).
Κάποια από τα κοινωνικά κινήματα της Αριστεράς έχουν ασκήσει κριτικές στον Μπόριτς. Πράγματι έχει παραμείνει πολύ θολός στο ζήτημα των Μαπούτσε (ειδικά όσον αφορά το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την αποκατάσταση των προγονικών εδαφών τους) και στο ζήτημα της εργατικής νομοθεσίας. Επέλεξε να μην υποστηρίξει την πρόταση για γενική αμνηστία σε αυτούς που τα κοινωνικά κινήματα ονομάζουν «πολιτικούς κρατούμενους της εξέγερσης» (του Οκτώβρη του 2019).
Ο Μπόριτς είναι ένας από τους βουλευτές που το Νοέμβρη του 2019 συνέβαλε στη διαμόρφωση της συμφωνίας «για κοινωνική ειρήνη και νέο σύνταγμα», η οποία υπεγράφη από τη Δεξιά και τους κεντρώους αλλά απορρίφθηκε από το ΚΚ και ένα τμήμα του Frente Amplio, που την καταδίκασαν ως συρραφή που αγνοεί τη θέληση των διαδηλωτών.
Προοπτικές
Το πνεύμα της εξέγερσης του Οκτώβρη του 2019 παραμένει πολύ ζωντανό στη Χιλιανή κοινωνία. Ήταν εμφανές στα συνθήματα που φώναζε το πλήθος καθώς πανηγύριζε την νίκη της Αριστεράς στους δρόμους και στην μετονομασμένη σε Πλατεία Αξιοπρέπειας στο Σαντιάγκο στις 19 Δεκέμβρη. Αν και οι εδαφικές/τοπικές συνελεύσεις έχουν χάσει το δυναμισμό τους μετά από μήνες πανδημίας και οικονομικής κρίσης, τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη παραμένουν και η φωτιά της εξέγερσης σιγοκαίει.
Ο νέος πρόεδρος, καθώς ήταν πρώην ακτιβιστής και εξαιρετικό οργανωτικό στέλεχος, το γνωρίζει καλά αυτό. Έχει υποσχεθεί μια «πιο δίκαιη Χιλή» και «την διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων», ενώ παραδέχεται ότι «οι μέρες μπροστά μας δεν θα είναι εύκολες»… Ήδη η χώρα αντιμετωπίζει μια σημαντική φυγή κεφαλαίων, που θα περιορίσει τον χώρο που διαθέτει ο Μπόριτς για ελιγμούς. Θα έχει να αντιμετωπίσει ένα νομοθετικό σώμα που θα είναι σε μεγάλο βαθμό εχθρικό.
Αναμφίβολα, ο Χιλιανός λαός πέτυχε μια σημαντική νίκη, κάτι που εξηγεί τον αντίκτυπο που είχαν αυτές οι εκλογές στην περιοχή και διεθνώς. Αλλά τώρα αρχίζουν τα πραγματικά επίδικα.