Αποσπάσματα άρθρου που δημοσιεύτηκε στο internationalviewpoint.org. Ολόκληρη η μετάφραση στο Rproject.gr
Τουλάχιστον σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια αύξηση της δυνητικής εκλογικής βάσης της ακροδεξιάς. Από 30% πριν το καλοκαίρι (το άθροισμα της πρόθεσης ψήφου για την Μαρίν Λεπέν με αυτήν του «εθνικο-συντηρητικού» Νικολά Ντιπόν-Ενιάν), έχει αυξηθεί στο 36-37% στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις (που περιλαμβάνουν τον Ζεμούρ).
Οφείλουμε να πάρουμε πολύ σοβαρά αυτή την εκλογική μεταστροφή και την ευρύτερη πολιτική κατάσταση. Ηακροδεξιά, όπως εκπροσωπούταν από την Λεπέν, τον Ντιπόν-Ενιάν και τον Ασελινό, είχε συγκεντρώσει αθροιστικά ένα 27% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017. Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τι σήμαινε στην πραγματικότητα το «φράγμα» ενάντια στην Λεπέν όπως εκπροσωπήθηκε από τον Εμανουέλ Μακρόν. Υπό τη διακυβέρνηση Μακρόν, οι γνώριμες νεοφιλελεύθερες και αυταρχικές πολιτικές δημιούργησαν γνώριμα αποτελέσματα, με τις φασιστικές ή συγγενικές στο φασισμό οργανώσεις και ιδέες να συνεχίζουν να κερδίζουν έδαφος και εκλογικά και ιδεολογικά. Οι πιο βίαιες ομάδες έχουν πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις τους σε αριστερούς, σε φεμινίστριες και σε αντιρατσιστές αγωνιστές τους τελευταίους μήνες.
Βλέπουμε επίσης την πρόοδο της ακροδεξιάς όταν εξετάζουμε το σημερινό πιο πιθανό σενάριο για το δεύτερο γύρο: άλλη μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Μακρόν και τη Μαρίν Λεπέν. Το καλοκαίρι, η Λεπέν συγκέντρωνε 40% στις δημοσκοπήσεις για ένα πιθανό δεύτερο γύρο (μια σημαντική αύξηση από το 34% που είχε πάρει το 2017 και πολύ πάνω από το 18% που είχε πάρει ο πατέρας της το 2002). Σήμερα [Δεκέμβρης 2021] βρίσκεται στο 45%, πλησιάζοντας τις ιστορικά υψηλές δημοσκοπικές επιδόσεις που είχε φτάσει τους μήνες μετά την τρομακτική δολοφονία του εκπαιδευτικού ΣαμουέλΠατί, στο πλαίσιο μιας ανοιχτά αντιδραστικής επίθεσης που περιλάμβανε τους νόμους του Μακρόν για την καθολική ασφάλεια, τη νομοθεσία ενάντια στον «ισλαμικό σεπαρατισμό» και τις επιθέσεις της κυβέρνησης στην «Ισλαμο-Αριστερά».
Είναι πιθανό σήμερα η Λεπέν να επωφελείται από τις ιδεολογικές συνέπειες αυτής της επίθεσης (στην οποία έπαιξε κομβικό ρόλο η κυβέρνηση Μακρόν) και από την υπερπροβολή του Ζεμούρ στα ΜΜΕ τους τελευταίους 3 μήνες. Αλλά μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι επωφελείται από μια «εξημέρωση» της δημόσιας εικόνας της, μέσα από την αντιπαραβολή με τη σκληρή ρητορική του ακροδεξιού αντιπάλου της περί «έθνους που αυτοκτονεί».
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το πώς η μιντιακή και δημοσκοπική εκτόξευση του Ζεμούρ επιτάχυνε τη στροφή της παραδοσιακής αστικής Δεξιάς προς ακραίες θέσεις. Οι προκριματικές για τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων εξελίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στο «Ζεμουριανό» έδαφος της «απειλούμενης» και «βυθιζόμενης» Γαλλίας που βρίσκεται στα πρόθυρα της «εξολόθρευσης» εξαιτίας της υπερβολικής μετανάστευσης, της ενδημικής εγκληματικότητας κλπ.
Με αυτή την έννοια, ο Στάθης Κουβελάκης είχε ασφαλώς δίκιο να εκτιμήσει ότι ο Ζεμούρ έχει ήδη κερδίσει μέσα από τη διάχυση των ιδεών του στο πολιτικό φάσμα (ακόμα κι αν η ίδια του η υποψηφιότητα αποδειχθεί αποτυχημένη). Και η ύπαρξη της μακρονικής Δεξιάς δεν διαψεύδει αυτό το επιχείρημα, έχοντας στα 4 χρόνια εξουσίας της αντλήσει σημαντικά από τις εμμονές, τη ρητορική και τις προτάσεις της ακροδεξιάς.
Οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ: Ένα αδιέξοδο
Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το «οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ» θα ήταν μια αδιέξοδη στρατηγική για τουλάχιστον δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μια τέτοια στρατηγική υποτιμά τον κίνδυνο που συνεχίζει να αποτελεί ο Εθνικός Συναγερμός [ΣτΜ: RN, πρώην Εθνικό Μέτωπο, FN] και συσκοτίζει το γεγονός ότι το πολιτικό του σχέδιο δεν είναι λιγότερο καταπιεστικό από του Ζεμούρ. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις της Λεπέν στον Ζεμούρ να ενταχθεί στη δική της καμπάνια, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν διαφωνίες ουσίας, παρά μόνο στρατηγικής. Οι οπαδοί της Λεπέν επιμένουν –και δίκαια– ότι όλα όσα εκφράζει ο Ζεμούρ έχουν ήδη προωθηθεί από το FN ή RN τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η επικέντρωση στο φασίστα Ζεμούρ τείνει να συσκοτίζει τη ριζοσπαστικοποίηση των δυνάμεων της αστικής Δεξιάς (Μακρόν και Ρεπουμπλικάνοι) αλλά και τις διαδικασίες εκφασισμού που έχουν μπει σε κίνηση από τις ισλαμοφοβικές, αντιμεταναστευτικές και ακραίας τάξης κι ασφάλειας πολιτικές των τελευταίων 20 χρόνων.
Για την πιο πρόσφατη περίοδο, μπορούμε να σκεφτούμε συγκεκριμένα τους δίδυμους ελευθεριοκτόνους νόμους («καθολικής ασφάλειας» και «κατά του ισλαμικού σεπαρατισμού») που μπόρεσαν να επιβληθούν τόσο εύκολα στο πλαίσιο μιας ξεδιάντροπης και εκβιασμένης εργαλειοποίησης των τρομοκρατικών επιθέσεων. Αυτή στοχεύει στη διάλυση μουσουλμανικών και αντιρατσιστικών οργανώσεων που αντιστέκονται στην ισλαμοφοβία (με επίκληση στην πάλη ενάντια στο «σεπαρατισμό») και στην απονομιμοποίηση της Αριστεράς (με επίκληση στηνυποτιθέμενη συνενοχή της, όπως περιγράφεται από τη φράση «ισλαμο-αριστερά»).
Αντιφασισμός και πάλη
ενάντια στην ισλαμοφοβία
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο αγώνας ενάντια στην Ισλαμοφοβία είναι κεντρικός στον αντιφασιστικό αγώνα στη Γαλλία –και αναμφίβολα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Οι συνθήκες διεξαγωγής αυτού του αγώνα έχουν γίνει πολύ δύσκολες στη Γαλλία, καθώς πλέον αντιμετωπίζει και το στιγματισμό από τα ΜΜΕ αλλά και ποινικές διώξεις. Ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας ενέκρινε πρόσφατα την κυβερνητική απαγόρευση της δράσης της Συλλογικότητας Ενάντια στην Ισλαμοφοβία στη Γαλλία (CCIF) είναι, με αυτή την έννοια, μια προειδοποίηση για όλες τις συλλογικότητες που αγωνίζονται ενάντια στην καταπίεση.
Η άνοδος του νεοφασισμού προέρχεται από μια παρατεταμένη κρίση ηγεμονίας –δηλαδή, από την εξασθένηση της ικανότητας της γαλλικής άρχουσας τάξης να αποσπάσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις (νεοφιλελεύθερες) πολιτικές της και από την αποδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ εκπροσωπούμενων και εκπροσώπων (όπως αποτυπώνεται στην αποδυνάμωση των κομμάτων, την αύξηση της αποχής κλπ). Αλλά αντλεί τουλάχιστον εξίσου και από την κρίση μιας εναλλακτικής στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, δηλαδή από μια κρίση της Αριστεράς.
Σε συνδυασμό με την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων, η κρίση ηγεμονίας θα μπορούσε να έχει αποτελέσει (ή μπορεί ακόμα να αποτελέσει) ένα ευνοϊκό έδαφος για την αναγέννηση δυνάμεων που θα προωθούν μια τέτοια εναλλακτική. Πράγματι, έχουμε δει να συμβαίνει μια τέτοια αναγέννηση με τη μορφή εκλογικών επιτυχιών οργανώσεων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ποδέμος, η Ανυπότακτη Γαλλία, και προσωπικοτήτων όπως ο Μπέρνι Σάντερς και ιδιαίτερα ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που αμφισβήτησαν την ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης «Αριστεράς» μέσα στο Δημοκρατικό και στο Εργατικό κόμμα αντίστοιχα. Αλλά αυτές οι επιτυχίες ήταν εφήμερες και δεν αποκρυσταλλώθηκαν -για διάφορους λόγους- σε οργανώσεις ικανές να αναδημιουργήσουν οργανικούς, ανθεκτικούς δεσμούς με την εργατική τάξη.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, τα κοινωνικά κινήματα είναι δυναμικά (σε σύγκριση με τη Βρετανία και τη Γερμανία, για να παραμείνουμε στο έδαφος της Δυτικής Ευρώπης), όπως και η κριτική σκέψη. Αλλά η πολιτική Αριστερά δεν έχει καταφέρει τα τελευταία 20 χρόνια να συμβάλει στην εμφάνιση ενός απελευθερωτικού σχεδίου ικανού να ανταγωνιστεί για την ηγεμονία με το ζευγάρι που αποτελείται από το νεοφιλελεύθερο ακραίο κέντρο και τη νεοφασιστική ακροδεξιά.
Θα μπορούσε κανείς να καταφύγει στην παρηγορητική σκέψη ότι αυτό το φαινόμενο θα καταστείλει τις εκλογικές αυταπάτες, θα απελευθερώσει την εργατική μαχητικότητα και θα ανοίξει το δρόμο προς την εξέγερση. Αλλά δεν βλέπουμε να συμβαίνει αυτό ιστορικά: οι περισσότερες μεγάλες στιγμές μαζικής κοινωνικής σύγκρουσης, όπου τέθηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της επαναστατικής ρήξης, ήταν επίσης στιγμές όπου η πολιτική Αριστερά κατόρθωνε να συγκεντρώσει την εκλογική στήριξη μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων τάξεων και να χτίσει μεγάλες και αγωνιστικές οργανώσεις ικανές να αναπλάθουν εκ των έσω την «κοινή λογική» που επικρατεί στην εργατική τάξη.
Είναι αυτή η αντι-ηγεμονική δυνατότητα –αυτός ο οργανικός δεσμός με την εργατική τάξη– που έχει χαθεί. Η χίμαιρα μιας «ένωσης της Αριστεράς» ή «προκριματικών εκλογών του λαού» με την ελπίδα να συγκεντρώσει όλες τις υπάρχουσες οργανώσεις πίσω από μια κοινή υποψηφιότητα και έτσι να αθροίσει τα (μικρά) τους σκορ, δεν θα μας βγάλει από το βάλτο που βρισκόμαστε. Τα προβλήματα είναι πολύ βαθύτερα και θα χρειαστούν αντιμετώπιση στη δύσκολη περίοδο μπροστά μας.