Η Ουκρανία είναι μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης και ίσως η πιο βασανισμένη χώρα της ηπείρου. Μεταξύ του 1991 και σήμερα, δηλαδή στα χρόνια του περάσματος από τον κρατικό καπιταλισμό στο «φιλελεύθερο» ιδιωτικό καπιταλισμό, ο πληθυσμός της μειώθηκε από τα 52 εκατομμύρια στα περίπου 43 εκατομμύρια σήμερα.
Η ιστορία της είναι ζυμωμένη με τον πόλεμο και την επανάσταση. Το έδαφός της υπήρξε επί αιώνες πεδίο συγκρούσεων των παλιών αυτοκρατοριών. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, υπήρξε το πεδίο των σκληρότερων μαχών του Εμφυλίου Πολέμου. Οι επαναστατικές δυνάμεις υπήρξαν ιδιαίτερα ισχυρές: ο Κόκκινος Στρατός με την ηγεσία του Αντόνοφ-Οβσέγενκο, αλλά και το μαζικό αναρχικό αντάρτικο του Μάχνο (σε σχέσεις συνεργασίας στις μάχες, πολύ στενότερες απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται…) νίκησαν τους Λευκούς του Αντόν Ντενίκιν και το στρατό του Πιοτρ Βράγκελ στην Κριμαία και άνοιξαν το δρόμο στην ανακήρυξη της σοβιετικής εξουσίας στην Ουκρανία. Στα 1932-33, η κατάρρευση της βίαιης κολεκτιβοποίησης της γεωργίας, υπό τις οδηγίες του Στάλιν, οδήγησε στην τρομακτική πείνα με θύματα εκατομμύρια αγρότες. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι Ναζί χρησιμοποίησαν ως σκλάβους εκατομμύρια Ουκρανούς, εξόντωσαν τη μαζική εβραϊκή κοινότητα και άλλες θρησκευτικές ή εθνοτικές μειονότητες, με αποτέλεσμα ο ουκρανικός πληθυσμός να έχει απώλειες-ρεκόρ, που υπολογίζονται στα 5-7 εκατομμύρια νεκρούς.
Το έγκλημα του Λένιν;
Σκοπεύοντας να εισβάλει σε μια χώρα με τέτοια ιστορία, δεμένη με τις εμπειρίες του ρωσικού λαού, ο Πούτιν δεν είναι τυχαίο ότι αισθάνθηκε την ανάγκη για το διαβόητο διάγγελμά του, που ήταν ένα μακροσκελές ιστορικό και ιδεολογικό «μανιφέστο».
Κεντρική του θέση (που προειδοποιεί για την «τελική λύση» που επιφυλάσσει για την Ουκρανία) είναι ότι η χώρα αυτή υπήρξε ιστορικά… ανύπαρκτη, ότι οι Ουκρανοί είναι μια… τεχνητά κατασκευασμένη εθνότητα. Η κατασκευή αυτή, είπε, οφείλεται σε ένα «ιστορικό λάθος» του Λένιν και των Μπολσεβίκων, κατηγορώντας ειδικά τον Λένιν για την επιμονή του σε «κάτι παραπάνω από ένα ιστορικό λάθος» (εννοώντας ευθέως ένα ιστορικό έγκλημα).
Η θέση αυτή διαγράφει με μια μονοκοντυλιά όλη την επαναστατική παράδοση στη Ρωσία. Πριν το 1917, οι Μπολσεβίκοι (αλλά και οι Μενσεβίκοι, οι Σοσιαλεπαναστάτες και οι αναρχικοί) δεν θεωρούσαν την Τσαρική Ρωσία ως «αποκρυστάλλωση» του ρωσικού έθνους, αλλά ως «φυλακή λαών». Το ζήτημα της απελευθέρωσης αυτών των λαών από την εθνική καταπίεση και το βάρβαρο «μεγαλορωσικό σοβινισμό» του τσαρικού καθεστώτος, ήταν κεντρικό σε όλα τα επαναστατικά προγράμματα των κομμάτων που πραγματικά αποσκοπούσαν στην ανατροπή του Τσάρου.
Στη μετεπαναστατική περίοδο, προς το τέλος του Εμφυλίου, είχαν προκύψει 6 επαναστατημένες εθνικές δημοκρατίες (η ρωσική ομοσπονδία-ΡΟΣΣΔ, η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Γεωργία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν). Οι 3 δημοκρατίες του Καυκάσου είχαν απελευθερωθεί μόλις στα τέλη του 1920, με τις νίκες του Κόκκινου Στρατού εκεί, υπό την ηγεσία του Ορτζονικίτζε. Οι σχέσεις μεταξύ τους καθορίζονταν από διμερείς συμφωνίες της ΡΟΣΣΔ με κάθε μια από τις άλλες 5 δημοκρατίες, που αφορούσαν κυρίως την οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Στην πράξη το ενοποιητικό-συνεκτικό στοιχείο ήταν το Κόμμα και ο Κόκκινος Στρατός, παρότι είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα να διατηρούν οι δημοκρατίες ανεξάρτητες στρατιωτικές δυνάμεις.
Μπροστά στο ζήτημα της ουσιαστικότερης ενοποίησής τους, ο Στάλιν (ως Επίτροπος επί των Εθνοτήτων, αλλά πλέον και ως Γραμματέας της ΚΕ) ετοίμασε ένα σχέδιο που ουσιαστικά ενέτασσε τη διοίκηση των δημοκρατιών στην κεντρική κυβέρνηση της ΡΟΣΔΔ, στη Μόσχα. Στο σχέδιο αντέδρασαν οι Γεωργιανοί κομμουνιστές, υπό την ηγεσία του Μντιβάνι (ενός μπολσεβίκου υψηλού κύρους, που ήταν αδύνατον να κατηγορηθεί για εθνικιστική παρέκκλιση), αλλά και οι Ουκρανοί που εκπροσωπήθηκαν στις συζητήσεις από τον μπολσεβίκο Πετρόφσκι.
Το σχέδιο αυτό ανατράπηκε μετά από δριμύτατη παρέμβαση του Λένιν, που βομβάρδιζε την ΚΕ με «τροπολογίες» που έπαιρναν υπόψη τις ευαισθησίες των δημοκρατιών. Στις 6 Οκτώβρη του 1922, ο ήδη βαριά άρρωστος Λένιν γράφει προς τον Κάμενεφ, που συντονίζει τις σχετικές συζητήσεις:
«Σύντροφε Κάμενεφ! Κηρύσσω πόλεμο ζωής και θανάτου ενάντια στο μεγαλορωσικό σοβινισμό… Πρέπει οπωσδήποτε ένας Ρώσος, ένας Ουκρανός, ένας Γεωργιανός κ.ο.κ. να προεδρεύουν διαδοχικά στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης. Οπωσδήποτε! Δικός σας, Λένιν» (Άπαντα, τ. 45).
Ο Λένιν κηρύσσει πόλεμο ενάντια στο μεγαλορωσικό σοβινισμό, αυτή τη φορά μέσα στο ίδιο του το κόμμα, δείχνοντας με σαφήνεια τον Γενικό Γραμματέα. Το κύρος του Λένιν δεν ήταν δυνατόν στα 1922 να υποτιμηθεί και η παρέμβασή του κατοχύρωσε τις αρχές της αυτοδιάθεσης των λαών -μέχρι και το δικαίωμα του αποχωρισμού- στα ιδρυτικά κείμενα της ΕΣΣΔ.
Η συζήτηση ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη και οδήγησε τον Λένιν στο να τροποποιήσει τη «Διαθήκη» του, προσθέτοντας την παράγραφο που πρότεινε στους συντρόφους του να καθαιρέσουν τον Στάλιν από τη θέση του Γ. Γραμματέα (βλ. Μοσέ Λεβίν, Η τελευταία μάχη του Λένιν, μετάφραση Δ. Ψαρράς). Οι κατευθύνσεις του κατοχυρώθηκαν στα αρχικά κείμενα, ακόμα και στο ιδρυτικό Σύνταγμα της ΕΣΣΔ, αλλά στη ζωή έγιναν άλλα…
Λέει σήμερα ο Πούτιν:
«…η μπολσεβίκικη πολιτική οδήγησε στην ανάδυση της Σοβιετικής Ουκρανίας, η οποία ακόμα και σήμερα θα έπρεπε να αποκαλείται “Ουκρανία του Βλαντιμίρ Λένιν”. Είναι ο συγγραφέας και αρχιτέκτονάς της….
Ο Στάλιν στην πραγματικότητα εφάρμοσε στην πράξη όχι τις ιδέες του Λένιν, αλλά τις δικές του ιδέες για την κρατική υπόσταση. Αλλά δεν εισήγαγε τις κατάλληλες αλλαγές στα συστημικά έγγραφα, στο Σύνταγμα της χώρας, δεν επανεξέτασε επίσημα τις διακηρυγμένες λενινιστικές αρχές για την οικοδόμηση της ΕΣΣΔ… Είναι μεγάλο κρίμα που οι απεχθείς, ουτοπικές φαντασιώσεις που εμπνεύστηκαν από την επανάσταση, δεν απαλείφθηκαν αμέσως από τα βασικά τυπικά νομικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η κρατική μας υπόσταση… Φαινόταν ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη -όλα λειτουργούσαν υπό ολοκληρωτικό καθεστώς και έμοιαζαν πολύ όμορφα, ελκυστικά…» (μετάφραση του διαγγέλματος Πούτιν από την Iskra).
Ο πρώην καγκεμπίτης Πούτιν γνωρίζει καλά από ποιες ιδέες κινδυνεύει και από ποια πρακτική προέρχεται ο ίδιος και το καθεστώς του.
Ναζιστικοποίηση;
Μια άλλη συκοφαντική κατηγορία που απευθύνεται στους «ανύπαρκτους» Ουκρανούς είναι η, τάχα, μαζική επιρροή στις γραμμές τους του… ναζισμού!
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πράγματι αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Ουκρανίας και ένα εθνικιστικό «αντάρτικο» υπό τον Μπαντέρα, που κατέληξε να συνεργάζεται με τη Βέρμαχτ. Όμως αυτό ήταν ένα μειοψηφικό φαινόμενο. Η μαζική αντίσταση του πληθυσμού καθορίστηκε από τον αντιφασισμό και υποχρέωσε τον Χίτλερ να αλλάξει την αρχική πολιτική του, που προέβλεπε τη δημιουργία ενός «ανεξάρτητου» φιλοναζιστικού κρατικού μορφώματος στην Ουκρανία, και να την αντιμετωπίσει σαν μια κατακτημένη «επαρχία» του Τρίτου Ράιχ. Αυτή η μαζική αντίσταση των Ουκρανών έκανε υποχρεωτική την παραμονή μεγάλων δυνάμεων της Βέρμαχτ στο έδαφος της Ουκρανίας, γεγονός που υπήρξε σημαντικό για την όλη έκβαση του πολέμου στο έδαφος της ΕΣΣΔ. Το φαινόμενο του «δοσιλογισμού» δεν παρουσιάστηκε μόνο στην Ουκρανία και οι δυνάμεις του Μπαντέρα δεν ήταν πιο μαζικές, ως αναλογία μέσα στο γενικό πληθυσμό, από τις δυνάμεις των Τσέτνικ στη Σερβία, των Ουστάζι στην Κροατία, των ταγματασφαλιτών στην Ελλάδα, ή των απομειναριών των Λευκών και των νοσταλγών του Τσάρου που συνεργάστηκαν με τους Ναζί στη Ρωσία. Όποιος διαλέγει σήμερα να προβάλει το «παράδειγμα» Μπαντέρα, υποτιμώντας όλη την υπόλοιπη ιστορία της αντιναζιστικής αντίστασης στην Ουκρανία, δείχνει μια ροπή «ιστορικής» δικαιολόγησης της εισβολής του Πούτιν.
Πιο σημαντικά είναι τα σύγχρονα ζητήματα. Μετά το 1991 οι ολιγάρχες αναδύθηκαν στην Ουκρανία, όπως και σε όλη την πρώην ΕΣΣΔ. Όμως αυτή η κυρίαρχη τάξη σημαδευόταν εξαρχής από μια εσωτερική διάσπαση και δεν κατόρθωσε να έχει μια ενιαία στάση σε σχέση με το «εθνικό ζήτημα» και τον προσανατολισμό της Ουκρανίας. Οι ολιγάρχες των ανατολικών βαριά βιομηχανοποιημένων περιοχών, καθορίζονταν από τις προηγούμενες σχέσεις με τους «ομολόγους» τους στη Ρωσία και υποστήριξαν τον φιλορωσικό προσανατολισμό. Στις δυτικές και νότιες περιοχές, της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου, κυριάρχησαν οι ολιγάρχες που προσανατολίζονταν στις σχέσεις με τη Δύση και την προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Αυτό ήταν το υπόβαθρο των πολιτικών συγκρούσεων «από τα πάνω» της περιόδου Γιουτσένκο-Γιανουκόβιτς-Ποροσένκο.
Όταν ο φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς ανακοίνωσε την ακύρωση της προοπτικής σύνδεσης με την ΕΕ και τη σύναψη μιας «στρατηγικής» δανειακής συμφωνίας με τη Ρωσία, ξέσπασαν οι ταραχές που ονομάστηκαν Ευρω-Μαϊντάν. Ήταν ένα «κίνημα» με φιλο-ΕΕ, δεξιό προσανατολισμό, όπου συμμετείχαν δραστήρια και οι ακροδεξιές και νεοναζιστικές δυνάμεις. Κατέληξε στην ανατροπή του Γιανουκόβιτς και στην ανάδειξη του ολιγάρχη Ποροσένκο στην προεδρία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μια «στροφή» προς το νεοφιλελευθερισμό, όπως έχει συμβεί και αλλού (σε Ανατολή και Δύση), σε συνθήκες ήττας και αποπροσανατολισμού των μαζών.
Όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ναζιστικό πραξικόπημα. Οι συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες παρέμειναν τυπικά ενεργές και το γεγονός ότι δεν ασκούνταν μαζικά, οφείλεται περισσότερο στις αδυναμίες των κινηματικών και αριστερών δυνάμεων, παρά σε μια πραξικοπηματική κατάργησή τους. Στις εκλογές που ακολούθησαν, οι ακροδεξιές και νεοναζιστικές δυνάμεις υποχώρησαν σε μειοψηφικά ποσοστά απλής «καταγραφής», με τα περισσότερα στελέχη τους να έχουν ακολουθήσει τη συνταγή της ενσωμάτωσης στα μεγαλύτερα αστικά-δεξιά κόμματα. Στις προεδρικές εκλογές του 2019, ο Εβραίος ηθοποιός Ζελένσκι κέρδισε εύκολα τον Ποροσένκο, περιλαμβάνοντας στο πρόγραμμά του κυρίως ζητήματα κατά της διαφθοράς, αλλά και σημεία προς μια προοπτική «συνεννόησης» με τη Ρωσία.
Ομοίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αντιφασιστική επανάσταση» η πορεία αυτονόμησης των περιοχών των αυτοαποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών στο Ντονμπάς. Ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό τους -με την κυριαρχία των ολιγαρχών της βιομηχανίας- παρέμεινε απαράλλαχτος. Στις ένοπλες δυνάμεις τους είναι καθοριστικό το βάρος των Ρώσων «ειδικών» και των «εθελοντικών» σχηματισμών Ρώσων βετεράνων των πολέμων στον Καύκασο. Πολιτικά, η κυριαρχία της κατεύθυνσης ενσωμάτωσης στη Ρωσία του Πούτιν αναδεικνύει μια κάθε άλλο παρά ισχυρή αντιφασιστική ριζοσπαστικοποίηση.
Σε όσους αναλύουν τις εξελίξεις στην Ουκρανία υπό το δίπολο «ναζιστικό πραξικόπημα το 2014 – αντιφασιστική εξέγερση στο Ντονμπάς», θα θέλαμε να θυμίσουμε μια προκλητική πτυχή της πραγματικότητας: οι δυνάμεις του νεοναζισμού-φασισμού είναι πιο ισχυρές στο εσωτερικό της Ρωσίας απ’ ό,τι στο εσωτερικό της Ουκρανίας! Οι ρώσοι φασίστες στο δρόμο, έχουν πετύχει τραγικές επιδόσεις μαύρης τρομοκρατίας, με τελετουργικούς αποκεφαλισμούς μεταναστών, δολοφονίες συνδικαλιστών, κοινωνικών ακτιβιστών, αναρχικών και ακροαριστερών αντιφασιστών κ.ο.κ. Στις εκλογές, η έξαλλη ρατσιστική αρκοδεξιά του Ζιρινόφσκι διατηρεί επιρροή πολλών εκατομμυρίων ψήφων. Τα σκληρά ναζιστικά μικρο-κόμματα, που «φιλοξένησαν» το 2015 στην Πετρούπολη τη διεθνή σύνοδο των ευρωπαίων Ναζί, έχουν σήμερα βρει καταφύγιο μέσα στο κόμμα του Πούτιν. Ο σύμβουλος του Πούτιν επί των γεωπολιτικών εξελίξεων, ο σκοτεινός Αλεξάντερ Ντούγκιν, είναι ο «γκουρού» των πιο σκληρών σύγχρονων νεοναζιστικών οργανώσεων διεθνώς. Γι’ αυτό άλλωστε, η πλειοψηφία των ευρωπαίων νεοναζί (συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής) τάχθηκε όλα αυτά τα χρόνια με την πλευρά της Ρωσίας και του Πούτιν και εναντίον των «εκφυλισμένων» νεοφιλελεύθερων ηγετών της Ουκρανίας.
Σήμερα ο Πούτιν, την ώρα της σαρωτικής εισβολής μιας στρατιωτικά υπερεξοπλισμένης δύναμης στο έδαφος μιας φανερά πιο ανίσχυρης γειτονικής χώρας, επιδιώκει να νομιμοποιήσει ιδεολογικά την εισβολή μιλώντας για «αποναζιστικοποίηση». Είναι μια απόλυτη υποκρισία, που γίνεται πιο φανερή όταν συνδυάζεται με την έκκληση του Πούτιν προς τους στρατιωτικούς της Ουκρανίας να οργανώσουν το ταχύτερο δυνατόν ένα… φιλορωσικό πραξικόπημα.
Κανένα από όλα αυτά τα ιδεολογικά και ιστορικά «επιχειρήματα» δεν πρέπει να θολώνει τη σαφή, μεγάλη, εικόνα: Είμαστε μπροστά σε μια βάρβαρη εισβολή μιας μεγάλης δύναμης σε μια κατά πολύ πιο αδύναμη και φτωχή χώρα. Και το «μάρμαρο» αυτής της εισβολής δεν θα πληρώσουν οι ολιγάρχες της Ουκρανίας, αλλά οι εργάτες, οι αγρότες, οι φτωχοί άνθρωποι μιας βασανισμένης περιοχής. Οι αγωνιστές-στριες στη Ρωσία, που βρίσκουν σήμερα το κουράγιο να διαδηλώνουν, παρά τις ανείπωτες δυσκολίες, ενάντια στον πόλεμο που κήρυξε η «δική τους» χώρα, δείχνουν τα καθήκοντα όλων μας, παντού.